Ένα ταξίδι στο έργο και τη ζωή του Ζυλ Ντασέν (18 Δεκεμβρίου 1911 – 31 Μαρτίου 2008) του σημαντικού Αμερικανού σκηνοθέτη του θεάτρου και του κινηματογράφου, αλλά του σπουδαίου φιλέλληνα, με οδηγό τέσσερις αγαπημένες και χαρακτηριστικές δημιουργίες του: «O Δήμιος των Κολασμένων» (Brute Force – 1947), «Ριφιφί» (Du rififi chez les hommes – 1955), «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» (Celui qui doit mourir – 1957) και «Δέκα και Μισή, Καλοκαίρι Βράδυ» (10:30 P.M. Summer – 1966).

Ads

Ο Ζυλ Ντασέν, γεννημένος στη μικρή κωμόπολη Μιντλτάουν του Κονέτικατ, μέλος μιας πολυμελούς οικογένειας πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια στις φτωχογειτονιές του Χάρλεμ, όπου ο ρωσοεβραϊκής καταγωγής πατέρας του δούλευε ως κουρέας. Στη δεκαετία του ’30, κι ενώ η οικονομική ύφεση βρίσκονταν στο απόγειό της, το θέατρο αναπτυσσόταν χάρη στο επιδοτούμενο από την κυβέρνηση Theatre Works Project, στους κόλπους του οποίου ο Ντασέν ανδρώθηκε καλλιτεχνικά.

 

Το 1941 του δίνεται το πράσινο φως για να πραγματοποιήσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το “Πράκτορας των Ναζί” με πρωταγωνιστή τον δημοφιλή σταρ, Κόνραντ Φάιτ. Μετά από επτά ταινίες στην τότε παντοδύναμη εταιρεία παραγωγής MGM, αρνήθηκε να συνεχίσει, διακόπτοντας το συμβόλαιό του και πραγματοποιώντας μία ιδιότυπη λευκή απεργία, απορρίπτοντας όλα τα σενάρια που του έστελναν.

Ads

 

Ακολούθησε η συνεργασία του με τον γνωστό παραγωγό Μαρκ Χέλλινγκερ, χάρη στον οποίο γύρισε τα δύο πρώτα του σημαντικά φιλμ: το “Δήµιο των κολασµένων” με τον Μπαρτ Λάνκαστερ το 1947 και την αγαπημένη “Γυµνή Πόλη” του 1948. Η ταινία σημείωσε μεγάλη επιτυχία, φτάνοντας να δώσει τον τίτλο και την ιδέα, σε αντίστοιχη τηλεοπτική σειρά.


 

Η επόμενη ταινία του Ντασέν ήταν γύρω από τη μαφία των εμπόρων οπωροκηπευτικών της Καλιφόρνια σε σενάριο του Bezzerides, το κλασσικό “Thieves Highway”. Ο Μακαρθισμός όμως δεν αργεί να πλήξει τον αριστερών πεποιθήσεων σκηνοθέτη, ο οποίος φιγουράρει στη σχετική μαύρη λίστα. Ο φίλος του Ντάρυλ Ζάνουκ της 20th Century Fox, προσπαθώντας να τον βοηθήσει, στέλνει τον Ντασέν επειγόντως στο Λονδίνο για να γυρίσει μία από τις καλύτερες ταινίες της πλούσιας φιλμογραφίας του, το αριστουργηματικό «Η Νύχτα και η Πόλη» (Night and the city) του 1950.

 

Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και ο Ζυλ Ντασέν, αναγκάζεται να πάρει την πρώτη του γυναίκα Μπέατρις Λόνερ και τα τρία τους παιδιά και να εγκατασταθούν στο Παρίσι, όπου περνούν πέντε δύσκολα χρόνια καθώς το αμερικάνικο σύστημα διανομής σαμποτάρει τις ταινίες του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ο σκηνοθέτης να πουλάει σενάρια με ψευδώνυμο, ενώ διάφορες απόπειρές του να σκηνοθετήσει στην Ιταλία ναυαγούν.

 

Εν τέλει, του προτείνουν ένα γαλλικό φιλμ νουάρ, το «Ριφιφί» (Du Rififi chez les homes – 1954), ως σπεσιαλίστα του είδους. Η ελλιπής γνώση γαλλικών τον οδηγεί στο διάσημο πια τριανταπεντάλεπτο σιωπηρής ληστείας – δέκα χρόνια μετά, το επανέλαβε στην κωμωδία του «Τοπ Καπί» που του χαρίζει το βραβείο σκηνοθεσίας το 1955 στο Φεστιβάλ των Καννών.

Στις Κάννες, εκείνη τη χρονιά γνωρίζει τη Μελίνα Μερκούρη (η οποία ελπίζει σε ένα βραβείο με την ταινία “Στέλλα”) και την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Έρχονται μαζί στην Ελλάδα και γυρίζουν στην Κρήτη τη θρυλική ταινία «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» (Celui qui doit mourir) του 1956, βασισμένη στο βιβλίο του Καζαντζάκη.

 

Βρισκόμαστε πλέον στο 1959 και η ταινία «Ποτέ την Κυριακή» είναι γεγονός. Τον πρωταγωνιστικό αντρικό ρόλο κρατά ο ίδιος ο Ντασέν ελλείψει χρημάτων. Η ταινία έγινε παγκόσμια επιτυχία, έκανε την Ελλάδα τουριστικό προορισμό και τη Μελίνα σταρ, αφού πρώτα της εξασφάλισε το βραβείο ερμηνείας του 1960 στις Κάννες, αλλά και ο Ντασέν, κέρδισε μία υποψηφιότητα για Όσκαρ, τόσο για τη σκηνοθεσία, όσο και για το σενάριο.


 

Ακολουθεί το 1961 η τραγωδία «Φαίδρα» και το 1964 η πρώτη έγχρωμη ταινία του, το «Τοπ Καπί». Στην Ελλάδα επιβάλλεται δικτατορία και στο Ισραήλ ξεσπάει ο πόλεμος των έξι ημερών. Ο Ντασέν ταξιδεύει στο Σινά και ολοκληρώνει το σπάνιο αντιπολεμικό του ντοκιμαντέρ «Survival» (1967).


 

Στη συνέχεια ο Ζυλ Ντασέν επιστρέφει στο Χόλιγουντ και παρουσιάζει την «Εκτέλεση εν ψυχρώ» (Up tight – 1968) που συμπεριλάμβανε και σκηνές από την κηδεία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Ακολουθούν το 1978 το φιλμ «Κραυγή Γυναικών» (Α dream of passion) και δύο χρόνια μετά παρουσιάζει την ταινία «Στα 16 Γνώρισα τον Έρωτα» (Circle of two).

 

Στο θέατρο ξεχώρισαν οι σκηνοθεσίες του στα έργα “Γλυκό πουλί της νιότης” του Τεν. Ουίλλιαμς (θίασος Γ. Φέρτη με τη σύμπραξη της Μελίνας Μερκούρη), “Όπερα της πεντάρας” του Μπρεχτ (με το θίασο του Ν. Κούρκουλου και σύμπραξη της Μερκούρη), “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ” του Άλμπη (θίασος Καρέζη – Καζάκου), “Ένας µήνας στην εξοχή” του Τουργκένιεφ κ.ά. Ο θάνατος τον βρήκε στις 31 Μαρτίου 2008 σε ηλικία 97 ετών…

 

Ο Δήμιος των Κολασμένων / Brute Force του 1947


 

Σε μια σκληρή και απάνθρωπη φυλακή που καταδυναστεύεται από έναν αδίστακτο και σαδιστή αρχιφύλακα, έξι άντρες αποφασίζουν να δραπετεύσουν. Μέσα από διάφορα φλας-μπακ, γνωρίζουμε κάποια βασικά στοιχεία για τη ζωή και τον χαρακτήρα τους. Ωστόσο, η απόπειρα απόδρασης αποτυγχάνει και η βίαιη εξέγερση που αναπόφευκτα ξεσπά, καταλήγει σ’ ένα λουτρό αίματος… 

 

“Ο Δήμιος των Κολασμένων”, είναι η ένατη ταινία του Ζυλ Ντασέν και πρόκειται για μια εξαιρετική αλληγορία για τη βία και τη δίψα της ελευθερίας, γυρισμένη με ωμό ρεαλισμό και άγρια δύναμη, όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος της. Οι εικόνες της φυλακής (μεταφορική μικρογραφία των ναζιστικών στρατοπέδων), ο εγκλεισμός και η απελπισμένη εξέγερση συνομιλούν με τον εξπρεσιονισμό (σε αισθητικό επίπεδο) και την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας.

 

Μόνο τυχαίο λοιπόν δεν είναι το γεγονός ότι η απεγνωσμένη και εκ των προτέρων χαμένη, γι’ αυτό και απόλυτα τραγική, μάχη των ανθρώπων αυτών που το μόνο που θέλουν είναι να διατηρήσουν την αξιοπρέπεια και το ηθικό τους ανάστημα μέσα σ’ ένα πραγματικό κολαστήριο, έβαλε τον Ζυλ Ντασέν κατευθείαν στο στόχαστρο του γερουσιαστή Μακάρθι. Κορυφαία η ερμηνεία του 33χρονου Μπαρτ Λάνκαστερ, μόλις στη δεύτερη κινηματογραφική του εμφάνιση.


 

Στις 10.30 Ένα Καλοκαιρινό Βράδυ / 10:30 P.M. Summer του 1966


 

Στη διάρκεια μιας βίαιης νυχτερινής καλοκαιρινής καταιγίδας, σ’ ένα ισπανικό χωριό διαπράττεται ένα έγκλημα πάθους. Ο νεαρός αγρότης Ροδρίγο σκοτώνει την άπιστη γυναίκα του και τον εραστή της. Λίγο μετά φτάνουν εκεί με το αυτοκίνητό τους ένα παντρεμένο ζευγάρι. Ο Πωλ και η Μαρία με την μικρή τους κόρη, παρέα με την καλύτερη φίλη της συζύγου την Κλερ, που τους συνοδεύει στις διακοπές τους.

 

Η Μαρία, γνωρίζοντας ότι η φίλη της είναι ερωμένη του άντρα της, συνειδητοποιεί ότι ουσιαστικά ο γάμος τους έχει ναυαγήσει οριστικά και πνίγει την θλίψη της στο ποτό. Κάποια στιγμή, στη διάρκεια της νύχτας, βοηθά τον κυνηγημένο νεαρό να ξεφύγει από τα πλοκάμια της αστυνομίας που τον αναζητά, αλλά το επόμενο πρωί το πτώμα του ανακαλύπτεται πεταμένο στα χωράφια… 

 

Ερωτικό μελόδραμα απιστίας, βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Μαργκερίτ Ντυράς, η ταινία αυτή, γυρισμένη στην ισπανική ενδοχώρα, είναι μία από τις λιγότερο γνωστές, δημιουργίες του Ζυλ Ντασσέν. Έχοντας στο κέντρο της ένα τυπικό ερωτικό τρίγωνο, η ταινία ουσιαστικά μιλά για το σβήσιμο της σεξουαλικής φλόγας, την αποξένωση μέσα στη σχέση, την προδοσία και για το αδιάβατο πέρασμα από τον έρωτα στην συντροφικότητα και την αγάπη.

 

Ακτινογραφώντας λοιπόν τον αχαρτογράφητο γυναικείο ψυχισμό, η ιστορία αφορά το θέμα της προδοσίας, τη διαχείρισης του πένθους, το τέλος της ερωτικής επιθυμίας και το ανεπούλωτο τραύμα που αφήνει πίσω της. Ο εξόχως ποιητικός όσο και διεισδυτικός στα εσωτερικά τοπία, λόγος της Ντυράς είναι πάντα πολύ δύσκολο να μετατραπεί σε σενάριο και να αποτυπωθεί με επιτυχία στην οθόνη.

 

Ο Ντασέν έξυπνα εκμεταλλεύεται στο έπακρο την τραγική διάσταση του διπλού φονικού και σχολιάζει έμμεσα την ανελεύθερη Ισπανία του Φράνκο. Στο καστ της ταινίας, εκτός από τη Μελίνα Μερκούρη, συναντάμε τον Peter Finch και την αγαπημένη Ρόμι Σνάιντερ, στον ρόλο της Κλερ.


 

Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται / Celui qui doit mourir του 1957


 

Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι κάτοικοι ενός χωριού της Κρήτης εγκαταλείπουν τα σπίτια και τη γη τους έπειτα από ένα πογκρόμ των Τούρκων και κυνηγημένοι φτάνουν μετά από πολυήμερη πεζοπορία στη Λυκόβρυση. Ένα πλούσιο χωριό, όπου οι κάτοικοι ετοιμάζονται για την αναπαράσταση των Παθών του Χριστού και του μαρτυρίου της Σταύρωσης, σύμφωνα με ένα παλιό, τοπικό έθιμο. Οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες μπαίνουν ταλαιπωρημένοι με επικεφαλής τον ιερέα τους, τον παπα-Φώτη, στην πλατεία του χωριού.

 

Ενώ οι κάτοικοι τους προσφέρουν τροφή και καταφύγιο, αντίθετα ο τοπικός ιερέας, ο παπα-Γρηγόρης και οι προύχοντες, τους αντιμετωπίζουν εχθρικά, καθώς θεωρούν ότι οι νεοφερμένοι παρίες είναι απειλή για τα συμφέροντα και τα κεκτημένα τους. «Τόπος για τους χολεριασμένους δεν υπάρχει» κραυγάζει ο παπα-Γρηγόρης. Έτσι, το πλήθος των κυνηγημένων, αλλά υπερήφανων χωρικών, ανεβαίνει, κουβαλώντας τον σταυρό του μαρτυρίου, τον δικό του Γολγοθά, το ξερό βουνό της Σαρακίνας που δεσπόζει στην περιοχή… 

 

Ως γνωστόν η ταινία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη και είναι γυρισμένη στα Κριτσά της Κρήτης, με κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη, τη Μελίνα στο ρόλο της Μαγδαληνής και τον Πιερ Βανέκ σ’ εκείνον του Χριστού. Ο Ζυλ Ντασέν αναφέρει ο ίδιος σχετικά με τα γυρίσματα:

 

«Μια από τις ευτυχέστερες εμπειρίες της ζωή μου ήταν η συνεργασία με τους κατοίκους της Κριτσάς και των γύρω χωριών που συμμετείχαν στην ταινία. Οι πιο πολλοί δεν ήξεραν γράμματα κι έτσι τα βράδια, όταν γύριζαν από τα χωράφια, μαζευόμασταν στην αυλή του σχολείου και με διερμηνέα τη Μελίνα, τους μιλούσαμε για το βιβλίο και τις σκηνές που θα γυρνούσαμε. Υπέροχη εμπειρία… Στο βιβλίο, ξέρετε, υπάρχουν οι φτωχοί και οι πλούσιοι, οι προύχοντες του χωριού. Ε, λοιπόν, κανείς δεν ήθελε να παίξει έναν από τους προύχοντες! Εκεί όμως που δεν πείθονταν με τίποτα ήταν στο να παίξουν τους Τούρκους. Ξέρετε τελικά ποιοι έπαιξαν τους Τούρκους; Καουμπόηδες από τη διπλανή Αμερικανική Βάση…»


 

Ριφιφί / Du rififi chez les hommes του 1955


 

Μια συμμορία τεσσάρων διαρρηκτών (δύο Γάλλοι και δύο Ιταλοί) σχεδιάζουν μια ληστεία σ’ ένα μεγάλο κοσμηματοπωλείο του Παρισιού. Το εγχείρημα επιτυγχάνει, αλλά κάτι, στο φαινομενικά τέλειο σχέδιο, πηγαίνει στραβά και τα πράγματα παίρνουν μια απρόβλεπτη, όσο και τραγική τροπή… 

 

Το “Ριφιφί”, γυρισμένο το 1955 σ’ ένα Παρίσι βουτηγμένο σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, είναι η δεύτερη ευρωπαϊκή ταινία του διωγμένου από την Μακαρθική λίστα, Ζυλ Ντασσέν (έχει προηγηθεί το 1950 το αριστούργημά του “Η νύχτα και η πόλη”, γυρισμένο στο Λονδίνο). Κλασσική ταινία που καθιέρωσε τον όρο «ριφιφί» (διάρρηξη με τρύπημα στο ταβάνι) και όχι μόνο ανανεώνει το είδος του gangster film, αλλά το μπολιάζει με την αναπότρεπτα τραγική μοίρα των ηρώων του νουάρ.


 

Ταυτόχρονα διαπλέκει με τρόπο θαυμαστό το ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία, ενώ η ποιητική οπτική του πάνω στις μεγάλες πόλεις και στο αστικό τοπίο, είναι και εδώ, στην «Πόλη του Φωτός», παρούσα. Στο “Ριφιφί”, όπου ο ίδιος ο σκηνοθέτης ερμηνεύει θαυμάσια έναν από τους κεντρικούς ρόλους, συνυπάρχουν ο πεσιμισμός και το έντονα κριτικό βλέμμα πάνω στην κοινωνία, των αμερικανικών ταινιών του, με τον παρηκμασμένο ουμανισμό της ευρωπαϊκής παράδοσης.

 

Ο Στεφανουά, εξαιρετικά ερμηνευμένος από τον σπουδαίο Γάλλο ηθοποιό Ζαν Σερβέ, σκιαγραφείται ανάγλυφα, με βάση τον λόγο της τιμής, την αυστηρά προσωπική ηθική και διαθέτοντας ένα υπαρξιακό βάθος, κάτι που θα συναντήσουμε αργότερα και στους ήρωες του Ζαν Πιερ Μελβίλ. Το σημείο αναφοράς της ταινίας, είναι αναμφίβολα η 30λεπτη κι εντελώς βουβή σεκάνς της διάρρηξης. Ένα πραγματικό μάθημα κλιμάκωσης της αφηγηματικής έντασης και διαχείρισης του κινηματογραφικού χρόνου.


 

«Ο Ντασέν κατόρθωσε να συνδυάσει την παραδοσιακή αφηγηματικότητα του κινηματογράφου του Χόλιγουντ με το οπτικό στυλ του ευρωπαϊκού κινηματογράφου […]. Το ντοκιμαντερίστικο ύφος του, η χρήση φυσικών χώρων και η εμμονή του στα αστικά τοπία, άσκησαν πολύ μεγάλη επιρροή σ’ έναν σημαντικό αριθμό κινηματογραφικών δημιουργών» Μάρτιν Σκορσέζε


 

Αναδημοσίευση από το SevenArt