Ποτέ δεν περίμενα ένα νόμπελ λογοτεχνίας για να αγαπήσω έναν λογοτέχνη ή ένα όσκαρ για να αγαπήσω μια ταινία. Και οι διοργανώσεις αυτές κάποτε επιβραβεύουν αριστουργήματα και άλλες φορές μετριότητες. Εξάλλου στη βιομηχανία αυτή, είναι σύνθετη υπόθεση το θέμα των κριτηρίων.

Ads

Η ταινία «Καπερναούμ» ήταν υποψήφια για το όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Δεν το απέσπασε. Δεν θα μιλήσω για τα εκατομμύρια που ξόδεψε το Netflix προκειμένου να μπει γερά στην κούρσα των όσκαρ η συγκεκριμένη ταινία γιατί θα ήταν σαν να αμφισβητώ την αξία της και θα ήταν άδικο. Θα μιλήσω όμως για την «Καπερναούμ» της καρδιάς μας που τη σνόμπαραν οι κριτικοί (τι πρωτότυπο!) όταν βραβεύτηκε στις Κάννες.

Η Λιβανέζα σκηνοθέτρια Ναντίν Λάμπακι (Nadine Labaki) μας μεταφέρει στην πατρίδα της που αγαπά και μισεί. Όχι στην κοσμοπολίτικη Βηρυτό, αλλά στα χαμίνια του Λιβάνου, στις φτωχογειτονιές, εκεί όπου η ανθρώπινη ζωή παύει να έχει αξία. Στον Λίβανο του 1.5 εκατομμυρίου προσφύγων που αντιστοιχεί στον μισό πληθυσμό του. Ο ήρωάς της είναι ένας σύγχρονος Όλιβερ Τουίστ, που προσπαθώντας να αποτρέψει τους γονείς του από το να πουλήσουν την 11χρονη αδερφή τους στον έμπορο γαμπρό για λίγες κότες καταλήγει στη φυλακή κι έπειτα στο δικαστήριο ως μάρτυρας κατηγορίας πλέον ζητά από τη δικαιοσύνη να καταδικαστούν οι γονείς του γιατί τον έφεραν στον κόσμο χωρίς την άδεια του.

Η ταινία, γυρισμένη δύο κάμερες στο χέρι, καταφέρνει να μεταφέρει τον θεατή τόσο απόλυτα στον κόσμο των πρωταγωνιστών της που νιώθει κανείς ότι μυρίζει τη βρώμα στα στενά του Λιβάνου όσο συναισθάνεται το δράμα των ηρώων, καθημερινών βιοπαλαιστών, που αναμετριούνται κάθε λίγο με ζητήματα τιμής, επιβίωσης ζωής και θανάτου. Η Λάμπακι δεν σε αφήνει εύκολα να θυματοποιήσεις ή να αθωώσεις ένα πρόσωπο. Ακόμα και στην περίπτωση των βάρβαρων γονιών, η ταινία παραθέτει ένα background κοινωνικό που εξαναγκάζει τον θεατή να αναλογιστεί τα βαθύτερα αίτια που οδηγούν στην εξαθλίωση και κατ’επέκταση στην αποκτήνωση.

Δεν γνώριζα όταν είδα την ταινία ότι η Λάμπακι πήρε τους πρωταγωνιστές της από τα xαμίνια του Λιβάνου. Δεν επέλεξε επαγγελματίες ηθοποιούς. Έβαλε τους ανθρώπους να παίξουν το έργο της ζωής τους, προσδίδοντας στην ταινία μια ορμητική δύναμη και έναν συγκινητικό ρεαλισμό.

Ads

Ο 12χρονος Ζέιν (εξαιρετικός στην ερμηνεία του) περιπλανιέται σε βρόμικα σοκάκια, μάντρες με σκουριασμένα υλικά, μπαινοβγαίνει μέσα σε φυλακές χωρίς να αποφεύγει να κοιτάζει ευθύβολα τον κάθε έναν που αποτελεί κρίκο της αλυσίδας της Οδύσσειάς του. Δεν έχει χαρτιά όπως οι περισσότεροι. Καπνίζει σαν εικοσάχρονος και ελπίζει σαν πεντάχρονος. Έχοντας αποτύχει να σώσει την αδερφή του προσπαθεί να σώσει μια Αφρικανή μετανάστρια και το βρέφος της. Βγάζει νύχια για να διαφυλάξει μια τόση δα ελπίδα αλλά στο τέλος το μόνο που ζητά από τον δικαστή είναι να αποτρέψει τους γονείς του από το να κάνουν άλλα παιδιά.

«Τα προβλήματα που προέκυψαν μέσα στους έξι μήνες που κράτησαν τα γυρίσματα ήταν πολλά. Συχνά κάποιοι εξαφανιζόντουσαν, χανόντουσαν, έμπαιναν φυλακή γιατί δεν είχαν χαρτιά… Είναι θαύμα το πώς κατάφερε να ολοκληρωθεί η ταινία» λέει η σκηνοθέτρια στη Lifo.

Η ταινία κινείται μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, μεταξύ ντοκιμαντέρ και μελοδράματος. Αυτό ήταν που δεν άρεσε στους κριτικούς. Γιατί ενώ στη λογοτεχνία, ή στο θέατρο είναι αποδεκτό πως η μαρτυρία προσθέτει δύναμη στο κείμενο, στον κινηματογράφο τα ντοκουμενταρίστηκα στοιχεία για κάποιον ανεξήγητο λόγο προσβάλλουν τη φόρμα ενώ άλλοι νεωτερισμοί γίνονται αποδεκτοί με τυμπανοκρουσίες.

Η σκηνοθέτρια της ταινίας «Καπερναούμ» που σημαίνει χάος θα μπορούσε να πέσει στην παγίδα ακριβώς εξαιτίας των βιωμάτων της να μετατρέψει το έργο της σε ένα μανιφέστο για την προσφυγιά, την εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών, τη φτώχεια, το εμπόριο ανθρώπων, τους βάναυσους όρους του σύγχρονου καπιταλισμού. Αντιθέτως, ανέδειξε όλα τα προηγούμενα με απίστευτη ανθρωπιά χωρίς κορώνες και δογματισμό, αλλά με ικανές δόσεις υπαρξιακών ερωτημάτων διατυπωμένων σχεδόν κυνικά από τα χείλη των ηρώων της. Όσο γι’αυτούς που την κατηγόρησαν υπερβολικό μελοδραματισμό στο happy end, κανένα χαρούμενο τέλος δεν μπορεί να επισκιάσει το γενικότερο μήνυμα της ταινίας. Κανένα happy end δεν σβήνει τα τραύματα που σαδιστικά επιμένει να χαράζει κάθε αμείλικτη εξουσία στις ψυχές των ανθρώπων.