H δεύτερη μικρού μήκους ταινία της Στέλλας Σερέφογλου «Το πέταγμα του πιγκουίνου» προκρίθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Δράμας ενώ προηγουμένως έχει κάνει τη βόλτα της σε διεθνή και ευρωπαϊκά φεστιβάλ στο Άμστερνταμ, το Βέλγιο και τη Γαλλία. Η ηρωίδα (Γιασεμή Λαμπρίδη) παλεύει στην προεφηβεία της με την απουσία των γονιών της με φόντο ένα καλοκαιρινό θέρετρο στο οποίο παραθερίζει με τον πατέρα της (Γιώργο Γάλλο).

Ads

Η σκηνοθέτρια μπαίνει με θάρρος στην ψυχολογία δυσκολεμένων εφήβων, βάζοντας την ηρωίδα της να παλεύει να μιλήσει σωματικά για την οδύνη της. «Το πέταγμα του πιγκουίνου, μέσα στην αντίφασή του, είναι μια προσπάθεια συμφιλίωσης με τα συναισθήματά μας, όταν αντιμετωπίζουμε ματαιώσεις, υπαρξιακές αγωνίες και διλήμματα. Είναι η αποδοχή μιας χαμένης συνθήκης αλλά και η προσαρμογή μας σε κάτι που τελικά παύει να υφίσταται και που εμείς καλούμαστε να συνεχίσουμε και χωρίς αυτό» λέει η Σ. Σερέφογλου στο tvxs.

«Το πέταγμα του πιγκουίνου» είναι η 2η μικρού μήκους ταινία σας. Τι σας γοητεύει στη μικρή φόρμα;

Η μικρή φόρμα στον κινηματογράφο, αλλά και τη λογοτεχνία, με γοητεύει ιδιαίτερα. Ο περιορισμός, ως προς την έκταση, αναπόφευκτα σε αναγκάζει να ανακαλύψεις διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης ενός θέματος. Όμως αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό. Οι μικρού μήκους ταινίες είναι απαιτητικό είδος γιατί το να δημιουργήσεις ένα φιλμικό σύμπαν μικρής έκτασης αλλά μεγάλης πύκνωσης δεν είναι εὐκολο. Θα μου άρεσε να καλλιεργήσω περισσότερο την τέχνη της μικρού γιατί οι όροι είναι τελείως διαφορετικοί. Μου αρέσουν οι μικρού μήκους ταινίες που καταφέρνουν και ξεφεύγουν από τον αφηγηματικό ρεαλισμό και δανείζονται χαρακτηριστικά από την τέχνη των χαϊκού, δηλαδή διακρίνονται από απλότητα, στιγμές “νεκρής φύσης”, ποιητικότητα και αγάπη για ζωή.

Ads

Πώς προέκυψε η ιδέα της ταινίας;

Αφορμή υπήρξε ένας μαθητής μου, που του άρεσε να ζωγραφίζει πιγκουίνους. Μαθαίνοντας περισσότερα για τη ζωή τους, ανακάλυψα ότι αυτά τα ιδιαίτερα πλάσματα αποτελούν υπόδειγμα πίστης, αντοχής, συνεργασίας και θυσίας προκειμένου να αναπαραχθούν. Έτσι γεννήθηκε η επιθυμία να συνδέσω αυτές τις πληροφορίες -με έναν τρόπο περισσότερο συμβολικό- με την ιστορία μιας έφηβης κοπέλας που πενθεί για την εύθραυστη οικογενειακή της ζωή αλλά και την παιδικότητά της, που χάνεται ολοένα. Οι πιγκουίνοι, ως σύμβολα πίστης και οικογενειακής αφοσίωσης, καταφέρνουν και φωτίζουν την ιστορία μέσα από αυτή ακριβώς την αντίθεση.

Η αναζήτησή μου σε θεματικές όπως η μοναξιά, ο φόβος της εγκατάλειψης, η χαμένη οικογενειακή ζωή, η ανάγκη μας, κυρίως όταν είμαστε παιδιά, για παντοτινή αγάπη, η αγωνία μας να συσχετιστούμε με τους άλλους με τρόπους που απέχουν από αυτούς που κληρονομήσαμε, η ελπίδα και η απογοήτευση που εναλλάσσονται διαρκώς, είναι πίσω από την ταινία “Το πέταγμα του πιγκουίνου”.

Τι είναι τελικά το πέταγμα του πιγκουίνου;

Κάνοντας έρευνα για τους πιγκουίνους, διάβασα μια φράση που μου άρεσε πολύ: “οι πιγκουίνοι, ενώ είναι πτηνά, δεν μπορούν να πετάξουν”. Αμέσως, η αίσθηση που είχα γι᾽ αυτούς, μαζί με την πληροφορία ότι αποτελούν ένα διαφορετικό οικογενειακό πρότυπο, φωτίστηκε διαφορετικά.

Η χάρη και η ομορφιά τους είχε ξαφνικά κάτι το τραγικό. Αυτό, εκτός από μια ωραία αντίθεση, συνδέθηκε απόλυτα και με την ιστορία της Έλλης, της ηρωίδας της ταινίας, που πενθεί γιατί χωρίζουν οι γονείς της αλλά και γιατί μεγαλώνει και νιώθει μόνη της. 

Το πέταγμα του πιγκουίνου, μέσα στην αντίφασή του, είναι μια προσπάθεια συμφιλίωσης με τα συναισθήματά μας, όταν αντιμετωπίζουμε ματαιώσεις, υπαρξιακές αγωνίες και διλήμματα. Είναι η αποδοχή μιας χαμένης συνθήκης αλλά και η προσαρμογή μας σε κάτι που τελικά παύει να υφίσταται και που εμείς καλούμαστε να συνεχίσουμε και χωρίς αυτό.

Πόσο εύκολο ήταν να μπείτε στον κόσμο της εφηβείας και να μιλήσετε μέσω της οδύνης μιας έφηβης;

Δεν ξέρω αν έγινε εύκολα ή δύσκολα αλλά νομίζω πως ένιωσα την ανάγκη να κάνω βουτιά στην εφηβεία, να παρατηρήσω αλλά και να ανακαλέσω μνήμες, όχι μόνο δικές μου αλλά και οικείων προσώπων. Συζήτησα και δοκίμασα αρκετά πράγματα με τη Γιασεμή, που υποδύεται την Έλλη στην ταινία, κι αυτή με τη σειρά της δόθηκε με αφοσίωση στον ρόλο της και κατανόησε, με ένστικτο επαγγελματία, τα ζητούμενα.

Κάτι ακόμη που με βοήθησε αρκετά, κι αυτό το συνειδητοποίησα εκ των υστέρων, είναι ότι, πριν καταλήξω στη Γιασεμή, είδα αρκετά υποψήφια κορίτσια. Όλα είχαν κάτι το ξεχωριστό και ταυτόχρονα κάτι κοινό, οικουμενικό. Καθώς χρειαζόταν να δοκιμάσουν κάποιες σκηνές του έργου, έπρεπε να συζητήσω μαζί τους και να λύσω τυχόν απορίες, και με αυτόν τον τρόπο άρχισα να ανακαλύπτω περισσότερα πράγματα για την ηρωίδα μου και τον κόσμο της. Η διαδικασία αυτή αποτέλεσε υλικό για σκέψη, ενδοσκόπηση αλλά και ουσιαστικότερη σύνδεση με αυτό που επιθυμούσα να κάνω.

Τα διαλογικά μέρη είναι πολύ περιορισμένα, επιλέξατε να κινηθεί η ηρωίδα σας περισσότερο σωματικά, γιατί;

Δεν ξέρω αν μπορώ να το εξηγήσω αυτό λογικά. Είναι κάτι που έκανα και στην προηγούμενη ταινία μου. Πριν γράψω ένα σενάριο, φαντάζομαι έναν υποθετικό χώρο και αφήνω τον ήρωα να δράσει σε αυτόν. Πιστεύω πως οι δράσεις φανερώνουν περισσότερα για το πώς μπορεί να αισθάνεται και να σκέφτεται κάποιος, μαρτυρούν τις συνθήκες στις οποίες ζει και αλληλεπιδρά. Μια σκηνή χωρίς λόγο, όπως για παράδειγμα η σκηνή που η Έλλη καταστρέφει την καρδιά του καρπουζιού,  αποκαλύπτει πολλά πράγματα γι’ αυτήν χωρίς να πρέπει να ειπωθεί κάτι άλλο.

Ένας άλλος λόγος που οι ήρωές μου εκφράζονται περισσότερο σωματικά είναι πιθανότατα γιατί η επαφή μου με την τέχνη ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία μέσα από τον χορό. Νομίζω πως ακόμη και όταν σκηνοθετώ ένα διαφημιστικό για την τηλεόραση, ο χορός είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πρόσεγγισής μου. Όταν λέω χορό, δεν εννοώ ένα κινησιολογικό στυλιζάρισμα αλλά τη σωματικότητα που μπορεί να προκύπτει και από λεπτομέρειες, την αίσθηση ρυθμού αλλά και αρμονίας με τον χώρο στον οποίο κινείται κανείς.

Η ηρωίδα σας δεν φαίνεται να βρίσκει διέξοδο. Είναι ένα σχόλιό σας για τους σύγχρονους εφήβους αυτό;

Η ταινία δεν κλείνει με ένα ξεκάθαρο τέλος, δεν υπάρχει αυτό που λέμε λύση, μιας και το πρόβλημα της ηρωίδας είναι περισσότερο συναισθηματικό, υπαρξιακό.   Προσωπικά πιστεύω ότι θα βρει διέξοδο. Αυτό που δεν δεχόμαστε εύκολα, όχι μόνο από εμάς τους ίδιους αλλά και από τους γύρω μας, είναι ότι ο συναισθηματικός κόσμος έχει τους δικούς του ρυθμούς και συνήθως αυτοί είναι πολύ αργοί. Υπάρχει δηλαδή ένας αρνητισμός ως προς τα αρνητικά συναισθήματα, μια βιασύνη να ξεπεραστούν όλα γρήγορα. Αναρωτιέμαι συχνά γιατί δεν αντιμετωπίζουμε τις συναισθηματικές δυσκολίες ως μοναδική ευκαιρία για ουσιαστική μετατόπιση. 

Οπότε πιστεύω πως η Έλλη θα τα καταφέρει. Θα δυσκολευτεί αρκετά, ίσως πολύ, αλλά υπάρχει η προοπτική, κάτω από κατάλληλες συνθήκες, να μπορέσει να βγει από το αδιέξοδο. Το ίδιο και οι σύγχρονοι έφηβοι. Επειδή, την παρούσα στιγμή, μεγαλώνω δύο παιδιά στην εφηβεία, θεωρώ πως για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε, είναι απαραίτητο να πιστεύουμε.  Κι εγώ πιστεύω στους εφήβους στην εποχή που διανύουμε τώρα, αποφεύγοντας τις συγκρίσεις που δεν οδηγούν πουθενά, αντίθετα μπορούν να προκαλέσουν θυμό και αντιδράσεις. Οι έφηβοι άλλωστε δεν χρειάζονται τόσο νουθεσίες όσο ενσυναίσθηση, αποδοχή και ζωντανά παραδείγματα πνευματικότητας.

Η ταινία σας έχει γίνει ήδη δεκτή σε διεθνή φεστιβάλ. Τι σημαίνει αυτό για μια σκηνοθέτιδα που ζει στην Ελλάδα, μια χώρα που δεν ενθαρρύνει ιδιαίτερα τους ανθρώπους της τέχνης και κυρίως δεν τους διευκολύνει πρακτικά;

Η συμμετοχή μιας ταινίας σε διεθνή φεστιβάλ έχει πολλές διαστάσεις. Οι μικρού μήκους ταινίες ιδιαίτερα, μιας και συνήθως δεν βρίσκουν διανομή στις αίθουσες, επιδιώκουν να συμμετάσχουν σε φεστιβάλ. Εδώ θέλει και προσοχή γιατί αυτό μπορεί να γίνει αυτοσκοπός, ενώ η πρωταρχική ανάγκη είναι να δημιουργήσεις κάτι, να πλάσεις ένα κόσμο από την αρχή.

Για εμένα προσωπικά, η συμμετοχή μιας ταινίας σε φεστιβάλ είναι ένα είδος εξωστρέφειας, αυτογνωσίας (όση μπορεί να έχει κανείς) και αναγνώρισης που τόσο έχουμε ανάγκη για να βρούμε το κουράγιο και την ενέργεια να συνεχίσουμε. Η συγκεκριμένη ταινία ήταν μια επένδυση για εμένα, ψυχική, καλλιτεχνική και οικονομική. Μέσα από τη συμμετοχή της σε διεθνή φεστιβάλ -και αναφέρομαι κυρίως στο Cinekid και το Ciné-Jeune- πείστηκα πως μπορώ να προωθήσω τη δουλειά μου και παράλληλα να προετοιμάσω το έδαφος για κάτι μεγαλύτερο. Ειδικά η εμπειρία μου στο Cinekid με έφερε αντιμέτωπη με μια άλλη πραγματικότητα γιατί εκεί είδα να επενδύουν στο παιδικό θέαμα και να το αντιμετωπίζουν ως σημαντικό μέσο καλλιέργειας της κρίσης, παιδείας και αισθητικής των μικρών θεατών. Αυτό είναι κάτι που με γοήτευσε, με συγκίνησε και μου γέννησε την επιθυμία να συνεχίσω να εργάζομαι προς αυτή την κατεύθυνση. Ελπίζω να εξασφαλίσω και την κατάλληλη υποστήριξη, είτε σε θεσμικό είτε σε ιδιωτικό επίπεδο, ώστε αυτή η επιλογή μου να υλοποιηθεί.