Το «Ριφιφί», γυρισμένο το 1955 σ’ ένα Παρίσι βουτηγμένο σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, είναι η δεύτερη ευρωπαϊκή ταινία του διωγμένου από την Μακαρθική λίστα, Ζυλ Ντασσέν – έχει προηγηθεί το 1950 το αριστούργημά του «Η Νύχτα και η Πόλη / Night and the City», γυρισμένο στο Λονδίνο. Βραβείο Σκηνοθεσίας στις Κάννες για ένα κλασικό έργο, το οποίο κυκλοφορεί σε επανέκδοση στους Κινηματογράφους από την Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου.

Ads

«Η σύγχρονη κινηματογραφική ληστεία εφευρέθηκε στο Παρίσι το 1954 από τον Ζιλ Ντασέν, με το “Ριφιφί”.» – Ρότζερ Έμπερτ

Μια συμμορία τεσσάρων διαρρηκτών (δύο Γάλλοι και δύο Ιταλοί) σχεδιάζουν μια ληστεία σ’ ένα μεγάλο κοσμηματοπωλείο του Παρισιού. Το εγχείρημα επιτυγχάνει, αλλά κάτι, στο φαινομενικά τέλειο σχέδιο, πηγαίνει στραβά και τα πράγματα παίρνουν μία απρόβλεπτη, όσο και τραγική τροπή.

Πρόκειται για μία κλασική ταινία, η οποία καθιέρωσε τον όρο «ριφιφί» (διάρρηξη με τρύπημα στο ταβάνι) και όχι μόνο ανανεώνει το είδος του gangster film, αλλά ταυτόχρονα διαπλέκει με τρόπο θαυμαστό το ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία, ενώ η ποιητική οπτική του πάνω στις μεγάλες πόλεις και στο αστικό τοπίο, είναι κι εδώ, στην «Πόλη του Φωτός», παρούσα.

Ads

image

Στο «Ριφιφί», όπου ο ίδιος ο σκηνοθέτης ερμηνεύει θαυμάσια έναν από τους κεντρικούς ρόλους, συνυπάρχουν ο πεσιμισμός και το έντονα κριτικό βλέμμα πάνω στην κοινωνία, συνδυάζοντας την ψυχολογία των αμερικανικών ταινιών, με τον παρηκμασμένο ουμανισμό της ευρωπαϊκής παράδοσης.

Ο Στεφανουά, εξαιρετικά ερμηνευμένος από τον σπουδαίο Γάλλο ηθοποιό Ζαν Σερβέ, σκιαγραφείται ανάγλυφα, με βάση τον λόγο της τιμής, την αυστηρά προσωπική ηθική και διαθέτοντας ένα υπαρξιακό βάθος, κάτι που θα συναντήσουμε αργότερα και στους ήρωες του Ζαν Πιερ Μελβίλ.

Το σημείο αναφοράς της ταινίας, είναι αναμφίβολα η 30λεπτη κι εντελώς βουβή σεκάνς της διάρρηξης. Ένα πραγματικό μάθημα κλιμάκωσης της αφηγηματικής έντασης και διαχείρισης του κινηματογραφικού χρόνου, από τον σπουδαίο Ζυλ Ντασσέν.

«Ο Ντασέν κατόρθωσε να συνδυάσει την παραδοσιακή αφηγηματικότητα του κινηματογράφου του Χόλιγουντ με το οπτικό στυλ του ευρωπαϊκού κινηματογράφου […]. Το ντοκιμαντερίστικο ύφος του, η χρήση φυσικών χώρων και η εμμονή του στα αστικά τοπία, άσκησαν πολύ μεγάλη επιρροή σ’ έναν σημαντικό αριθμό κινηματογραφικών δημιουργών.» – Μάρτιν Σκορσέζε

image

Γεννημένος στις 18 Δεκεμβρίου του 1911 στη μικρή κωμόπολη Μιντλτάουν του Κονέτικατ, ο Ζυλ Ντασσέν ήταν μέλος μιας πολυμελούς οικογένειας που πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια στις φτωχογειτονιές του Χάρλεμ, όπου ο ρωσοεβραϊκής καταγωγής πατέρας του δούλευε ως κουρέας.

Ο Μακαρθισμός όμως δεν αργεί να πλήξει τον αριστερών πεποιθήσεων σκηνοθέτη, ο οποίος φιγουράρει στη σχετική μαύρη λίστα. Ο φίλος του Ντάρυλ Ζάνουκ της 20th Century Fox, προσπαθώντας να τον βοηθήσει, στέλνει τον Ντασέν επειγόντως στο Λονδίνο.

Οι εξελίξεις είναι όμως ραγδαίες και ο Ζυλ Ντασέν, αναγκάζεται να εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου περνούν πέντε δύσκολα χρόνια καθώς το αμερικάνικο σύστημα διανομής σαμποτάρει τις ταινίες του.

Στις Κάννες, το 1955 γνωρίζει τη Μελίνα Μερκούρη (η οποία ελπίζει σε ένα βραβείο με την ταινία «Στέλλα») και την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Έρχονται μαζί στην Ελλάδα και γυρίζουν στην Κρήτη την θρυλική ταινία: «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» (Celui qui doit mourir).

image

Στο θέατρο ξεχώρισαν οι σκηνοθεσίες του στα έργα: «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τεν. Ουίλλιαμς (θίασος Γ. Φέρτη με τη σύμπραξη της Μελίνας Μερκούρη), «Όπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ (με το θίασο του Ν. Κούρκουλου και σύμπραξη της Μερκούρη), «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Άλμπη (θίασος Καρέζη – Καζάκου), «Ένας µήνας στην εξοχή» του Τουργκένιεφ κ.ά. Ο θάνατος τον βρήκε στις 31 Μαρτίου 2008 σε ηλικία 97 ετών.

Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ογκίστ Λε Μπρετόν, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει με κυνισμό και χωρίς καμία διάθεση εξιδανίκευσης τη ματαιότητα του εγκλήματος. Παρά τις καλά ακονισμένες δεξιότητες, τις ασυνήθιστες γνώσεις των κακοποιών και τις ανθρώπινες ευαισθησίες τους, η βία κυριαρχεί στον κόσμο των γκάνγκστερ.

Η κινηματογράφηση είναι εκπληκτική, ιδίως στα νυχτερινά πλάνα, δίνοντας μια πραγματική αίσθηση της Μονμάρτης της δεκαετίας του 1950, ενώ η ταινία χτίζει την αμείωτη ένταση που τη διακρίνει αντλώντας ακόμα και από τις πιο μικρές λεπτομέρειες – όπως η αναποδογυρισμένη ομπρέλα, η οποία συλλέγει θραύσματα κατά τη διάρκεια της ληστείας.

Αυτό όμως που πραγματικά κάνει το «Ριφιφί» να ξεχωρίζει, είναι ακριβώς η εκπληκτική, βουβή σκηνή της διάρρηξης, που αποτελεί κορυφαίο παράδειγμα κινηματογραφικής μαεστρίας. Ο συνθέτης Ζορζ Ορίκ, έγραψε αρχικά μουσική για την συγκεκριμένη σκηνή, αλλά συμφώνησε με τον Ντασέν ότι ήταν περιττή. Για περίπου μισή ώρα, παρακολουθούμε με εντυπωσιακή αληθοφάνεια και περισσή αγωνία κάθε κίνηση των πρωταγωνιστών, κρατώντας την ανάσα μας και κάνοντας ησυχία μαζί τους.

Το «Ριφιφί» γυρίστηκε με πολύ χαμηλό προϋπολογισμό, αφού το καστ και το συνεργείο της ταινίας συμφώνησαν σε συμβολικές αμοιβές λόγω φιλίας με τον Ντασέν, ενώ ο ίδιος έπαιξε έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους και έψαξε μόνος του τις κατάλληλες τοποθεσίες για τα γυρίσματα.

Ακριβώς αυτή η έλλειψη παραγωγής Χολιγουντιανών προδιαγραφών και κεφαλαίων, οδήγησε στο να έχει ο Ντασέν μεγαλύτερο δημιουργικό και καλλιτεχνικό έλεγχο στο έργο του, χαρίζοντάς μας τελικά μία πραγματικά μοναδική και αξέχαστη κινηματογραφική εμπειρία.

Διαβάστε επίσης:

image

Ριφιφί / Rififi / Du rififi chez les hommes
Σκηνοθεσία: Ζιλ Ντασέν
Σενάριο: Ζιλ Ντασέν, Ρενέ Γουίλερ, Ογκίστ Λε Μπρετόν
Πρωταγωνιστούν: Ζαν Σερβέ, Καρλ Μενέρ, Ρομπέρ Μανιουέλ
Φωτογραφία: Φιλίπ Αγκοστίνι
Μοντάζ: Ρότζερ Ντουάιρ
Μουσική: Ζορζ Ορίκ
Έτος Παραγωγής: 1955
Χώρα Παραγωγής: Γαλλία
Διάρκεια: 122 λεπτά
Κυκλοφορεί σε επανέκδοση στους Κινηματογράφους από την Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου