Με αφορμή το αξιόλογο εσχατολογικές θρίλερ «Ένα Ήσυχο Μέρος» που σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί ο Τζον Κρασίνσκι, μαζί με την σύζυγό του Έμιλι Μπλαντ, παρουσιάζουμε πέντε χαρακτηριστικές ταινίες, οι οποίες κατάφεραν να εκφραστούν χωρίς λόγια, με ελάχιστους ή χωρίς καθόλου διαλόγους, κερδίζοντας ωστόσο το ενδιαφέρον του θεατή. Επειδή μερικές φορές τα λόγια είναι όντως περιττά. *Αναδημοσίευση από το νέο 37ο τεύχος του fanzine Χίμαιρες.

Ads

«The Artist» (2011) του Μισέλ Χαζαναβίσιους

O Τζορτζ Βάλενταϊν είναι ο μεγαλύτερος σταρ στο Χόλιγουντ των 20s, ένας ήρωας πάνω στην κόψη της επαναστατικής αλλαγής του κινηματογραφικού μέσου. Ο ήχος εισβάλλει στο σινεμά και η βιομηχανία πλέον, εκτός από λαμπερά πρόσωπα, αναζητά και θελκτικές φωνές. Έτσι, ο Ζορζ παίρνει την κατιούσα. Η Πέπι Μίλερ από την άλλη, είναι μια χαριτωμένη όσο και φιλόδοξη στάρλετ, την οποία ο Βαλεντίν βοήθησε στα πρώτα της βήματα. Θα αρπάξει την ευκαιρία να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, όταν εντελώς αναπάντεχα, θα βρεθεί στο επίκεντρο της δημοσιότητας ως μία από τις πλέον, υποσχόμενες εκπροσώπους του ομιλούντος κινηματογράφου. Η έλξη που νιώθουν ο ένας για τον άλλον, είναι ακαταμάχητη, αλλά θα μπουν σε κάθε λογής περιπέτειες για να μπορέσουν να είναι μαζί.

image

Ads

Το «The Artist», είναι ένας πρωτότυπος, συγκινητικός και εξαιρετικά απολαυστικός φόρος τιμής σε πρωτοπόρους της Έβδομης Τέχνης, όπως ο Φριτς Λανγκ, ο Ερνστ Λιούμπιτς και ο Φρίντριχ Βίλελμ Μουρνάου. Ο ταλαντούχος Γάλλος σκηνοθέτης και σεναριογράφος, Μισέλ Χαζαναβίσιους, δικαιώνεται απόλυτα για την έμπνευσή του και κυρίως, για την τόλμη του να παρουσιάσει εν έτει 2011 μια ταινία, που εκτός από ασπρόμαυρη, είναι και σχεδόν ολόκληρη βωβή.

«Πριν από οκτώ περίπου χρόνια μου γεννήθηκε η ιδέα να γυρίσω μια βωβή ταινία. Σκοπός μου ήταν να αποτίνω φόρο τιμής σε σκηνοθέτες που θαυμάζω απεριόριστα, όπως ο Χίτσκοκ, ο Φριτς Λανγκ, ο Λιούμπιτς και ο Μουρνάου, οι οποίοι παρουσίασαν ορισμένα από τα κορυφαία δείγματα της δουλειάς του την εποχή του βωβού κινηματογράφου. Παράλληλα, όμως, ήθελα να εξερευνήσω και τα όριά μου, τις δυνατότητές μου ως δημιουργός. Στις ταινίες του βωβού, από τη στιγμή που δεν ακούγονται καθόλου διάλογοι, τα πάντα έχουν να κάνουν με τη δύναμη των εικόνων και τα συναισθήματα που αποπνέουν αυτές. Συναισθήματα για τα οποία κύριος υπεύθυνος είναι ο σκηνοθέτης. Η πρόκληση, λοιπόν, ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Η απόφασή μου να «ντύσω» τα γυρίσματα με υπέροχα soundtracks από κορυφαίους συνθέτες, όπως ο Μπέρναρντ Χέρμαν, ο Μαξ Στάινερ και ο Φρανκ Γουάξμαν, αλλά και κλασικές συνθέσεις των Τζορτζ Γκέρσουιν και Κόουλ Πόρτερ, αποδείχτηκε ιδιαίτερα εμπνευσμένη, καθώς βοήθησε τον Ζαν και την Μπερενίς να προσεγγίσουν τους χαρακτήρες τους με περισσότερο συναίσθημα και αμεσότητα. Δεν είναι διόλου τυχαίο που λένε πως η μουσική φτιάχνει τη διάθεση και αυξάνει τη δημιουργικότητα…» – Μισέλ Χαζαναβίσιους

«Όλα Χάθηκαν» (All Is Lost – 2013) του Τζέι Σι Τσάντορ

image

Το σενάριο της ταινίας μας μεταφέρει βαθιά στον Ινδικό Ωκεανό. Εκεί και σε ένα μοναχικό ταξίδι, ένας ιστιοπλόος μεγάλης ηλικίας αλλά εξαιρετικής φυσικής κατάστασης, ξυπνάει για να ανακαλύψει ότι το δώδεκα μέτρων κότερό του έχει παρασυρθεί πλέοντας έρμαιο στη μέση του ωκεανού μετά από σύγκρουση με κοντέινερ πλοίου. Με τα όργανα πλοήγησης και τον ασύρματο χαλασμένα, ο άνδρας πλέει, άθελά του προς το μάτι μια βίαιης καταιγίδας. Παρά την επιτυχία του να μπαλώσει το ρήγμα στο σκαρί, το ναυτικό του ένστικτο και τη δύναμη που ξεπερνά την ηλικία του, ο άνδρας μόλις και μετά βίας επιβιώνει της τρικυμίας.

Χρησιμοποιώντας μόνο έναν εξάντα και ναυτικούς χάρτες για να χαρτογραφήσει τη διαδρομή του, αναγκάζεται να αφεθεί στα ρεύματα του ωκεανού για να τον μεταφέρουν σε ένα θαλάσσιο δρόμο, ελπίζοντας να συναντήσει ένα διερχόμενο σκάφος. Μα με τον ανελέητο ήλιο, τους καρχαρίες γύρω του και τις πενιχρές προμήθειές του να τελειώνουν, ο πάντα επινοητικός ιστιοπλόος σύντομα θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη θνητότητά του.

Ένα μοναδικό ρεσιτάλ ερμηνείας από τον σπουδαίο Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Κι ενώ αρχικά, έστω και πρόσκαιρα, σκεφτόμαστε γιατί ο σκηνοθέτης Τζέι Σι Τσάντορ, δεν επέλεξε έναν κάπως νεώτερο ηθοποιό για πρωταγωνιστή του, η απάντηση έρχεται άμεσα. Ελάχιστοι ηθοποιοί υπάρχουν που θα μπορούσαν να κρατήσουν τον θεατή για 106 λεπτά με ελάχιστη ομιλία που περιορίζεται κυρίως σε μονολόγους του ίδιου του ήρωα. Είναι όμως αυτή ακριβώς η εκφραστικότητα του σπουδαίου βετεράνου ηθοποιού, που σε κερδίζει και σε καθηλώνει. Η δίψα για επιβίωση και η προσπάθεια για να κρατηθεί στη ζωή είναι όντως συγκλονιστική. Μία αρχέγονη μονομαχία του ανθρώπου ενάντια στη φύση.

«Κάτω από το Δέρμα» (Under the Skin – 2013) του Τζόναθαν Γκλέιζερ

image

Η Σκάρλετ Γιόχανσον, μελαχρινή αυτή τη φορά, υποδύεται ένα εξωγήινο πλάσμα, το οποίο κατεβαίνει στη Γη με τη μορφή μιας γοητευτικής και αισθησιακής γυναίκας. Με φόντο τους απομονωμένους αυτοκινητόδρομους της Σκωτίας, μοναδικός της στόχος είναι να “ψαρεύει” ανυποψίαστους άνδρες που κάνουν auto-stop και να τους μεταφέρει στον πλανήτη της, όπου το ανθρώπινο κρέας θεωρείται αναλώσιμο. Σύντομα όμως, αρχίζει να δένεται συναισθηματικά με τους γήινους, κάτι το οποίο θα τη φέρει σε σύγκρουση με το είδος της.

Το φιλμ «Κάτω από το Δέρμα» (Under the Skin) του Τζόναθαν Γκλέιζερ, έχει στοιχεία από ταινίες road movie, όσο και από αντίστοιχες δημιουργίες επιστημονικής φαντασίας καθώς πρόκειται για μία δημιουργία που μας παρουσιάζει πως θα βλέπαμε τον κόσμο μας, μέσα από τα μάτια ενός εξωγήινου. Στον πυρήνα όμως του έργου, αυτό που υποβόσκει είναι η ανθρώπινη μοναξιά. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί.

Η “Laura”, ο χαρακτήρας που ερμηνεύει υπέροχα η Σκάρλετ Γιόχανσον, είναι στην ουσία το έτερον ήμισυ που ψάχνουν και ποθούν, οι άντρες που τυχαία την ακολουθούν μαγεμένοι. Ως άλλη ομηρική “σειρήνα”, η Σκάρλετ Γιόχανσον τους σαγηνεύει με περίσσια ευκολία και τους οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σ’ ένα τραγικό ταξίδι αποπλάνησης, χωρίς επιστροφή.

«Η Φυλή» (Plemya / Τhe Tribe – 2014) του Μίροσλαβ Σλαμποσπίτσκι

image

Περισσότερο από ταινία, η «Φυλή» είναι μια κινηματογραφική εμπειρία. Δίχως υπότιτλους, δίχως διαλόγους, το φιλμ μπαίνει στα άδυτα ενός σχολείου κωφών και παρακολουθεί μια κοινωνία με δικούς της κώδικες. Εικόνες «ηχηρές», έντονες, δοσμένες νατουραλιστικά, αφηγούνται μια ιστορία βίας και ενηλικίωσης. Η σιωπή κυριαρχεί, γι’ αυτό και η κραυγή των ηρώων είναι ακόμη πιο σπαρακτική. Η «φυλή» του τίτλου, θα μπορούσε να αναφέρεται στον κόσμο των συμμοριών, όπως αυτός σκιαγραφείται στο φιλμ, ή στον κόσμο των κωφών.

Για την αγάπη και το μίσος δεν χρειάζονται λόγια. Εικόνες βίας, τόσο σωματικής όσο και συναισθηματικής, εναλλάσσονται με εικόνες χαράς και ηδονής. Ένα βαθιά συμβολικό φιλμ, μέσα από το οποίο ο Ουκρανός σκηνοθέτης Μίροσλαβ Σλαμποσπίτσκι, καταφέρνει να εγκλωβίσει τον θεατή σ’ ένα παράλληλο κόσμο.

«Οι πρωταγωνιστές είναι πράγματι κωφοί και δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί. Δουλέψαμε όπως θα δουλεύαμε με οποιουσδήποτε άλλους ερασιτέχνες. Βέβαια, μας βοηθούσε μεταφραστής νοηματικής γλώσσας. Το βασικότερο πρόβλημά μου ήταν πως οι κωφοί δεν εμπιστεύονται εύκολα ανθρώπους πέραν της κοινότητάς τους. Έπρεπε λοιπόν να τους πείσω να πιστέψουν σε μένα…» – Μίροσλαβ Σλαμποσπίτσκι

«Ένα Ήσυχο Μέρος» (A Quiet Place – 2018) του Τζον Κρασίνσκι

image

Σε έναν μετα-αποκαλυπτικό κόσμο γεμάτο τέρατα, υπερευαίσθητα στον παραμικρό θόρυβο, μια οικογένεια αναγκάζεται να ζει στην απόλυτη σιωπή προκειμένου να επιβιώσει. Οι μέρες περνούν και η απειλή πλησιάζει όλο και περισσότερο. Ακόμα και η ανάσα σου μπορεί να σημάνει το τέλος σου. Η τετραμελής οικογένεια μαθαίνει να χρησιμοποιεί σταδιακά τη γλώσσα των κωφαλάλων, καθώς πρέπει να μάθει να ζει στην απόλυτη σιωπή, από τη στιγμή που κάποια μυστηριώδη πλάσματα, που καταδιώκουν ό,τι κάνει τον οποιονδήποτε ήχο, απειλούν τη ζωή των μελών της. Μόλις σε ακούσουν, σε καταδιώκουν. Η σιωπή είναι η μόνη επιβίωση.

Ο Τζον Κραζίνσκι πρωταγωνιστεί και σκηνοθετεί την ταινία «Ένα Ήσυχο Μέρος», με πρωταγωνίστρια τη σύζυγό του, Έμιλι Μπλαντ. Πρόκειται για ένα σύγχρονο και ενδιαφέρον εσχατολογικό θρίλερ, το οποίο καταφέρνει να σε κρατάει σιωπηλό, βυθισμένο στην αγωνία σου, μέχρι και το τελευταίο λεπτό.