Η ερμηνεία ενός ηθοποιού μπορεί να εξυψώσει ή και να αποβεί μοιραία για την εξέλιξη μιας ταινίας. Στην σπάνια περίπτωση που ο πρωταγωνιστής στέκεται μόνος του απέναντι στην κάμερα, υπό τις οδηγίες του σκηνοθέτη, καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, τότε η παρουσία του γίνεται κάτι παραπάνω από καταλυτική. Στο αφιέρωμα που ακολουθεί, θυμόμαστε πέντε χαρακτηριστικές και σχετικά πρόσφατες περιπτώσεις.

Ads

«Όλα Χάθηκαν» (All Is Lost – 2013) του Τζέι Σι Τσάντορ

Το σενάριο της ταινίας μας μεταφέρει βαθιά στον Ινδικό Ωκεανό. Εκεί και σε ένα μοναχικό ταξίδι, ένας ιστιοπλόος μεγάλης ηλικίας αλλά εξαιρετικής φυσικής κατάστασης, ξυπνάει για να ανακαλύψει ότι το δώδεκα μέτρων κότερό του έχει παρασυρθεί πλέοντας έρμαιο στη μέση του ωκεανού μετά από σύγκρουση με κοντέινερ πλοίου. Με τα όργανα πλοήγησης και τον ασύρματο χαλασμένα, ο άνδρας πλέει, άθελά του προς το μάτι μια βίαιης καταιγίδας. Παρά την επιτυχία του να μπαλώσει το ρήγμα στο σκαρί, το ναυτικό του ένστικτο και τη δύναμη που ξεπερνά την ηλικία του, ο άνδρας μόλις και μετά βίας επιβιώνει της τρικυμίας.

Χρησιμοποιώντας μόνο έναν εξάντα και ναυτικούς χάρτες για να χαρτογραφήσει τη διαδρομή του, αναγκάζεται να αφεθεί στα ρεύματα του ωκεανού για να τον μεταφέρουν σε ένα θαλάσσιο δρόμο, ελπίζοντας να συναντήσει ένα διερχόμενο σκάφος. Μα με τον ανελέητο ήλιο, τους καρχαρίες γύρω του και τις πενιχρές προμήθειές του να τελειώνουν, ο πάντα επινοητικός ιστιοπλόος σύντομα θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη θνητότητά του.

Ads

Ένα μοναδικό ρεσιτάλ ερμηνείας από τον σπουδαίο Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Κι ενώ αρχικά, έστω και πρόσκαιρα, σκεφτόμαστε γιατί ο σκηνοθέτης Τζέι Σι Τσάντορ, δεν επέλεξε έναν κάπως νεώτερο ηθοποιό για πρωταγωνιστή του, η απάντηση έρχεται άμεσα. Ελάχιστοι ηθοποιοί υπάρχουν που θα μπορούσαν να κρατήσουν τον θεατή για 106 λεπτά με ελάχιστη ομιλία που περιορίζεται κυρίως σε μονολόγους του ίδιου του ήρωα. Είναι όμως αυτή ακριβώς η εκφραστικότητα του σπουδαίου βετεράνου ηθοποιού, που σε κερδίζει και σε καθηλώνει. Η δίψα για επιβίωση και η προσπάθεια για να κρατηθεί στη ζωή είναι όντως συγκλονιστική. Μία αρχέγονη μονομαχία του ανθρώπου ενάντια στη φύση.

«Σε Λάθος Χρόνο» (Locke – 2013) του Στίβεν Νάιτ

image

Ο Ίβαν Λόκε (Τομ Χάρντι), είναι ένας απλός άνθρωπος, παντρεμένος με δύο παιδιά κι επιβλέπων μηχανικός σε κατασκευαστική εταιρία. Ένα βράδυ όμως, κάτι που διέπραξε λίγους μήνες νωρίτερα θα γυρίσει να τον στοιχειώσει… και θα αναγκαστεί να πάρει αποφάσεις που θα αλλάξουν τη ζωή, τόσο τη δική του, όσο και των ανθρώπων που αγαπά και τον περιβάλουν. Ταυτόχρονα όμως απειλείται κι ένα έργο που έχει αναλάβει. Ένα ιστορικό έργο στον χώρο των κατασκευαστικών, καθώς είναι το μεγαλύτερο που έχει σχεδιασθεί ποτέ για να υλοποιηθεί στην Ευρώπη και στο οποίο ο ήρωας μας, είναι ο επικεφαλής εργοδηγός. Στην προσπάθειά του να κάνει το σωστό και να μην επαναλάβει τα λάθη του πατέρα του, ο Ίβαν Λόκε θα ρισκάρει τα πάντα. Από τη δουλειά του και τη φήμη του, μέχρι την οικογένειά του που αγαπά και τη ζωή που πάλεψε τόσο σκληρά να χτίσει όλα αυτά τα χρόνια.

Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Στίβεν Νάιτ, μας παρουσιάζει το φιλμ «Σε Λάθος Χρόνο», το οποίο αποτελεί τη δεύτερη μεγάλους μήκους δημιουργία του. Έχοντας ως βασικό κινητήριο μοχλό το καλογραμμένο του σενάριο – το οποίο θυμίζει έναν συνδυασμό του «Cosmopolis» (2012) του David Cronenberg και του «Buried» (2010) σε σκηνοθεσία του Rodrigo Cortés – ο Νάιτ καταφέρνει να αποσπάσει μία μεστή ερμηνεία από τον μοναδικό ηθοποιό που εμφανίζεται μπροστά από την κάμερα (Τομ Χάρντι), κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον, να κερδίσει εν τέλει τον θεατή.

«Η διαφορά μεταξύ του «ποτέ» και του «μόνο μια φορά», είναι η διαφορά μεταξύ καλού και κακού…» «Σε Λάθος Χρόνο» (Locke – 2013)

«127 Ώρες» (127 Hours – 2010) του Ντάνι Μπόιλ

image

Θέμα της ταινίας είναι οι εφιαλτικές 127 ώρες που έζησε ο ορειβάτης Άρον Ράλστον, όταν ένας βράχος έπεσε πάνω στο χέρι του, παγιδεύοντάς τον σε ένα φαράγγι στη μέση του πουθενά. Στη διάρκεια της περιπέτειάς του, ο Ράλστον θυμάται τους φίλους του, την αγαπημένη του, την οικογένειά του και τις δύο πεζοπόρους που γνώρισε πριν το ατύχημά του.

Μια αληθινή, συγκλονιστική ιστορία ζωής, η οποία αποτέλεσε και την ταινία έναρξης στο 51ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης το 2010. Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης Ντάνι Μπόιλ (Slumdog Millionaire) συνεργάζεται με τον Τζέιμς Φράνκο (Milk).

Μια νύχτα Παρασκευής του Απριλίου του 2003, ο 26χρονος Άρον Ράλστον οδηγούσε με προορισμό την Γιούτα για να περάσει το Σαββατοκύριακό του κάνοντας πεζοπορία στο εκπληκτικής ομορφιάς απομακρυσμένο Εθνικό Πάρκο Canyonlands. Έξι μέρες αργότερα, θα ζούσε για να διηγηθεί την πιο συγκλονιστική ιστορία του αγώνα του για επιβίωση- και μια αξέχαστη ιστορία ανθρώπινης αντοχής, τη στιγμή που ήρθε αντιμέτωπος με τη δυστυχία. Πολλοί από αυτούς που είχαν ακούσει την ιστορία τού πώς ο Ράλστον επέζησε αυτές τις βασανιστικές 127 ώρες, με το χέρι του καρφωμένο από μια αμετακίνητη κοτρόνα, με λιγοστή τροφή και ελάχιστες σταγόνες νερού και απέδρασε μόνο κάνοντας μια πράξη απίστευτης γενναιότητας, αναρωτήθηκαν: Πώς τα έφερε εις πέρας αυτή τη δύσκολη στιγμή; Πώς βρήκε το κουράγιο να κρατηθεί σε μια τόσο απελπισμένη κατάσταση; Θα έκανα εγώ ό,τι έκανε αυτός προκειμένου να ζήσει;

Αυτά είναι τα ερωτήματα που ιντρίγκαραν τον σκηνοθέτη Ντάνι Μπόιλ, τον παραγωγό Κρίστιαν Κόλσον και τον σεναριογράφο Σάιμον Μπιουφόι, που είχαν συνεργαστεί και στην ταινία «Slumdog Millionaire».

«Buried» (2010) του Ροντρίγκο Κόρτες

image

Ο Πολ Κονρόι, οδηγός φορτηγού και οικογενειάρχης, ξυπνά και είναι θαμμένος ζωντανός, μέσα σε μία παλιά ξύλινη κάσα. Δίχως να ξέρει ποιος μπορεί να τον έχει εγκλωβίσει εκεί, η μόνη του ευκαιρία να ελευθερωθεί από αυτόν τον εφιάλτη είναι ένα κινητό τηλέφωνο. Το αδύναμο σήμα, μία μπαταρία που τελειώνει και η έλλειψη οξυγόνου είναι οι χειρότεροι εχθροί του σε ένα αγώνα δρόμου με το χρόνο: Ο Πολ έχει μόνο 90 λεπτά στη διάθεσή του για να σωθεί.

Χάρη στο έξυπνο σενάριο του Κρις Σπάρλινγκ, η ταινία είναι ένας αγώνας με το χρόνο που αιχμαλωτίζει την προσοχή μας και μας κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον για 95 λεπτά, χωρίς να καταφεύγει σε εφέ και «διακοσμητικά» στοιχεία. Πρωταγωνιστεί ο Ράιαν Ρέινολντς.

«Υπάρχουν μικρές και μεγάλες ιστορίες. Το πόσο μεγάλη είναι μία ιστορία δεν εξαρτάται από τον αριθμό των χαρακτήρων ή το μέγεθος της παραγωγής – όπως συχνά λένε.  Είναι o «Γέρος και η Θάλασσα» μία σημαντική ιστορία; Θα ήταν πιο σημαντική αν ο Χέμινγουεϊ είχε προσθέσει δέκα ή δώδεκα ψαράδες και μερικά ψάρια παραπάνω; Η σημασία μίας ιστορίας δεν μπορεί να μετρηθεί  σε τετραγωνικά μέτρα και ίντσες, αλλά αντίθετα εξαρτάται από ένα πράγμα μόνο… την ίδια την ιστορία, από το αν αυτό που μας λέει είναι ενδιαφέρον ή όχι, αν μπορεί να αιχμαλωτίσει την προσοχή του θεατή και να τη διατηρήσει αμείωτη και από το εάν μας κάνει να θέλουμε να μάθουμε τι θα γίνει μετά, ή ακόμα καλύτερα – αν έχουμε ανάγκη να μάθουμε. Μας ιντριγκάρει; Μας συναρπάζει; Μας κάνει να νιώθουμε ότι ο χρόνος περνά χωρίς να το καταλαβαίνουμε; Είμαστε τόσο απορροφημένοι από την ιστορία ώστε να πρέπει να τσιμπηθούμε για να σιγουρευτούμε ότι δεν συμβαίνει σε εμάς; Αν μία ιστορία μπορεί να προκαλέσει αυτά τα συναισθήματα και να έχει τέτοια επίδραση, τότε μιλάμε για μία σημαντική ιστορία ή μία μεγάλη ιστορία. Αν δεν μας προκαλεί αυτά τα συναισθήματα, τότε δεν έχει και μεγάλη σημασία αν υπάρχουν λεγεώνες από Όρκ, μία διαγαλαξιακή στρατιά και ολόκληρος ο Κόκκινος Στρατός να πολεμά για τον έλεγχο του πλανήτη Γη. Το αποτέλεσμα θα είναι απογοητευτικό και η ιστορία θα είναι ανούσια.» – Ροντρίγκο Κόρτες

«Moon» (2009) του Ντάνκαν Τζόουνς

image

Βρισκόμαστε στο εγγύς μέλλον. Ο αστροναύτης Σαμ Μπελ (Σαμ Ρόκγουελ) κατοικεί στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης και το τριετές συμβόλαιο του με την εταιρεία Lunar Α.Ε. φτάνει στο τέλος του. Αποστολή του είναι να εξορύξει Ήλιο-3, το στοιχείο που αποτελεί πλέον τη βασική πηγή ενέργειας της Γης. Είναι μια μοναχική δουλειά, που γίνεται ακόμα δυσκολότερη λόγω ενός ελαττωματικού δορυφόρου που δεν του επιτρέπει την επικοινωνία με την πατρίδα, παρά μόνο με μαγνητοσκοπημένα μηνύματα. Ευτυχώς γι’ αυτόν, ο χρόνος του στο φεγγάρι τελειώνει και ο Σαμ είναι έτοιμος επιστρέψει σε τρεις μόλις εβδομάδες στη γυναίκα του, Τες (Dominique McElligott), και την τρίχρονη κόρη τους, Ιβ (Kaya Scodelario). Επιτέλους ο Σαμ θα εγκαταλείψει την απομόνωση του «Σάρανγκ», της διαστημικής βάσης που ήταν το σπίτι του για τόσο καιρό, και θα μπορέσει να μιλήσει με κάποιον άλλον εκτός από το «Γκέρτι» (Κέβιν Σπέισι), το καλοκάγαθο αλλά απλοϊκό κομπιούτερ της βάσης.

Μ’ έναν μόνο ηθοποιό επί της οθόνης – τον Σαμ Ρόκγουελ σ’ ένα πραγματικό ρεσιτάλ υποκριτικής – και αξιοποιώντας στο έπακρο τη ψυχρή όσο και εκφραστική φωνή του Κέβιν Σπέισι – που δανείζει τη φωνή του στον μοναδικό «φίλο» του πρωταγωνιστή, το κομπιούτερ Γκέρτι – ο Ντάνκαν Τζόουνς πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, προσφέροντας μία από τις καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας του 21ου αιώνα.

«Ήμουν πάντα φαν των ταινιών επιστημονικής φαντασίας. Στο δικό μου μυαλό, η χρυσή εποχή της επιστημονικής φαντασίας ήταν η δεκαετία του ’70 και οι αρχές του ’80, όταν έργα όπως το «Silent Running», το «Alien», το «Blade Runner» και το «Outland» διηγούνταν ανθρώπινες ιστορίες σε φουτουριστικά περιβάλλοντα. Ήθελα πάντα να φτιάξω ένα έργο που θα μπορούσε να αποτελεί μέρος αυτής της λογικής. Υπάρχουν αναμφίβολα πολύ λιγότερα φιλμ επιστημονικής φαντασίας αυτού του είδους σήμερα. Δε ξέρω γιατί. Έχω ωστόσο μια θεωρία: νομίζω ότι την τελευταία εικοσαετία οι δημιουργοί έχουν επιτρέψει στους εαυτούς τους να ντρέπονται κατά κάποιον τρόπο για τη φιλοσοφική πλευρά της επιστημονικής φαντασίας. Είναι ανεκτό να ενθουσιαζόμαστε με τα εντυπωσιακά τεχνικά εφέ και να κοιτάμε με ανοιχτό το στόμα τους πρωτόγνωρους ορίζοντες που ξανοίγονται, αλλά δεν πρέπει να το παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά. Έχουμε πείσει τους εαυτούς μας ότι η επιστημονική φαντασία πρέπει να είναι κάτι το επιπόλαιο, κάτι που αφορά μόνο ελαφρόμυαλους εφήβους. Νομίζω πως αυτό είναι γελοίο. Οι άνθρωποι που εκτιμούν το είδος της επιστημονικής φαντασίας θέλουν το καλύτερο για τον κόσμο, αλλά αντιλαμβάνονται ότι μαθαίνεις πολλά εξερευνώντας και τις περισσότερο δυσοίωνες εκδοχές γι’ αυτόν. Γι’ αυτό ακριβώς το «Blade Runner» ήταν τόσο ιδιοφυές. Χρησιμοποίησε το μέλλον για να μας κάνει να κοιτάξουμε τις βασικές ανθρώπινες αξίες με μια φρέσκια ματιά. Κατανόηση. Ανθρωπιά. Πως ορίζει κανείς αυτά τα πράγματα; Ήθελα να καταπιαστώ μ’ αυτά τα ερωτήματα.» – Ντάνκαν Τζόουνς