Με αφορμή το τετράωρο κινηματογραφικό έπος του Χου Μπο, «Ένας Ελέφαντας Στέκεται Ακίνητος», το οποίο κυκλοφορεί στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες, παρουσιάζουμε πέντε σπουδαίες ταινίες του 21ου αιώνα, οι οποίες έχουν σημείο αναφοράς, το γεγονός ότι η χρονική τους διάρκεια είναι ή υπερβαίνει τις τρεις ώρες θέασης. Από το «Dogville» του Λαρς φον Τρίερ, μέχρι την «Χειμερία Νάρκη» του Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν.

Ads

«Dogville» (2003) του Λαρς φον Τρίερ (Δανία, Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία, Ιταλία, Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Φιλανδία, Νορβηγία)
Διάρκεια: 178 λεπτά
(φωτογραφία άρθρου)

Προσπαθώντας να ξεφύγει από την συμμορία που την κυνηγά, η Γκρέις φθάνει στην μικρή Αμερικανική πόλη Dogville. Ο Τομ, ο φιλόσοφος της πόλης, δέχεται να της παρέχουν καταφύγιο υπό τον όρο ότι θα δουλεύει για τους κατοίκους της πόλης και μετά από δύο εβδομάδες θα ψηφίσουν για το αν θα μείνει ή όχι. Η Γκρέις δέχεται τη συμφωνία. Σύντομα όμως, η θέση της στην πόλη αρχίζει να γίνεται προβληματική.

Η όμορφη φυγάς αναζητά μια καλύτερη συμφωνία. Όμως οι κάτοικοι του Dogville, είναι ανένδοτοι σε αντάλλαγμα του ρίσκου να περιθάλψουν την άμοιρη Γκρέις, η οποία καταλαβαίνει με σκληρό τρόπο ότι σ’ αυτή την πόλη η καλοσύνη είναι σχετική. Αλλά η Γκρέις έχει ένα επικίνδυνο μυστικό. Οι κάτοικοι του Dogville μπορεί να το μετανιώσουν αν κάποτε αποκαλυφθεί.

Ads

Μία από τις καλύτερες δημιουργίες της σπουδαίας φιλμογραφίας του Λαρς Φον Τρίερ. Η ταινία διαδραματίζεται σε ένα αρκετά μινιμαλιστικό σκηνικό, με λεπτές ζωγραφισμένες γραμμές και περιγράμματα. Αν και η συγκεκριμένη πρακτική είναι συνήθης στο μαύρο θέατρο, δεν έχει χρησιμοποιηθεί σχεδόν ποτέ στον Κινηματογράφο. Αυτή η μορφή δημιουργίας βοηθάει να επικεντρώσει την προσοχή του ο θεατής στην υποκριτική και στην αφήγηση της ιστορίας. Το «Dogville» αποτελεί το πρώτο μέρος της ανολοκλήρωτης τριλογίας USA – Land of Opportunities, που θα συνεχιστεί το 2005, με το «Manderlay».

«Το να προκαλέσεις θεωρώ ότι είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, δεν αποτελεί όμως τη βάση για να κάνεις σημαντική τέχνη και δεν αφορά τη δική μου δουλειά. Αν προκαλώ κάποιον, άλλωστε, αυτός είναι μόνο ο εαυτός μου. Κηρύττω διαρκώς τον πόλεμο σ’ εμένα τον ίδιο, στον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσα, στις προσωπικές μου αξίες. Και επιτίθεμαι σθεναρά στη φιλοσοφία με την οποία με ανέθρεψαν.» – Λαρς φον Τρίερ

Διαβάστε επίσης:

«Αγάπης Έκρηξη» (Love Exposure – 2008) του Σίον Σόνο (Ιαπωνία)
Διάρκεια: 237 λεπτά

Ο νεαρός Γιου είναι Χριστιανός και μεγαλώνει με τον πατέρα του ο οποίος έχει εξελιχθεί σε φανατικό ιερέα μετά τον πρόωρο θάνατο της γυναίκας του και μητέρας του Γιου. Για να μη στεναχωρήσει τον πατέρα του σκαρφίζεται διάφορες «αμαρτίες» ώστε να τον ικανοποιεί κατά τη διάρκεια της καθημερινής εξομολόγησης. Όταν ο πατέρας του καταλάβει πως όλα είναι ψέματα ο Γιου θα αποφασίσει να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερες «σοβαρές» αμαρτίες μπορεί, με μεγαλύτερη όλων τον έρωτα, αναζητώντας παράλληλα τη μία και μοναδική του Μαρία.

image

Κι αυτό είναι μόνο η αρχή… Θρησκεία, εμμονή, φανατισμός, πεπρωμένο, πολεμικές τέχνες, όλα μπλεγμένα με μοναδικό τρόπο σε ένα ερωτικό έπος που, στις 4 ώρες του μοιάζει πολύ μικρό. Μία ταινία που δεν μοιάζει με καμία άλλη, μία καλοδεχούμενη πρόκληση στις αισθήσεις, ένα πραγματικό επίτευγμα από έναν ιδιαίτερο δημιουργό.

Βραβείο FIPRESCI στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου, για μία ταινία της οποίας ακόμα θυμάμαι την εμπειρία της πρώτη προβολής, όταν είχα την ευκαιρία να την παρακολουθήσω στην Κινηματογραφική Αίθουσα. Ήταν Σεπτέμβριος του 2009 και ο Σίον Σόνο βρίσκεται καλεσμένος στην Αθήνα, για του Αφιέρωμα που έχουν ετοιμάσει στο έργο του, οι 15ες Νύχτες Πρεμιέρας. Μετά την 4ωρη προβολή της ταινίας, ακολούθησε ένα αξέχαστο Q&A, με τον Ιάπωνα σκηνοθέτη σε μεγάλα κέφια.

«Η Χειμερία Νάρκη» (Kis Uykusu / Winter Sleep – 2014) του Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν (Τουρκία, Γαλλία, Γερμανία)
Διάρκεια: 196 λεπτά

Ο Αϊντίν (Χαλούκ Μπιλγκινέρ – Haluk Bilginer) – το όνομα του ήρωα της ταινίας, Αϊντίν, σημαίνει διανοούμενος στα τούρκικα – υπήρξε ένας σπουδαίος και δημοφιλής ηθοποιός, που πλέον έχει αποσυρθεί και όντας ευκατάστατος, λειτουργεί ένα μικρό ξενοδοχείο στην κεντρική Ανατολία. Μαζί του μένουν, η νεαρή γυναίκα του Νιχάλ (Μελίσα Σόζεν – Melisa Sözen), με την οποία έχει μια θυελλώδη σχέση και η αδελφή του Νετζλά (Ντεμέτ Ακμπάγκ – Demet Akbag), η οποία υποφέρει λόγω του πρόσφατου διαζυγίου της.

image

Πλούσιος πλέον ο Αϊντίν, έχει χάσει την επαφή με την πραγματική ζωή και τις δυσκολίες των ανθρώπων γύρω του. Κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους του ξενοδοχείου του, έχει ως βασικό του μέλημα τα άρθρα του που γράφει για μία μικρή, τοπική εφημερίδα, ενώ θέλει κάποιοι στιγμή να συγγράψει ένα σπουδαίο βιβλίο, σχετικά με την ιστορία του τουρκικού θεάτρου. Οι μόνοι άνθρωποι τους οποίους συναναστρέφεται είναι, ο επιστάτης του, η γυναίκα του και η αδελφή του. Όμως τον χειμώνα, καθώς το χιόνι αρχίζει να πέφτει, το ξενοδοχείο γίνεται καταφύγιο, αλλά κι ένα αναπόδραστο μέρος που οξύνει τις μεταξύ τους έριδες…

Ο σπουδαίος Τούρκος σκηνοθέτης Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν, τρία χρόνια μετά το φιλμ του «Κάποτε στην Ανατόλια», επιστρέφει με τη νέα δημιουργία του. Ο λόγος για την υπέροχη ταινία «Χειμερία Νάρκη», που προβλήθηκε στο 67ο Φεστιβάλ των Καννών, κερδίζοντας τον Χρυσό Φοίνικα. Παρά τη μεγάλη χρονική διάρκεια του φιλμ, η μαγική του φωτογραφία, οι σχεδόν μπεργκμανικοί του διάλογοι και η σπουδαία ερμηνεία του πρωταγωνιστή Χαλούκ Μπιλγκινέρ, αιχμαλωτίζουν τον θεατή, χαρίζοντας του μία μοναδική εμπειρία θέασης.

«Στην ταινία μου δεν αναφέρομαι στην παρούσα πολιτική κατάσταση στην Τουρκία. Η ταινία γυρίστηκε πριν τα γεγονότα του Ιουνίου. Δεν πιστεύω ότι ένας σκηνοθέτης πρέπει ν’ αναφέρεται στη σύγχρονη πραγματικότητα μιας χώρας. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για την παρούσα κατάσταση, θα το κάνω σε τρία χρόνια, αλλά όχι τώρα. Ό,τι συμβαίνει στη χώρα μας κι ό,τι συνέβη τα περασμένα χρόνια είναι εύκολο να εξηγηθεί αν αναλογιστεί κανείς την ανθρώπινη φύση. Αλλά θεωρώ ότι ένας σκηνοθέτης δεν πρέπει να σκέφτεται το παρόν, αλλά να βλέπει τα πράγματα με μια ευρύτερη οπτική. Νομίζω ότι το χρέος ενός σκηνοθέτη διαφέρει από εκείνο ενός δημοσιογράφου. Φυσικά οι σκηνοθέτες μπορεί να επιλέξουν να κάνουν τους δημοσιογράφους, αλλά για μένα ο σκηνοθέτης πρέπει να επικεντρώνεται περισσότερο στην ψυχή του θεατή. Στην Ιαπωνία, όταν κάποιος πεθάνει σε μια διαμάχη, κάποιος από την Κυβέρνηση θα παραιτηθεί. Στην Τουρκία, κανείς δε θα παραιτηθεί σε μια τέτοια περίπτωση. Είναι θέμα διαφορετικής κουλτούρας. Θεωρώ ότι δική μου επιτυχία είναι να δώσω στο κοινό ιδέες, να θρέψω τις ψυχές των θεατών, κι οι θεατές μπορεί να νιώσουν ντροπή για κάποια πράγματα κι αυτό θα είναι επιτυχία της ταινίας. Έτσι, πιστεύω ότι ο σκηνοθέτης πρέπει να δουλεύει προς αυτήν την κατεύθυνση. Εμένα τουλάχιστον, οποιοσδήποτε άλλος τρόπος να κάνω ταινίες δε μου προσφέρει κίνητρο να δουλέψω. Προσπαθώ να καταλάβω περισσότερο την ανθρώπινη ψυχή και πιστεύω ότι γνωρίζουμε λιγότερα για τον άνθρωπο και το πώς δρα πάνω στη Γη, απ’ ό,τι για τον Άρη!» – Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν

Διαβάστε επίσης:

«H Γυναίκα που Εφυγε» (The Woman Who Left – 2016) του Λαβ Ντίαζ (Φιλιπίννες)
Διάρκεια: 226 λεπτά

Εμπνευσμένη από ένα διήγημα του Τολστόι, η ταινία αφηγείται την ιστορία της Χοράσια, μιας γυναίκας που έχει περάσει τα τελευταία τριάντα χρόνια στη φυλακή. Πρώην δασκάλα, περνά τις μέρες της διδάσκοντας άλλες κρατούμενες γραφή και ανάγνωση και δεν περιμένει πια τίποτα από τη ζωή της. Όταν όμως μια άλλη φυλακισμένη ομολογήσει την ενοχή της για το έγκλημα για το οποίο η Χοράσια είχε καταδικαστεί, θα βγει από τη φυλακή και θα αναζητήσει την οικογένειά της.

image

Ψάχνοντας τον γιο της, θα ανακαλύψει ξανά την πατρίδα της, τις Φιλιππίνες, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, και θα συνειδητοποιήσει ότι οι συμπολίτες της ζουν υπό τον τρόμο της διαφθοράς και των απαγωγών. Και σύντομα, η γενναιόδωρη προσωπικότητά της θα διαβρωθεί από μια έντονη επιθυμία για εκδίκηση…

Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός, μοντέρ, διευθυντής φωτογραφίας, συνθέτης, ηθοποιός και ποιητής, ο Λαβ Ντίαζ είναι μια εμβληματική μορφή όχι μόνο του φιλιππινέζικου σινεμά, αλλά της παγκόσμιας κινηματογραφικής σκηνής. Γεννημένος το 1958, έχει σκηνοθετήσει 12 μεγάλου μήκους ταινίες, από το 1998 μέχρι σήμερα, οι οποίες έχουν κερδίσει τα σημαντικότερα βραβεία στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου. Οι ταινίες του, μεγαλειώδεις στις προθέσεις και πολύ συχνά επικές στη διάρκειά τους, αναφέρονται στην ανθρώπινη κατάσταση με αφετηρία τις κοινωνικοπολιτικές ή ιστορικές συνθήκες της χώρας του, αλλά ανυψώνονται στη σφαίρα ενός οικουμενικού κινηματογράφου, μιλώντας με μια συναρπαστική φιλμική, ιδεολογική και συναισθηματική γλώσσα. Το φιλμ τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα, στο 73ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.

«Ένας Ελέφαντας Στέκεται Ακίνητος» (Da xiang xi di er zuo / An Elephant Sitting Still – 2018) του Χου Μπο (Κίνα)
Διάρκεια: 234 λεπτά

Κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό μιας ανώνυμης πόλης στη βόρεια Κίνα, οι ζωές κάποιων απελπισμένων ανθρώπων διαπλέκονται στη διάρκεια μίας και μόνο έντονης μέρας, από το ξημέρωμα μέχρι το σούρουπο. H κάμερα τους παρακολουθεί να δραπετεύουν από οικογένειες, αρχές, γκάνγκστερ, σχολείο και κυρίως από την ζοφερή πραγματικότητα της ζωής τους στην μεταβιομηχανική παρακμασμένη πολιτεία, μιας ζωής που κυριαρχείται από την αδιαφορία, τη βία και την απόγνωση. Όλοι τους σκέφτονται τη διαφυγή στο Μανζούλι (μια πόλη στα Κινεζο – Ρωσικά σύνορα). Εκεί, στο μεγάλο τσίρκο, βρίσκεται ένας ελέφαντας που στέκεται διαρκώς ακίνητος, αδιάφορος για την κτηνωδία που κυριαρχεί στον κόσμο.

image

Τo μνημειώδες, ελεγειακό και βασανισμένο ντεμπούτο του Χου Μπο είναι μια οδυνηρή ιστορία οργής και ομορφιάς, διάρκειας σχεδόν τεσσάρων ωρών. Ήδη, αποτελεί ένα ορόσημο για τον νεότερο Κινεζικό κινηματογράφο (και όχι μόνο), σημαδεμένο από μια τραγωδία: Ο δημιουργός του, αναγνωρισμένος συγγραφέας, σκηνοθέτης μερικών διακεκριμένων φιλμ μικρού μήκους πριν την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία και αγαπημένος μαθητής του Μπέλα Ταρ, έδωσε τέλος στη ζωή του μετά την ολοκλήρωση της παραγωγής τον Οκτώβριο του 2017 στα 29 του χρόνια. Το «Ένας ελέφαντας στέκεται ακίνητος», παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βερολίνου του 2018.

«Κάποιοι ισχυρίζονται ότι τα έργα μου μεταφέρουν αρνητικά συναισθήματα παρακμής, κατάθλιψης, απόγνωσης. Θα μπορούσα να τους ζητήσω να αναλογιστούν τον εαυτό τους για ένα μόνο δευτερόλεπτο όταν ξυπνούν, πριν πάνε για ύπνο, όταν γεμίζουν ένα ποτήρι νερό από τον ψύκτη στη δουλειά και τότε θα καταλάβουν ότι βλέπουν τη ζωή μέσα από ροζ γυαλιά. Το μόνο που κάνουν είναι να ποστάρουν τουίτ, να ζουν με ταμπέλες προϊόντων, να συσσωρεύουν εκατοντάδες φωτογραφίες στα κινητά τους περιμένοντας μια ευκαιρία για να τις στείλουν στους άλλους. Ωστόσο, τα πραγματικά πολύτιμα πράγματα βρίσκονται στις ρωγμές του κόσμου κι αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη πεσιμιστικό. Αν το κατανοήσουν αυτό, ίσως και να νοιώσουν δέος μπροστά στις αρχές που ορίζουν την ζωή.» – Χου Μπο