Γεννημένος στις 6 Μαΐου του 1915, ο Όρσον Γουέλς υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς στην ιστορία της Έβδομης Τέχνης. Ένας αυθεντικός καλλιτέχνης που σε ηλικία μόλις εικοσιέξι χρονών ολοκληρώνει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, τον αριστουργηματικό «Πολίτη Κέιν» (Citizen Kane, 1941), επαναπροσδιορίζοντας ουσιαστικά την έννοια του Σινεμά. Με αφορμή τη συμπλήρωση εικοσιεννέα χρόνων από τον θάνατο του στις 10 Οκτωβρίου του 1985, τιμάμε τη μνήμη μου μ’ ένα μικρό θεματικό αφιέρωμα. (Διαβάστε το πρώτο μέρος του αφιερώματος: Όρσον Γουέλς: Η τέχνη είναι ένα ψέμα που πραγματώνει την αλήθεια)

Ads

«Μισώ όλες τις εξοργιστικές μικρολεπτομέρειες που συνοδεύουν την οικονομική και οργανωτική πλευρά του κινηματογράφου. Μου είναι δύσκολο να βρω δουλειά. Όταν μένω στο περιθώριο το κάνω γιατί με αναγκάζουν, κι όχι επειδή το θέλω. Νιώθω διαρκώς απομονωμένος. Πρέπει να μπορώ να πιστεύω ότι είμαι ένας καλός καλλιτέχνης, διαφορετικά δεν μπορώ να δουλέψω. Κι ένας καλός καλλιτέχνης είναι πάντα μόνος. Πρέπει να είναι μόνος. Όταν δεν είναι, κάτι δεν πάει καλά.» Όρσον Γουέλς (6 Μαΐου, 1915 – 10 Οκτωβρίου, 1985)

image

Στο πρώτο μέρος του σχετικού αφιερώματος στον Όρσον Γουέλς, περιγράψαμε την αρχή της καριέρα του, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από τις πρώτες δημιουργίες του: Citizen Kane, The Magnificent Ambersons, Journey Into Fear, The Stranger. Ταινίες στις οποίες παρατηρούμε ότι οι κεντρικοί ήρωες ενσαρκώνονται από άντρες και μάλιστα κατά βάση επιτυχημένους. Παρ’ όλα αυτά όμως δεν παρακολουθούμε την άνοδό τους, αλλά γινόμαστε μάρτυρες της τραγικής παρακμής τους.

Ads

image

Εξαίρεση στον κανόνα αυτό θα αποτελέσει η ταινία “Η Κυρία από τη Σαγκάη” (The Lady from Shanghai) του 1947, καθώς στον πρωταγωνιστικό ρόλο συναντάμε μία γυναίκα φιλόδοξη και εγωκεντρική όπου οι άντρες που την περιβάλλουν, καταστρέφονται διαδοχικά, ορίζοντας η ίδια και το ύψος της πτώσης τους.

Το φιλμ μας συστήνεται με την τυχαία συνάντηση και διάσωση της Elsa Bannister (Rita Hayworth) από τον Michael O’ Hara (Orson Welles) που περνώντας τυχαία από το Central Park του San Francisco, επεμβαίνει όταν της επιτίθενται άγνωστοι και ολοκληρώνεται με το ξεκαθάρισμα λογαριασμών για μία υπόθεση δολοφονίας στην οποία η Elsa προσπαθεί να ενοχοποιήσει τον O’ Hara.

image

Το πλάνο με τους δυο κεντρικούς ήρωες μπροστά στο ενυδρείο, που παραλλάσσει και αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά τους ή πολύ περισσότερο η σεκάνς των καθρεφτών στο εντυπωσιακό φινάλε, είναι σκηνές που μένουν βαθιά χαραγμένες στο μυαλό μας. Σκηνές τις οποίες είναι αλήθεια, προσπάθησαν να αντιγράψουν και άλλοι σκηνοθέτες στο μέλλον, χωρίς όμως το ανάλογο αισθητικό αποτελέσματα.

Παρ’ όλα αυτά, η ταινία δεν είχε την εισπρακτική επιτυχία που περίμεναν οι παραγωγοί ενώ παράλληλα σηματοδότησε και τον χωρισμό του πρωταγωνιστικού ζεύγους Όρσον Γουέλς – Ρίτα Χέιγουορθ στη ζωή, μετά από πέντε χρόνια γάμου όπου απέκτησαν κι ένα παιδί.

Με την επόμενη ταινία του “Μάκβεθ” (Macbeth) του 1948, ο Γουέλς μας εισάγει στον κόσμο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (William Shakespeare). Έναν κόσμο διαφορετικό και ιδιαίτερο, τον οποίο θα έχουμε την ευκαιρία να τον ξανασυναντήσουμε τόσο μέσα από τον αριστουργηματικό “Οθέλλο” (Othello) του 1952 όσο και στο φιλμ “Falstaff – Οι Καμπάνες του Μεσονυκτίου” (Falstaff – Chimes At Midnight) του 1965. Έναν κόσμο με τον οποίο ο σκηνοθέτης είχε ήδη έρθει σ’ επαφή μαζί του, μέσα από το θέατρο.

image

Η ταινία “Μάκβεθ” (Macbeth – 1948) είναι ουσιαστικά, μία παραλλαγή της ομώνυμης σαιξπηρικής τραγωδίας όπου ο Μάκβεθ (Όρσον Γουέλς), αφού έδειξε γενναιότητα και ηρωισμό στον πόλεμο, αναγορεύεται από τον βασιλιά σε νέο άρχοντα της περιοχής. Οι φιλοδοξίες του όμως, δε σταματούν εδώ και παρακινούμενος από τη σύζυγό του, καταστρώνει τα σχέδια του, ώστε να αναρριχηθεί ο ίδιος στον βασιλικό θρόνο.

image

Αναμφισβήτητα, πρόκειται για την πιο σκοτεινή και συνάμα “θεατρική” ταινία του σκηνοθέτη. Γεγονός στο οποίο συνετέλεσαν και οι ελάχιστες εξωτερικές σκηνές, καθώς τα πάντα διαδραματίζονται σ’ έναν κλειστό χώρο, ανάμεσα σε σκηνικά. Όσο για τον ήχο, αρκεί να πούμε ότι η ηχογράφηση έγινε σε τρεις διαφορετικές διαλέκτους. Σκωτσέζικη, αγγλική και ένα μείγμα αγγλικής και αμερικάνικης, ενώ το τελικό soundtrack περιέχει αποσπάσματα και από τις τρεις.

«Η δουλειά μου αντανακλά την εύθυμη τρέλα, την αβεβαιότητα, την έλλειψη σταθερότητας, το μείγμα κίνησης και έντασης που χαρακτηρίζει τον κόσμο μας. Ο κινηματογράφος οφείλει να εκφράσει όλα αυτά τα πράγματα. Όταν ο κινηματογράφος θέλει να είναι τέχνη, πρέπει να είναι πρώτα απ’ όλα κινηματογράφος, κι όχι κακέκτυπη μίμηση άλλου λογοτεχνικού μέσου. Ο κινηματογράφος είναι ακόμα πολύ νεαρός, και θα ήταν αστείος ο ισχυρισμός ότι δεν είναι δυνατόν να προωθηθεί.» Όρσον Γουέλς

image

Μια νεκρική πομπή μεταφέρει τον Οθέλο (Όρσον Γουέλς) και την Δεισδαιμόνα (Suzanne Cloutier) στην τελευταία τους κατοικία. Η λήψη μας επιτρέπει να δούμε ολόκληρη την τελετή καθώς η κάμερα που είναι κρεμασμένη από ψηλά, αποδεικνύεται τελικά, ότι δεν είναι παρά η υποκειμενική οπτική του Ιαγού. Του ανθρώπου δηλαδή που αποτελεί την αιτία της όλης δυστυχίας και που τώρα πια παρακολουθεί αμέτοχος τα τεκταινόμενα, καθώς βρίσκεται φυλακισμένος στην κορυφή του πύργου.

Όπως και στον “Μάκβεθ” (Macbeth) toy 1948 έτσι κι εδώ, ο σκηνοθέτης επιλέγει την εισαγωγική αφήγηση για να μας συστήσει άλλο ένα κλασσικό έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Έχοντας πια αποδεσμευτεί από την πίεση του Χόλιγουντ, ο Γουέλς ξεκινάει με πάθος ένα ταξίδι για να ολοκληρώσει το όραμά του.

image

Δυστυχώς όμως παρά τις αγνές προθέσεις του καλλιτέχνη, η σκληρή πραγματικότητα του χαλάει για ακόμα μια φορά τα σχέδιά του. Η αποχώρηση κάποιων παραγωγών, του δημιουργεί ανυπέρβλητες οικονομικές δυσκολίες. Σε καμιά ταινία του οι ηθοποιοί δεν άλλαξαν τόσες πολλές φορές. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τέσσερις Ιάγοι προσλήφθηκαν και απολύθηκαν μέχρι να καταλήξουν στον Michael MacLiammoir (παλιός φίλος και θεατρικός δάσκαλος του Welles από το Gate Theatre του Δουβλίνου). Ενώ είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο δημιουργός δεν κατάφερε να ενώσει στο ίδιο πλάνο τα τρία βασικά πρόσωπα του έργου, λόγω των παράλληλων επαγγελματικών υποχρεώσεων που είχαν οι ηθοποιοί.

Τέσσερα χρόνια θα διαρκέσει αυτός ο Γολγοθάς καθώς το φιλμ γυρίζεται με πολλές ταλαιπωρίες στην Ευρώπη, όπου ο σκηνοθέτης αναγκάζεται να αυτοσχεδιάσει για να καλύψει τις διάφορες ελλείψεις στο καστ, στα ντεκόρ, αλλά ακόμα και στα κοστούμια. Είναι κοινό μυστικό άλλωστε ότι ο ίδιος ο Όρσον Γουέλς θα αναγκαστεί να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε διάφορες αμφιβόλου ποιότητας ταινίες με κύριο σκοπό να χρηματοδοτήσει το δικό του όραμα.

Το όλο εγχείρημα λοιπόν βάδιζε πάνω σε τεντωμένο σχοινί και ίσως η κατάληξη του να ήταν αποτυχημένη, αν δεν είχαμε την επιστροφή του Όρσον Γουέλς στην καρέκλα του μοντάζ. Κάτι που είχε να συμβεί δυστυχώς πολλά χρόνια και συγκεκριμένα, από την εποχή του Πολίτη Κέιν.

image

Ο κόσμος του “Οθέλο” κυριαρχείται από ένταση, ρυθμό και διαρκής αντίθεση μεταξύ μαύρου και άσπρου μέσα από την οποία ο δημιουργός, προσπαθεί να μας εξηγήσει τη μοιραία έκβαση των γεγονότων του παρόντος, με τη βοήθεια της αναδρομής στο παρελθόν.

Η διαρκής πάλη ανάμεσα στην οκνηρή παθητικότητα και τη δράση, σε συνδυασμό με τη διαστροφή της εξουσίας είναι τα κύρια ελατήρια που ταλαντεύουν τους ήρωες μας, σ’ ένα έργο είναι η αλήθεια που δέχτηκε πολλές και αντιφατικές κριτικές.

Για την ιστορία, αξίζει να σημειώσουμε ότι ο “Οθέλος” – που ουσιαστικά αποτελεί ένα προσωπικό στοίχημα του Γουέλς με τις οικονομικές δυσκολίες αλλά και το μέτρο της αυτοσχεδιαστικής του ικανότητας να αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος – κέρδισε το 1952 το Μεγάλο Βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών (εξ ημισείας με το φιλμ “Two Cents Worth of Hope” του Renato Castellani).

«Οι διαπληκτισμοί μου με το Χόλιγουντ άρχισαν πριν καν φθάσω εκεί. Το πρόβλημα ήταν το συμβόλαιό μου: το είχαν υπογράψει πριν πάω και με εξουσιοδοτούσαν εν λευκώ. Μου είχαν δώσει υπερβολικά μεγάλες ελευθερίες. Όταν τελικά το κατάλαβαν, άρχισαν τις ίντριγκες και τις συνωμοσίες εναντίον μου και ποτέ δεν κατάφερα να τους αντιμετωπίσω. Είχα στα χέρια μου την πιο τρελή, την πιο φανταστική ευκαιρία στην ιστορία του κινηματογράφου κι έπρεπε να πληρώσω γι’ αυτό. Στο Χόλιγουντ εργάζονται σαν υπάλληλοι εδώ και τριάντα χρόνια σκηνοθέτες ολότελα ανίκανοι. Φτάνει να πάρουν τη θέση. Ύστερα περιβάλλονται από βοηθούς που είναι κορυφές στη δουλειά τους κι έτσι δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτα οι ίδιοι. Όσο κρατούν το στόμα τους κλειστό, δεν πρόκειται να τους συμβεί τίποτα.» Όρσον Γουέλς

image

Ο πλούσιος Γκρέγκορι Αρκάντιν (Όρσον Γουέλς) έχει μία και μόνη αδυναμία, την αγάπη του για την κόρη του Ράινα (Paola Mori). Όταν ο νεαρός τυχοδιώκτης Γκυ Βαν Στράτεν (Robert Arden) θα προσπαθήσει να την πλησιάσει, ο Αρκάντιν δοκιμάζει να τον απομακρύνει, αναθέτοντας του να βρει τα χαμένα ίχνη της καταγωγής του.

Πράγματι ο νεαρός, θα ξεκινήσει με αρκετή επιτυχία τις έρευνες του και θα ανακαλύψει μεταξύ άλλων πρόσωπα και γεγονότα του σκοτεινού παρελθόντος του Γκρέγκορι Αρκάντιν. . Χαρακτήρες όπως η Σοφία (Κατίνα Παξινού) και ο Γιάκομπ Τσουκ (Akin Tamiroff) που σημάδεψαν μία σκοτεινή πτυχή του Αρκάντιν και που είναι άγνωστοι τόσο στο ευρύ κοινό, όσο και στην ίδια του την κόρη.

image

Αυτό που δεν ξέρει όμως ο Βαν Στράτεν είναι ότι ο Αρκάντιν θέλει ουσιαστικά να μάθει ποιοι γνωρίζουν τον ένοχο τρόπο αναρρίχησής του στα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα “εξαφανίζοντας” τους. Ο Γκυ δε θα αργήσει όμως να φτάσει στο σημείο όπου η ίδια του η έρευνα θα αποτελέσει κίνδυνο για τη ζωή του, καθώς τώρα πια και εκείνος ξέρει πάρα πολλά…
image

O Όρσον Γουέλς μεταφέρει στον κινηματογράφο ένα δικό του μυθιστόρημα (Mr. Arkadin – 1955) επιφυλάσσοντας για τον εαυτό του έναν ακόμη σπουδαίο ρόλο, ενός ήρωα που βαδίζει πιστά στα χνάρια του Πολίτη Κέιν. Μέσα από μια απλή αλλά συνάμα και ευφυέστατη ιστορία, ξεδιπλώνεται σταδιακά μπροστά στα μάτια μας, ένας ιστός ηθικών διλημμάτων και ψυχικών διαβρώσεων.

«Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω περισσότερες ταινίες. Γιατί σε τελευταία ανάλυση ο κινηματογράφος (αν εξαιρέσουμε μερικές μικρολεπτομέρειες, χωρίς μεγάλη σημασία) δεν έχει εξελιχθεί ουσιαστικά εδώ και πενήντα χρόνια. Βλέπω ότι υπάρχουν σκηνοθέτες, που τους ανήκει το μέλλον, που είναι ευαίσθητοι και που πειραματίζονται με καινούργια θέματα, αλλά δεν βλέπω κανέναν αρκετά τολμηρό, ώστε ν’ αλλάξει τις φόρμες, τους εκφραστικούς τρόπους. Δεν μπορώ να χωνέψω αρχές ανέγγιχτες και αλήθειες γενικά παραδεκτές, κι όμως σιωπηρά αυτές ακριβώς οι απαραβίαστες αρχές βρίσκονται στη βάση των θεωριών όλων των δημιουργών που ασχολούνται σοβαρά με τα προβλήματα του κινηματογράφου. Ένα παράδειγμα: φαίνεται ότι όλοι ξεκινούν από ένα θεμελιώδες πιστεύω ότι μια βουβή ταινία είναι αναγκαστικά καλύτερη από μια ομιλούσα…» Όρσον Γουέλς

image

Μεταφερόμαστε, σε μια μικρή πόλη στα σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών με το Μεξικό. Ο Μεξικανός αστυνομικός του τμήματος δίωξης ναρκωτικών, Μιγουέλ Μάικ Βάργκας (Charlton Heston) και η Αμερικανίδα γυναίκα του Σούζαν (Janet Leigh), γίνονται αυτόπτες μάρτυρες ενός ατυχήματος. Ένα αυτοκίνητο τινάζεται στον αέρα, μέσα στο οποίο βρίσκονταν τη στιγμή της έκρηξης, ο πλούσιος ιδιοκτήτης του και η φιλενάδα του.

image

Ο Βάργκας αρχίζει να ερευνά το ατύχημα και τα στοιχεία που σταδιακά συλλέγει, τον φέρνουν για πρώτη φόρα σ’ επαφή με τον τοπικό αστυνομικό Χανκ Κουίνλαν (Orson Welles). Σχεδόν ταυτόχρονα, η συμμορία των Γκράντε με αρχηγό τον θείο Τζο (Akim Tamiroff) απαγάγει τη γυναίκα του Βάργκας…

Αυτό είναι εν ολίγοις το θέμα της ταινίας “Ο Άρχων του Κακού” (Touch of Evil – Το Άγγιγμα του Κακού) του 1958. Το φιλμ σηματοδοτεί την επιστροφή του Γουέλς στα μεγάλα στούντιο του Χόλιγουντ, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια, από την εποχή της ταινίας “Η Κυρία από τη Σαγκάη” (The Lady from Shanghai, 1947).

image

Παράλληλα το φιλμ “Ο Άρχων του Κακού” αποτελεί την απόδειξη του πως μπορείς να δημιουργήσεις μία αξιοπρεπής ταινία, έχοντας ως αφετηρία ένα μέτριο μυθιστόρημα και μια εταιρεία παραγωγής ταινιών που εκπληρεί τουλάχιστον τις βασικές προυποθέσεις. Ο Όρσον Γουέλς, έχοντας στη διάθεση του ένα εκπληκτικό καστ, που εκτός από τον ίδιο συμπεριλαμβάνει ακόμα τους: Charlton Heston, Janet Leigh, Marlene Dietrich και Akim Tamiroff, καταφέρνει να μας παρουσιάζει μία κλασσική αστυνομική περιπέτεια με στοιχεία φιλμ – νουάρ.

Οι παραγωγοί από τη μεριά τους, εξακολουθούν να είναι επιφυλακτικοί απέναντι του, αν και ως ηθοποιός είναι ευπρόσδεκτος. Την καχυποψία τους αυτή, κάμπτει ο Charlton Heston, που θέτει ως βασικό και αδιαπραγμάτευτο όρο της συμμετοχής του στην ταινία, να περάσει η σκηνοθεσία στα χέρια του Orson Welles…

image

Η ισχυρή παρουσία και η παντοδύναμη θέληση της εξουσίας και της διαφθοράς, έχουν συνδυαστεί εδώ, στο πρόσωπο ενός έκπτωτου αστυνομικού σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Το “Touch of Evil” εμπεριέχει πολλά από τα στοιχεία που μας είναι γνωστά στις ταινίες του Γουέλς. Βασισμένο σ’ ένα μικρό αστυνομικό μυθιστόρημα του Whit Masterson με τίτλο “Badge of Evil” και μέσα από τις κατάλληλες τροποποιήσεις του σκηνοθέτη, η ταινία μας δείχνει τον αγώνα ενός αθώου άντρα απέναντι σ’ έναν αδίστακτο τυχοδιώκτη.

Παρ’ όλα τα περιορισμένα οικονομικά μέσα η δεξιοτεχνία του Γουέλς θριαμβεύει αλλά το στούντιο της Universal για άλλη μια φορά, δεν μένει ικανοποιημένο. Προσλαμβάνει έτσι, έναν σκηνοθέτη τηλεοπτικών έργων, τον Χάρυ Κέλερ, ο οποίος αναλαμβάνει να ξαναγυρίσει μερικές σκηνές, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι για άλλη μια φορά ο Όρσον Γουέλς δεν έχει λόγο, ούτε στο τελικό μοντάζ…

«Ενδιαφέρομαι περισσότερο για την κατάχρηση της αστυνομικής και κρατικής εξουσίας κι όχι του χρήματος. Σήμερα το κράτος είναι πολύ πιο δυνατό απ’ το χρήμα. Ψάχνω λοιπόν μια δυνατότητα να το εκφράσω. Είναι καλύτερα να κυκλοφορεί ελεύθερος ένας δολοφόνος, παρά να δίνουμε στην αστυνομία την ευκαιρία να καταχραστεί την εξουσία της. Αν είχαμε την εκλογή ανάμεσα στην κατάχρηση της αστυνομικής εξουσίας απ’ τη μια και το ατιμώρητο έγκλημα απ’ την άλλη, θα ‘πρεπε να διαλέξουμε το δεύτερο. Αυτή είναι η άποψή μου.» Όρσον Γουέλς

image

Ο Γιόζεφ Κ. ξυπνάει ένα πρωί και βρίσκει δύο άγνωστους άντρες να έχουν μπει στο δωμάτιό του, με την πρόθεση να τον συλλάβουν. Τελικά όμως του δίνουν την άδεια να πάει στο γραφείο του αφήνοντας τον να νομίζει ότι πρόκειται για κάτι ασήμαντο. Ωστόσο ο Κ. είναι νευρικός και μετά από διαδοχικές συνομιλίες με τη σπιτονοικοκυρά του καθώς και με τη γειτόνισσα, με την οποία είναι μυστικά ερωτευμένος, νιώθει πραγματικά ένοχος, χωρίς να ξέρει τον λόγο. Ακόμα και στο γραφείο του, έχει την εντύπωση ότι τον αντιμετωπίζουν με καχυποψία και σκοτεινούς υπαινιγμούς.

Βρισκόμαστε πλέον στο 1962 και ο Όρσον Γουέλς σκηνοθετεί άλλη μία σπουδαία ταινία. Πρόκειται για τη “Δίκη” (Le Procès / The Trial – 1962), η οποία βέβαια βασίζεται στο ομώνυμο διήγημα του μεγάλου Φραντς Κάφκα (Franz Kafka, 3 Ιουλίου 1883 – 3 Ιουνίου 1924).

image

Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, συναντάμε τον Anthony Perkins πλαισιωμένο από ένα υπέροχο cast, με ηθοποιούς όπως, η Jeanne Moreau, ο Akim Tamiroff, η αγαπημένη Romy Schneider και φυσικά ο ίδιος ο Όρσον Γουέλς. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο Γουέλς, καταφέρνει να μας παραδώσει ίσως την καλύτερη ταινία που βασίστηκε σε βιβλίο του σπουδαίου λογοτέχνη από την Τσεχία.

Έχοντας επιστρέψει πια ο Όρσον Γουέλς στην Ευρώπη, του προτείνεται το αντικειμενικά δύσκολο εγχείρημα της μεταφοράς μιας ιστορίας του Κάφκα, στην μεγάλη οθόνη. Παρ’ όλο τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει, ο σκηνοθέτης θα καταφέρει μέσα από τη “Δίκη” να φωτίσει με μια νέα οπτική γωνία κάποια από τα θέματα που τον έχουν απασχολήσει και σε παλαιότερες δημιουργίες του.

image

Ενώ λοιπόν μέχρι τώρα, η πανταχού παρουσία των δυνατών (Κέιν, Αρκάντιν) εκφραζόταν μέσα από ένα και μόνο παντοδύναμο πρόσωπο, εδώ εκπορεύεται μέσα από το δικαστήριο της “Δίκης” του Κάφκα. Ένα δικαστήριο που αντιπροσωπεύει το απρόσωπο σύστημα και τον τρόπο με τον οποίο αφομοιώνει τους πάντες, από το αλλοτριωμένο άτομο μέχρι την ολοκληρωτική κοινωνία . Ένα σύστημα που βρίσκεται καλά κρυμμένο πίσω από το προσωπείο της ανωνυμίας, καταδυναστεύει απόλυτα, όχι μόνο τα θύματα αλλά και τους θύτες…

Τρία χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 1965, ο Όρσον Γουέλς επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη μ’ ένα έργο βασισμένο και πάλι σε κείμενα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (William Shakespeare). Ο λόγος για το φιλμ “Φάλσταφ – Οι Καμπάνες του Μεσονυκτίου” (Falstaff – Chimes at Midnight / Campanadas a Medianoche).

image

Ο λόρδος Bolingbroke (John Gielgud) στέφθηκε βασιλιάς με το όνομα Henry IV, αφού πρώτα δολοφόνησε τον προκάτοχό του και οδήγησε στη φυλακή τον γιο του και νόμιμο διάδοχό. Οι προσπάθειες των ευγενών, για να δοθεί χάρη στον άτυχο νεαρό, συναντούν άρνηση. Για τον λόγο αυτό ξεσπάει εξέγερση κάτω από την καθοδήγηση του Henry Percy (Norman Rodway) ενάντια στον σφετεριστή και τον γιο του Hal (Keith Baxter).

Ο Hal όμως έχει μήνες να φανεί στην Αυλή. Προτιμά να γυρίζει άσκοπα με τον γέρο τεμπέλη Φάλσταφ (Orson Welles), που ζει στο πορνείο της μαντάμ Quickly (Margaret Rutherford) βρίσκοντας παρηγοριά στην αγκαλιά της όμορφης πόρνης Doll Tearsheet (Jeanne Moreau). Εν τω μεταξύ όμως ο Henry Percy έχοντας συγκεντρώσει στρατό, τον αναζητεί…

image

Το φιλμ “Φάλσταφ – Οι Καμπάνες του Μεσονυκτίου” (Falstaff – Chimes at Midnight / Campanadas a Medianoche), είναι η τρίτη ταινία του Γουέλς που βασίζεται σε σαιξπηρικό έργο ενώ ο συγκεκριμένος χαρακτήρας του διονυσιακού Φάλσταφ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως υποκριτικό alter ego του σκηνοθέτη, καθώς εκτός από τον κινηματογράφο, τον έχει υποδυθεί στο θέατρο στα 12, στα 24 αλλά και στα 45 του χρόνια.

Η ταινία “Φάλσταφ” δεν ολοκληρώνει μόνο τη σαιξπηρική τριλογία του Γουέλς. Παράλληλα, αποτελεί και το πρώτο του αυθεντικό έργο σε ώριμη πλέον ηλικία. Έργο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένα είδος απολογισμού των πεπραγμένων, του ίδιου του σκηνοθέτη.

image

Όπως στον “Μάκβεθ” έτσι κι εδώ ο ίδιος ο βασιλιάς είναι που παραβιάζει τον Νόμο για να αποκτήσει την εξουσία. Όμως στον αντίποδα της εξουσίας βρίσκεται η δικαιοσύνη. Και ενώ στο σαιξπηρικό δράμα ο Ερρίκος ο Έ προσπαθεί να συμφιλιώσει αυτά τα δύο αντίθετα και να γίνει ένας καλός βασιλιάς, για τον Γουέλς αυτή του η προσπάθεια είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη, καθώς ο “καλός βασιλιάς” αποτελεί για εκείνον μία αντίφαση.

Ολοκληρώνουμε αυτό το μικρό αφιέρωμα στον ιδιοφυή καλλιτέχνη Όρσον Γουέλς, με το φιλμ – ντοκιμαντέρ “Αλήθεια και Ψέματα” (F for Fake), του 1973. Μία ειρωνική ταινία – δοκίμιο, σχετικά με την πραγματική και την εμπορική αξία της τέχνης. Ο Γουέλς, που παρουσιάζει τον εαυτό του σαν λωποδύτη και απατεώνα, εμφανίζεται στο δωμάτιο του μοντάζ κυρίαρχος του υλικού του.

image

Ένα υλικό που αφορά ουσιαστικά τρεις ανθρώπους: τον παραχαράκτη έργων τέχνης Ελμύρ ντε Χόρυ, τον Κλίφορντ Ίρβινγκ, που έγινε διάσημος χάρη στην ψευδό – βιογραφία του Χάουαρντ Χιουζ και την Γιουγκοσλάβα γλύπτρια Όγια Κοντάρ, που παίζει σε μια ταινία του Γάλλου σκηνοθέτη Φρανσουά Ράιχενμπαχ με τίτλο “Girl Watching”.

Ο Γουέλς συνδέει τον εαυτό του και την πολυτάραχη καριέρα του με τη ζωή και την πορεία αυτών των τριών ανθρώπων, βρίσκοντας κοινά σημεία αναφοράς σ’ αυτούς και σ’ άλλους μεγάλους ή και λιγότερο πετυχημένους καλλιτέχνες. Ο εξηντάχρονος πλέον δημιουργός, στην πιο προσωπική του ταινία κρίνει και κρίνεται, εξομολογώντας μας πως “η προσωπική αξιοπρέπεια και το προσωπικό όραμα δεν συμπίπτουν, γιατί η πραγματικότητα αντιστρέφει και παραμορφώνει την αλήθεια”. Για να συμπληρώσει ευθύς αμέσως: “επειδή η πραγματικότητα θέλει ν’ αγνοεί την αλήθεια, γι’ αυτό και η τέχνη είναι ένα ψέμα, αλλά ένα ψέμα που πραγματώνεται την αλήθεια…”

«Για πολύ καιρό σκόπευα να μοντάρω μια δική μου παραλλαγή της ταινίας με τίτλο “Touch of Evil”. Γιατί πίσω από την πλάτη μου η εταιρεία είχε αλλάξει το μοντάζ. Στους “Άμπερσονς” υπάρχουν τρεις σκηνές, που μου είναι άγνωστες. Το τέλος ολόκληρο δεν είναι δικό μου. Το “Ταξίδι στο Φόβο” ήταν ένα ιδιωτικό αστείο για τον Κοτέν, τον Φόστερ και εμένα. Οι παραγωγοί κατακρεούργησαν την ταινία. Το τελικό μοντάζ της “Κυρίας από τη Σαγκάη” δεν είναι δικό μου. Μόλις που διακρίνεται ακόμα το δικό μου στυλ. Το τελειωτικό κόψιμο το έκαναν άλλοι. Ο παραγωγός του “Κύριου Αρκάντιν” ήταν φίλος μου – έτσι τουλάχιστον παρουσιαζόταν – αλλά αυτό που μου έκανε ήταν πολύ χειρότερο απ’ όλα όσα έκανε ο Χάρυ Κον με την “Κυρία από τη Σαγκάη”. Ο “Κύριος Αρκάντιν” στην τελική του μορφή του είναι αγνώριστος. Μου αρπάζουν τις ταινίες μέσα από τα χέρια μου, πριν τελειώσω το μοντάζ…» Όρσον Γουέλς

image

Διαβάστε επίσης:

Όρσον Γουέλς: Η τέχνη είναι ένα ψέμα που πραγματώνει την αλήθεια

*Αν και ανανεωμένο, μέρος του συγκεκριμένου αφιερώματος στον Όρσον Γουέλς, βασίστηκε σε μία σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών που μεταδόθηκαν στο webradio και στη συνέχεια εκδόθηκαν στα τεύχη 15 και 16 του zine Χίμαιρες.