Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι (16 Μαρτίου του 1940 – 26 Νοεμβρίου του 2018), κατάφερε μέσα από τις ταινίες του να δημιουργήσει έναν προσωπικό κόσμο, όπου τα πράγματα έχουν τη δική τους εικόνα, καλώντας τον θεατή να γίνει κοινωνός του κόσμου αυτού. Το έργο του σπουδαίου Ιταλού σκηνοθέτη είναι ένα συνεχές ταξίδι στον εξωτερικό και εσωτερικό κόσμο, μέσα από την αναζήτηση του Άλλου και την αποκάλυψη του Αλλού.

Ads

«Πιστεύω ότι μετά από κάθε ταινία υπάρχει ένα είδος τέλους, σχεδόν ένα είδος θανάτου και μετά η επόμενη ταινία είναι μια ανάσταση. Λέω ότι πρόκειται για ένα είδος θανάτου με την έννοια ότι όταν δεν γυρίζω ταινίες αισθάνομαι να ανήκω στον κόσμο των φυτών μάλλον παρά στον κόσμο των ανθρώπων. Τα δύο στοιχεία που κατά τη γνώμη μου είναι τα πιο ποιητικά, συγκινητικά, ουσιαστικά για τον Κινηματογράφο, είναι ο χρόνος και το φως […] Κάθε ταινία έχει τη δική της ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Ο θεατής θυμάται πάντα την ατμόσφαιρα.» – Μπερνάρντο Μπερτολούτσι

Μπερνάρντο Μπερτολούτσι / Bernardo Bertolucci

O Μπερνάρντο Μπερτολούτσι γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου του 1940, στην Πάρμα της Ιταλίας, μέσα σε μία ατμόσφαιρα πολυτέλειας και διανόησης. Ο πατέρας του, γνωστός ποιητής και ιστορικός τέχνης, ήταν φανατικός σινεφίλ και ήταν ο πρώτος που οδήγησε τον μικρό Μπερνάρντο σε μια σκοτεινή αίθουσα, μπροστά σε μια μεγάλη οθόνη.

Ads

Στην ηλικία των 15, ο Μπερτολούτσι δημιούργησε δύο παιδικές ταινίες, ενώ λίγο αργότερα η Ιταλία γνώρισε για πρώτη φορά το συγγραφικό του ταλέντο. Το πρώτο του βιβλίο, η μοναδική δημοσιευμένη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ψάχνοντας το Μυστήριο», κέρδισε το γνωστό λογοτεχνικό βραβείο Premio Viareggio.

Στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, όπου σπούδαζε Σύγχρονη Λογοτεχνία, κατά την περίοδο 1958 – 1961, ο Μπερτολούτσι γνώρισε τον ήδη μεγάλο Ιταλό σκηνοθέτη Πιερ Πάολο Παζολίνι, δίπλα στον οποίο ουσιαστικά ξεκίνησε τη σκηνοθετική του καριέρα ως βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία «Accatone». Ήταν τότε, στα είκοσι του χρόνια, που ο Μπερτολούτσι αποφάσισε να εγκαταλείψει το Πανεπιστήμιο της Ρώμης και να επιδοθεί σε μια μοναχική μελέτη του Κινηματογράφου.

Στα εικοσιένα του χρόνια ο Μπερτολούτσι πήρε το επίσημο βάπτισμά του ως σκηνοθέτης πραγματοποιώντας ένα όνειρο του δασκάλου του, την ταινία «La commare secca». Η αποδοχή της ταινίας δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντική για το ξεκίνημά του. Οι κριτικοί της εποχής τον συμβούλευαν να αφοσιωθεί στην ποίηση, η οποία του είχε ήδη χαρίσει ένα σημαντικό βραβείο.

O νεαρός σκηνοθέτης επέμεινε ωστόσο και το 1964, όντας μόλις 23 χρόνων, έκανε μια «πρόβα ωριμότητας» με την ταινία του «Πριν την επανάσταση», μια ταινία που η προσωπική του σφραγίδα ήταν πλέον καθαρή, χωρίς σημάδια και «στίγματα» από την επιρροή του Παζολίνι και του νεορεαλιστικού Ιταλικού κινηματογράφου. Η ταινία, με κεντρικό της θέμα την αλλαγή του κόσμου, ανέδειξε τις υπαρξιακές αναζητήσεις των νέων της εποχής και εξέφρασε την ιδεολογική τους σύγχυση και την εσωτερική τους αναστάτωση σε μια εποχή που κυοφορούσε επαναστάσεις και αλλαγές, λίγο πριν τον Μάη του 1968.

Ο Μπερτολούτσι δεν είναι ακριβώς ένας άνθρωπος της γενιάς του. Βρίσκεται λίγα βήματα πιο μπροστά από αυτήν. Έτσι, στην ταραγμένη Ευρώπη του 1968, αυτός επέλεξε νa ασχοληθεί με μία άλλη σύγκρουση, εσωτερική, την οποία αποπνέει όλο το μετέπειτα έργο του. Μέσα από την ταινία του «Partner» έθεσε το ερώτημα της σχέσης του ατόμου με το είδωλό του, του ego με το alter-ego.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο Μπερτολούτσι γυρίζει τη «Στρατηγική της αράχνης», αυτήν την ονειρική, μυστηριώδη ταινία, επηρεασμένος από την ψυχαναλυτική εμπειρία του. Προσπαθεί να αντικρίσει το απύθμενο βάθος της ανθρώπινης ψυχής και να διεισδύσει στη χώρα του ασυνείδητου και του ονείρου.

Ακολουθούν μία σειρά από ταινίες, μεταξύ των οποίων «Το τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι», που θα σηκώσει θύελλα αντιδράσεων, θα του στερήσει τα πολιτικά του δικαιώματα για 5 χρόνια και θα του θέσει τον κίνδυνο να καεί στην πυρά, το «1900», «Το φεγγάρι» και το «Μια τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου», που θα ξαφνιάσει το κοινό του καθώς είναι ένα παιχνίδι με το διφορούμενο, ανάμεσα σε αυτό που βλέπουμε και σε αυτό που διαφεύγει της προσοχής μας.

Τα εσωτερικά ταξίδια του Μπερτολούτσι θα τον οδηγήσουν στην ανάγκη να γνωρίσει καινούργιους τόπους και νέες φιλοσοφίες. Θα σταματήσει για λίγο να ψάχνει τον «άλλον» που κρύβεται μέσα του και θα αναζητήσει το «αλλού». Η αποκαλούμενη «τριλογία του αλλού» ξεκινά με ένα ταξίδι στην Κίνα, στη χώρα του «Τελευταίου Αυτοκράτορα».

Ο Μπερτολούτσι δε δημιουργεί μια εξωτική ιστορία ενός μακρινού πολιτισμού, αλλά προσπαθεί να διεισδύσει στην παράδοση και τη σκέψη της Κίνας, μέσα από τη ζωή ενός παιδιού «καταδικασμένου» να ζήσει στο κελί της ιστορίας ως αυτοκράτορας.

Ο δεύτερος σταθμός είναι η Αίγυπτος και η ταινία «Τσάι στη Σαχάρα», η οποία, μέσα από την ιστορία ενός ζευγαριού με φόντο την Αίγυπτο, προσπαθεί να καθρεφτίσει τις φθαρμένες αξίες της δύσης.

Το ταξίδι στο «άλλο» θα ολοκληρωθεί στην Ινδία με την ιστορία του πρίγκιπα Σιντάρτα, του Βούδα, παράλληλα με τη σύγχρονη ιστορία μετενσάρκωσης ενός βουδιστή δασκάλου. Ο «Μικρός Βούδας» ζωντανεύει επί της οθόνης μερικούς από τους μύθους που συνοδεύουν τη μορφή του Βούδα και προσπαθεί να περάσει το μήνυμα πως ο άνθρωπος πρέπει να ξεκινήσει από την καρδιά του το ταξίδι εκείνο που θα τον οδηγήσει στο Απόλυτο και στην κατάκτηση της εσωτερικής του γαλήνης.

Ο Μπερτολούτσι, ο οποίος έγραψε και το σενάριο του Μικρού Βούδα, ομολογεί σε μια συνέντευξή του, μερικά χρόνια αργότερα, ότι αυτήν την ταινία τη χρωστούσε στον εαυτό του και ότι ήταν μια εσωτερική ανάγκη που τον οδήγησε να την πραγματώσει.

Ο Ιταλός σκηνοθέτης «βαπτίζει» τις ιστορίες και τις εικόνες του με ένα φωτισμό που δημιουργεί συναισθήματα και διαθέσεις και ζωγραφίζει στα αντικείμενα αύρες. Οι ταινίες δράσης και μυστηρίου του κινούνται μέσα σε ένα μπλε φως, το «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι» είναι μια γκρι ταινία, ενδεικτική της παρακμής του δυτικού πολιτισμού που προβλημάτιζε τον σκηνοθέτη, ενώ οι ταινίες στην Κίνα, την Ινδία και την Αίγυπτο έχουν ένα παράξενο κίτρινο φως.

Ο συγγραφέας Αλμπέρτο Μοράβια αποκάλεσε τον Μπερτολούτσι «ρομαντικό και παρακμιακό δημιουργό». Το σύνολο του έργου του αποκαλύπτει έναν αυθεντικό δημιουργό, που αναζητά την κινηματογραφική άρθρωση των θεμάτων του και προσπαθεί να προσεγγίσει ουσιαστικά, όπως όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί, την ανθρώπινη ψυχή. Ο πειραματισμός είναι σύμφυτος με τη φύση του.

Φιλμογραφία

  • 1962 La commare secca
  • 1964 Before the Revolution (Prima della rivoluzione
  • 1965 La via del petrolio
  • 1966 Il canale
  • 1968 Partner
  • 1969 Amore e rabbia (segment “Agonia”)
  • 1970 The Conformist (Il conformista)
  • 1970The Spider’s Stratagem (Strategia del ragno)
  • 1971 La salute è malata
  • 1971 12 dicembre
  • 1972 Last Tango in Paris (Ultimo tango a Parigi)
  • 1976 1900 (Novecento)
  • 1979 La luna
  • 1981 Tragedy of a Ridiculous Man (La tragedia di un uomo ridicolo)
  • 1984 L’addio an Enrico Berlinguer
  • 1987 The Last Emperor
  • 1989 12 registi per 12 città ( segment “Bologna”)
  • 1990The Sheltering Sky
  • 1993 Little Buddha
  • 1996 Stealing Beauty
  • 1999 Besieged
  • 2002 Ten Minutes Older: The Cello ( segment “Histoire d’eaux”)
  • 2003 The Dreamers
  • 2012 Me and You

Ολοκληρώνουμε αυτό το μικρό αφιέρωμα, σ’ έναν μεγάλο καλλιτέχνη, μέσα από τις έξι πιο χαρακτηριστικές δημιουργίες του, επιλεγμένες από διαφορετικές χρονικές περιόδους, αντιπροσωπευτικές του σπουδαίου έργου του Μπερτολούτσι:

«Βίαιος Θάνατος» (La Commare Secca – 1962)

Μια πόρνη βρίσκεται δολοφονημένη σ’ ένα πάρκο στην περιφέρεια της Ρώμης. Η αστυνομία ανακρίνει διάφορους μάρτυρες που την είδαν για τελευταία φορά και που θεωρούνται ύποπτοι για τον φόνο, καθένας από τους οποίους δίνει τη δική του εκδοχή για τη μοιραία νύχτα. Οι διηγήσεις των υπόπτων έχουν τον χαρακτήρα μιας σκυταλοδρομίας, καθώς επίσης δεν συμπίπτουν με την οπτική αφήγηση των ιστοριών τους, έτσι ώστε να δημιουργείται ένα σύνθετο και χαοτικό παζλ της νύχτας του εγκλήματος. Νύχτα η οποία φωτίζεται από πολλές διαφορετικές γωνίες. Τελικά, όταν το παζλ ολοκληρώνεται, μαζί με τον δολοφόνο αποκαλύπτεται και μια άθλια όσο και θλιβερή ατομική και κοινωνική πραγματικότητα.

Το 1962, όταν ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι γύρισε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, σε σενάριο βασισμένο σε μια ιστορία του Πιερ Πάολο Παζολίνι, ήταν μόλις 21 ετών – ένας από τους νεότερους σκηνοθέτες στην ιστορία του κινηματογράφου – και απολύτως δικαιολογημένα θεωρήθηκε ως παιδί – θαύμα της Έβδομης Τέχνης. Η τεμαχισμένη και περίπλοκη δομή του φιλμ, ήταν πραγματικά ρηξικέλευθη για την εποχή της.

«Η σύνθεση της ταινίας είναι περισσότερο λυρική και κυκλική, παρά μυθιστορηματική ή τραγική. Αντί να αντιμετωπίσω μετωπικά τα πράγματα, προτίμησα να κινηθώ γύρω-γύρω απ’ αυτά» – Μπερνάρντο Μπερτολούτσι

«Ο Κονφορμίστας» (The Conformist / Il Conformista – 1970)

Ρώμη, δύο χρόνια πριν το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Μαρσέλο (Ζαν Λουί Τρεντινιάν) ζει μια απόλυτα συμβατική ζωή. Δουλεύει για το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, είναι παντρεμένος με μία μικροαστή αλλά κοινωνικά αποδεκτή γυναίκα και πηγαίνει στην εκκλησία σε τακτά διαστήματα. Ο Μαρσέλο θα βρεθεί όμως αντιμέτωπος με τις συνέπειες των πράξεών του όταν θα του ζητήσει το αφεντικό του να σκοτώσει έναν πρώην καθηγητή του. Έτσι όσο περνάει ο καιρός αντιλαμβάνεται πως δεν πρόκειται μόνο για μια πολιτική επιλογή, αλλά για συμμετοχή σε πράξεις βίας, καταπίεσης και κοινού εγκλήματος…

Ταινία νεανικής δυναμικής, επαναστατικής σκηνοθετικής τόλμης και απόλυτης φιλοσοφικής ωριμότητας, η διασκευή του μυθιστορήματος του Αλμπέρτο Μοράβια είναι ένα κολοσσιαίο, πολυεπίπεδο καλλιτεχνικό επίτευγμα. Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια, η ταινία κινείται μέσα από μια πολύπλοκη και δαιδαλώδη αφηγηματική δομή, χωρίς καμία χρονολογική εξέλιξη, όπου τα flash-back αλληλοεπικαλύπτονται υπονομεύοντας και παγιδεύοντας συνεχώς τον παράγοντα χρόνο σε μια ονειρική διάσταση.

Ο Μπερτολούτσι επιχειρεί μία δυναμική μελέτη πάνω στην ψυχο-σεξουαλική αποσύνθεση ενός άντρα στην Ιταλία της δεκαετίας του ’30, που περνά τη ζωή του προσπαθώντας να ζήσει όσο πιο συμβατικά μπορεί, για να ξεχάσει μια παιδική σεξουαλική εμπειρία με έναν ενήλικα. Κρύβει την ομοφυλοφιλία του και προσφέρεται να παίξει τον ρόλο του κατασκόπου για τους φασίστες. Ο Ζαν Λουί Ντρεντινιάν, είναι συγκινητικός, σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες, της αξιόλογης καριέρας του.

Διαβάστε επίσης:

«Το Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι» (Last Tango in Paris / Ultimo tango a Parigi – 1972)

Συγκλονισμένος από την αυτοκτονία της γυναίκας του, ο μεσήλικας Πολ περιπλανιέται στο Παρίσι και συναντά τυχαία σ’ ένα διαμέρισμα τη νεαρή Ζαν, με την οποία ενώνονται ερωτικά με άγριο πάθος, χωρίς καν να μάθουν ο ένας το όνομα του άλλου. Χωρίζοντας, αποφασίζουν να συναντιούνται στο διαμέρισμα για να κάνουν έρωτα, χωρίς ν’ αποκαλύψουν την ταυτότητά τους. Έτσι, κάνοντας διπλή ζωή, συνεχίζουν να συνευρίσκονται στο άδειο διαμέρισμα, όπου επιδίδονται σε παράδοξα σεξουαλικά παιχνίδια. Ο Πολ, παραβιάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού, θέλει να μάθει για τη ζωή της Ζαν. Αφού χορεύουν το τελευταίο τους ταγκό, ο Πολ την ακολουθεί και η κατάληξη είναι τραγική…

Το «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην τελετή λήξης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης στις 14 Οκτωβρίου του 1972. Η ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, απέσπασε δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ στις Κατηγορίες Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Καλύτερου Ά Ανδρικού Ρόλου, αλλά παράλληλα το έργο του σπουδαίου Ιταλού δημιουργού έμεινε στην ιστορία και για τις κακές σχέσεις που αναπτύχθηκαν μετά την ολοκλήρωση του φιλμ, ανάμεσα στον Μπερτολούτσι, τον Μάρλον Μπράντο και τη νεαρή Γαλλίδα ηθοποιό, Μαρία Σνάιντερ.

«1900» (1976)

Η ταινία – έπος του Μπερτολούτσι (διάρκειας 317 λεπτών), αφηγείται την πορεία, μέσα από τις πρώτες πέντε δεκαετίες του 20ού αιώνα, της ιταλικής αγροτιάς και πιο ειδικά των χωρικών της μεγάλης πεδινής περιοχής της Εμίλια, όπου η σοσιαλιστική ιδέα είναι βαθιά ριζωμένη από παλιά, μέσα από την παράλληλη ιστορία δύο νέων που γεννήθηκαν την Πρωτοχρονιά του 1900, σε γειτονικά σπίτια: ο γιος ενός τσιφλικά και ο γιος ενός κολίγα.

Τα παιδιά συνδέονται με στενή φιλία, μεγαλώνουν μαζί, ανακαλύπτουν τη φύση και τον έρωτα, μοιράζονται τις γυναίκες, αλλά όσο περνούν τα χρόνια, η ταξική διαφορά που στα νεανικά τους χρόνια είχε μικρή σημασία, αυξάνει όλο και περισσότερο, για να καταλήξει να αποτελεί ανάμεσά τους, ένα χάσμα. Η ταινία αρχίζει με την εικόνα ενός ζωγραφικού πίνακα που παρασταίνει με επική έξαρση μια αγροτική πορεία. Πρώτα προβάλλεται σε γκρο πλάνο το κεντρικό πρόσωπο και ύστερα με οπισθοχώρηση του φακού, η συνολική σύνθεση, όπου οι κεντρικές μορφές χάνονται στη μάζα.

Το έργο ακολουθεί σ’ όλη τη διάρκειά του αυτή την κίνηση, περνώντας εξακολουθητικά από το άτομο στην ομάδα και κάνοντας να κυριαρχεί το συλλογικό στοιχείο πάνω στο ατομικό.

«Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας» (The Last Emperor – 1987)

Ο Μπερτολούτσι αφηγείται  τη δραματική ιστορία του Που Γι, του τελευταίου αυτοκράτορα της Κίνας, που υπήρξε αντικείμενο λατρείας για πάνω από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους, από τη γέννηση ως το βαθύ γήρας. Το 1908, ο τρίχρονος Που Γι στέφθηκε αυτοκράτορας και ανέβηκε στον θρόνο του Δράκου. Μεγαλωμένος στην πολυτέλεια, δίχως βάσανα και προβλήματα, ο Που Γι είναι ένας «μικρός Θεός». Μπορεί να κάνει τα πάντα, όμως δεν έχει το δικαίωμα να βγει έξω από το ανάκτορό του. Μεγαλώνει σε μια χρυσή φυλακή, υπό την καθοδήγηση του Σκωτσέζου δασκάλου του, Τζόνστον. Η εξουσία του όμως, για την οποία καυχέται από την κούνια του, είναι καθαρά εικονική και ο ίδιος δεν είναι παρά μια μαριονέτα στα χέρια των αυλικών. Ο αιώνας των αλλαγών δεν άφησε ανέπαφο ούτε το βασίλειό του, συμπαρασύροντας και τις τελευταίες ψευδαισθήσεις της εξουσίας του. Ο Που Γι θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με την πραγματικότητα, με τον πιο σκληρό τρόπο: θα χάσει τον θρόνο του και θα εξοριστεί από την Πόλη. Η δύση της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας έφτασε.

Η ταινία αυτή είναι η πρώτη για την οποία η κινεζική κυβέρνηση επέτρεψε στους παραγωγούς να πραγματοποιήσουν γυρίσματα στην Απαγορευμένη Πόλη της Κίνας. Η ταινία είναι στ’ αλήθεια μεγαλοπρεπής και επιβλητική. Ο Μπερτολούτσι δίνει αρχικό ρόλο στο βιωματικό στοιχείο. Σκοπός του δεν είναι να κάνει μια ιστορική ταινία με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά ένα δραματικό έργο πάνω στις επιπτώσεις της Ιστορίας στη ζωή ενός ατόμου, που από παιδί βρίσκεται κλεισμένο μέσα σε τείχη μεταφορικά και κυριολεκτικά, ασκώντας εξουσία σε μια άτυπη μορφή, γιατί αποτελεί ένα σύμβολο, μια ιδέα που πρέπει να διατηρηθεί. Ο «Τελευταίος Αυτοκράτορας» κέρδισε συνολικά εννέα Όσκαρ καθώς και πολλά άλλα βραβεία, όπως BAFTA, Golden Globes και Cesar.

«Οι Ονειροπόλοι» (The Dreamers – 2003) του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι

Μία ιστορία εσωτερικής ανακάλυψης καθώς τρεις φοιτητές δοκιμάζουν τα όριά τους. Τον Μάη του 1968 ένας νεαρός Αμερικανός βρίσκεται στο Παρίσι περνώντας ατέλειωτες ώρες στην παρισινή Ταινιοθήκη. Γνωρίζει δύο πανέμορφα αδέλφια, τον Τεό και την Ιζαμπέλ και βιώνουν μαζί στο σπίτι των τελευταίων τη δική τους σεξουαλική επανάσταση όσο τα επεισόδια μαίνονται στους δρόμους. Σινεφιλία κι ερωτικά παιχνίδια υπό τη σκιά των πολιτικών εξελίξεων του Μάη. Πρωταγωνιστούν: Έντνα Περβάιανς, Μάικλ Πιτ, Λουί Γκαρέλ, Έυα Γκριν, Ρόμπιν Ρενούτσι. Πρόκειται για το κινηματογραφικό ντεμπούτο της Έυα Γκριν, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Η ταινία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Γκίλμπερτ Ανταίρ, The Holy Innocents.