Το 1992 κυκλοφορούσε στις Αίθουσες μία ταινία που έμελλε να ανανεώσει, αλλά και να αλλάξει ριζικά το κινηματογραφικό τοπίο. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Κουέντιν Ταραντίνο «Reservoir Dogs», μας σύστησε έναν καλλιτέχνη ο οποίος θα έγραφε τη δική του μοναδική ιστορία στον χώρο της Έβδομης Ο Αμερικανός σκηνοθέτης συνεχίζει να μας εκπλήσσει ευχάριστα, ενώ ο ίδιος δηλώνει ότι σκοπεύει να κλείσει την σπουδαία καριέρα του με δύο ακόμα ταινίες. Εκμεταλλευόμενοι την επέτειο των γενεθλίων του, επιχειρούμε ένα κινηματογραφικό ταξίδι με οδηγό πέντε αγαπημένες δημιουργίες του Ταραντίνο.

Ads

«Όταν μιλάς για την εποχή σου με μια ιστορία που διαδραματίζεται στο παρόν, μπορεί να περιορίζεις λίγο αυτό που μπορείς να πεις. Μου αρέσει να λέω ό,τι έχω να πω με τη μάσκα του σινεμά είδους. Κανένα άλλο είδος δεν έχει μιλήσει καλύτερα για την Αμερική απ’ ό,τι το γουέστερν, μ’ ένα υπόγειο τρόπο πάντα. Τα γουέστερν της δεκαετίας του ’50 προέβαλαν την Αμερική του Αϊζενχάουερ, εκείνα του ’70 είναι πολύ πιο κυνικά και αντι-καθεστωτικά και μετά στη δεκαετία του ’80 επέστρεψαν στον πατριωτισμό, επηρεασμένα από τον Ρίγκαν. Όσο κάναμε την ταινία, βλέπαμε στην τηλεόραση πολλά από τα ζητήματα της ταινίας να αναβιώνουν δυστυχώς στις ειδήσεις.» – ο Κουέντιν Ταραντίνο για την ταινία «Οι Μισητοί Οκτώ»

Ο Ταραντίνο γεννήθηκε στις 27 Μαρτίου του 1963 και πέρασε τα νεανικά του χρόνια μπροστά από μια οθόνη. Παράτησε το σχολείο σε ηλικία 15 χρονών και αφού εργάστηκε λίγο καιρό ως ταξιθέτης σε σινεμά, κατέληξε στο βίντεο κλαμπ «Video Archive». Για τα επόμενα πέντε χρόνια εντυπωσίαζε τους πελάτες, αλλά και τους συναδέλφους του, με τις τρομακτικά λεπτομερείς γνώσεις του για χιλιάδες ταινίες.

Ads

Αρχικά όνειρό του ήταν να γίνει ηθοποιός, αλλά δεν τον ένοιαζε ποτέ η διασημότητα. Αυτό που πραγματικά επιθυμούσε ήταν να συνεργαστεί με τους μεγάλους σκηνοθέτες που θαύμαζε, όπως ο Σέρτζιο Λεόνε και ο Μπράιαν ντε Πάλμα. Ήταν σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα τα κατάφερνε, αλλά η αρχή ήταν εξαιρετικά δύσκολη, ειδικά για έναν εκκεντρικό νέο που δεν γνώριζε κανέναν στο Χόλιγουντ.

«Η διαφορά μας με τον Κουέντιν είναι ότι αν ένας πελάτης με ρωτούσε για κάποια παλιά, άγνωστη ταινία, εγώ θα ήξερα το όνομα του σκηνοθέτη και ίσως την ημερομηνία που προβλήθηκε στους κινηματογράφους. Ο Κουέντιν θα ήξερε τα ονόματα όλων των συντελεστών, όλες τις ταινίες που είχε κάνει ο ίδιος διευθυντής φωτογραφίας και θα θυμόταν απ’ έξω τους διαλόγους της ταινίας.» – Αυτές ήταν οι δηλώσεις ενός φίλου του Κουέντιν Ταραντίνο, με τον οποίο δούλευαν μαζί για πέντε χρόνια στο βίντεο κλαμπ «Video Archive».

Η παρθενική σκηνοθετική απόπειρα του δημοφιλούς σήμερα δημιουργού, πραγματοποιήθηκε όταν ήταν ακόμη 24 ετών. Πρόκειται για το «My Best Friend’s Birthday», σε σενάριο του φίλου του Κρεγκ Χάμαν, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1987, πέντε χρόνια πριν το «Reservoir Dogs». Η πρώτη ανεξάρτητη παραγωγή του Κουέντιν Ταραντίνο, με μπάτζετ μόλις 5.000 δολαρίων, ολοκληρώθηκε μετά από τρία χρόνια γυρισμάτων, ωστόσο δεν κυκλοφόρησε ποτέ επίσημα καθώς το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ καταστράφηκε από φωτιά. Ευτυχώς ο Ταραντίνο κατάφερε να διασώσει 36 από τα συνολικά 70 λεπτά της ταινίας:

Ο Ταραντίνο, δημιουργός ταινιών που έχουν αφήσει εποχή στον παγκόσμιο κινηματογράφο όπως το «Pulp Fiction», το «Reservoir Dogs» και το «Kill Bill», έχει δηλώσει πως θα γυρίσει δύο ακόμη ταινίες και μετά θα εγκαταλείψει τη σκηνοθεσία, ελπίζοντας στο τέλος αυτής της πορείας να συγκαταλέγεται στους σπουδαιότερους σκηνοθέτης στην ιστορία του κινηματογράφου.

«Αν όλα πάνε καλά, ευτυχία θα είναι όταν ολοκληρώσω την καριέρα μου να θεωρούμαι ένας από τους μεγαλύτερους κινηματογραφιστές που έζησε ποτέ. Και να προχωρήσω ακόμη περισσότερο να θεωρούμαι ένας μεγάλος καλλιτέχνης, όχι μόνο κινηματογραφιστής».

Ο Ταραντίνο είχε υπαινιχθεί ήδη από το 2012 πως σκοπεύει να κλείσει την σκηνοθετική του καριέρα στις δέκα ταινίες και στη συνέχεια να ασχοληθεί με τη συγγραφή μυθιστορημάτων και το θέατρο. Η ταινία «The Hateful Eight» που κυκλοφόρησε στις Κινηματογραφικές Αίθουσες τον Δεκέμβριο του 2015, σηματοδοτεί το όγδοο φιλμ που έχει ολοκληρώσει.

O Κουέντιν Ταραντίνο, γεννήθηκε στις 27 Μαρτίου του 1963, στο Νόξβιλ του Τενεσί. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου, έγινε γνωστός στην αρχή της δεκαετίας του ’90, ως ο μοντέρνος δημιουργός που με τις μη γραμμικές ιστορίες του, τους αξιομνημόνευτους διαλόγους και την ωμή βία, έφερε νέες ιδέες στα συνηθισμένα αρχέτυπα των αμερικανικών ταινιών.

Ως δημιουργός αντιπροσωπεύει επάξια την επανάσταση του ανεξάρτητου κινηματογράφου της δεκαετίας του ’90, πασίγνωστος για την γρήγορη ομιλία του, τις απόψεις του για όλες τις εξελίξεις στον χώρο του κινηματογράφου καθώς και για τις εγκυκλοπαιδικές του γνώσεις γύρω από τον κλασικό αλλά και πειραματικό κινηματογράφο. Ο ίδιος εμφανίζεται σε μικρούς ρόλους σε κάποιες ταινίες του, με πιο χαρακτηριστικούς στο «Pulp Fiction» και το «Reservoir Dogs». Με αφορμή τα γενέθλιά του ιδιαίτερου σκηνοθέτη, σεναριογράφου και ηθοποιού του κινηματογράφου, ξαναβλέπουμε πέντε αγαπημένες δημιουργίες του:

«Οι Μισητοί Οκτώ» (The Hateful Eight – 2015)

Μία άμαξα διασχίζει σαν αστραπή το χειμωνιάτικο τοπίο του Ουαϊόμινγκ. Οι επιβάτες, ο κυνηγός επικηρυγμένων Τζον Ρουθ (Κερτ Ράσελ) και η «Φυγάς» Ντέιζι Ντόμεργκιου (Τζένιφερ Τζέισον Λι), πηγαίνουν στην πόλη Red Rock, όπου ο Ρουθ, γνωστός στα μέρη αυτά ως ο «Κρεμάλας», σκοπεύει να φέρει την Ντόμεργκιου ενώπιον της δικαιοσύνης. Στον δρόμο, συναντούν δύο ξένους: τον ταγματάρχη Μαρκίς Ουόρεν, έναν μαύρο πρώην στρατιώτη του στρατού των Βορείων που πλέον έχει γίνει διαβόητος «Κυνηγός Κεφαλών» (Σάμιουελ Λ. Τζάκσον) και τον Κρις Μάνιξ (Ουόλτον Γκόγκινς), έναν Νότιο αντάρτη που υποστηρίζει ότι είναι ο νέος «Σερίφης» της πόλης.

Χάνοντας τον δρόμο τους στη χιονοθύελλα, ο Ρουθ, η Ντόμεργκιου, ο Ουόρεν και ο Μάνιξ, αναζητούν καταφύγιο σε μία στάση για άμαξες σε κάποιο ορεινό πέρασμα. Όταν φτάνουν εκεί, συναντούν όχι την ιδιοκτήτρια αλλά τέσσερα άγνωστα πρόσωπα. Ο «Μεξικάνος» Μπομπ (Ντέμιαν Μπιχίρ), ο οποίος φροντίζει την στάση όσο η ιδιοκτήτρια επισκέπτεται τη μητέρα της, έχει αποκλειστεί εκεί με τον «Ανθρωπάκο» Οσβάλντο Μομπρέι (Τιμ Ροθ), τον «Κρεμάλα» του Red Rock, τον «Γελαδάρη» Τζο Γκέιτζ (Μάικλ Μάντσεν) και τον Στρατηγό του στρατού των Νοτίων, τον «Νότιο» Σάνφορντ Σμίδερς (Μπρους Ντερν). Καθώς η χιονοθύελλα τυλίγει την ορεινή στάση, οι οκτώ ταξιδιώτες μας συνειδητοποιούν ότι δεν θα είναι και τόσο εύκολο να φτάσουν τελικά στο Red Rock.

Γνωστός για την ικανότητα του να αποθεώνει τις αγαπημένες του cult ταινίες, ο Ταραντίνο στο όγδοο φιλμ της καριέρας του, αποδίδει φόρο τιμής στο συγκεκριμένο είδος, μέσα από ένα cult, Spaghetti Western. Ειδική αναφορά οφείλουμε να κάνουμε στη μουσική της ταινίας, καθώς το σάουντρακ υπογράφει ο σπουδαίος Ένιο Μορικόνε, κερδίζοντας παράλληλα και το Όσκαρ Καλύτερης Μουσικής.

«Django ο Τιμωρός» (Django Unchained – 2012)

Δύο χρόνια πριν ξεσπάσει ο αμερικανικός εμφύλιος, ο Django, ένας μαύρος σκλάβος από τον Νότο (Τζέιμι Φοξ) συναντά τον Γερμανό κυνηγό επικηρυγμένων και οδοντίατρο, Dr. King Schultz (Κριστόφ Γουόλτζ), ο οποίος ακολουθεί τα ίχνη των φονικών αδελφών Brittles. Καθώς μόνο ο Django μπορεί να τον οδηγήσει σε αυτούς, ο ανορθόδοξος Schultz συνεργάζεται μαζί του με την υπόσχεση ότι θα τον ελευθερώσει με το πέρας της αποστολής. Αφού πετύχουν το σκοπό τους, ο Schultz απελευθερώνει τον Django και οι δύο τους αποφασίζουν να συνεχίσουν την καταδίωξη των πιο γνωστών εγκληματιών του νότου.

Το τρομερό παιδί του αμερικανικού σινεμά παρουσιάζει ένα θανάσιμο παιχνίδι, μεταξύ ζωής και θανάτου, βάζοντας στο στόχαστρο του τις φυλετικές διακρίσεις και τον ρατσισμό. Πρωταγωνιστούν: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Κέρι Γουάσινγκτον, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, Σάσα Μπαρόν Κοέν, Κερτ Ράσελ, Κριστόφ Γουόλτζ, Τζέιμι Φοξ, Ντον Τζόνσον, RZA.

«Άδωξοι Μπάσταρδη» (Inglourious Basterds – 2009)

Στην κατεχόμενη απ’ τα Γερμανικά στρατεύματα Γαλλία, κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, μια Εβραία κοπέλα, η Σοσάνα, γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας ολόκληρης της οικογένειάς της από τους Ναζί. Εκείνη, κατορθώνει να γλιτώσει και να δραπετεύει στο Παρίσι, όπου αποκτά νέα ταυτότητα και ζωή ως ιδιοκτήτρια ενός μικρού κινηματογράφου. Ταυτόχρονα, μια επίλεκτη ομάδα στρατιωτών, με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Άλντο Ρέιν, αποφασίζει να εισβάλλει στη Γαλλία και να κάνει τη ζωή των Γερμανών του Τρίτου Ράιχ κόλαση, μην αφήνοντας κανένα ζωντανό στο πέρασμά της, ασκώντας πάνω τους τα απάνθρωπα αντιεβραϊκά μέτρα των Ναζί, με στόχο την τιμωρία τους με το ίδιο νόμισμα. Γνωστοί στους εχθρούς τους ως “Μπάσταρδοι”, η ομάδα του Ρέιν βρίσκει στο πρόσωπο μιας Γερμανίδας ηθοποιού μία ανέλπιστη σύμμαχο στη μάχη που δίνει. Αλλά κι η Σοσάνα, καλείται να παίξει έναν σημαντικό ρόλο.

Μια ταινία γεμάτη αδρεναλίνη, με πρωταγωνιστή τον αγνώριστο Μπραντ Πιτ σε ρόλο εξολοθρευτή των ναζί, όπως μονάχα ο παρανοϊκά εμπνευσμένος σκηνοθέτης – ενορχηστρωτής, Κουέντιν Ταραντίνο θα μπορούσε να τον οραματιστεί. Η ταινία αποτελεί παράλληλα κι ένα remake της αντίστοιχης ταινίας του 1978, «Inglorious Bastards» του Έντζο Καστελάρι, ο οποίος πραγματοποιεί κι ένα cameo στην ταινία. Πρωταγωνιστούν: Μπραντ Πιτ, Νταϊάν Κρούγκερ, Κρίστοφ Βαλτς, Ντάνιελ Μπρουλ, Μελανί Λορέν, Ιλάι Ροθ, Τιλ Σβάιγκερ, Μίκαελ Φασμπέντερ, Μάικ Μάγιερς.

«Pulp Fiction» (1994)

Ο Τζουλς Γουίνφιλντ (Σάμιουελ Λ. Τζάκσον) και ο Βίνσεντ Βέγκα (Τζον Τραβόλτα) δουλεύουν σαν εκτελεστές για τον γκάνγκστερ Μαρσέλους Γουάλας. Σε μια «δουλειά» σώζονται σαν από θαύμα και ο Τζουλς αποφασίζει να τα παρατήσει. Ο Γουάλας κλείνει συμφωνία με τον μποξέρ Μπουτς Κούλιτζ (Μπρους Γουίλις), να χάσει σε αγώνα που είναι να δώσει και τον πληρώνει γι’ αυτό. Τελικά όμως δεν τηρείται η συμφωνία και ο μποξέρ σχεδιάζει να φύγει από την πόλη. Αναγκάζεται όμως να γυρίσει μια τελευταία φορά στο διαμέρισμά του για να πάρει μαζί το ρολόι του πατέρα του γνωρίζοντας ότι πιθανώς θα τον περιμένουν εκεί οι εκτελεστές του Γουάλας.

To «Pulp Fiction» είναι ο τίτλος της αμερικανικής κινηματογραφικής σπονδυλωτής ταινίας του 1994 σκηνοθετημένη από τον Κουέντιν Ταραντίνο, ο οποίος εμφανίζεται και ως ηθοποιός σ’ έναν μικρό ρόλο. Το σενάριο είναι γραμμένο από τον Ταραντίνο και τον Ρότζερ Άβαρυ. Το φιλμ αποτελείται από τέσσερις ιστορίες, που σε πραγματική χρονολογική σειρά, είναι οι εξής:

  • Ανάκτηση ενός μυστηριώδους χαρτοφύλακα από τους δύο γκάνγκστερ εκτελεστές Βίνσεντ Βέγκα και Τζουλς Γουίνφιλντ και “Η Περίπτωση της Μπόνι”
  • “Το Δείπνο”
  • “Μία Γουάλας”
  • “Το Χρυσό Ρολόι”

Δύο χρόνια μετά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Ταράντινο γράφει κινηματογραφική ιστορία με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του. Το φιλμ πραγματοποιεί την παγκόσμια πρεμιέρα του στο Επίσημο Διαγωνιστικό Τμήμα του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών και αποσπά τον Χρυσό Φοίνικα, ενώ την επόμενη χρονιά κερδίζει τη Χρυσή Σφαίρα, αλλά και το Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου. Πρωταγωνιστούν: Τζον Τραβόλτα, Σάμιουελ Τζάκσον, Ούμα Θέρμαν, Χάρβει Κέιτελ, Μπρούς Γουίλις.

Η επιλογή της μουσικής είναι σημαντική στις ταινίες του Ταραντίνο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την ταινία Pulp Fiction, αφού το soundtrack της είναι το ίδιο cult όπως και η ταινία. Πολλοί ερμηνευτές του απέκτησαν απρόσμενα νέα διασημότητα. Επίσης με την επιτυχία της ταινίας είχε ριβάιβαλ και το μουσικό στιλ της Surf rock, το κυρίαρχο στιλ του soundtrack. Στο CD της ταινίας βρίσκονται επίσης αποσπάσματα διαλόγων όπως π.χ. η γνωστή συζήτηση για τα ευρωπαϊκά χάμπουργκερ ή το εδάφιο Ιεζεκιήλ.

«Reservoir Dogs» (1992)

Έξι, άγνωστοι μεταξύ τους, κακοποιοί, που για παρατσούκλια χρησιμοποιούν ονόματα χρωμάτων, επιλέγονται από έναν μαφιόζο ώστε να «χτυπήσουν» ένα κοσμηματοπωλείο. Μετά από την επεισοδιακή ληστεία, η συμμορία συγκεντρώνεται σε μια αποθήκη για να μετρήσει τα κλοπιμαία αλλά και τις απώλειές της. Εκεί αρχίζουν και οι πιο βίαιες, αιματηρές συγκρούσεις.

Το «Reservoir Dogs» κυκλοφόρησε το 1992 και ήταν η πρώτη ταινία που γράφτηκε και σκηνοθετήθηκε από τον Κουέντιν Ταραντίνο. Ενώ δεν γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην αρχική έξοδό της στις κινηματογραφική αίθουσες, ωστόσο έγινε σύντομα κλασικό σημείο αναφοράς του εναλλακτικού σινεμά, για να πάρει θέση ως μια σημαντική cult ταινία, ενώ ταυτόχρονα θεωρείται και ένα από τα κινηματογραφικά έργα που είχαν σημαντική επίδραση στη νεότερη γενιά σκηνοθετών. Πρωταγωνιστούν: Χάρβεϊ Καϊτέλ, Τιμ Ροθ, Μάικλ Μάντσεν, Κρις Πεν, Στιβ Μπουσεμί.