Ολοκληρώνοντας το Αφιέρωμα, “Κινηματογράφος 2013 – Η εγχώρια φιλμογραφία”, καλούμαστε να ρίξουμε μία ματιά στα ελληνικά ντοκιμαντέρ. Μία ιδιαίτερη κατηγορία που τα τελευταία χρόνια, γνωρίζει σχετική άνθηση και στη χώρα μας. Του Γιώργου Ρούσσου.
 
 
Φέτος τον Μάρτιο στη Θεσσαλονίκη, σε ένα από τα σημαντικότερα διεθνή φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, που συμπλήρωσε τα δεκαπέντε χρόνια ζωής, είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε μία πληθώρα ιδιαίτερα αξιόλογων ντοκιμαντέρ, από ξένους, αλλά και Έλληνες δημιουργούς.
 
Πριν λίγο καιρό, σε μία συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει ο κ.Κούλογλου, τον είχα ρωτήσει σχετικά:
“Πως θα ορίζατε εσείς, τον όρο “Ντοκιμαντέρ”; Ποιες θεωρείται ότι είναι οι βασικές του διαφορές ή και ομοιότητες, με τον Κινηματογράφο της Μυθοπλασίας; Επίσης και σε συνδυασμό με την οικονομική – και όχι – μόνο κρίση που βιώνουμε, μπορεί το ντοκιμαντέρ να αποτελέσει ένα σημαντικό μέσο έκφρασης και προβληματισμού;”
 
Η απάντηση, ήταν χαρακτηριστική:
“Εντάξει, στη μυθοπλασία έχεις μία φανταστική ιστορία που στο ντοκιμαντέρ δεν την έχεις. Αλλά υπάρχουν δύο πράγματα, που είναι κοινά. Tο ένα είναι η εικόνα που κυριαρχεί και στο ντοκιμαντέρ, δηλαδή πρέπει να ρίξεις ιδιαίτερο βάρος στην εικόνα και το άλλο είναι ότι τόσο στον Κινηματογράφο όσο και στο Ντοκιμαντέρ, λες μία ιστορία. Μία ιστορία που μπορεί να είναι φανταστική ή πραγματική, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει να έχουν, αρχή, μέση και τέλος. Πρέπει να έχουμε ένα καλό σενάριο δηλαδή. Το σενάριο το θεωρώ ότι είναι το μυστικό της επιτυχίας και για μία καλή ταινία, αλλά και για ένα καλό ντοκιμαντέρ.”
 
Και συμπληρώνει σχετικά ο κ.Κούλογλου:
Σίγουρα το ντοκιμαντέρ, μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό μέσο έκφρασης και προβληματισμού και με δεδομένο ότι έχει γίνει διεθνώς αυτό. Δηλαδή το φαινόμενο Μάικλ Μουρ, έχει ακριβώς να κάνει με το γεγονός ότι τα σημαντικά μέσα ενημέρωσης, πέσαν στα χέρια τα τελευταία χρόνια, μεγάλων εταιριών. Συγκεντρωποιήθηκε πάρα πολύ η ιδιοκτησία, σε απίστευτο βαθμό και επομένως οι δυνατότητες ελεύθερης έκφρασης μειώθηκαν. Το ντοκιμαντέρ, έχει γίνει ένα είδος το οποίο εξυπηρετεί και την ανάγκη ενημέρωσης. Δηλαδή όταν ο Μάικλ Μουρ έκανε το Fahrenheit 451, ήθελε να μιλήσει για τον πόλεμο στο Ιράκ, γιατί έβλεπε ότι τα μέσα ενημέρωσης, έλεγαν ό,τι να ‘ναι…” 
 
Πάμε λοιπόν να ρίξουμε μία ματιά στα ελληνικά ντοκιμαντέρ που ξεχώρισαν στις κινηματογραφικές αίθουσες, το χρονικό διάστημα, από τον Ιανουάριο έως και τον Ιούλιο του 2013.
 
Το ντοκιμαντέρ, “Ένα Βήμα Μπροστά” του Δημήτρη Αθυρίδη  (Ημερ. Κυκλοφορίας 11/4/2013) ουσιαστικά παρακολουθεί τον νυν δήμαρχο Θεσσαλονίκης στην πορεία του πριν από τις δημοτικές εκλογές.


 
Ο Γιάννης Μπουτάρης, κορυφαίος Έλληνας οινοπαραγωγός και απεξαρτημένος αλκοολικός, βραβευμένος για την οικολογική του δράση, είναι στα 68 του ο αντισυμβατικός ανεξάρτητος υποψήφιος για τη δημαρχία της Θεσσαλονίκης στις εκλογές του 2010. Καθώς η χώρα στροβιλίζεται στη δίνη της οικονομικής κρίσης και του μνημονίου, ο Μπουτάρης μάχεται απέναντι σε ορατούς και αόρατους αντιπάλους.
 
Το ντοκιμαντέρ “Ένα βήμα μπροστά”, είναι μία κινηματογραφική οδύσσεια διάρκειας 10 εβδομάδων που παρακολουθεί και καταγράφει αυτό το ακραίο «παιχνίδι δύναμης» σε πολιτικό, κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο.
 
Με φόντο τους δρόμους της Θεσσαλονίκης, η ταινία παρουσιάζει την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή της, αλλά και την ξεχωριστή κουλτούρα της πόλης του, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τις ιδιαιτερότητες και αντιφάσεις της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας σε μια κρίσιμη και αποφασιστική στιγμή.
 
Είχα την ευκαιρία, να παρακολουθήσω το ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Αθυρίδη, “Ένα βήμα μπροστά”, τόσο στο 15ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, όσο και την πρεμιέρα του στην Αθήνα, παρουσία μάλιστα τόσο του σκηνοθέτη, όσο και του δημάρχου και πρωταγωνιστή, Γιάννη Μπουτάρη. Οι εντυπώσεις που αποκόμισα, ήταν πραγματικά οι καλύτερες, κι ενώ αρχικά φοβόμουν ότι ίσως με κουράσει η μεγάλη του χρονική διάρκεια (126 λεπτά), ευτυχώς διαψεύστηκα.
 
Στα συν, κρατάω την καλή σκηνοθεσία, αλλά κυρίως τον αυθορμητισμό του πρωταγωνιστή σε ένα ντοκιμαντέρ καλά τεκμηριωμένο που δε διστάζει να πει τα πράγματα με το όνομα τους. Στα αρνητικά, ο κακός ήχος, σε αρκετά σημεία του φιλμ και το γεγονός ότι δεν μαθαίνουμε ποιοι είναι οι στενοί συνεργάτες του πρωταγωνιστή την περίοδο των δέκα εβδομάδων που τον παρακολουθούμε.
 
Επίσης, εξαιρετική η μουσική των Τέρρυ Παπαντίνα και Σταύρου Γασπαράτου, αλλά συχνά πυκνά, κάλυπτε τους διαλόγους και απαιτούσε ιδιαίτερη προσπάθεια από τον θεατή για να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα.
 
Παράλληλα, στη Θεσσαλονίκη είχαμε την ευκαιρία να δούμε και το ντοκιμαντέρ του Στέλιου Κούλογλου, “Νεοναζί: Το Ολοκαύτωμα της Μνήμης (Ημερ. Κυκλοφορίας 21/03/2013).


 
Σε μια σειρά από μαρτυρικές πόλεις της Ελλάδας, που είχαν καταστραφεί από τους ναζί, αλλά και τους Έλληνες συνεργάτες τους στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και ο πληθυσμός τους είχε εξολοθρευτεί, το κόμμα των νεοναζί κέρδισε σημαντικά ποσοστά στις πρόσφατες εκλογές. Στο σχολείο μίας τέτοιας πόλης, προβάλλεται μια ταινία με τα εγκλήματα των ναζί.
 
Γνωρίζουν όμως οι μαθητές την ιστορία του τόπου τους; Πώς είναι δυνατόν κάποιοι από τους γονείς τους να ψήφισαν τους πολιτικούς επιγόνους των δολοφόνων; Ή μήπως δεν είναι αλήθεια ότι οι νεοναζί σημείωσαν αξιόλογα εκλογικά ποσοστά; Ένα ντοκιμαντέρ μέσα σε ένα ντοκιμαντέρ, για τη μνήμη και τη λήθη.

image
 
Είδαμε το ντοκιμαντέρ, στην πρεμιέρα του, στο 15o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης παρουσία του δημιουργού Στέλιου Κούλογλου, όπου την προβολή ακολούθησε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον Q&A (ερωτο-απαντήσεις).
 
“Αντιμετωπίζω πάντα την ίδια δυσκολία σε όλες τις συνεντεύξεις με τους διάφορους «μικρούς ήρωες» που πρωταγωνιστούν στις ταινίες μου: το να μην βάλεις τα κλάματα. Το ενδιαφέρον είναι ότι όλοι ήθελαν να μιλήσουν, γιατί καταλαβαίνουν τη σημασία του να κρατηθεί η μνήμη ζωντανή. Η ταινία είναι «ένα ντοκιμαντέρ μέσα στο ντοκιμαντέρ». Πήγα σε ένα λύκειο στο Δίστομο και πρόβαλα ένα ντοκιμαντέρ για τις ναζιστικές θηριωδίες στα Καλάβρυτα, στον Χορτιάτη, στο Άουσβιτς.
 
Ακολούθησε μια συζήτηση εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, για την αντίσταση στη Γερμανική κατοχή. Μήπως έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι αν οι αντάρτες δεν προκαλούσαν με τη δράση τους, τους Γερμανούς, δε θα υπήρχαν και ολοκαυτώματα; Αυτή η συζήτηση δεν έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο, σχεδόν απαγορεύθηκαν οι λέξεις «εθνική αντίσταση», ενώ μετά το 1974 πήγαμε στο άλλο άκρο: η αντίσταση και ο λαός αποθεώθηκαν και η ιστορία παρουσιάστηκε σαν να μην υπήρχαν συνεργάτες των Γερμανών.
 
Στο Δίστομο, παρότι είναι περισσότερο ενημερωμένοι και ευαισθητοποιημένοι, οι μαθητές πρώτη φορά έμαθαν ότι ήταν τα τάγματα ασφαλείας κι όχι οι Γερμανοί που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη σφαγή εδώ δίπλα στη Θεσσαλονίκη, στον Χορτιάτη, στην ίδια την πόλη τους, το Δίστομο. Παρατηρώντας ότι και η Χρυσή Αυγή θεωρεί εθνικούς αγωνιστές τους ταγματασφαλίτες, που βίαζαν, σκότωναν εν ψυχρώ νήπια και ξεκοίλιαζαν εγκύους, μπορείς ακριβώς να πάρεις μια διαφορετική θέση για τα σύγχρονα φαινόμενα βίας και φασισμού. Πώς μπορεί άλλωστε μια χώρα να προχωρήσει προς μπροστά, αν δεν γνωρίζει το παρελθόν της;” λέει χαρακτηριστικά, ο δημιουργός του ντοκιμαντέρ, Στέλιου Κούλογλου.
 
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, κάνουμε μία στάση στις αγαπημένες 18ες Νύχτες Πρεμιέρας. Εκεί φέτος είχαμε την ευκαιρία να δούμε, μεταξύ άλλων το ντοκιμαντέρ του Αντώνη Μποσκοΐτη, “Κατερίνα Γώγου – Για την Αποκατάσταση του Μαύρου” (Ημερ. Κυκλοφορίας 7/3/2013).

image
 
Ένα κινηματογραφικό πορτρέτο της ηθοποιού και ποιήτριας Κατερίνας Γώγου (1940 – 1993) από τον κινηματογραφιστή και δημοσιογράφο, Αντώνη Μποσκοΐτη. Ένα ντοκιμαντέρ που περιλαμβάνει σπάνιο οπτικοακουστικό υλικό, μαρτυρίες ανθρώπων που συμπορεύτηκαν με την καλλιτέχνιδα, αλλά και δραματοποιημένες σκηνές, για τις ανάγκες των οποίων η ηθοποιός Λουκία Μιχαλοπούλου ενσαρκώνει ορισμένες οριακές στιγμές του “καταραμένου βίου” της Γώγου.
 
Το ντοκιμαντέρ «Directing Hell» (Σκηνοθετώντας την Κόλαση – Ημερ. Κυκλοφορίας 21/3/2013), του Χρήστου Χουλιάρα, είχε επίσης κάνει πρεμιέρα στις Νύχτες Πρεμιέρας, σε μία συγκινητική, όσο και ιστορική προβολή.


 
Το «Directing Hell», έκανε πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες, τον Σεπτέμβριο του 2011, στις 17ες Νύχτες Πρεμιέρας. Στους αγαπημένους κινηματογράφους Αττικόν – Απόλλων και πολύ πριν τα τραγικά γεγονότα με το κάψιμο τους, σε μία συγκινητική βραδιά, παρουσία συγγενών, συνεργατών αλλά και φίλων, του μεγάλου Νίκου Νικολαΐδη, είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε ένα διαφορετικό ντοκιμαντέρ.
 
Το «Directing Hell» δεν είναι ένα ακόμα βιογραφικό ντοκιμαντέρ. Ασχολείται αποκλειστικά με το σινεμά του Νίκου Νικολαΐδη. Δεν αναφέρονται για παράδειγμα τα βιβλία του, ούτε καθαρά βιογραφικά στοιχεία για τη ζωή του. Ό,τι υπάρχει από αυτά είναι περασμένο μέσα από τις ταινίες του και αναδεικνύεται μέσα από αποσπάσματά τους και σκέψεις συνεργατών και φίλων του γι’ αυτές.

image
 
Ο Χρήστος Χουλιάρας, υπήρξε βοηθός σκηνοθέτη του Νίκου Νικολαΐδη σε τρεις ταινίες: «Θα Σε δω στην Κόλαση Αγάπη Μου» (1999), «Ο Χαμένος τα Παίρνει Όλα» (2002), «The Zero Years» (2005). Το πρώτο βράδυ που γνωρίστηκαν, ο Νίκος Νικολαΐδης εκμυστηρεύτηκε στον Χρήστο Χουλιάρα ότι του είχε φανεί αρχικά λίγο παράξενος και γι’ αυτό του έδωσε το παρατσούκλι Μάνσον…
 
Ολοκληρώνοντας αυτό το άτυπο αφιέρωμα, στις ελληνικές ταινίες που κυκλοφόρησαν στις Κινηματογραφικές Αίθουσες, από τον Ιανουάριο έως και τον Ιούλιο του 2013, δε θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε σε ένα μικρό διαμαντάκι.
 
Ο λόγος βέβαια για το υπέροχο “The Capsule” της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη (Ημερ. Κυκλοφορίας 14/3/2013), που και αυτό έκανε πρεμιέρα, πέρσι τον Νοέμβριο στο 53ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.


 
Επτά νεαρές γυναίκες. Ένα εξοχικό χτισμένο πάνω σ’ έναν κυκλαδίτικο βράχο. Μια σειρά μαθημάτων πάνω στην πειθαρχία, την επιθυμία, την ανακάλυψη και την εξαφάνιση. Ένας κλειστός κύκλος μελαγχολίας στο κατώφλι που χωρίζει ένα κορίτσι από μια γυναίκα – στο διηνεκές.
 
Η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη παρουσίασε την εικαστική εγκατάσταση “The Capsule” και την ομώνυμη ταινία στο Barney’s της Νέας Υόρκης στα πλαίσια του DesteFashionCollection 2012. Η ταινία, μία ελληνική γοτθική ιστορία μυστηρίου, διάρκειας 35 λεπτών, είναι εμπνευσμένη από το έργο της Πολωνής καλλιτέχνιδας Αλεξάντρα Βαλισέφσκα.
 
Η Τσαγγάρη συνεργάστηκε για το “The Capsule” με νεαρούς πρωτοπόρους σχεδιαστές που προκαλούν τα όρια της μόδας και την μετατρέπουν, μέσα από ένα παιχνίδι με τη γλυπτική, σε τέχνη που μπορεί να φορεθεί.
 
Στο Capsule πρωταγωνιστεί ένα διακεκριμένο διεθνές γυναικείο καστ: η Αριάν Λαμπέντ (βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 2010 για την ταινία Attenberg), η Κλεμάνς Ποεζί, γνωστή από τις ταινίες “Χάρι Πότερ” και “127 Ώρες”, αλλά και η Ιζόλντα Ντιτσακ, πρωταγωνίστρια στο “Φάουστ” του Αλεξάντερ Σοκούροφ.
 
Μία μικρού μήκους δημιουργία, που προσωπικά όταν το παρακολούθησα, αισθάνθηκα σαν να ταξίδεψα και πάλι στον άναρχο, χαοτικό, μα πάντα μαγικό κόσμο του David Lynch. Ένα 35λεπτο πειραματικό φιλμάκι που φλερτάρει απρόσμενα με τα παραμύθια και έχει μοναδικό εικαστικό ενδιαφέρον.
 
Παρά λοιπόν τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες και σε πείσμα των καιρών, οι Έλληνες κινηματογραφιστές, βρήκαν τη δυνατότητα να εκφραστούν μέσα από την 7η Τέχνη και να μας δώσουν και το 2013 στις κινηματογραφικές Αίθουσες, αν μη τι άλλο, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες δημιουργίες.
 
The End.