Ο Υποψήφιος για Όσκαρ σκηνοθέτης Μπένετ Μίλερ, καθοδηγεί με μαεστρία, τους Τσάνιγκ Τέιτουμ, Στιβ Καρέλ, Μαρκ Ράφαλο και Βανέσα Ρεντγκρέιβ, καθώς αφηγείται την τραγική ιστορία ενός εκκεντρικού εκατομμυριούχου και δύο πρωταθλητών στην πάλη, στο «Foxcatcher». Προβάλλεται σήμερα στην ΕΡΤ και αποτελεί την τηλεοπτική μας πρόταση.

Ads

Ο Χρυσός Ολυμπιονίκης Μαρκ Σουλτζ (Τσάνιγκ Τατούμ) λαμβάνει μια πρόσκληση από τον εκατομμυριούχο Τζον Ντυ Ποντ (Στιβ Καρέλ), να μετακομίσει στις εγκαταστάσεις του για να προπονήσει μια ομάδα παλαιστών για τους Ολυμπιακούς της Σεούλ του 1988. Δέχεται με ενθουσιασμό, καθώς το βλέπει και σαν μια ευκαιρία να ξεφύγει από τη σκιά του αδερφού του, Ντέιβ (Μαρκ Ράφαλο).

Ο Ντυ Ποντ από την πλευρά του, θέλει τον άπιαστο σεβασμό των συνομηλίκων του και της πάντα επικριτικής μητέρας του (Βανέσα Ρεντγκρέιβ). Κολακευμένος από την προσφορά, ο Μαρκ βλέπει τον Ντυ Ποντ ως πατρική φιγούρα κι αναζητά συνεχώς την επιβεβαίωση του.

image

Ads

Η άστατη προσωπικότητα όμως του Ντυ Ποντ, σύντομα θα παρασύρει τον Μαρκ σε ένα νοσηρό τρόπο ζωής, που απειλεί να υπονομεύσει την προετοιμασία του. Η εμμονή του με το Ντέιβ και την αποφασιστικότητα που αποπνέει, θα τροφοδοτήσει την παράνοια του, και οι τρεις τους θα οδεύσουν προς μια τραγωδία που κανείς δε θα μπορούσε να έχει προβλέψει.

Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, το «Foxcatcher» αφηγείται τη σκοτεινή και σοκαριστική ιστορία της τραγικής σχέσης μεταξύ ενός εκκεντρικού εκατομμυριούχου και δύο πρωταθλητών στην πάλη, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Σεούλ, το 1988. Μια συγκινητική ιστορία αδερφικής αγάπης, τυφλής πίστης και διαφθοράς που συνοδεύει τη δύναμη και τον πλούτο.

image

Ο Υποψήφιος για Όσκαρ σκηνοθέτης Μπένετ Μίλερ (Capote – 2005), διερευνά για ακόμη μία φορά σημαντικά κοινωνικά ζητήματα μέσα από πορτραίτα αληθινών ανθρώπων. Η ταινία ήταν Υποψήφια για πέντε Όσκαρ – μεταξύ των οποίων και στην Κατηγορία ‘Β Ανδρικού Ρόλου για τον Μαρκ Ράφαλο – χωρίς ωστόσο να καταφέρει να αποσπάσει κάποιο χρυσό αγαλματίδιο.

Όλες οι ταινίες του Μπένετ Μίλερ, επικεντρώνονται σε αληθινούς χαρακτήρες με έντονες προσωπικότητες: «Λίγους μήνες αφού βγήκε το «Καπότε», έλαβα ένα γράμμα από τη Χάρπερ Λι. Έλεγε ότι η ταινία ήταν μια επίδειξη της μυθοπλασίας ως μέσο για την αλήθεια. Υπήρχαν πολλά στοιχεία στην ταινία που είχαμε επινοήσει όπως τόνισε, αλλά τελικά έλεγε την αλήθεια για τον Καπότε. Αυτό προσπάθησα να κάνω με το Foxcatcher», λέει ο Μίλερ.

image

Ο Μίλερ άκουσε για πρώτη φορά την ιστορία του Ντυ Ποντ και των αδελφών, όταν οι παραγωγοί Μάικλ Κόλμαν και Τομ Χέλερ του έδειξαν ένα άρθρο σε μια εφημερίδα σχετικά με το θέμα. «Οι συνθήκες έμοιαζαν κωμικές και παράλογες, αλλά η κατάληξη ήταν τραγική και πραγματική», λέει ο Μίλερ. «Όσα συνέβησαν εκεί ήταν τόσο μακρυά από τις προσωπικές μου εμπειρίες, ωστόσο μου ήταν οικεία. Υπήρχε κάτι πέρα από τα γεγονότα, που δεν έδειχνε καθόλου περίεργο. Ίσα- ίσα».

Ενώ αρχικά η θέληση του να μεταφέρει την ιστορία στη μεγάλη οθόνη ήταν άμεση, η έρευνα θα κατέληγε να του πάρει αρκετά χρόνια. «Ήθελα να μάθω όσα ο κόσμος δε γνώριζε για την ιστορία, κι αυτό παίρνει πάντα χρόνο. Πρόκειται για μια ιστορία με άβολες αλήθειες, όλοι όσοι μίλησα δείχνανε διστακτικοί, σαν να ήθελαν να κρύψουν κάποιες πτυχές της», λέει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης.

image

Ο Μίλερ ταξίδεψε σε όλη τη χώρα για να μαζέψει υλικό και να συναντήσει κόσμο. Συνάντησε το Μαρκ Σουλτζ, τη σύζυγο του Ντέιβ, Νάνσυ, φίλους τους και συναδέλφους, ανθρώπους που είχαν εργαστεί για το Ντυ Ποντ, αστυνομικούς, καθώς και οποιονδήποτε μπορεί να είχε κάτι να πει για την ιστορία.

Παρόλο που ο Ντέιβ ήταν λίγο μεγαλύτερος από το Μαρκ, δεν είχαν την τυπική αδερφική σχέση. Οι γονείς τους χώρισαν όταν ήταν ακόμη πολύ μικροί, κι ο Ντέιβ ανέλαβε έναν πατρικό ρόλο για το Μαρκ. Ο Μαρκ είχε τρομερή αγάπη για τον αδερφό του- βασιζόταν σε εκείνον για ψυχολογική και συναισθηματική υποστήριξη, τον έβλεπε ως συνάδελφο και ως προπονητή στην πάλη. Ταυτόχρονα όμως, τον ζήλευε πάρα πολύ και η ζήλια του αυξανόταν με τα χρόνια.

image

«Ο Μαρκ ήταν πάντα ο μικρός αδερφός, που δε μπορούσε να σταθεί μόνος του στα πόδια του, που δεν ήξερε πως γινόντουσαν τα πράγματα αν δεν είχε τον αδερφό του. Βασιζόταν πάντα στο Ντέιβ, κι αυτό τον απέτρεπε από το να έχει τη δική του ζωή, τη δική του καριέρα και το δικό του σεβασμό από τον κόσμο». Η περίπλοκη ευαισθησία του Μαρκ, τον οδηγούσε να στρέφει τον θυμό του στον εαυτό του, όσο και στους αντιπάλους του στην πάλη – υπήρξαν στιγμές που χτύπαγε τον ίδιο του τον εαυτό. «Δε νομίζω ότι θα μπορούσε κανείς να τιμωρήσει τον Μαρκ, όσο τιμωρούσε ο ίδιος τον εαυτό του. Γίνεται σκληρός για να αντιμετωπίσει τον κόσμο με την αυτοτιμωρία», αναφέρει ο Τέιτουμ.

image

Η περίπλοκη αυτή δυναμική μεταξύ των δύο αδερφών, απεικονίζεται ζωηρά στη σκηνή που παλεύουν μεταξύ τους: ξεκινάει σαν χορός, με τον Ντέιβ να διορθώνει και να καθοδηγεί τον Μαρκ με χαλαρότητα. «Υπάρχει πραγματική στοργή μεταξύ των δύο αντρών και τόση ανείπωτη επικοινωνία», λέει ο Ράφαλο. «Είναι όσο οικεία μπορεί να είναι μια σχέση μεταξύ δύο αντρών».

Σταδιακά, τα συναισθήματα του Μαρκ αρχίζουν να ξεχειλίζουν από επιθετικότητα και να κάνουν πραγματική ζημιά. «Ο Μαρκ είναι μεγαλύτερος, πιο επιθετικός και πιο δυνατός, αλλά ο Ντέιβ τον επηρεάζει ψυχολογικά. Ταυτόχρονα, παρατηρούμε όμως ότι ο Μαρκ είναι ιδιαίτερα ταλαντούχος», λέει ο Ράφαλο.

image

Η σχέση έρχεται σε ρήξη, όταν ο Μαρκ βλέπει ότι ο Ντέιβ θέλει να προχωρήσει με τη ζωή του. Αναφέρει σχετικά ο Ράφαλο: «Υπάρχει μια βαθιά σύνδεση μεταξύ των δύο, σχεδόν αλληλοεξαρτόμενη, που είναι μη υγιής όσο προχωρούν στον κόσμο. Όταν ο Ντέιβ άρχισε να εξελίσσεται, ο Μαρκ το εξέλαβε ως προδοσία. Ήταν μια ιδιαίτερα δύσκολη κατάσταση, καθώς ο Ντέιβ ήθελε να προχωρήσει, ενώ ο Μαρκ δεν είχε κάτι άλλο πέρα από τον ίδιο και την πάλη».

«Νομίζω ότι ο Μαρκ φοβόταν πολλά πράγματα», λέει ο Τέιτουμ. «Δεν εμπιστεύεται κανέναν. Πιστεύει ότι επιτέλους κάποιος τον αντιμετωπίζει όπως του αξίζει. Δεν καταλάβαινε ακριβώς που έμπλεκε, αλλά θεωρούσε ότι ήταν η ευκαιρία του να πάρει την προσοχή και τον σεβασμό που πάντα ήθελε και να διαχωρίσει τον εαυτό του από τον Ντέιβ».

«Ενώ οι προσδοκίες ήταν υψηλές, ο εορτασμός των επιτυχιών ήταν ανύπαρκτος», αναφέρει ο Κάρελ. «Η μητέρα του, με βάση όλες τις πηγές, ήταν μια ψυχρή γυναίκα. Ήταν κοντά, αλλά δε λάμβανε στοργή από εκείνη – τη φύλαγε για τα άλογα της. Νομίζω ότι η πάλη ήταν σημαντική για εκείνον, γιατί ήταν μια προσωπική επιλογή που δεν ταίριαζε στην ανατροφή του. Ήταν ένας τρόπος να βγει από τη σκιά της μητέρας του.» Ο Στιβ Κάρελ είναι διστακτικός στο αν θα πρέπει να κριθεί ο Ντυ Ποντ για τις πράξεις του. «Δε τον αντιμετωπίζω ως τέρας. Τον βλέπω σαν κάποιον που έκανε κάτι τραγικό, αλλά ήταν άρρωστος πνευματικά. Ήταν ένα πολύ θλιμμένος και προβληματικός άνθρωπος».

image

Ο Ντυ Ποντ είχε δοκιμάσει προηγουμένως άπειρους τρόπους να αφήσει το σημάδι του στον κόσμο: ως ορνιθολόγος, φιλοτελιστής και φιλάνθρωπος, εκπαιδευόμενος για το Ολυμπιακό Πένταθλο και ευεργέτης για παιδικά αθλήματα. Επικεντρώθηκε τελικά στη διάσωση της αμερικάνικης πάλης, χτίζοντας τις εγκαταστάσεις Foxcatcher και όντας ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του αθλήματος. «Ήταν πολύ ανταγωνιστικός», λέει ο Κάρελ. «Λαχταρούσε για αναγνώριση. Ήθελε ο κόσμος να τον θαυμάζει, όπως θαύμαζε τον Ντέιβ Σουλτζ. Ποτέ δεν κατάφερε όμως να κερδίσει αυτόν τον σεβασμό. Ήθελε να είναι ο φίλος, αλλά κι αυτός που θα είχαν όλοι πιο ψηλά από τους άλλους».

Ο Τέιτουμ και ο Ράφαλο δεν είχαν απλά να ενσαρκώσουν τους χαρακτήρες τους, αλλά να μάθουν και πάλη, όπως και τις ιδιαίτερες κινήσεις στο άθλημα των αδελφών Σουλτζ. Ξεκίνησαν την προπόνηση ξεχωριστά με τον χορογράφο Τζέσε Τζάντζεν τον Ιούνιο του 2012 και στη συνέχεια μαζί. «Προκαλώ όποιον πιστεύει ότι το άθλημα του είναι πιο δύσκολο να το δοκιμάσει. Ήταν η πιο επίπονη ταινία που έκανα ποτέ. Δε θέλω να ξαναπαλέψω», είπε ο Τέιτουμ.

Ο Τέιτουμ ήταν ο μόνος από τους τρεις άντρες που έπρεπε να παίξει μπροστά στον άνθρωπο που ενσάρκωνε: «Ήταν πολύ δύσκολο για τον Μαρκ να παρακολουθήσει και να έχει πραγματική εικόνα του τι κάναμε, γιατί έχει κατά νου τα πραγματικά γεγονότα. Υπήρξαν στιγμές που ήταν πολύ βοηθητικός, κι άλλες που ήταν αδύνατο να διαχωρίσει τα συναισθήματα του για τις απαιτήσεις του ρόλου».

Η οικογένεια Ντυ Ποντ

Μια δυναστεία βιομηχανικών επιχειρήσεων και αμύθητου πλούτου, η οικογένεια Ντυ Ποντ έχει μία από τις παλιότερες κληρονομιές της αμερικανικής ιστορίας. Οι ρίζες της ξεκινούν κάπου στη Γαλλία του 18ου αιώνα. Ο Πιέρ Ντυ Ποντ ήταν έμπιστος του Βασιλιά Λουδοβίκου του 16ου – ο γιος του ήταν μαθητευόμενος του Αντουάν –Λοράν Ντε Λαβουαζιέ, που θεωρείται πατέρας της μοντέρνας χημείας.

Την εποχή που οι Γάλλοι φημίζονταν για την πυρίτιδα που κατασκεύαζαν, εκείνος έμαθε όλες τις λεπτομέρειες για την κατασκευή της. Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, έφυγε με τον πατέρα του για την Αμερική (Οκτώβριος 1799). Εκεί ίδρυσε τον δικό του μύλο πυρίτιδας το 1802 και δημιούργησε ένα προϊόν, που θα επηρέαζε την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών για περίπου 200 χρόνια.

Γνώρισε τεράστια επιτυχία αρχικά, αλλά η εταιρία χρεοκόπησε όταν έπεσε στα χέρια του γιου του, Άλφρεντ κι εξαιτίας μιας σειράς εκρήξεων στον μύλο που κόστισε τη ζωή σε 18 εργάτες. Σύντομα ανέλαβε ο μικρός του αδελφός Χένρυ και σταδιακά έγιναν οι κύριοι προμηθευτές του Εμφύλιου Πολέμου και της κατασκευής του σιδηρόδρομου στη Δυτική Αμερική. Οι ίδιοι δημιούργησαν τις Nylon, Teflon, Mylar, Kevlar και Lycra. Σήμερα οι Επιχειρήσεις Ντυ Ποντ αξίζουν περίπου 50 δισεκατομμύρια δολλάρια, κι εξυπηρετούν περισσότερες από 70 χώρες παγκοσμίως. 

image

Η ταινία «Foxcatcher», πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της, στο διαγωνιστικό τμήμα του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών το 2014, όπου και τιμήθηκε με το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας. Επίσης, η ταινία έλαβε πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ και τρεις υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα στις κατηγορίες Καλύτερη Ταινία – Δράμα, Α΄ και Β΄ Ανδρικού Ρόλου για τις ερμηνείες των Στιβ Καρέλ και Μαρκ Ράφαλο, αντίστοιχα.

Foxcatcher
Σκηνοθεσία: Μπένετ Μίλερ
Σενάριο: E. Μαξ Φράι, Νταν Φούτερμαν
Πρωταγωνιστούν: Τσάνιγκ Τέιτουμ, Στιβ Καρέλ, Μαρκ Ράφαλο, Βανέσα Ρεντγκρέιβ
Φωτογραφία: Γκρέικ Φρέιζερ
Μοντάζ: Στιούαρτ Λέβι, Κόνορ Ο΄Νιλ, Τζέι Κάσιντι
Μουσική: Ρομπ Σίμονσεν
Έτος Παραγωγής: 2014
Χώρα Παραγωγής: Η.Π.Α.
Διάρκεια: 135 λεπτά
Τηλεοπτική Μετάδοση: Τρίτη 7 Απριλίου στις 23:00 στην ΕΡΤ2