Στις 30 Ιουλίου του 2007, φεύγουν από τη ζωή, δύο από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες, στην Ιστορία της Έβδομης Τέχνης, ο Σουηδός ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και ο Ιταλός καινοτόμος δημιουργός, Μικελάντζελο Αντονιόνι. Δεκατρία χρόνια μετά, τιμώντας τη μνήμη τους, θυμόμαστε δύο από τα πιο χαρακτηριστικά κινηματογραφικά αριστουργήματα που τόσο απλόχερα μας χάρισαν, μέσα από την τεράστια και μοναδική, φιλμογραφία τους.

Ads

«Περσόνα» (Persona – 1966) του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

Στις 18 Οκτωβρίου του 1966, πραγματοποιείται στη Σουηδία η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, «Περσόνα» (Persona – 1966). Πρωταγωνιστούν, η Λιβ Ούλμαν και η Μπίμπι Άντερσον. Το φιλμ αποτελεί μία αριστουργηματική μινιμαλιστική σπουδή πάνω στη γυναικεία φύση, την ψυχολογία της χαμένης ταυτότητας και την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.

image

Ads

Η ηθοποιός Ελίζαμπεθ Βόγκλερ (Λιβ Ούλμαν), παντρεμένη και με έναν μικρό γιο, καταρρέει κατά τη διάρκεια μιας παράστασης της Ηλέκτρας. Στη συνέχεια καταφεύγει στη σιωπή και την απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο. Η νοσοκόμα που την περιποιείται, η Άλμα (Μπίμπι Άντερσον), τη συνοδεύει στο παραθαλάσσιο σπίτι της γιατρού της, για να βελτιωθούν οι συνθήκες ανάρρωσης της. Η Άλμα προσπαθεί συνεχώς να διαλευκάνει ποιος είναι ο λόγος που η Ελίζαμπεθ έχει επιλέξει τη σιωπή – η οποία μετατρέπεται σιγά σιγά σε κατατονία – μιας και πιστεύει ότι διαθέτει ένα είδος «εσωτερικής δύναμης» που την έχει ωθήσει σε τούτη της την επιλογή. Παρότι εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες μια περίεργη όσμωση θα δημιουργηθεί ανάμεσα στις δύο γυναίκες.

Επειδή ο γιατρός που παρακολουθούσε την Ελίζαμπεθ έχει απαγορεύσει τις επισκέψεις, η Άλμα μιλάει συνεχώς στην Άλμα προσπαθώντας να της εκμαιεύσει λεπτομέρειες της ζωής της. Οι μέρες κυλούν και η Άλμα προκειμένου να κάνει την Ελίζαμπεθ να αντιδράσει, της μιλάει διαρκώς, χωρίς ποτέ να λαμβάνει απάντηση και σύντομα θα αρχίσει να της εξομολογείται όλα της τα μυστικά, ακόμα και τις πιο μύχιες σκέψεις της…

Σε ολόκληρη την ιστορία της Έβδομης Τέχνης, εάν υπάρχει ένας σκηνοθέτης που κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει επί της μεγάλης οθόνης, τη μαγεία, αλλά και την πολυπλοκότητα της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, τότε αυτός σίγουρα είναι ο σπουδαίος καλλιτέχνης, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Η ταινία του Σουηδού σκηνοθέτη – που στην Ελλάδα έχει προβληθεί και με τον τίτλο: «Έρωτας Χωρίς Φραγμούς» – αποτελείται από ένα μικρό αλλά ιδιαίτερα αξιόλογο καστ. Μόνο πέντε ηθοποιοί κάνουν την εμφάνισή τους μπροστά από την κάμερα του Μπέργκμαν. Ξεχωρίζουν βέβαια η Μπίμπι Άντερσον και η Λιβ Ούλμαν, καθώς είναι και οι μόνες που εμφανίζεται για περισσότερο από ένα λεπτό. Η μουσική επένδυση του Λαρς Γιόχαν Βέρλε είναι εξαιρετική και σε ορισμένες σκηνές στοιχειώνει τον θεατή.

image

Ο χαρακτήρας της Ούλμαν λέει μόνο δεκατέσσερις λέξεις καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, σε αντίθεση με την Άντερσον, η οποία μιλάει ακατάπαυστα. Μάλιστα, μεταξύ των άλλων έχει δύο εξαιρετικούς μονολόγους. Αυτόν που περιγράφει το ερωτικό όργιο με τους αγνώστους στην παραλία και αυτόν που αναφέρεται στο μωρό της Ελίζαμπεθ. Περσόνα (Persona), είναι η λατινική λέξη που όριζε τις μάσκες, πίσω από τις οποίες οι ηθοποιοί της αρχαιότητας έκρυβαν τα πρόσωπα τους, ώστε να εμφανιστούν στην σκηνή ταυτισμένοι με τον ρόλο που υποδήλωνε το προσωπείο τους.

Τα σκηνικά, τα κοστούμια και το μακιγιάζ είναι ελάχιστα, ενώ ο Μπέργκαμν κινηματογραφεί για άλλη μια φορά με εξαιρετικό τρόπο, χρησιμοποιώντας ιδανικές γωνίες λήψης. Με χρήση μακρινών αλλά και πολύ κοντινών πλάνων, πάνω στα αγγελικά πρόσωπα των δύο πανέμορφων και εκφραστικών πρωταγωνιστριών του. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που είδα στην μεγάλη οθόνη την ταινία «Περσόνα» (Persona – 1966), για πρώτη φορά. Μία μοναδική εμπειρία θέασης. Συγκλονισμένος, επανήλθα από τότε αρκετές φορές και σε τακτά χρονικά διαστήματα, για να την απολαύσω, έστω και σε διαφορετικά φορμάτ. Όμως, όσες φορές και να παρακολουθήσεις το αριστούργημα του Μπέργκμαν, πάντα θα ανακαλύψεις και κάτι το καινούργιο. Είναι σαν ένας πίνακας ζωγραφικής, που ανεξάρτητα από το πόσες φορές κι αν τον μελετήσεις, αν κοιτάξεις προσεκτικά, θα ανακαλύψεις μία καινούργια οπτική γωνία, ένα νέο ερέθισμα και μία συγκίνηση μου μόνο η Τέχνη στο σύνολο της μπορεί πραγματικά να σου προσφέρει.

Διαβάστε επίσης:

«Η ταινία αυτή μου έσωσε τη ζωή. Και αποτελεί τα όρια στα οποία θα μπορούσε να φτάσει η διάνοιά μου…» – Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (Ingmar Bergman: 14 Ιουλίου 1918 – 30 Ιουλίου 2007)

«Η Περιπέτεια» (L’ Avventura – 1960) του Μικελάντζελο Αντονιόνι

Μία παρέα μεγαλοαστών ξεκινά για κρουαζιέρα. Ανάμεσά τους και η Κλαούντια, που προέρχεται από κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Στη διάρκεια της κρουαζιέρας η παρέα αποβιβάζεται σ’ ένα ξερονήσι – στην ηφαιστειογενή βραχονησίδα Lisca Bianca στο Αρχιπέλαγος των Αιολίδων νήσων, βόρεια της Σικελίας. Εκεί η Άννα (Λέα Μασάρι), φιλενάδα του αρχιτέκτονα Σάντρο (Γκαμπριέλε Φερτσέτι) και φίλη της Κλαούντια, ξαφνικά εξαφανίζεται. Το ανεξήγητο αυτό συμβάν επιδρά καταλυτικά στην υπόλοιπη παρέα και κυρίως στην Κλαούντια (την ερμηνεύει μοναδικά η υπέροχη Μόνικα Βίττι) και στον Σάντρο, οι οποίοι αρχίζουν μια αβέβαιη, όσο και εύθραυστη σχέση.

image

«Όλοι αναρωτιούνται βλέποντας την ταινία: τι τέλος είχε η Άννα; Υπήρχε στο σενάριο μια σκηνή που στη συνέχεια κόπηκε, δεν θυμάμαι για ποιον λόγο, στην οποία η Κλαούντια, η φίλη της Άννα, βρίσκεται μαζί με τους άλλους φίλους της στο νησί. Κάθονται και φαντάζονται όλες τις δυνατές υποθέσεις γύρω από την εξαφάνιση της κοπέλας. Όμως δεν υπάρχουν απαντήσεις. Μετά από μια σιωπή κάποιος λέει “Ίσως να πνίγηκε μόνο”. Η Κλαούντια γυρίζει απότομα και λέει “Μόνο;”. Όλοι κοιτάζονται πανικόβλητοι. Αυτός λοιπόν ο πανικός είναι το στίγμα της ταινίας.» – Μικελάντζελο Αντονιόνι

Γυρισμένη κατά το ήμισυ σ’ ένα ερημικό, ηφαιστειογενές νησί όπου βρίσκει καταφύγιο μια παρέα πλουσίων ενώ ταξιδεύει με ιστιοπλοϊκό, η ταινία «Η Περιπέτεια» (L’ Avventura – 1960) είναι γεμάτη ήλιο, θάλασσα και φυσικά… μυστήριο. Μια εξαφάνιση, μια ιστορία αγάπης και το μεσογειακό θερμό καλοκαίρι συνθέτουν το τοπίο της “Περιπέτειας” μας. Μ’ ένα υπέροχο καστ ηθοποιών, αποτελούμενο από τους: Μόνικα Βίτι, Γκαμπριέλε Φερτσέτι, Λέα Μασάρι, Ντομινίκ Μπλανσάρ και Ρέντζο Ρίτσι.

Η «Περιπέτεια», αποτελεί το πρώτο μέρος της «τριλογίας της αποξένωσης» – θα ακολουθήσουν «Η Νύχτα» (La Notte) το 1961 και «Η Έκλειψη» (L’Eclisse) το 1962 – μέσα από την οποία ο Αντονιόνι ιχνηλατεί την εσωτερική έρημο του ανθρώπου και την αδυναμία επικοινωνίας στην σύγχρονη κοινωνία. Παράλληλα η ταινία σηματοδοτεί και την πρώτη συνεργασία του Ιταλού δημιουργού με τη Μόνικα Βίττι, την ηθοποιό που έμελλε να γίνει η μούσα του.

image

Το φιλμ του Μικελάντζελο Αντονιόνι, ήταν υποψήφιο για δύο BAFTA (Καλύτερης ταινίας και Γυναικείας Ερμηνείας), ενώ απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών το 1960 καθώς και το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής. Ενώ η Μόνικα Βίττι τιμήθηκε με τη Χρυσή Σφαίρα Γυναικείας Ερμηνείας.

Η «Περιπέτεια», εκτυλίσσεται στις μαγικές ακτές της Σικελίας. Ο Αντονιόνι εξαφανίζει την ηρωίδα της ταινίας του υπό συνθήκες ανεξιχνίαστου μυστηρίου, με πρωτότυπο, περίεργο, μα πάνω απ’ όλα, αριστουργηματικό τρόπο. Υπό αυτές τις συνθήκες, το χρονικό της εξαφάνισης της Άννας, δηλαδή του πλουσιοκόριτσου, που εμφανίζεται από τις πρώτες σκηνές ως το κεντρικό πρόσωπο της «Περιπέτειας», διαγράφεται μέσα από σε τέσσερις συγκεκριμένες Πράξεις.

Πράξη πρώτη: Αναχώρηση από το πατρικό σπίτι με τη συνοδεία της φίλης της Κλαούντια. Πράξη δεύτερη: Συνάντηση με τον κατά τι μεγαλύτερο εραστή της. Πράξη τρίτη: Περαιτέρω διεύρυνση της παρέας και εκδρομή σ’ έναν άγονο, βραχώδες ερημονήσι. Πράξη τέταρτη: Η Άννα είναι μυστηριωδώς εξαφανισμένη.

Το φιλμ, από την αρχή του και σταδιακά, αποκτά μια χροιά ανησυχητική, καθώς κινείται σε τεντωμένο σχοινί. Οι ήρωες, βαδίζουν σ’ ένα έδαφος όπου κάθε βεβαιότητα τίθεται υπό αμφισβήτηση. Τα γεγονότα μπορούν να ανατραπούν ανά πάσα στιγμή και φυσικά το φιλμ έχει αρκετά στοιχεία που θα το κατέτασσαν ως θρίλερ. Ο Αντονιόνι σχεδιάζει εξαρχής ένα ιδιόμορφο ερωτικό τρίγωνο. Παίζοντας ως επί το πλείστον με τη σύνθεση του κάδρου, αλλά και τα αμφίσημα βλέμματα, των πρωταγωνιστών του. Χαρακτηριστικές, είναι οι σκηνές όπου η ηρωίδα εκφράζει έστω και σιωπηλά μία αγωνιώδης τάσης φυγής, ενώ ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί συμβολικά ένα φόρεμα που σταδιακά, αλλάζει χέρια.

Ο Ιταλός δημιουργός, έχει μεταξύ των άλλων, την ικανότητα να εγκαθιστά την αβεβαιότητα στον θεατή, τοποθετώντας με μαεστρία την κάμερά του και καθοδηγώντας την με διακριτικές κινήσεις. Παρατηρούμε έτσι την μακρινή λήψη της αποχώρησης του ζευγαριού και καθώς η κάμερα μετατοπίζεται με μπροστινό κάθετο τράβελινγκ, η ανησυχία και η αγωνία κορυφώνεται ενώ προσπαθούμε να κατανοήσουμε τις προθέσεις αλλά και τη μοίρα των ηρώων μας.

Η υπόθεση της ταινίας μπορεί να είναι φαινομενικά απλή, το σενάριο όμως φανερώνει την ευφυΐα και το αστείρευτο ταλέντο ενός από τους μεγαλύτερους δημιουργούς στην ιστορία της Έβδομης Τέχνης. Σφιχτοδεμένο και δίχως συναισθηματικές εξάρσεις κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ. Το αποτέλεσμα, είναι ένα δημιούργημα, ανομολόγητης ομορφιάς, που θα μας στοιχειώνει για πάντα!

Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, υπήρξε μία κορυφαία προσωπικότητα για τον πολιτισμό του 20ού αιώνα, καθώς κατάφερε μέσα από το έργο του – το οποίο αποτελείται από δεκαέξι ταινίες μεγάλου μήκους – να διατρέξει μία μοναχική, αλλά πρωτότυπη και συχνά πυκνά διατέμνουσα πορεία, επισημαίνοντας και αναλύοντας, τα προβλήματα, τις αγωνίες και τις ελπίδες του σύγχρονου ανθρώπου.

«Αυτό που πάντα με ενδιέφερε ήταν να κοιτάξω μέσα στον άνθρωπο, ποια συναισθήματα τον κινητοποιούν, ποιες είναι οι σκέψεις του στην πορεία του προς την ευτυχία, τη δυστυχία, τον θάνατο.» – Μικελάντζελο Αντονιόνι (Michelangelo Antonioni, 29 Σεπτεμβρίου 1912 – 30 Ιουλίου 2007)

image