Η 27η Ιουνίου του 1969 αποτελεί ημέρα ορόσημο για το ομοφυλοφιλικό κίνημα, καθώς έχει οριοθετηθεί ως η ημέρα που το κίνημα αποβάλει τον παθητικό του ρόλο και περνάει στην αντεπίθεση. Η εξέγερση του Stonewall είναι ουσιαστικά η κραυγή των ομοφυλόφιλων και σηματοδοτεί την έναρξη του αγώνα τους για τα δικαιώματά τους – Stonewall, η εξέγερση του ομοφυλοφιλικού κινήματος. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ομοφυλοφιλικής Υπερηφάνειας, επιλέξαμε και παρουσιάζουμε δέκα (10) χαρακτηριστικές ταινίες, διότι: LGBT Rights are Human Rights.

Ads

«Στρέλλα» (A Woman’s Way – 2009) του Πάνου Κούτρα

O Γιώργος, 48 ετών (Γιάννης Κοκκιασμένος), αποφυλακίζεται μετά από δεκαπέντε χρόνια εγκλεισμού για ένα φόνο που διέπραξε στο χωριό που γεννήθηκε. Το βράδυ της αποφυλάκισής του, διανυκτερεύει σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο στην Ομόνοια. Εκεί γνωρίζει τη Στρέλλα (Μίνα Ορφανού), μία όμορφη νεαρή τρανσέξουαλ πόρνη. Κάνουν έρωτα και δεν αργούν να ερωτευτούν. Οι λογαριασμοί με το παρελθόν όμως είναι ακόμα ανοιχτοί. Μία άλλη «φυλακή» τον περιμένει. Μαζί με τη Στρέλλα, θα πρέπει να βρουν τον δρόμο προς την έξοδο.

image

Ads

Η εξαιρετική ταινία του Πάνου Κούτρα, είναι ένα γενναίο και τολμηρό ερωτικό δράμα. Το φιλμ πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 59ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, τον Φεβρουάριο του 2009. Υπήρξε υποψήφια στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου, ενώ η Μίνα Ορφανού τιμήθηκε για την υπέροχη ερμηνεία της με το Βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου το 2010, από την νεοσύστατη Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Αξίζει τέλος να σημειώσουμε ότι είχαμε την ευκαιρία να ξαναδούμε το έργο στην μεγάλη οθόνη τον Νοέμβριο του 2014 στο 55ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, καθώς ψηφίστηκε ως μία από τις είκοσι (20) καλύτερες ελληνικές ταινίες με αφορμή την συμπλήρωση των εκατό (!00) χρόνων του ελληνικού κινηματογράφου.

Διαβάστε επίσης:

«Η Αγάπη Είναι Παράξενη» (Love is Strange – 2014) του Άιρα Ζακς

image

Έχοντας μοιραστεί τις χαρές και τις λύπες μιας ολόκληρης ζωής, ο Ben (Τζον Λίθγκοου) και ο George (Άλφρεντ Μολίνα) παντρεύονται σε μία ειδυλλιακή τελετή που λαμβάνει χώρα στο Μανχάταν. Όμως λόγω της επισημοποίησης της σχέσης τους, ο George όντας καθηγητής κλασικής μουσικής σε καθολικό σχολείο, θα χάσει τη δουλειά του πολύ σύντομα. Το ζευγάρι θα αναγκαστεί ξαφνικά όχι μόνο να πουλήσει το κομψό διαμέρισμά του, αλλά και να χωριστεί σε διαφορετικά σπίτια, μέχρι να βρεθεί μια πιο οικονομικά βιώσιμη λύση.

Έτσι ο μεν George μετακομίζει στο μικροσκοπικό διαμέρισμα δύο νεαρών φίλων, ενώ ο ζωγράφος Ben φιλοξενείται στο σπίτι του ανιψιού του Elliot (Darren Burrows), της γυναίκας του Kate (Μαρίζα Τομέι) και του έφηβου γιου τους Joey (Charlie Tahan). Εκεί και παρά τις όποιες αντιξοότητες, προσπαθεί και πάλι να δημιουργήσει έχοντας ως μοναδική ουσιαστική απασχόληση την αποτύπωση της Νέας Υόρκης στους πίνακές του. Όμως, ο ξαφνικός αυτός και απότομος αποχωρισμός, καθώς και η περιπετειώδης συμβίωση με τους κοντινούς τους ανθρώπους, θα φέρει αντιμέτωπους τους πρωταγωνιστές με προβλήματα, οικογενειακές εντάσεις, αλλά και με την αβεβαιότητα του μέλλοντος. Η σχέση τους πλέον κλονίζεται, καθώς τα γεγονότα και η καθημερινότητα, απειλούν να διαταράξουν την αγάπη μιας ολόκληρης ζωής…

Με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο Αμερικανός σκηνοθέτης Άιρα Ζακς, επιστρέφει με την πιο ώριμη δουλειά του. Μία συγκινητική ταινία για την αγάπη και τη δέσμευση που διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη, ντυμένη με την υπέροχη μουσική του Σοπέν. Σε συμπαραγωγή του Χρήστου Κωνσταντακόπουλου (Faliro House) και με πρωταγωνιστές δύο καταξιωμένους ηθοποιούς, τον John Lithgow (Dexter TV Series) και τον Alfred Molina (Chocolat), αλλά και την Marisa Tomei (The Wrestler) σ’ έναν χαρακτηριστικό ρόλο, η ταινία αιχμαλωτίζει τον θεατή με την ανεπιτήδευτη, βαθιά ανθρώπινη και νοσταλγική ματιά της, αλλά και με την πίστη ότι η αγάπη μπορεί να επιβιώσει υπό αντίξοες συνθήκες.

«Ήθελα να κάνω μια ταινία για τη δυνατότητα της αγάπης να ανθίσει, κάτι που μου πήρε καιρό να καταλάβω ότι μπορεί να συμβεί. Η ταινία ασχολείται με το τι είναι η αγάπη, για ένα ζευγάρι αλλά και για μία οικογένεια, μία κοινότητα, για τα παιδιά και για τους γονείς, τους διαφορετικούς τρόπους που αγαπάμε ο ένας τον άλλο, που κάνουν την αγάπη πολύπλοκη.» – Άιρα Ζακς 

«Ένας Άνδρας Μόνος» (A Single Man – 2009) του Τομ Φορντ

image

Η ταινία μας μεταφέρει στο Λος Άντζελες του 1962, στην κορύφωση της κρίσης με την Κούβα, και παρακολουθεί τη ζωή του Τζορτζ Φάλκονερ, ενός 52χρονου Βρετανού καθηγητή πανεπιστημίου (Κόλιν Φερθ) καθώς πασχίζει να βρει νόημα στη ζωή του μετά τον θάνατο του επί σειρά ετών συντρόφου του, Τζιμ (Μάθιου Γκούντι). Ο Τζορτζ μένει προσκολλημένος στο παρελθόν και δεν μπορεί να δει κανένα μέλλον. Παρακολουθώντας τον για μία ημέρα, βλέπουμε ότι μια σειρά γεγονότων και συναντήσεων τον οδηγούν τελικά στο να αποφασίσει αν η ζωή μετά τον θάνατο του Τζιμ έχει το οποιοδήποτε νόημα. Ο Τζορτζ δέχεται την παρηγοριά της στενότερης φίλης του, Τσάρλι (Τζούλιαν Μουρ), μιας 48χρονης καλλονής που και αυτή πρέπει να δώσει τις δικές της μάχες με τα διλήμματά της για το μέλλον. Ένας νεαρός φοιτητής του Τζορτζ, ο Κένι (Νίκολας Χουλτ), που συνειδητοποιεί και αποδέχεται την πραγματική φύση του, αρχίζει να παρακολουθεί στενά τον Τζορτζ καθώς διακρίνει την τρυφερή ψυχή του.

Βρισκόμαστε στο 1962 και ο πόλεμος πλησιάζει απειλητικά. Ο φόβος κυριαρχεί στον κόσμο. Οι κοινωνικές αξίες αναπαρίστανται με ασπρόμαυρους όρους, αλλά η πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων παραμένει το ίδιο πολύπλοκη όπως και σήμερα. Τοποθετημένη 50 χρόνια πριν, στο Λος Άντζελες, στο απόγειο της κρίσης των πυραύλων της Κούβας, η ταινία διηγείται την ιστορία του Τζορτζ Φάλκονερ, που παλεύει να βρει νόημα στη ζωή του. Μία ρομαντική δημιουργία, για τις δυσκολίες της αγάπης, τη μοναξιά που είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη κατάσταση και εν τέλει τη σημασία των φαινομενικά μικρών στιγμών στη ζωή.

«Πρωτοδιάβασα το ομότιτλο βιβλίο στις αρχές του 1980 και με συγκίνησε η ειλικρίνεια και η απλότητα της ιστορίας. Τρία χρόνια μετά, ψάχνοντας το κατάλληλο project για τη πρώτη μου ταινία, συνειδητοποίησα ότι το μυθιστόρημα αυτό και ο πρωταγωνιστής του, ο Τζορτζ, ήταν συνέχεια στο μυαλό μου. Όταν το ξαναδιάβασα, το βιβλίο μου “μίλησε” με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Είναι μία βαθιά, συναισθηματική ιστορία για μία μέρα της ζωής ενός άντρα που δεν μπορεί να δει μέλλον μπροστά του. Είναι μία παγκόσμια ιστορία, που έχει σχέση με τη συμφιλίωση, με τη μοναξιά που όλοι νιώθουμε και τη σημασία του να ζεις στο παρόν και να συνειδητοποιείς ότι τα μικρά πράγματα είναι εκείνα που έχουν σημασία στη ζωή.» – Τομ Φορντ

«Pride» (2014) του Μάθιου Γουόρκους

image

Το 1984, μια ομάδα Λονδρέζων ακτιβιστών που απαρτίζεται από ομοφυλόφιλους άντρες και γυναίκες προσπάθησε να συγκεντρώσει χρήματα για να υποστηρίξει τους ανθρακωρύχους και τις οικογένειές τους, στην απεργία τους ενάντια στα σκληρά μέτρα που είχε λάβει η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ.

Μία έντονα πολιτικοποιημένη ταινία από την Γηραιά Αλβιώνα, στα ίχνη των ταινιών του Κεν Λόουτς, όπου παρουσιάζει τον δίκαιο αγώνα των ανθρακωρύχων για τις δύσκολες συνθήκες εργασίας τους, αλλά και το δικαίωμα στην επιλογή μέσα από τη συμπαράσταση της κοινότητας των ομοφυλοφίλων. Ένα έργο, γοητευτικό και εμπνευσμένο, που κερδίζει ενώ παράλληλα συγκινεί τον θεατή.

Η ταινία πραγματοποίησε την πρεμιέρα της στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών πρόπερσι τον Μάιο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, όπου και απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στην κατηγορία Queer Palm. Τιμήθηκε επίσης με το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας της χρονιάς στα British Independent Film Awards 2014, καθώς και τα Βραβεία Καλύτερου Β’ Γυναικείου Ρόλου, για την υπέροχη Ιμέλντα Στάντον και Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον ανερχόμενο Άντριου Σκοτ. Ακόμη κέρδισε BAFTA στην κατηγορία Outstanding Debut by a British Writer, Director or Producer, ενώ ήταν και Υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα, στην Κατηγορία, Καλύτερη Ταινία – Κωμωδία ή Μιούζικαλ.

Το «Pride» έκανε την αμερικανική του πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Τορόντο. Σκηνοθέτης είναι ο 47χρονος Μάθιου Γουόρκους, ο οποίος είναι γνωστός για την πολυβραβευμένη πορεία του στο θέατρο. Ο κινηματογραφιστής ανέλαβε μάλιστα την καλλιτεχνική διεύθυνση του Ολντ Βικ, διαδεχόμενος τον Κέβιν Σπέισι. Πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί: Μπιλ Νάι, Άντριου Σκοτ, Ντομινίκ Γουέστ, Ιμέλντα Στάντον, Πάντι Κονσιντάιν, Τζόζεφ Γκίλγκαν.

«Milk» (2008) του Γκας Βαν Σαντ

image

Έχοντας κουραστεί να κρύβεται επειδή είναι gay, ο Χάρβεϊ Μιλκ παρατάει την υψηλόμισθη δουλειά του στη Γουόλ Στριτ και πηγαίνει στην περιοχή Castro του Σαν Φρανσίσκο για να μείνει με τον εραστή του, Σκοτ. Εκεί, το φωτογραφείο που διατηρεί θα γίνει το σημείο συνάντησης αρκετών ανθρώπων της κοινότητας, που στερούνται των πολιτικών τους δικαιωμάτων από τη συντηρητική κοινωνία. Ο Χάρβεϊ γίνεται η φωνή αυτής της σιωπηλής πλειοψηφίας και εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος. Το 1978 το άδοξο τέλος του θα σφραγίσει την ιστορία του, αλλά παράλληλα θα αποτελέσει και πηγή έμπνευσης.

Η ταινία του Γκας Βαν Σαντ, πέρα από μία ενδιαφέρουσα πολιτική ιστορία ξετυλίγει παράλληλα και μια ιδιαίτερη, προσωπική ιστορία. Ο Σον Πεν μας χαρίζει απλόχερα μία σπουδαία όσο και συγκινητική ερμηνεία, θυμίζοντας μας πόσο καλός ηθοποιός είναι και αποσπώντας το 2009 το Όσκαρ ‘Α Ανδρικού Ρόλου. Τον ρόλο του πολιτικού αντιπάλου του Μιλκ, Νταν Γουάιτ, ερμηνεύει ο Τζος Μπρόλιν. Ο Tζέιμς Φράνκο – μετά τη Χρυσή Σφαίρα που κέρδισε για τον ρόλο του ως Τζέιμς Ντιν – ερμηνεύει εδώ τον σύντροφο του Μιλκ, Σκοτ Σμιθ.

«Κάπου στο Σαν Αντόνιο, τη γειτονιά των παιδικών μου χρόνων, βλέπω έναν gay να ανοίγει ένα χαρτί και να διαβάζει ότι ένας ομοφυλόφιλος εξελέγη στο Σαν Φρανσίσκο. Ξέρω ότι υπάρχει ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο, υπάρχει ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.» – Χάρβεϊ Μιλκ (Harvey Bernard Milk: 22 Μαΐου του 1930 – 27 Νοεμβρίου του 1978)

Διαβάστε επίσης:

«Οι Πρωτάρηδες» (Beginners – 2010) του Μάικ Μιλς

image

Ένας νεαρός άνδρας, ο Όλιβερ (Γιούαν Μακγκρέγκορ), γνωρίζει την απρόβλεπτη Άννα (Μέλανι Λοράν), λίγους μήνες μετά το θάνατο του πατέρα του (Κρίστοφερ Πλάμερ). Ο έρωτας που θα αναπτυχθεί μεταξύ τους θα γεμίσει τον Όλιβερ με αναμνήσεις του πατέρα του Χαλ, ο οποίος – μετά τον θάνατο της συζύγου του και σε ηλικία 75 ετών – αποκάλυψε στον γιο του τις ομοφυλοφιλικές του τάσεις, συνάπτοντας μάλιστα σχέση μ’ έναν νεότερό του άνδρα. Αυτή η ειλικρίνεια έφερε κοντά πατέρα και γιο, έστω κι αν ήταν πλέον αργά…

«Η ταινία αυτή “ξεκίνησε” όταν ο δικός μου πατέρας “βγήκε από τη ντουλάπα”. Ήταν 75 χρονών και παντρεμένος 45 χρόνια με τη μητέρα μου. Η ανάγκη του να αλλάξει εντελώς τη ζωή του ήταν επώδυνη, πολύ αστεία, αλλά και αρκετά ενθουσιώδης. Η αλλαγή και η ειλικρίνεια μπορούν να συμβούν, όταν δεν το περιμένεις. Ακόμη κι όταν υπέφερε από καρκίνο 5 χρόνια αργότερα, ήταν μες την ενέργεια, δεν ήταν “τελειωμένος” με κανέναν τρόπο. Οι ιδιαίτερες λεπτομέρειες της ζωής του πατέρα μου, οι πραγματικοί αγώνες του και όλο το χιούμορ έδωσαν στην ταινία μια αυθεντικότητα, που ελπίζω ότι θα την κάνει πιο ισχυρή και πιο συναισθηματική για όλο τον κόσμο.» – Μάικ Μιλς

Μια γλυκόπικρη ταινία χαρακτήρων, που μας διδάσκει πως, στα θέματα των σχέσεων, όλοι είμαστε «Πρωτάρηδες». Πέρα από το πρωταγωνιστικό δίδυμο του Γιούαν ΜακΓκρέγκορ (Trainspotting – 1996, Big Fish – 2003) και της Μελανί Λοράν (Inglourious Basterds – 2009), τις εντυπώσεις κερδίζει ο Κρίστοφερ Πλάμερ. Ο βετεράνος ηθοποιός, με εκφραστικότητα, χιούμορ και φρεσκάδα που εκπλήσσει, φέρνει εις πέρας έναν ιδιαίτερο ρόλο, δίνοντας άλλο νόημα στο φιλμ του Μάικ Μιλς. Μία ερμηνεία που χάρισε το 2010 στον Πλάμερ το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου, όντας ο γηραιότερος ηθοποιός που έχει κερδίσει ποτέ το συγκεκριμένο βραβείο…

«Λόρενς για Πάντα» (Laurence Anyways – 2012) του Ξαβιέ Ντολάν

image

Ο Λόρενς (Μελβίλ Πουπό) είναι ένας φιλόλογος που ζει μία σχετικά φυσιολογική ζωή, έχοντας μάλιστα μια παθιασμένη ερωτική σχέση με την Φρεντ (Σουζάν Κλεμάν). Μια μέρα, ο νεαρός καθηγητής αποφασίζει να μοιραστεί ένα μεγάλο μυστικό με τη γυναίκα της ζωής του. Ο Λόρενς, θέλει να ντύνεται πλέον με γυναικεία ρούχα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θέλει να χωρίσει με τη Φρεντ. Όταν πλέον αισθάνεται έτοιμος για το μεγάλο βήμα στη ζωή του, ο Λόρενς γνωρίζει ότι η επαγγελματική, οικογενειακή και προσωπική του ζωή βρίσκονται πλέον σε τεντωμένο σχοινί. Οι επιλογές του θα αποτελέσουν την αρχή ενός καθοριστικού αγώνα που ξεκινά με την διεκδίκηση και υποστήριξη των δικαιωμάτων του.

Το «τρομερό παιδί» του Καναδικού κινηματογράφου, ο προκλητικός Ξαβιέ Ντολάν, μετά τα πολυβραβευμένα του φιλμ «Σκότωσα τη Μητέρα Μου» (I Killed My Mother – 2009) και «Φανταστικές Αγάπες» (Heartbeats – 2010), σκηνοθετεί το 2012 με μοναδική μαεστρία, τους ταλαντούχους Μελβίλ Πουπό και Σουζάν Κλεμάν. Μια πρωτότυπη θεματική που προσεγγίζει αιρετικά το δικαίωμα στη διαφορετικότητα και την ατομική ελευθερία. Μία συγκλονιστική ιστορία αγάπης που καταρρίπτει κάθε ταμπού, κερδίζοντας δύο βραβεία στο Φεστιβάλ των Καννών και διαθέτοντας ένα αγαπημένο μουσικό σκορ.

«Έζησα τη δεκαετία του 90 μαζί με την μητέρα μου σε ένα προάστιο του Μόντρεαλ… Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, παρακολουθώ το «Λόρενς Για Πάντα» και βλέπω την παιδική μου ηλικία να παίζεται κρυφά. Ξεκαθαρίζω ότι δεν θέλω να γίνω γυναίκα και η ταινία μου είναι ένας φόρος τιμής στην ύστατη ιστορία αγάπης: η φιλόδοξη, η ακατόρθωτη, η αγάπη που θέλουμε να είναι συνταρακτική, ανεξάντλητη, η αγάπη για την οποία δεν τολμάμε να ελπίζουμε, η αγάπη που μόνο ο κινηματογράφος, τα βιβλία και η τέχνη μας παρέχουν. Το «Λόρενς Για Πάντα» είναι ένας φόρος τιμής στην περίοδο της ζωής μου, πριν γίνω σκηνοθέτης, που έπρεπε να γίνω άντρας.» – Ξαβιέ Ντολάν

Διαβάστε επίσης:

«Το Μυστικό του Brokeback Mountain» (Brokeback Mountain – 2005) του Ανγκ Λι

Το 1963, δύο καουμπόηδες, ο Ένις και ο Τζακ, που φυλάνε πρόβατα στο βουνό Μπρόκμπακ του Ουαϊόμινγκ, έρχονται σε ερωτική επαφή μεταξύ τους. Παρότι στη συνέχεια δημιουργούν οικογένειες, η ανάμνηση αυτού του γεγονότος θα σημαδέψει ανεξίτηλα τα επόμενα 20 χρόνια της ζωής τους, μέσα στα οποία θα προσπαθούν μάταια να εξορκίσουν τον απαγορευμένο τους έρωτα.

Η βραβευμένη με Όσκαρ ταινία του 2005 που απεικονίζει την περίπλοκη ερωτική σχέση μεταξύ δύο αντρών στην Αμερική από το 1963 έως το 1983. Η ταινία σκηνοθετήθηκε από τον βραβευμένο με Όσκαρ, Ανγκ Λι, ενώ το σενάριό της βασίστηκε σε μια ιστορία της Annie Proulx. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Χιθ Λέτζερ, Τζέικ Τζίλενχαλ, Αν Χάθαγουεϊ και Μισέλ Ουίλιαμς. Το φιλμ κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας, όπου και έκανε πρεμιέρα. Στη συνέχεια τιμήθηκε με 4 Χρυσές Σφαίρες (Καλύτερης Δραματικής Ταινία, Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Καλύτερου Σεναρίου και Καλύτερου Τραγουδιού) και απέσπασε 8 υποψηφιότητες για Όσκαρ, όπου και απέσπασε τα 3 (Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου, Καλύτερης Μουσικής).

«Carol» (2015) του Τοντ Χέινς

image

Χριστούγεννα στη Νέα Υόρκη, στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Η Τερέζ Μπέλιβετ (Ρούνεϊ Μάρα) εργάζεται σ’ ένα πολυκατάστημα του Μανχάταν και ονειρεύεται μια πιο συναρπαστική ζωή, όταν γνωρίζει την Κάρολ Άιρντ (Κέιτ Μπλάνσετ), μία γοητευτική γυναίκα παγιδευμένη σ έναν αποτυχημένο γάμο. Είναι η αρχή μίας τρυφερής σχέσης που εξελίσσεται σ’ έναν απαγορευμένο έρωτα, στο εξαιρετικό «Carol του Τοντ Χέινς.

Οκτώ χρόνια μετά το βιογραφικό δράμα «I’m Not There» (2007), για τη ζωή και το έργο του Μπομπ Ντίλαν, ο Τοντ Χέινς, επιστρέφει δυναμικά με την έκτη μεγάλου μήκους δημιουργία του: «Carol» (2015). Ο Αμερικανός σκηνοθέτης, μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ, σε μία υπέροχη και συγκινητική ιστορία, με πρωταγωνίστρια την Κέιτ Μπλάνσετ, να μας χαρίζει μία σπουδαία ερμηνεία και τη Ρούνεϊ Μάρα να στέκεται απέναντι της επάξια.

Έχοντας κερδίσει το 2014 το Όσκαρ Καλύτερης Ά Γυναικείας Ερμηνείας, για τον ρόλο της στην ταινία του Γούντι Άλεν, «Θλιμμένη Τζάσμιν» (Blue Jasmine), η Κέιτ Μπλάνσετ όχι μόνο δεν αναπαύτηκε στις δάφνες της, αλλά επέστρεψε εντυπωσιακά χαρίζοντας μας απλόχερα ίσως την καλύτερη γυναικεία ερμηνεία του 2015. Λιτή, απέριττη, χωρίς εκφραστικές υπερβολές η καταξιωμένη ηθοποιός από την Αυστραλία, προσθέτει άλλη μία σπουδαία ερμηνεία στο ήδη πλούσιο βιογραφικό της.

«Νομίζω ότι το δώρο μιας ιστορίας που βασίζεται σε μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ είναι η πλούσια εσωτερική ζωή των ηρώων. Είναι ειδική στο να χειρίζεται χαρακτήρες που δείχνουν το ότι κάθε ενήλικας έχει ένα μυστικό. Η Κάρολ μοιάζει συγκρατημένη και απόμακρη, αλλά νομίζω, κατά μία έννοια, καταρρέει. Δεν ταιριάζει σε κάποιον κοινωνικό κύκλο της εποχής. Και τελικά εκείνη και η Τερέζ αιφνιδιάζονται από την ένταση του δεσμού τους.» – δηλώνει σχετικά η Κέιτ Μπλάνσετ και συνεχίζει:

«Σκέφτηκα ότι έπρεπε να ερωτευτώ διαφορετικά απ’ ότι ένα κορίτσι πολύ μικρότερό μου. Η Κάρολ είναι προϊόν της ηλικίας και του περιβάλλοντός της. Έχει μία μελαγχολία κι έναν φόβο που η Τερέζ δεν έχει ή δεν καταλαβαίνει. Αυτό είναι και μέρος της μεθυστικής επήρειας του έρωτα: ρισκάρεις το να είσαι εκτός ελέγχου.»

Διαβάστε επίσης:

«Τα Παιδιά Είναι Εντάξει» (The Kids Are All Right – 2010) της Λίζα Τσολοντένκο

image

Η Νικ και η Τζουλς (η τρεις φορές υποψήφια για Όσκαρ, Ανέτ Μπένινγκ και η τέσσερις φορές υποψήφια για Όσκαρ, Τζούλιαν Μουρ, αντίστοιχα) είναι παντρεμένες και μένουν σε ένα πολύ όμορφο σπίτι στα προάστια της Νότιας Καλιφόρνιας μαζί με τα έφηβα παιδιά τους, την Τζόνι (Μια Γουασίκοφσκα / «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων») και τον Λέιζερ (Τζος Χάτσερσον / «Ταξίδι στο κέντρο της γης»). Η Νικ και η Τζουλς – ή οι Μαμάδες όπως τις αποκαλεί η Τζόνι – γέννησαν και μεγάλωσαν τα παιδιά τους χτίζοντας μια ήρεμη οικογενειακή ζωή για τους τέσσερις τους. Ο 15 χρόνος Λέιzερ όμως πιέζει την 18χρονη αδελφή του, πριν εκείνη φύγει για το κολέγιο, να του κάνει μια μεγάλη χάρη – εν αγνοία φυσικά των Μαμάδων – που μπορεί να τινάξει την οικογενειακή θαλπωρή στον αέρα: Να ψάξει να βρει τον βιολογικό τους πατέρα ή με άλλα λόγια τον δότη από του οποίου το σπέρμα έμειναν έγκυες οι Μαμάδες τους. Παρ’ όλες τις αρχικές της αντιρρήσεις, η Τζόνι αποφασίζει να κάνει τη χάρη στον μικρότερο αδελφό της και καταφέρνει να έρθει σε επαφή με τον Πολ (Μαρκ Ράφαλο), έναν άνετο εργένη ιδιοκτήτη εστιατορίου. Καθώς λοιπόν ο Πολ με τον μποέμ τρόπο ζωής του «εισβάλλει» στην γεμάτη κανόνες ζωή της τετραμελούς οικογένειας ένα απρόσμενο νέο κεφάλαιο ανοίγει για όλους αφού νέοι οικογενειακοί δεσμοί ορίζονται, καθορίζονται και επαναπροσδιορίζονται.

Ένας υπέροχος συνδυασμός κωμωδίας και συναισθήματος που σκιαγραφεί περίτεχνα και με αστείο τρόπο, το πορτρέτο της συγκεκριμένης οικογένειας. Η εξαιρετικά ταλαντούχα Λίζα Τσολοτένκο δίνει ρεσιτάλ σκηνοθεσίας αλλά και σεναρίου το οποίο συνυπογράφει με τον Στιούαρτ Μπλούμπεργκ.