Χαρακτηρίζεται ως ο «σκηνοθέτης της λογοτεχνίας», καθώς έγινε γνωστός στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 με την ταινία «Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ» από την εποχή της ΡΑΦ, μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Γερμανού νομπελίστα Χάινριχ Μπελ. Έγινε δε διάσημος με το περίφημο «Τενεκεδένιο ταμπούρλο», μεταφορά επίσης του ομώνυμου μυθιστορήματος του νομπελίστα Γκίντερ Γκρας. Για την ταινία αυτή βραβεύτηκε το 1979 με Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και με Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας στην Αμερική. Από τότε ανήκε στον λεγόμενο «νέο γερμανικό κινηματογράφο» μαζί με τους Φασμπίντερ, Χέρτσοκ και Βέντερς. Ο Φόλκερ Σλέντορφ έρχεται στην Αθήνα σήμερα, που προβάλλεται η συγκεκριμένη ταινία, όπου θα παραστεί και θα τιμηθεί για το σύνολο του έργου του. Και δικαίως, καθώς οι ταινίες του, πέραν του έντονα πολιτικού, αντιναζιστικού κυρίως, περιεχομένου τους, αγγίζουν με τις αλληγορικές τους προεκτάσεις τα σημερινά προβλήματα της Ευρώπης και γι’ αυτό παραμένουν πιο επίκαιρες από ποτέ. Ο ίδιος, ωστόσο, πιστεύει πως το κοινό πλέον ενδιαφέρεται όλο και  λιγότερο για τον πολιτικό κινηματογράφο, στηρίζει τις πολιτικές της Μέρκελ για την Ευρώπη, προτιμά τη γηραιά ήπειρο και ως χώρο εργασίας και ως κοινό, θεωρεί το Αμερικανικό κοινό «ομοιόμορφο» και «χωρίς διαφοροποιήσεις ως προς την αισθητική», εναντιώνεται το ίδιο δυναμικά στο φασισμό, ολοκληρώνει τη νέα του ταινία και ανυπομονεί να μιλήσει με τους Έλληνες  – φίλους του και θεατές  – από κοντά. Της Νόρας Ράλλη.

Ads

Έρχεστε στην Ελλάδα, με αφορμή την προβολή της βραβευμένης με Όσκαρ ταινίας σας «Το Τενεκεδένιο Ταμπούρλο», μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του νομπελίστα συγγραφέα Γκύντερ Γκρας. Πώς αποφασίσατε να μεταφέρετε στη μεγάλη οθόνη ένα τόσο μεγάλο (και σε όγκο αλλά και σε νοηματικό βάθος) βιβλίο; Ποιες δυσκολίες συναντήσατε τότε;

«Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν αυτό που είπατε, το να κάνουμε σενάριο το συγκεκριμένο βιβλίο, καθώς θεωρείται από τα πιο δύσκολα και απρόσιτα για κινηματογραφική μεταφορά. Το είχα διαβάσει και μου ταίριαζε. Μάλιστα υπάρχει μία ενδιαφέρουσα ιστορία που μου δίνεται πρώτη φορά η ευκαιρία να την πω. Όταν γράψαμε το σενάριο μαζί με τον Ζ.Κ. Καρριέρ, ήταν για μία ταινία 2 ωρών και 45 λεπτών. Και αυτή την ταινία γυρίσαμε. Όμως, η εταιρεία παραγωγής (η United Artists) μάς είπε πως είναι πολύ μεγάλη και να τη μειώσουμε σε 2.15’. Και δε μας έφτανε που έπρεπε να κόψουμε σκηνές, αλλά ήμουν και υποχρεωμένος να μην πω τίποτα σε κανέναν. Ήμουν πολύ δυσαρεστημένος με όλα αυτά και ειδικά όταν πήραμε το Χρυσό Φοίνικα και το Όσκαρ και η ταινία έγινε επιτυχία και ήθελα να δείξω ολόκληρη την κόπια, τότε ήταν που μου είπαν «καλά είσαι τρελός; Τώρα θα πεις πως υπάρχει και άλλη βερσιόν της ταινίας; Δηλαδή, πως πήρες Όσκαρ για λάθος ταινία!»… Ευτυχώς πλέον, μπορώ να μιλήσω – επιτέλους μετά από 30 χρόνια, οι περισσότεροι από τη Unites Artists έχουν πεθάνει και το συμβόλαιό μου έχει λήξει! Τις προάλλες μάλιστα με ενημέρωσαν από το εργαστήριο που φυλάνε τα φιλμ να τα πάρω, γιατί θα τα πέταγαν – όλα γίνονται ψηφιακά πλέον και κλείνουν. Τα πήρα  – είναι 60.000 μέτρα φιλμ! – και είμαι πολύ χαρούμενος που και το ελληνικό κοινό επιτέλους θα δει την κανονική κόπια της ταινίας στις Νύχτες Πρεμιέρας.»

Ποια περιμένετε να είναι η απήχηση της ταινίας, 30 χρόνια μετά;

Ads

«Δεν έχω ιδέα. Αυτό που μπορώ να σας πω είναι πως το μαγικό σε αυτή την ταινία δεν είναι ούτε η ιστορία του Γκύντερ ούτε η δική μου σκηνοθεσία, αλλά η ερμηνεία αυτού του μικρού – τότε – αγοριού, του Νταβίντ Μπένεντ. Και μάλλον η αθωότητα, η παιδικότητα και η αλήθεια του είναι ατά που θα αγγίξουν το κοινό σήμερα, παρά η πολιτική οπτική της ταινίας. Και αυτό το λέω γιατί οι πολιτικές ταινίες δεν είναι πλέον της μόδας. Κανείς δε θέλει να κάνει πολιτικό κινηματογράφο και κανείς, ή ελάχιστοι ίσως, θέλουν να βλέπουν πολιτικές ταινίες. Δεν ξέρω καν αν και οι δικές μου ταινίες θεωρούνται «πολιτικές» πλέον. Αν στο χώρο μας πεις σήμερα τη λέξη «πολιτική/πολιτικό σινεμά», αμέσως οι πόρτες κλείνουν. Το ’70 θυμάμαι πως όλοι περίμεναν πώς και πώς την επόμενη πολιτική ταινία. Όχι όμως, πια. Ο κόσμος άλλαξε.»

Η οπτική σας φαντάζει τόσο ξεκάθαρη όσο και οι ταινίες σας, θεματολογικά μιλώντας. Φαίνεται πως σας ενδιαφέρει η σκοτεινή πλευρά της ευρωπαϊκής ιστορίας, όπως ακριβώς και τα έργα του νομπελίστα συγγραφέα Γκύντερ Γκρας, με τον οποίο έχετε συνεργαστεί.

«Με τον Γκύντερ είμαστε πολύ φίλοι. Η ταινία γυρίστηκε το 1979 και από τότε επικοινωνούμε με εξαιρετικό τρόπο. Και ίσως να φαίνεται πως ασχολούμαστε και οι δύο με αυτό που λέτε «σκοτεινές πλευρές της ιστορίας». Ωστόσο για μένα, είναι απλά η αλήθεια μας. Μία πραγματικότητα που υπήρξε στ αλήθεια, για πολύ πολύ κόσμο. Είναι κάτι πολύ ανθρώπινο. Εξάλλου, αυτό δεν είναι και το συναρπαστικό με την ιστορία; Πως σου αποκαλύπτει συνέχεια νέες ανθρώπινες πλευρές, ιδιαίτερους χαρακτήρες και πολλά ανθρώπινα δράματα, κάθε είδους! Ειδικά σε ακραίους καιρούς, οι άνθρωποι έχουν και ακραίες αντιδράσεις. Όπως και να το δει κανείς, νομίζω η ιστορία είναι θέμα… χαρακτήρα. Θέμα ανθρώπινων συμπεριφορών.»

Στο «Τενεκεδένιο Ταμπούρλο», ένα παιδικό ταμπούρλο έφτανε για να επαναφέρει τις αναμνήσεις του ήρωα. Εδώ στην Ελλάδα, ποιο «ταμπούρλο» πιστεύετε πως χρειάζεται για να μας ξυπνήσει; Και αυτό το λέω γιατί μάλλον ξεχάσαμε και την ιστορία μας και έχουμε βάλει στη Βουλή ναζιστικό κόμμα, με νόμιμο τρόπο, μέλος του οποίου πριν λίγες ημέρες δολοφόνησε έναν νεαρό μουσικό.

«Το ξέρω. Το διάβασα στις εφημερίδες. Είναι τραγικό. Πέρα από τραγικό. Είναι σχεδόν σα να είστε σε εμπόλεμη κατάσταση, απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, μια και δε ζω εκεί. Αλλά βλέπω πανικό και φόβο και οργή. Όταν έρθω Αθήνα θα το δω και με τα μάτια μου, θα μιλήσω με τους Έλληνες φίλους μου. Ωστόσο πιστεύω πως οι Έλληνες έχουν ξυπνήσει ήδη. Ξέρουν τι γίνεται ή τουλάχιστον το νιώθουν. Αλλά όταν είσαι υπό καθεστώς πανικού, φόβου και θυμού, δεν μπορείς να αντιδράσεις ούτε αποτελεσματικά ούτε σωστά. Μερικές φορές, ούτε καν ανθρωπινά. Και ο φασισμός σε αυτό βασίζεται. Ελπίζω μόνο να υπάρχουν Έλληνες καλλιτέχνες και μουσικοί και σκηνοθέτες και συγγραφείς που να το καταγράψουν όλο αυτό και να αφυπνίσουν τον κόσμο.»

Χαίρομαι που το λέτε αυτό, καθώς το καθεστώς φόβου που περιγράφετε ενισχύεται και από μηνύματα από το εξωτερικό. Για παράδειγμα, η Καγκελάριος Μέρκελ, μετά την επανεκλογή της προχθές, το πρώτο πράγμα που είπε για την Ελλάδα ήταν «σκληρότερα μέτρα». Εσείς τι μήνυμα στέλνετε στους Έλληνες;

«Κοιτάξτε, η Μέρκελ είναι ένας υπέροχος άνθρωπος. Την γνωρίζω προσωπικά πάνω από 20 χρόνια και είναι έντιμη, έξυπνη και σωστή. Οι σύμβουλοί της τη βάζουν να λέει διάφορα πράγματα, μα προσωπικά τη στηρίζω 100%. Είναι εξαιρετικό άτομο και την εμπιστεύομαι απόλυτα»

Οπότε, μας λέτε πως εμπιστεύεστε και στηρίζετε και την πολιτική της κας Μέρκελ σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

«Τι εννοείτε; Ποια είναι η πολιτική της σε ευρωπαϊκό επίπεδο;»

Εννοώ, τις αποφάσεις που λαμβάνει για τα θέματα της Ευρώπης και του μέλλοντος της ΕΕ και των χωρών του Νότου, καθώς δεν υπάρχει ουσιαστικός αντίλογος στην πολιτική της.

«Μα, η πολιτική της δεν είναι παρά η ευρωπαϊκή πολιτική. Δεν είναι κάτι διαφορετικό. Ή αν θέλετε, δεν είναι αυτή, η Μέρκελ, που αποφασίζει για την Ευρώπη. Η Ευρώπη αποφασίζει για την Ευρώπη. Προσωπικά, στηρίζω τη πολιτική της κας Μέρκελ γιατί πιστεύω πως αυτή είναι η σωστή. Γι αυτό και η Ευρώπη την ακολουθεί, αν το θέλετε.»

Δεν πιστεύετε δηλαδή πως κάπου πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τις συνθήκες ζωή μας μέσα σ’ αυτόν τον «θαυμαστό, γενναίο κόσμο»;

«Ο κόσμος στον οποίο αναφέρεστε είναι ο κόσμος που ζούμε. Ο κόσμος της παγκοσμιοποίησης. Και αυτό είναι μία αλήθεια και προσωπικά τον προτιμώ από το σοβιετικό σοσιαλισμό. Ξέρω ότι στην Ελλάδα πωλούνται σιδηρόδρομοι και λιμάνια στους Κινέζους και νησιά και ένα σωρό άλλα. Αλλά αυτό συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. Το σημαντικό είναι να μην ξεχνούν οι Έλληνες πως έχουν στείλει μετανάστες σε όλο τον κόσμο. Οπότε, θα πρέπει και οι ίδιοι να είναι ανοιχτοί σε όλο τον κόσμο.»

Ας περάσουμε στη νέα σας ταινία. “Dimplomatie” ο τίτλος και έχει και αυτή να κάνει με το ναζισμό. Σε τι στάδιο βρίσκεται τώρα;

«Μόλις εχθές τελειώσαμε τα γυρίσματα στη Γαλλία. Μπαίνουμε πλέον στο μοντάζ. Η ταινία μάς γυρίζει και πάλι πίσω στο 1944, όπου το ναζιστικό καθεστώς καταρρέει. Η ιστορία εξελίσσεται στο Παρίσι. Μετά την απόβαση στη Νορμανδία φάνηκε πως οι Ναζί δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν άλλο το Παρίσι και ο Χίτλερ που ήθελε να κάνει το Βερολίνο τόσο όμορφο όσο και η Πόλη του Φωτός, δεν μπορούσε να δεχθεί πως το ένα καταστρέφονταν, ενώ το άλλο έστεκε ακόμη λαμπερό. Έστειλε, λοιπόν, ειδικές στρατιωτικές μονάδες για να ανατινάξουν την πόλη. Αλλά την τελευταία στιγμή, δεν το έκαναν. Και το ενδιαφέρον στην όλη ιστορία είναι πως για τη σωτηρία αυτή ευθύνεται ένας Γερμανός στρατηγός, που ούτε ανθρωπιστής ήταν, ούτε καμία ιδιαίτερη σχέση με τις Τέχνες και τα Γράμματα είχε. Ίσα ίσα, γι’ αυτό έστειλε αυτόν ο Χίτλερ, γιατί εμπιστεύονταν την σκληρότητα και την αναλγησία του. Είχε ήδη καταστρέψει το Νότερνταμ και πόλεις της Ρωσίας και εκατομμύρια Εβραίους… Τελικά, όμως, το Παρίσι δεν το έκαψε. Είναι ενδιαφέρον το πώς ένας τέτοιος άνθρωπος κάνει το σωστό στο τέλος»

Η ταινία βασίζεται σε δικό σας σενάριο;

«Ναι, το σενάριο είναι δικό μου, με πολλά ιστορικά στοιχεία και βασίζεται σε ένα παλιό γαλλικό θεατρικό έργο.»

Η τελευταία σας προσπάθεια για ταινία ήταν το 2007 και βασίζονταν στο μυθιστόρημα της Αμερικανίδας συγγραφέως Ντόνα Γούλφολκ Κρος, «Πάπισσα Ιωάννα», που έγινε μπεστ σέλερ διεθνώς, αμέσως μετά την έκδοσή του το 1996. Ωστόσο η εταιρεία παραγωγής τότε διέκοψε τη συνεργασία της μαζί σας και μάλιστα το φιλμ γυρίστηκε από άλλο σκηνοθέτη, τον Σόνκε Βόρτμαν, με καθόλου επιτυχία θα λέγαμε…

«Ναι, ήταν μία καθαρά προσωπική αντιδικία με τον παραγωγό ως προς το θέμα της αισθητικής της ταινίας. Δεν είχε καν να κάνει με τα χρήματα. Ο παραγωγός ήθελε μια ταινία που να μπορεί να παιχτεί και στην τηλεόραση. Ήθελε μία ταινία δύο ωρών να μπορέσει να μετατραπεί και μία σειρά μίνι τηλεοπτικών επεισοδίων. Και θυμάμαι πως του είπα «τέτοιο πλάσμα στη φύση δεν υπάρχει! Πώς μου ζητάς εμένα να το δημιουργήσω;». Οι ταινίες μου έχουν πολύ συγκεκριμένη δομή, σεναριακά και σκηνοθετικά, οπότε δυστυχώς, δεν μπορούσα να κάνω τόσες εκπτώσεις στο έργο μου. Πράγματι όπως ξέρετε, η ταινία γυρίστηκε και μάλιστα με προϋπολογισμό πάνω από 20 εκατομμύρια ευρώ, την είδαν ελάχιστοι και δεν πήρε καθόλου καλές κριτικές. Αυτό είχε γίνει το 2007, αλλά μου φαίνεται ήδη σα να έχουν περάσει 10 χρόνια από τότε! Είναι πολύ μακρυά μου πλέον. Αν και η λογική αυτή, του ας τραβήξουμε κάποιες σκηνές, ας κρατήσουμε τις καλύτερες για να κάνουμε μια ταινία και ας φτιάξουμε με τις λιγότερο καλές ένα τηλεοπτικό σκεύασμα δεν έχει εξαλειφθεί ακόμα από τα στούντιο παραγωγής. Εμένα, όμως, δεν είναι αυτός ο τρόπος που δουλεύω. Μπορεί να μιλάμε για «βιομηχανία του κινηματογράφου», ωστόσο εγώ δε νοιώθω πως δουλεύω «βιομηχανικά».

Οπότε, έχει να κάνει και με τα χρήματα.

«Δεν στο λένε ξεκάθαρα, αλλά όσοι κάνουν ταινίες για να βγάλουν χρήματα, δε βλέπουν πλάνα, εικόνες, ιστορίες αλλά χρήματα. Πώς μπορείς να επικοινωνήσεις όταν έχεις τόσο διαφορετική οπτική; Είναι άλλο να βλέπω εγώ ένα μήλο πράσινο και εσύ να το βλέπεις αχνοπράσινο και άλλο το να βλέπω εγώ ένα μήλο και συ να βλέπεις ένα γκαράζ με λιμουζίνες! Επί της ουσίας, λοιπόν, είναι θέμα αισθητικής. Και κει δε χωράει κανενός είδους «οικονομικός συμβιβασμός».

Στο ξεκίνημά σας ήρθατε σε επαφή με ανθρώπους της διανόησης, όπως ο κριτικός Αλεξάντερ Κλούγκε και οι περί αυτόν. Όλοι τους θιασώτες της σχολής της Φραγκφούρτης, που παρουσιάζει μία νέα μαρξιστική ματιά στα της κοινωνίας και υποστηρίζει πως αντίστοιχα και ο κινηματογράφος πρέπει να δώσει τα πάντα στην κοινωνία. Ισχύει αυτό πιστεύετε; Ή πως θα έπρεπε να ισχύει;

«Πράγματι γνωρίζω αυτή τη φιλοσοφία και την έχω μελετήσει, αν και δεν είμαι θεωρητικός. Ακόμη και τώρα μελετώ πολύ τον Γιουνγκ και τη φιλοσοφία της ψυχανάλυσης. Ωστόσο, τελικά δεν μπορείς να καταλάβεις την ουσία μέσα από τα βιβλία, όσο και αν διαβάσεις. Μόνο μέσω της εμπειρίας πιάνει κανείς το νόημα. Γι’ αυτό κάνω ταινίες. Για να αποκτήσω αυτή την εμπειρία και να μπορέσω να τη μεταφέρω και στο κοινό. Οπότε, από αυτή τη σκοπιά, ναι, κινηματογράφος και κοινωνία γίνονται ένα.»

image
Σκηνή από το «Τενεκεδένιο ταμπούρλο»

Διαβάστε επίσης:
Πέθανε ο νομπελίστας Γερμανός συγγραφέας Γκύντερ Γκρας
Το τενεκεδένιο ταμπούρλο