Από τη συνεργασία του με τον Φρανκ Κάπρα, μέχρι τις ταινίες με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο Τζέιμς Στιούαρτ έχει πρωταγωνιστήσει στην πλούσια καριέρα του, σε μερικές από τις πιο εμβληματικές ταινίες του Αμερικανικού Κινηματογράφου, αφήνοντας το δικό του μοναδικό στίγμα στην Ιστορία της Έβδομης Τέχνης.

Ads

Από τους σημαντικότερους Αμερικανούς ηθοποιούς του 20ου αιώνα, ο Τζέιμς Στιούαρτ (James Stewart: 20 Μαΐου του 1908 – 2 Ιουλίου του 1997), κατάφερε μέσα από τις ερμηνείες του να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τους συναδέλφους του. Στο συγκεκριμένο αφιέρωμα, αποτίουμε έναν μικρό φόρο τιμής σ’ έναν μεγάλο ηθοποιό, μέσα από τις πιο χαρακτηριστικές ερμηνείες του.

Από «Το Μαγαζί Της Γωνίας» (The Shop Arcound The Corner – 1940) του Έρνστ Λιούμπιτς και τα «Κοινωνικά Σκάνδαλα» (The Philadelphia Story – 1940) του Τζορτζ Κιούκορ, όπου κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ά Ανδρικής Ερμηνείας, μέχρι το κλασικό φιλμ «Μια Υπέροχη Ζωή» (It’s a Wonderful Life – 1946) του Φρανκ Κάπρα και τη συνεργασία του με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ σε ταινίες όπως: «Σιωπηλός Μάρτυρας» (Rear Window – 1954), «Ο Άνθρωπος Που Γνώριζε Πολλά» (The Man Who Knew Too Much – 1956), «Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου» (Vertigo – 1958) κ.α. Μόνο τυχαίο λοιπόν δεν είναι το γεγονός ότι το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου έχει κατατάξει τον Τζέιμς Στιούαρτ, τρίτο στη λίστα με τους 25 σημαντικότερους σταρ όλων των εποχών.

Γεννημένος στις 20 Μαΐου του 1908 στην Πενσυλβάνια των Ηνωμένων Πολιτειών, από τους Ελίζαμπεθ Ρουθ και Αλεξάντερ Μέιτλαντ Στιούαρτ, ο Τζέιμς Στιούαρτ ήταν το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά της οικογένειας. Από μικρός εξέφρασε καλλιτεχνικές ανησυχίες κι έμαθε να παίζει ακορντεόν. Αφότου τελείωσε το σχολείο το 1928 ο Στιούαρτ καταπιάστηκε με ποικίλες ενασχολήσεις, μία εκ των οποίων ήταν κι η εμφάνισή του στο θεατρικό «The Wolves».

Ads

Το όνειρο του Στιούαρτ ήταν να γίνει πιλότος αλλά ο πατέρας του τον ανάγκασε να γραφτεί στο πανεπιστήμιο του Πρίστον, όπου και σπούδασε αρχιτεκτονική. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του άρχισε να ενδιαφέρεται για την υποκριτική. Το ταλέντο του στο ακορντεόν ενθουσίασε τα μέλη της θεατρικής ομάδας του πανεπιστημίου, τα οποία τον παρακίνησαν να συμμετάσχει στις θεατρικές τους παραστάσεις.

Κι ενώ του είχε δοθεί υποτροφία για να τελειοποιήσει τις σπουδές του, το καλοκαίρι της αποφοίτησής του αποφάσισε να συμμετάσχει σε παραστάσεις της θεατρικής ομάδας. Εκεί γνώρισε τον Χένρι Φόντα και έγινε στενός φίλος του. Παρά τις θεατρικές εμφανίσεις, υπήρχαν οικονομικά προβλήματα. Με την παρέμβαση όμως της ηθοποιού Μάργκαρετ Σάλιβαν (που υπήρξε σύζυγος του Φόντα) άρχισε να παίζει κάποιους ρόλους σε ταινίες της MGM.

Καταλυτική ήταν η γνωριμία του με τον σκηνοθέτη Φράνκ Κάπρα, ο οποίος τον ξεχώρισε και τον έχρισε πρωταγωνιστή του, στην επιτυχημένη ταινία «Δεν θα τα πάρεις μαζί σου» (You Can’t Take It with You) του 1938. Έκτοτε η μια επιτυχία διαδεχόταν την άλλη. Εκτός από τις ταινίες του Κάπρα («Ο κος Σμίθ πηγαίνει στην Ουάσιγκτον» και «Μια υπέροχη ζωή») , την ίδια περίοδο πρωταγωνίστησε και στην επιτυχία του Τζορτζ Κιούκορ «The Philadelphia story» όπου κέρδισε και το Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου. Αμέσως μετά κατετάγη στην αεροπορία λόγω του ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου, όπου και παρασημοφορήθηκε «επ’ανδραγαθία».

Μετά τον πόλεμο, ο Τζέιμς Στιούαρτ συνεργάστηκε με τον Χίτσκοκ αρχικά στην «Θηλειά» και αργότερα σε άλλες θρυλικές ταινίες, όπως: «Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά», «Σιωπηλός μάρτυς» και βέβαια στο «Vertigo». Οι επιτυχίες θα συνεχιστούν για αρκετά ακόμα χρόνια, με τον Στιούαρτ να πρωταγωνιστεί κυρίως σε ταινίες γουέστερν του Τζον Φόρντ, αλλά και στο κλασσικό φιλμ «Ανατομία ενός εγκλήματος» του Όττο Πρέμινγκερ.

Τα χρόνια που ακολούθησαν οι κινηματογραφικές εμφανίσεις του Τζέιμς Στιούαρτ ελαττώθηκαν, αφού έπαιζε σποραδικά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Το 1994 απεβίωσε η σύζυγός του από καρκίνο. Μαζί της είχε αποκτήσει δύο παιδια και είχαν υιοθετήσει άλλα δύο. Ο Τζέιμς Στιούαρτ πέθανε τρία χρόνια αργότερα, στις 2 Ιουλίου του 1997, από πνευμονική εμβολή.

Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον έχει κατατάξει  τρίτο στη σχετική λίστα με τους 25 σημαντικότερους σταρ όλων των εποχών και εμείς γυρνάμε τον χρόνο πίσω για να θυμηθούμε μερικές από τις πλέον χαρακτηριστικές δημιουργίες στις οποίες πρωταγωνίστησε ο σπουδαίος Τζέιμς Στιούαρτ:

«Το Μαγαζί Της Γωνίας» (The Shop Arcound The Corner – 1940) του Έρνστ Λιούμπιτς

Στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας, στο κατάστημα με είδη δώρων που ανήκει στον Ούγκο Μάτουσεκ (Φράνκ Μόργκαν), εργάζεται ο εργένης Αλφρέντ Κράλικ (Τζέιμς Στιούαρτ), ο οποίος θεωρείται πολύ καλός και έμπειρος πωλητής. Κάποια μέρα έρχεται και ζητά εργασία από τον Μάτουσεκ μια κοπέλα, η Κλάρα Νόβακ (Μάργκαρετ Σάλλιβαν). Ο Μάτουσεκ την προσλαμβάνει, αλλά αυτό δεν αρέσει καθόλου στον Κράλικ, ο οποίος νιώθει αντιπάθεια για τη νέα του συνάδελφο. Στη συνέχεια η αντιπάθεια γίνεται αμοιβαία ανάμεσά τους. Παρεμπιπτόντως, ο μοναχικός Κράλικ έχει συνεχή αλληλογραφία με μια γυναίκα που έχει ερωτευτεί αλλά δεν έχει δεί ποτέ του!

Προγραμματίζει λοιπόν ένα βραδινό ραντεβού μαζί της για να γνωριστούν επιτέλους, αλλά και να της ζητήσει να παντρευτούν. Δεν το έχει πει στον Μάτουσεκ γιατί αν το μάθει θα τον απολύσει. Το βράδυ πηγαίνει στο μπαρ όπου έχουν δώσει ραντεβού. Μαζί του είναι και ο φίλος του, Πίροβιτς (Felix Bressart). Εκεί ο Αλφρέντ Κράλικ διαπιστώνει έκπληκτος ότι η κοπέλα που περιμένει να γνωρίσει είναι η Κλάρα! Ντροπιασμένος και φοβούμενος την ανεργία, αποφασίζει να μην αποκαλύψει στην Κλάρα την πραγματική του ταυτότητα. Αλλά η Κλάρα θέλει οπωσδήποτε να τον γνωρίσει γιατί κι αυτή είναι ερωτευμένη μαζί του.

Μία κλασσική αισθηματική κομεντί όπου εκτός από τις σχέσεις εργοδότη – υπαλλήλου και την αιώνια εκμετάλλευση, βάζει στο στόχαστρο της, τις δυσκολίες των διαπροσωπικών σχέσεων. Δύο  άνθρωποι που δεν γνωρίζονται προσπαθούν να επιβιώσουν νικώντας το αρνητικό κλίμα του κόσμου και την ανεργία. Ένα συγκινητικό έργο, διαχρονικό και αξέχαστο. Το φιλμ έλαβε θετικής υποδοχής από κοινό και κριτικούς και το 1998, η ταινία του Λιούμπιτς διασκευάστηκε με τον τίτλο «Έχετε Μήνυμα στον Υπολογιστή σας» και το δημοφιλές πλέον φιλμ με πρωταγωνιστικό ζευγάρι τον Τόμ Χάνκς και την Μέγκ Ράιαν.

«Κοινωνικά Σκάνδαλα» (The Philadelphia Story – 1940) του ζορτζ Κιούκορ

Η Τρέισι Λορντ (Κάθριν Χέπμπορν) είναι μια πλούσια κοσμική της Φιλαδέλφειας που χώρισε τον Σ. Κ. Ντέξτερ (Κάρι Γκραντ), ένα μέλος του κοινωνικού της κύκλου, επειδή δεν ανταποκρινόταν στα αυστηρά της κριτήρια, λόγω του αλκοολισμού του και επειδή η έλλειψη εμπιστοσύνης από την Τρέισι επιδείνωνε την κατάστασή του. Γι’ αυτό, πρόκειται να παντρευτεί τον νεόπλουτο «άνθρωπο του λαού» Τζορτζ Κίτρετζ (Τζον Χάουαρντ). Ο εκδότης του περιοδικού Spy Σίντνεϊ Κιντ (Χένρι Ντάνιελ) είναι πρόθυμος να καλύψει το γάμο και επιστρατεύει το Ντέξτερ, που είναι πρώην υπάλληλός του, για να παρουσιάσει τον ρεπόρτερ Μακόλεϊ “Μάικ” Κόνορ (Τζέιμς Στιούαρτ) και τη φωτογράφο Λιζ Ίμπρι (Ρουθ Χάσεϊ) ως φίλους του αδελφού της Τρέισι, Τζούνιους, ώστε να μεταδίδουν νέα για το γάμο.

Η Τρέισι δεν παραπλανάται αλλά διστακτικά συμφωνεί να τους αφήσει να μείνουν – αφότου ο Ντέξτερ εξηγεί ότι ο Σίντνεϊ έχει στην κατoχή του ένα γεμάτο υπαινιγμούς άρθρο για τον πατέρα της Τρέισι, Σεθ (Τζον Χάλιντεϊ) – ο οποίος έχει δεσμό με μια χορεύτρια, την Αν ενώ είναι χωρισμένος με τη μητέρα της, Μάργκαρετ, (Μέρι Νας) – που τον αντιπαθεί, αλλά θέλει να προστατεύσει τη φήμη της οικογένειάς της. Ο Ντέξτερ γίνεται ευπρόσδεκτος από τη Μάργκαρετ και τη Ντίνα (Βιρτζίνια Γουάιντλερ), την έφηβη αδελφή της Τρέισι, προς μεγάλη ενόχληση της Τρέισι. Επιπλέον, βαθμιαία ανακαλύπτει ότι ο Μάικ έχει θαυμαστά προσόντα και φτάνει στο σημείο να αναζητήσει τις δημοσιευμένες ιστορίες του στη βιβλιοθήκη. Έτσι, καθώς ο γάμος πλησιάζει βρίσκεται διχασμένη ανάμεσα στον Τζορτζ, τον Ντέξτερ και τον Μάικ.

Η ταινία «Κοινωνικά Σκάνδαλα», είναι μια ρομαντική κωμωδία, βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Φίλιπ Μπάρι, το οποίο διασκεύασε για την μεγάλη οθόνη ο Ντόναλντ Όγκντεν Στιούαρτ, ενώ στη συγγραφή του σεναρίου συνείσφερε και ο Γουόλντο Σολτ. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι η Κάθριν Χέπμπορν, ο Κάρι Γκραντ και ο Τζέιμς Στιούαρτ. Η Χέπμπορν που είχε ερμηνεύσει τον ρόλο της Τρέισι Λορντ και στο θέατρο, φρόντισε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα της παράστασης, με τη βοήθεια του Χάουαρντ Χιουζ και κατάφερε να πείσει τον πρόεδρο της Metro-Goldwyn-Mayer να την αφήσει να ερμηνεύσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο και στην κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού. Η επιτυχία της ταινίας αναβίωσε την καριέρα της Χέπμπορν που απείχε δυο χρόνια από τα κινηματογραφικά δρώμενα, καθώς οι ταινίες που είχε γυρίσει από το 1937 και μετά είχαν θεωρηθεί αποτυχημένες.

Η ταινία απέσπασε έξι Υποψηφιότητες στα Όσκαρ και κέρδισε τελικά δύο στις Κατηγορίες, Καλύτερου Σεναρίου (Ντόναλντ Όγκντεν Στιούαρτ) και Καλύτερου Ά Ανδρικού Ρόλου (Τζέιμς Στιούαρτ). Για την ιστορία, αξίζει νομίζω να σημειώσουμε ότι η Κάθριν Χέπμπορν που ήταν Υποψήφια για το Όσκαρ Ά Γυναικείου, έχασε από την Τζίντζερ Ρότζερς για την ερμηνεία της στην ταινία «Το Δράμα μιας Γυναίκας» (Kitty Foyle). Παρόλα αυτά, η σπουδαία Κάθριν Χέπμπορν, παραμένει μέχρι και σήμερα η μοναδική ηθοποιός στην Ιστορία της Έβδομης Τέχνης, που έχει κερδίσει τέσσερα Βραβεία Όσκαρ.

«Μια Υπέροχη Ζωή» (It’s a Wonderful Life – 1946) του Φρανκ Κάπρα

Ο Τζορτζ Μπέιλι (Τζέιμς Στιούαρτ) είναι ένας καλόκαρδος, συμπονετικός άνθρωπος που νοιάζεται πάντα για τους συνανθρώπους του. Όμως την παραμονή των Χριστουγέννων, ο ήρωας μας είναι απογοητευμένος και πιεσμένος από οικονομικά χρέη με αποτέλεσμα να σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο να θέσει τέλος στη ζωή του. Εκείνη λοιπόν τη στιγμή διαλέγει για να εμφανιστεί μπροστά στον Τζορτζ Μπέιλι, ο φύλακας άγγελός του. Με σκοπό να του επισημάνει πόσο πολύτιμος είναι για τη ζωή των αγαπημένων του ανθρώπων, της οικογένειάς του και πολλών ακόμα συνανθρώπων του. Παράλληλα του δείχνει πως αξίζει πολύ περισσότερο από ότι πίστευε μέχρι τότε ο ίδιος για το εαυτό του.

Ο Φρανκ Κάπρα σκηνοθετεί το 1946 μία αριστουργηματική και πάντα επίκαιρη ταινία, που μιλάει κατευθείαν στην καρδιά του θεατή. Η υπόθεση βασίστηκε στο διήγημα του Φίλιπ Βαν Ντόρεν Στερν, «Το καλύτερο δώρο» και μέχρι το σενάριο να πάρει την τελική του μορφή γνώρισε αρκετές φάσεις επεξεργασίας και αλλαγών. Τη συνολική ευθύνη του σεναρίου είχε το διάσημο συγγραφικό ζευγάρι της εποχής, ο Φράνσις Γκούντριτς και ο Άλμπερτ Χάκετ. Αλλά και με τη βοήθεια σε κάποιες σκηνές του Τζο Σουέρλιγκ υπό την επίβλεψη και το άγρυπνο πάντα βλέμμα του ίδιου του σκηνοθέτη. Ωστόσο, αποτελεί πια κοινό μυστικό, ότι η τελική μορφή του σεναρίου, διέθετε και στοιχεία της οξείας γραφής του Ντάλτον Τράμπο. Ο οποίος βέβαια δεν αναφέρεται στα credits παρά το γεγονός ότι στην αρχή, όταν ξεκίνησε η προβολή της ταινίας, δεν είχαν αρχίσει ακόμη η στοχοποίηση του, από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών.

Η αφηγηματική ικανότητα του Φρανκ Κάπρα, φτάνει εδώ στο απόγειο της και μαζί με το υπέροχο καστ ηθοποιών που έχει στη διάθεσή του, καταφέρνει να δημιουργήσει μία ταινία που έμεινε για πάντα στην Ιστορία. Η ειρωνεία είναι, ότι στα αρχικά σχέδια της παραγωγής για τον ρόλο του πρωταγωνιστή, προοριζόταν ο Κάρι Γκραντ και της συζύγου του η Τζιν Άρθουρ. Όχι βέβαια ότι η επιλογή του Κάρι Γκραντ, θα ήταν μία καταστροφική απόφαση, αλλά η τελική επιλογή του Τζέιμς Στιούαρτ από τον Κάπρα, ήταν απλώς ευφυής.

Η αποδεδειγμένη υποκριτική δεινότητα σε συνδυασμό με μία εσωστρέφεια, σήμα κατατεθέν του Στιούαρτ, ήταν απαραίτητα στοιχεία που απαιτούνταν, προκειμένου να ενσαρκώσει ακόμη πιο πειστικά τον πρωταγωνιστή μας. Ο Τζέιμς Στιούαρτ διαχειρίζεται με χαρακτηριστική άνεση τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του ήρωα τον οποίο υποδύεται. Μόνο τυχαίο βέβαια δεν είναι το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής της ταινίας, αποτέλεσε αγαπημένος ηθοποιός, τόσο του Κάπρα, όσο και άλλων σπουδαίων δημιουργών, όπως του Άλφρεντ Χίτσκοκ, αλλά και του Ότο Πρέμιγκερ.

Η Ντόνα Ριντ ερμηνεύει τον ρόλο της αγαπημένης συζύγου του πρωταγωνιστή κι ενώ δεν ήταν η πρώτη επιλογή του σκηνοθέτη ο οποίος είχε σκοπό να επιστρατεύσει για άλλη μία φορά την Jean Arthur, παρόλα αυτά έφερε σε πέρας τον ρόλο, κάτι περισσότερο από ικανοποιητικά. Οι δύο πρωταγωνιστές περιστοιχίζονται από μία πλειάδα δευτεραγωνιστών, γνωστών οι περισσότεροι και από άλλες ταινίες του Κάπρα. Οι Lionel Barrymore, Thomas Mitchell, Beulah Bondi, Henry Travers, Frank Faylen και Ward Bond, ερμηνεύουν τους χαρακτηριστικούς τους ρόλους με τον πλέον ολοκληρωμένο και αξιομνημόνευτο τρόπο.

Είναι εξάλλου γνωστό ότι οι δεύτεροι ρόλοι και η σημασία τους, ήταν από τα χαρακτηριστικά της φιλμογραφίας του Φρανκ Κάπρα. Κι εδώ περισσότερο από ποτέ, εκμεταλλεύεται στο έπακρο ο σκηνοθέτης αυτή του την ικανότητα, καθώς το ψυχολογικό προφίλ του πρωταγωνιστή καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις επιλογές, τη νοοτροπία και τις αντιδράσεις των ανθρώπων τριγύρω του.

Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι η ταινία, «It’s a Wonderful Life» (Μια Υπέροχη Ζωή – 1946), έλαβε πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ. Στις κατηγορίες, σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας για τον Φρανκ Κάπρα, ερμηνείας για τον Τζέιμς Στιούαρτ, μοντάζ για τον William Hornbeck και ήχου για τον John Aalberg. Δεν κέρδισε όμως κανένα αγαλματίδιο καθώς εκείνη την χρονιά, είχε την ατυχία να βρει απέναντι του, μία επίσης σπουδαία ταινία. Ο λόγος βέβαια, για το «The Best Years of Our Lives» (1946) του William Wyler.

Η αλήθεια βέβαια είναι, ότι η ταινία μας, παρόλο που ήταν υποψήφια για 5 Όσκαρ μεταξύ των οποίων για Καλύτερη Ταινία, Σκηνοθεσία και Ά Ανδρικού ρόλου, κάθε άλλο παρά ως εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία, αντιμετωπίστηκε στην εποχή της. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στα προβλήματα που αντιμετώπισε η ταινία, ήρθε να προστεθεί και το FBI και συγκεκριμένα η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών που την χαρακτήρισε ως «μεταφέρουσα φιλο-κομμουνιστικά μηνύματα» επειδή δείχνει τον πρωταγωνιστή να προσφέρει τα πάντα στην κοινότητα που ζει, σε αντίθεση με τον τραπεζίτη, που παρουσιάζεται ως τσιγκούνης και φιλοχρήματος…

Αυτό το γεγονός, είχε σαν αποτέλεσμα στην πορεία να παραγκωνισθεί και να ξεχαστεί το φιλμ, από κοινό και κριτικούς. Όταν όμως στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ξεκίνησε η προβολή της στην αμερικανική τηλεόραση, άρχισε σιγά σιγά, να ανεβαίνει τα σκαλιά της δημοσιότητας. Από τις αρχές του ’70 μάλιστα, που εξ έλειψε και το σχετικό «copyright», η αναγνωρισιμότητά της ανέβηκε κατακόρυφα. Δικαίως λοιπόν σήμερα το «It’s a Wonderful Life» (Μια Υπέροχη Ζωή – 1946), θεωρείται μία από τις κλασικότερες ταινίες του Αμερικανικού Κινηματογράφου με το Αμερικανικό Ινστιτούτο να την κατατάσσει στην 11η θέση.

«Σιωπηλός Μάρτυρας» (Rear Window – 1954) του Άλφρεντ Χίτσκοκ

Ένας ριψοκίνδυνος φωτορεπόρτερ (Τζέιμς Στιούαρτ) βρίσκεται ακινητοποιημένος, με το πόδι στο γύψο και περνάει την ώρα του παρακολουθώντας τα γεγονότα που συμβαίνουν στη γειτονιά, ώσπου ξαφνικά γίνεται αυτόπτης μάρτυρας του φόνου που διέπραξε ένας από τους απέναντι ενοίκους. Με τη βοήθεια της αγαπημένης του (Γκρέις Κέλι), θα προσπαθήσει να εξιχνιάσει το έγκλημα.

Η επιδραστικότητα της ταινίας στην ιστορία του κινηματογράφου φαίνεται καθαρά στα μοτίβα του «Σιωπηλού Μάρτυρα», που μεταφέρθηκαν τροποποιημένα από πολυάριθμους επιγόνους, από τη «Συνομιλία» του Φράνσις Φορντ Κόπολα μέχρι το «Blowup» του Μικελάντζελο Αντονιόνι και το «Πουλί με τα Κρυστάλλινα Φτερά» του Ντάριο Αρτζέντο.

Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ κι ο Τζέιμς Στιούαρτ συνεργάστηκαν συνολικά τέσσερις φορές. Η «Θηλιά», υπήρξε η πρώτη τους συνεργασία, η οποία όμως δεν θεωρήθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένη. Αλλά η δεύτερη συνεργασία τους, ο «Σιωπηλός Μάρτυρας», υπήρξε θριαμβευτική. Η ταινία προτάθηκε για τέσσερα Όσκαρ (Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Ήχου, Φωτογραφίας), χωρίς όμως να αποσπάσει κάποιο χρυσό αγαλματίδιο. Ενώ ο Στιούαρτ θεωρήθηκε ως ο πιο εμπορικός σταρ εκείνης της χρονιάς.

«Ο Άνθρωπος Που Γνώριζε Πολλά» (The Man Who Knew Too Much – 1956) του Άλφρεντ Χίτσκοκ

Στη διάρκεια ενός ταξιδιού για ένα ιατρικό συνέδριο, ο γιατρός Μεπν ΜακΚένα (Τζέιμς Στιούαρτ), η σύζυγος του Τζοζεφίν ΜακΚένα (Ντόρις Ντέι) και ο νεαρός γιος τους Χανκ (Κρίστοφερ Όλσεν), αποφασίζουν να επισκεφτούν κι άλλες γειτονικές περιοχές του Μαρόκο. Μ’ ένα μαχαίρι στην πλάτη του, ο Γάλλος Λουί Μπερνάρντ (Ντανιέλ Γκελίν), μεταμφιεσμένος ως Άραβας, πλησιάζει τον Μπεν και του ψιθυρίζει ότι σχεδιάζεται απόπειρα δολοφονίας ενός πολιτικού προσώπου στο Λονδίνο. Ο Μπεν όμως είναι διστακτικός και δε θέλει να δώσει τις πληροφορίες που έχει στις αρχές, γιατί ταυτόχρονα έχει απαχθεί ο γιος τους από ένα ζευγάρι που επίσης γνώρισαν στο ταξίδι τους.

Η ταινία «Ο Άνθρωπος Που Γνώριζε Πολλά», είναι ένα θρίλερ αγωνίας του 1956, από τον μετρ του είδους, Άλφρεντ Χίτσκοκ, με πρωταγωνιστές τους Τζέιμς Στιούαρτ και Ντόρις Ντέι. Πρόκειται βέβαια, για το ριμέικ της ομότιτλης ταινίας του σκηνοθέτη που μας είχε πρωτοπαρουσιάσει το 1934. Ο Χίτσκοκ, μιλώντας για αυτές τις δύο δημιουργίες του, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά, πως θεωρούσε την εκδοχή του 1934 ως τη «δουλειά ενός ταλαντούχου ερασιτέχνη», ενώ αυτή του 1956 «ενός επαγγελματία».

Οι cameo εμφανίσεις του Άλφρεντ Χίτσκοκ είναι κάτι σαν υπογραφή του, στις ταινίες του. Έτσι λοιπόν, το φιλμ «Ο Άνθρωπος Που Γνώριζε Πολλά», δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση καθώς βλέπουμε τον δημιουργό στο χρονικό σημείο 25:42 να παρακολουθεί ακροβάτες στην αγορά του Μαρόκο, λίγο πριν πεθάνει ο κατάσκοπος. Ο Χίτσκοκ, φλέρταρε με την ιδέα ενός ριμέικ της ταινίας ήδη από το 1941, αλλά επανήλθε στο προσκήνιο μόνο το 1956. Η Paramount συμφώνησε τότε, ότι ήταν ένα σενάριο που μπορούσε εύκολα να προσαρμοστεί στη δεκαετία εκείνη. Ο σεναριογράφος Τζον Μάικλ Χέις προσλήφθηκε με τη συμφωνία ότι δε θα έβλεπε την προηγούμενη ταινία, ούτε θα διάβαζε το σενάριο, αλλά θα δούλευε με τις οδηγίες που θα του έδινε, ο ίδιος ο Χίτσκοκ.

Ο Χίτσκοκ επανέφερε τον Τζέιμς Στιούαρτ ως πρωταγωνιστή, και το στούντιο συμφώνησε γιατί ήθελε μια είδους σύνδεση στα δύο έργα. Ο σκηνοθέτης ζήτησε τη Ντόρις Ντέι για τον γυναικείο ρόλο, παρόλο που οι παραγωγοί επιμένανε να βρεθεί μια ηθοποιός όπως η Λάνα Τέρνερ, η Γκρέις Κέλυ ή η Κιμ Νόβακ. Τελικά ο Χίτσκοκ τους έπεισε και η Ντέι πήρε τον ρόλο. Αξίζει τέλος να σημειώσουμε, ότι οι πλοκές των δύο ταινιών διαφέρουν σημαντικά. Η πρώτη ανοίγει με φόντο το St Moritz, της Ελβετίας, και όχι το Μαρόκο. Το πρώτο κορυφώνεται σε μια καταδίωξη στο Λονδίνο, ενώ η σκηνή αυτή απουσιάζει πλήρως από την αντίστοιχη του 1956. Ενώ, η κόρη στην ταινία του 1934, γίνεται γιος στο ριμέικ.

Η ταινία, απέσπασε το Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού, για το θρυλικό πλέον «Whatever Will Be, Will Be (Que Sera, Sera)», που ερμήνευσε μοναδικά η Ντόρις Ντέι. Για την ιστορία να πούμε, ότι το φιλμ, συμμετείχε και στο Επίσημο Διαγωνιστικό Τμήμα του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών το 1956.

«Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου» (Vertigo – 1958) του Άλφρεντ Χίτσκοκ

Ενας αστυνομικός του Σαν Φρανσίσκο, ο Σκοτ Φέργκιουσον (Τζέιμς Στιούαρτ), φεύγει από το Σώμα λόγω της υψοφοβίας του. Ένας παλιός του φίλος και εφοπλιστής, τον προσλαμβάνει για να παρακολουθεί τη νευρωτική, με τάσεις αυτοκτονίας, γυναίκα του, Μαντλέν (Κιμ Νόβακ). Ο αστυνομικός την ερωτεύεται, αλλά αδυνατεί να την σώσει όταν αυτή επιχειρεί ένα πήδημα θανάτου από ψηλά. Καιρό μετά κι ενώ προσπαθεί να ξεφύγει από τις εμμονές του, θα ξανασυναντήσει την νεκρή του αγάπη στο πρόσωπο της μελαχρινής πλέον Τζούντι.

Το φιλμ του Άλφρεντ Χίτσκοκ «Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου», είναι μια περίπλοκη πραγματεία πάνω στην ζωή και στον θάνατο, στην πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων ψυχώσεων και στα ακαθόριστα κίνητρα μιας παθιασμένης αγάπης. Με μια πρώτη ανάγνωση η ταινία είναι απλά μία ιστορία μυστήριου. Διαθέτει όμως αναμφισβήτητα όλες εκείνες τις χάρες ενός καλογυρισμενου αστυνομικού θρίλερ, με μια σειρά ανατροπών σε ανιούσα κλίμακα και σωστή δοσολογία σασπένς.

Μία από τις πιο δημοφιλείς δημιουργίες του μετρ του σασπένς Άλφρεντ Χίτσκοκ, με πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Στιούαρτ στην τέταρτη και τελευταία συνεργασία τους. Η ταινία ήταν υποψήφια για δύο Όσκαρ – στις κατηγορίες Best Art Direction-Set Decoration, Black-and-White or Color και Best Sound – χωρίς όμως να καταφέρει να κερδίσει.

Και ας ολοκληρώσουμε το μικρό μας αυτό αφιέρωμα στον σπουδαίο Τζέιμς Στιούαρτ, με μία δική του φράση. Το 1985 στην τελετή απονομής των Όσκαρ, η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, δια χειρούς ένος άλλου μεγάλου ηθοποιού του Κάρι Γκραντ – πρωταγωνίστησαν μαζί στην κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου «Κοινωνικά Σκάνδαλα» (The Philadelphia Story) το 1940 – παραδίδει στον Στιούαρτ ένα τιμητικό Όσκαρ για την προσφορά του στην Έβδομη Τέχνη την οποία και υπηρέτησε για πενήντα χρόνια. Στην ευχαριστίρια ομιλία του ο Τζέιμς Στιούαρτ θα πει χαρακτηριστικά:

«Ευχαριστώ τον Φρανκ Κάπρα και όλους τους σκηνοθέτες που με τέτοια γενναιοδωρία και εξυπνάδα με καθοδήγησαν μέσα από την ουδέτερη ζώνη των δικών μου καλών προθέσεων προς πιο ουσιαστικές ερμηνείες…»