Το 1971 ο Αλέξης Δαμιανός προετοιμάζει την δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του. Ο αρχικός τίτλος είναι «Η Πόρνη και ο Στρατιώτης». Για να αποφύγει την δικτατορία των συνταγματαρχών καταφεύγει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εκεί θα ολοκληρώσει την ταινία του «Ευδοκία», η οποία θα περάσει στην αιωνιότητα με την βοήθεια και της αξέχαστης μουσικής του Μάνου Λοΐζου. Πενήντα χρόνια μετά, προβάλλεται με ελεύθερη είσοδο στον Κήπο της Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Αφιερώματος «Χώρα, Σε Βλέπω» στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.

Ads

Η πρώτη ταινία του Αλέξη Δαμιανού «Μέχρι το Πλοίο» είναι βασισμένη στο «Δαχτυλίδι» του Σπήλιου Πασαγιάννη, τη «Νανότα» του Γρηγόρη Ξενόπουλου και ένα δημοτικό τραγούδι. Πρόκειται για την κατάβαση ενός άντρα από το βουνό στον κάμπο κι από εκεί στο λιμάνι προκειμένου να φύγει μετανάστης στην Αυστραλία.

Η ταινία κέρδισε παμψηφεί το πρώτο βραβείο ξένης ταινίας στο Φεστιβάλ της Ιέρ και εξασφάλισε διανομή στο Παρίσι. Οι Γάλλοι κριτικοί ενθουσιάστηκαν με το σπάνιο κινηματογραφικό διαμάντι από την Ελλάδα. Όμως έναν χρόνο μετά έρχεται η δικτατορία των συνταγματαρχών. Ο Αλέξης Δαμιανός με τη σύζυγό του Άρτεμη και τα τρία παιδιά τους μετακομίζουν για έναν χρόνο στην Αγγλία.

image

Ads

Το σενάριο με τίτλο εργασίας «Η Πόρνη και ο Στρατιώτης» μπαίνει στην τελική ευθεία. Παραγωγοί είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης με τη γυναίκα του, ωστόσο αποφάσισαν να βρουν έναν Άγγλο συμπαραγωγό ώστε να προστατεύσουν την ταινία από κάθε λογής επιπλοκές στην Ελλάδα.

Παρόλο που σύμφωνα με το σενάριο η ταινία διαδραματίζεται σε «μια μικρή επαρχιακή πόλη της Βόρειας Ελλάδας», στην πραγματικότητα τα γυρίσματα έγιναν εξ ολοκλήρου στην Αττική (μεταξύ άλλων σε Χαϊδάρι, Αιγάλεω, Αγία Παρασκευή και Κηφισιά), ενώ η διάσημη πλέον σκηνή του ζεϊμπέκικου γυρίστηκε σε ένα ταβερνάκι στην Κάτω Κηφισιά.

image

Ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι, αυθόρμητο, καθόλου χυδαίο, ερωτικό μέσα από την αθωότητα που εξέπεμπε, η Μαρία Βασιλείου, κυπριακής καταγωγής, από τις λαϊκές συνοικίες του Λονδίνου, επιλέχθηκε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ ο λοχίας βρέθηκε σ’ ένα γιαπί στον Πειραιά. Ένα αγόρι 21 χρόνων, ο Γιώργος Κουτούζης, ωραίος, ψηλός, αψεγάδιαστης αντρικής συμπεριφοράς, έσφυζε από νιάτα και δύναμη.

Η «Ευδοκία», όπως ήταν ο τελικός τίτλος της ταινίας, το όνομα της ηρωίδας αλλά και το όνομα της μάνας του Δαμιανού, γυρίστηκε στα αγγλικά. Στην ελληνική εκδοχή, η τραγουδίστρια Ελένη Ροδά ντουμπλάρισε τον κεντρικό ρόλο, με βραχνή φωνή – κράμα χυδαιότητας και πίκρας – συμβάλλοντας καθοριστικά στην ερμηνεία της Βασιλείου. Η μουσική του Μάνου Λοΐζου, βασισμένη σε βυζαντινά μοτίβα που έψαλε ο ίδιος ο Δαμιανός για να τον καθοδηγήσει, καθαγιάζει την ταινία.

image

Μερικές εικόνες που μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη: το αυθαίρετο σπίτι στα Ανω Λιόσια λουσμένο στο φως (εκπληκτική η φωτογραφία του Χρήστου Μάγκου), με το μπανάλ εσωτερικό του, η ιεροτελεστική επίδειξη ασκήσεων με τη γυμνή διμοιρία κάτω από το λιοπύρι, το τραμπάλισμα με τη σχοινένια κούνια στην Πάρνηθα και το σπαραχτικό γέλιο της Ευδοκίας.

Αυτή η μοναδική ταινία, λιτή αλλά με την αρχιτεκτονική σύγχρονης τραγωδίας, προβλήθηκε στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης του 1971 (12o Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, 1971) αλλά με εξαίρεση το Βραβείο Ά Γυναικείου Ρόλου (Μάρω Βασιλείου), δεν δέχτηκε καλές κριτικές, ενώ παράλληλα πέρασε από άπειρες επιτροπές λογοκρισίας, μέχρι να της δοθεί άδεια προβολής.

Παρ’ όλα αυτά, η ταινία του Αλέξη Δαμιανού δικαιώθηκε πλήρως το 1985, ενώ το 2006, η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.), με αφορμή την συμπλήρωση 30 χρόνια από την ίδρυση της, παρουσιάσε τις 10 καλύτερες ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου και ανακήρυξε την «Ευδοκία» ως την 2η σημαντικότερη ελληνική ταινία όλων των εποχών.

image

Αλέξης Δαμιανός

Ο σπουδαίος Έλληνας κινηματογραφιστής Αλέξης Δαμιανός, γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου του 1921 στην Αθήνα και έφυγε από τη ζωή, στις 4 Μαΐου του 2006, αφήνοντας πίσω του ένα αξιόλογο έργο, από το φιλμ «Μέχρι το Πλοίο» του 1967, μέχρι τη θρυλική «Ευδοκία» του 1971. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Ιδρυτής του «Πειραματικού Θεάτρου» και του Θεάτρου «Πορεία», όπου σκηνοθέτησε πολλά θεατρικά έργα.

Έχει σκηνοθετήσει τρεις μεγάλου μήκους ταινίες και έχει πρωταγωνιστήσει σε πολλές ταινίες Ελλήνων σκηνοθετών όπως στον «Κλέφτη» του Παντελή Βούλγαρη, στο «Σύντομο Διάλειμμα» του Ντίνου Κατσουρίδη, στον «Φόβο» του Κώστα Μανουσάκη, και στον «Καιρό των Ελλήνων» του Λάκη Παπαστάθη. Οι ταινίες του απέσπασαν πολλά βραβεία και του χάρισαν διεθνή αναγνώριση. Πέθανε στις 4 Μαΐου του 2006.

Οι ταινίες του Αλέξη Δαμιανού, τρεις στο σύνολό τους, διασχίζουν σχεδόν σαράντα χρόνια και σφραγίζουν ανεξίτηλα την πορεία του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Το τρίπτυχο του έργου του ξεκινά το 1966 με το «Μέχρι το Πλοίο» και μαζί του ξετυλίγεται η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Σταθμός στο 1971 και στην «Ευδοκία», μία από τις σημαντικότερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών. Επόμενος σταθμός το 1995 και ο «Ηνίοχος», η πιο πολυαναμενόμενη κινηματογραφική επιστροφή που γνώρισε το Ελληνικό Σινεμά.

«Το θέμα είναι πόσο αγαπάμε αυτό τον τόπο. Πάμε να του βρούμε την ταυτότητά του, όλοι. Ψάχνουμε μια ταυτότητα όλοι μας, άλλοι πιο πολύ άλλοι λιγότερο, άλλοι με περισσότερα ελαττώματα άλλοι με λιγότερα. Ανθρωπάκια του Θεού είμαστε όλοι. Τα επιτεύγματά μας δεν έχουν τόση σημασία. Σημασία έχει η μάχη του καθενός μας. Πήραμε την συνταγή την ξένη και προσπαθήσαμε να την εφαρμόσουμε εδώ. Και γίναμε γελοίοι. Και την γελοιότητα αυτή την κάναμε αποδεκτή. Από έναν λαό που τραγουδούσε τα δημοτικά τραγούδια, ένα λαό τόσο ερωτικό που πάλλεται, που τρέχει σαν το νεράκι. Όλες αυτές τις μνήμες για την καταγωγή πρέπει να τις ξυπνήσουμε. Η λήθη που υπάρχει δεν μπορεί να πάει παραπέρα. Πρέπει να φτάσουμε στην Αλήθεια που σημαίνει μη Λήθη, το στερητικό Α και τη Λήθη. Να φτάσουμε στην ομολογία, στη ταπείνωση. Και ν’ αγαπάμε, όποιος δεν αγαπά εκείνος  χάνει.» – Αλέξης Δαμιανός (Παρασκήνιο 1995)

Διαβάστε Επίσης:

image

«Χώρα, Σε βλέπω» του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου

To «Χώρα, Σε βλέπω» είναι ένα πρόγραμμα διάσωσης, ψηφιοποίησης, προβολής και μελέτης ταινιών από την πλούσια κληρονομιά του ελληνικού κινηματογράφου του 20ού αιώνα. Μια πολύ ενδιαφέρουσα δράση της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου κι ένα συναρπαστικό ταξίδι στον χωροχρόνο, όχι απλά μιας κινηματογραφίας αλλά μιας ολόκληρης χώρας.

Το πρώτο μέρος του «Χώρα, Σε Βλέπω» – που θα ταξιδέψει τους επόμενους μήνες με 21+21, 42 συνολικά ταινίες, εκ των οποίων οι 30 σε νέες ψηφιακές κόπιες επιμελημένες από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, σε 21 στάσεις στις 5 ηπείρους – κάνει πρεμιέρα στην Αθήνα και το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου το Σάββατο 11 Σεπτέμβρη.

Έως και την Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου στον Κήπο της Πειραιώς 260, θα προβληθούν οι δέκα πρώτοι τίτλοι του προγράμματος, μια πρώτη σειρά από εμβληματικά έργα του ελληνικού σινεμά: γνωστά, λιγότερο γνωστά, πολυβραβευμένα, queer, εθνογραφικά, σουρεαλιστικά, ποιητικά, ηλεκτρισμένα, αλλόκοτα. Κάπως όπως η ίδια η Χώρα που τα δημιούργησε.

Η ταινία «Ευδοκία» θα προβληθεί σε νέα αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια (DCP), που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δράσης, με αγγλικούς υπότιτλους και ελληνικούς υπότιτλους για κωφούς και βαρήκοους.

image

Ευδοκία
Σκηνοθεσία – Σενάριο: Αλέξης Δαμιανός
Πρωταγωνιστές: Μάρω Βασιλείου, Χρήστος Ζορμπάς, Κούλα Αγαγιώτου, Γιώργος Κουτούζης
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Φωτογραφία: Χρήστος Μάγκος
Μοντάζ: Ματ Μακάρθι
Έτος Παραγωγής: 1971
Χώρα Παραγωγής: Ελλάδα
Διάρκεια: 92 λεπτά
Προβάλλεται το Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου στις 20:30, στον Κήπο της Πειραιώς 260

Είσοδος
Η είσοδος είναι ελεύθερη με δελτία εισόδου τα οποία θα διατίθενται δωρεάν την ημέρα κάθε προβολής από τις 18.00 και μετά στα ταμεία της Πειραιώς 260.

Για την είσοδο του κοινού στις παραστάσεις της Πειραιώς 260 απαιτείται η επίδειξη έγκυρου πιστοποιητικού εμβολιασμού ή πιστοποιητικού νόσησης, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΚΥΑ υπ΄ άρ. Δ1α/ΓΠ.οικ.44779 (ΦΕΚ 3117/Β 16.07.2021). Επίσης, απαιτείται η χρήση μάσκας και η τήρηση των αναγκαίων αποστάσεων τόσο κατά την προσέλευση και την αποχώρηση, όσο και κατά τη διάρκεια των παραστάσεων, σύμφωνα με τις οδηγίες του ΕΟΔΥ. Άρνηση επίδειξης σχετικού πιστοποιητικού ή έλλειψη αυτού καθιστά την είσοδο μη επιτρεπτή στον / στην κάτοχο του εισιτηρίου.