Αυτό που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να αποτελεί δυστοπία στους χώρους εργασίας αποτελεί σχεδόν ρουτίνα σε κάποιες εταιρίες. Η σύριγγα μπαίνει μεταξύ του αντίχειρα και του δείκτη και στη συνέχεια ένα μικροτσίπ χορηγείται με ένεση στο χέρι, με ένα κλικ. Ένα μικροτσίπ μόλις εμφυτεύτηκε στο χέρι του εργαζομένου, ο οποίος μεταξύ άλλων θα μπορεί να ανοίξει πόρτες, να ενεργοποιήσει εκτυπωτές ακόμα και να κάνει check in στο γυμναστήριο ή να χρησιμοποιήσει το τρένο.

Ads

Ωστόσο, η ιδέα ότι θα υπάρχουν υπάλληλοι οι οποίοι θα είναι «τσιπαρισμένοι» εγείρει πολλά ερωτήματα και θυμίζει τον ψηφιακό ολοκληρωτισμό που περιγράφεται στο μυθιστόρημα του Dave Eggers «Ο Κύκλος», που επικεντρώνεται σε μια εταιρεία που συλλέγει δεδομένα και ελέγχει τις ενέργειες και τις σκέψεις των υπαλλήλων της.

Όταν εμφύτευσαν για πρώτη φορά ένα μικροτσίπ κάτω από το δέρμα του, ο Alexander Huber είχε ενοχλήσεις αρκετά συχνά. Περιγράφει μάλιστα ότι αισθανόταν περίπου όπως όταν έβαλε για πρώτη φορά βέρα. Σήμερα, όμως, έχει σχεδόν ξεχάσει ότι το αντικείμενο βρίσκεται εκεί. «Έχει γίνει μέρος του σώματός μου», αναφέρει χαρακτηριστικά στο Spiegel.

Πρόκειται για ένα μικροτσίπ με μέγεθος κόκκου ρυζιού που έχει εμφυτευτεί κάτω από το δέρμα στο αριστερό του χέρι, παρέχοντας μια ψηφιακή «διασύνδεση» με το σώμα του. Ο Huber το χρησιμοποιεί για δουλειά, στις σκανδιναβικές επιχειρήσεις του ευρωπαϊκού τουριστικού ομίλου TUI στη Στοκχόλμη. Το τσιπ στο χέρι του επιτρέπει να ανοίξει πόρτες στο γραφείο, να ενεργοποιήσει εκτυπωτές και να ανοίξει ηλεκτρονικές κλειδαριές σε ντουλάπια ή μηχανήματα αυτόματης πώλησης σνακ. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να πιέσει το πίσω μέρος του χεριού του στον αναγνώστη καρτών. Παλιότερα εάν ο Huber πήγαινε στο γραφείο του ένα Σάββατο και ξεχνούσε την κάρτα του, δεν θα μπορούσε να μπει μέσα. Σήμερα όμως με το εμφύτευμα, το πρόβλημα αυτό δεν υπάρχει πλέον.

Ads

Ο Huber ήταν ο πρώτος υπάλληλος της TUI Nordic που έβαλε μικροτσίπ. Τώρα, 115 από τους 500 υπαλλήλους της εταιρείας φορούν το εμφύτευμα και το έκαναν οικειοθελώς. Υπολογίζεται ότι 5.000 άνθρωποι στη Σουηδία, που έχει συνολικό πληθυσμό 10,2 εκατομμυρίων, έχουν τσιπ κάτω από το δέρμα τους, τα οποία χρησιμοποιούν για να  ανοίξουν την εξώπορτα ή ακόμη και ως ψηφιακό εισιτήριο τρένων.

Ένα δυστοπικό ψηφιακό μέλλον;

Πρόκειται άραγε για πρόοδο, σενάριο επιστημονικής φαντασίας ή το σπάσιμο ενός σοβαρού ταμπού; Το μόνο σίγουρο είναι ότι όπου συλλέγονται δεδομένα υπάρχει επίσης η δυνατότητα της κακοποίησης με διάφορους τρόπους.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια εταιρεία ανάπτυξης λογισμικού που ονομάζεται Three Market Square προσφέρθηκε να πληρώσει για τα εμφυτεύματα για τους μισούς από τους 200 υπαλλήλους της. Μπορούν να χρησιμοποιήσουν το τσιπ για να ανοίξουν τις πόρτες ή να συνδεθούν με τους υπολογιστές. Η εταιρεία ξεκίνησε τα εμφυτεύματα μικροτσίπ «για διασκέδαση», λέει ο διευθύνων σύμβουλος Todd Westby. Όμως, η Three Market Square επίσης τώρα θεωρεί τον εαυτό της ως πρωτοπόρο στην τεχνολογία δημιουργίας φακέλων. Ο Westby πιστεύει ότι τα τσιπ θα χρησιμοποιηθούν τελικά ως διαβατήρια ή ακόμα και ως μέρος των συστημάτων πληρωμών.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η TUI Nordic είχε διοργανώσει μια εκδήλωση «Digital Safari» για τους υπαλλήλους της. Εκεί εμπειρογνώμονες επέδειξαν γυαλιά εικονικής πραγματικότητας, βοηθούς όπως η Siri και σαρωτές εγκεφάλου. Επίσης προσκεκλημένος ήταν Jowan Österlund, γνωστός και ως «γκουρού των μικροτσίπ» στην Σουηδία.

Ο Österland κερδίζει τα χρήματά του μέσω εμφυτευμάτων και διαλέξεων για το θέμα. «Έχω εμφυτεύσει τσιπ σε χιλιάδες ανθρώπους», ανέφερε. Στην εκδήλωση της TUI έβαλε το τσιπ στον Huber χρησιμοποιώντας μια μεγάλη σύριγγα. Υποστηρίζει μάλιστα ότι οι εργαζόμενοι κυριολεκτικά περίμεναν στην ουρά για να βάλουν τσιπ. Έκτοτε, η TUI κάλυψε το κόστος κάθε υπαλλήλου που το επιθυμεί – υπό την προϋπόθεση ότι το κάνει με δική του ευθύνη. Κάθε εμφύτευμα κοστίζει περίπου 90 ευρώ.

Η τεχνολογία των μικροτσίπ είναι ακόμα σχετικά απλή. Τα δεδομένα μεταδίδονται με τεχνολογία near field communication (NFC), η οποία διαχειρίζεται την ασύρματη μετάδοση δεδομένων σε μικρές αποστάσεις χρησιμοποιώντας ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Τα εμφυτεύματα TUI έχουν επίσης πολύ μικρή μνήμη, λιγότερο από 1 kilobyte δεδομένων ταιριάζει σε ένα τσιπ, το οποίο αντιστοιχεί σε μερικές εκατοντάδες γράμματα.

Κάρτες τηλεφώνου και εισιτήρια τρένων

Αρχικά, το σύστημα του Huber περιείχε μόνο έναν προσωπικό αριθμό, αλλά πρόσθεσε μια διεύθυνση URL ιστού που αργότερα οδήγησε στο προφίλ του στο LinkedIn. Οι υπάλληλοι της TUI μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν τα εμφυτεύματα τους κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου τους. Δύο γυμναστήρια στη Στοκχόλμη επιτρέπουν στα μέλη να χρησιμοποιούν τα τσιπ για να κάνουν check in. Εάν ένα εμφύτευμα έχει εγγραφεί στη Σουηδική εθνική σιδηροδρομική εταιρεία SJ και αγόρασε επίσης ένα ηλεκτρονικό εισιτήριο, το μόνο που χρειάζεται να κάνει κανείς είναι να σαρώσει το τσιπ όταν περάσει από τον εισπράκτορα.

Δεν είναι τυχαίο ότι η τεχνολογία μικροτσίπ έχει γίνει τόσο δημοφιλής στη Σουηδία. Η εμπιστοσύνη στις ψηφιακές τεχνολογίες και στις αρχές είναι υψηλή στη χώρα. Οι Σουηδοί βρίσκονται πολύ μπροστά στην Ευρώπη όταν πρόκειται για πληρωμές χωρίς μετρητά. Ακόμη και μικρά ποσά μπορούν να πληρωθούν με κάρτα ή με κινητό τηλέφωνο. Το γραφείο της Στοκχόλμης της TUI θεωρείται ως ψηφιακό εργαστήριο δοκιμών.

Προβληματισμοί προστασίας δεδομένων

Ωστόσο, πολλοί είναι αυτοί που βλέπουν «έναν θαυμαστό καινούριο κόσμο» του Άλντους Χάξλεϋ, να εμφανίζεται στη σουηδική επαγγελματική ζωή. Υπάρχουν ορισμένες ανησυχίες σχετικά με τους κινδύνους που παρουσιάζουν τα εμφυτεύματα για τους εργαζομένους. Για παράδειγμα, θα μπορούσε η TUI να χρησιμοποιήσει την γεωγραφική θέση για να τους εντοπίσει ή να τους επιτηρήσει;

Ο διευθυντής της TUI Huber υποστηρίζει ότι σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτή η πρόθεση της εταιρείας. «Η παρακολούθηση και ο έλεγχος δεν είναι δυνατά με το εμφύτευμα», λέει, σημειώνοντας ότι τα σήματα NFC έχουν μέγιστη εμβέλεια 10 εκατοστών. «Όταν εμφυτεύεται σε ένα σώμα, η περιοχή αυτή μειώνεται σε 1 έως 4 εκατοστά λόγω του δέρματος. Εκτός αυτού, το τσιπ δεν είναι συνδεδεμένο στο Internet και δεν καταγράφει τίποτα». Ο Huber θεωρεί ότι δεν έχει λόγο να ανησυχεί για τα προσωπικά του δεδομένα.

Από τη μεριά του ο Björn Holmén, υπάλληλος προστασίας δεδομένων της TUI, λέει ότι «ανησυχούσε» όταν άκουσε για πρώτη φορά για το μικροτσίπ. Από την άποψη της προστασίας των δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής, ο 51χρονος υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει κάποιος κίνδυνος. Παρόλο αυτά δεν θα συνιστούσε σε κανέναν να βάλει τσιπ, καθώς δεν ταιριάζει στην ιδεολογία του ενώ ταυτόχρονα φοβάται για τυχόν αλλεργίες από το εμφύτευμα.

Υπάρχει ασφάλεια;

Οι πολιτικοί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανησυχούν πολύ περισσότερο. Το 2018, το κοινοβούλιο ανέθεσε μια μελέτη που διερευνούσε «τη χρήση εμφυτευμάτων μικροτσίπ για τους εργαζόμενους». Η έκθεση αναφέρει ότι κάθε πολίτης της ΕΕ έχει το δικαίωμα στην ακεραιότητα του ανθρώπινου σώματος και ότι οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να αναγκάσουν τους εργαζομένους τους να «τσιπαριστούν». Ωστόσο, η μελέτη συμβουλεύει επίσης την κατάργηση της εθελούσιας εμφύτευσης τσιπ για λόγους προστασίας δεδομένων. «Τα τσιπ δεν είναι απαραίτητα ασφαλή», καταλήγει η έκθεση, αναφέροντας επίσης ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να χακαριστούν ή να γίνουν αντικείμενο υποκλοπής, κλωνοποίησης ή χειραγώγησης.

Ο διευθυντής της TUI Huber γνωρίζει πολύ καλά το μεγάλο επίπεδο δυσπιστίας προς αυτούς τους τύπους τεχνολογιών αλλά υποστηρίζει ότι «ένα μικροτσίπ είναι λιγότερο επεμβατικό στην ιδιωτικότατα σε σχέση με ένα smartphone». Φυσικά, αυτό μπορεί να αλλάξει στο άμεσο μέλλον. Η Three Market Square εργάζεται ήδη σε ένα νέο εμφύτευμα που θα περιλαμβάνει για πρώτη φορά ένα σύστημα εντοπισμού GPS.

Από την άλλη μεριά υπάρχει και ο Elon Musk, ο οποίος θέλει να συνδέσει τους ανθρώπους με τις μηχανές. Ειδικότερα, ο Musk χρηματοδοτεί μια startup στο Σαν Φρανσίσκο, οι ερευνητές της οποίας εργάζονται στην διεπαφή ανθρώπου-μηχανής που δοκιμάζουν επί του παρόντος σε αρουραίους. Αυτό συνεπάγεται με τη φύτευση ενός αισθητήρα με χιλιάδες ηλεκτρόδια στον εγκέφαλό του και τη σύνδεσή του με έναν υπολογιστή. Αυτό θα γίνεται για την καταγραφή και τον έλεγχο των δραστηριοτήτων των νευρικών κυττάρων, ενώ ο στόχος είναι να μπορούν οι άνθρωποι να ελέγχουν τις μηχανές χρησιμοποιώντας το μυαλό τους.