Μία μέθοδο επικοινωνίας με ασθενείς που βρίσκονται σε κώμα ανέπτυξαν Βρετανοί και Βέλγοι ερευνητές, μέσω της καταγραφής της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου.

Ads

 
Όπως αναφέρεται στο επιστημονικό έντυπο The Lancet, όπου δημοσιεύονται και τα αποτελέσματα της επιστημονικής ομάδας, οι ερευνητές ανέπτυξαν αυτή τη μέθοδο με τη βοήθεια ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος, μία ανώδυνη τεχνική, κατά την οποία συνδέονται ηλεκτρόδια στο κεφάλι του ασθενούς.
 
Συνολικά στην έρευνα, που πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία του Νοσοκομείου του Άντενμπρουκ στο Κέιμπριτζ και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Λιέγης, συμμετείχαν 16 άνθρωποι, οι οποίο βρίσκονταν σε κατάσταση άγρυπνου κώματος, δηλαδή χωρίς να έχουν συνείδηση του εαυτού τους αλλά και του περιβάλλοντος.
 
Οι ερευνητική ομάδα καλούσε τους ασθενείς να φανταστούν ότι κινούσαν τα δάχτυλα των ποδιών ή ότι πίεζαν το δεξί τους χέρι. Η εγκεφαλική δραστηριότητα έδειξε πως τρεις από τους 16 ασθενείς μπορούσαν να ακολουθήσουν κατ’ επανάληψη τις εντολές των γιατρών.
 
«Πολλές περιοχές του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται όταν κάνουμε μία κίνηση, ενεργοποιούνται και όταν απλώς σκεφτόμαστε αυτή τη κίνηση», σημειώνει ο Adrian Owen από το Κέντρο Εγκεφάλου και Σκέψης του Πανεπιστημίου του Δυτικού Οντάριο στον Καναδά. «Tρεις ασθενείς ανταποκρίθηκαν κατ’ επανάληψη στις οδηγίες μας. Μάλιστα, ένας από τους ασθενείς ανταποκρίθηκε περισσότερες από 100 φορές», προσθέτει.
 
Η ομάδα του καθηγητή Owen είχε και στο παρελθόν αναπτύξει μία μέθοδο επικοινωνίας με ασθενείς που βρίσκονται σε κώμα, η οποία βασιζόταν στη χρήση λειτουργικής μαγνητικής απεικόνισης. Ωστόσο, αυτή η μέθοδος είχε κάποια μειονεκτήματα. Για παράδειγμα, αρκετοί ασθενείς φέρουν μεταλλικά εμφυτεύματα και δεν μπορούν να υποβληθούν σε τέτοια εξέταση.
 
Η μέθοδος του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος είναι αρκετά προσιτή οικονομικά, ενώ έχει και το πλεονέκτημα πως η συσκευή μπορεί εύκολα να μεταφερθεί. «Μας δίνει την δυνατότητα να εξετάσουμε άτομα που βρίσκονται σε εξωνοσοκομειακές μονάδες νοσηλείας και να διαπιστώσουμε αν υπάρχουν ίχνη συνειδητότητας», σημειώνει ο Owen.
 
Από την πλευρά της, η Helen Gill-Thwaites, σύμβουλος διάγνωσης για καταστάσεις χαμηλής συναίσθησης στο Βασιλικό Νοσοκομείο για την Νευρο-Ανικανότητα στο Πατνεϊ σημειώνει ότι «για μια μικρή αναλογία ασθενών το EEG θα αποδειχθεί χρήσιμο στην διαγνωστική διαδικασία. Πάντως πρόκειται για ένα επιπρόσθετο εργαλείο και όχι αντικαταστάτη των υφισταμένων μεθόδων διάγνωσης ατόμων με σοβαρά εγκεφαλικά τραύματα. Δυστυχώς, στην δουλειά μου συναντώ συνεχώς ασθενείς που δεν έχουν υποβληθεί ποτέ σε μια πλήρη διάγνωση και έχουν λανθασμένα χαρακτηριστεί ότι βρίσκονται σε κωματώδη κατάσταση».
 
«Η προσέγγιση είναι απλή, πρακτική και μπορεί να βοηθήσει ορισμένους ασθενείς να επικοινωνήσουν με το περιβάλλον. Η καινοτόμος αυτή εργασία, φέρνει την επιστήμη του εγκεφάλου κυριολεκτικά στο προσκέφαλο του ασθενή. Σίγουρα θα πρέπει άμεσα να γίνουν νέες προσπάθειες αξιολόγησής της σε κλινικές συνθήκες», τονίζει ο Paul Matthews, καθηγητής Κλινικών Νευροεπιστημών στο Τμήμα Ιατρικής του Κολεγίου Ιμπέριαλ του Λονδίνου.