Ο Μέντης Μποσταντζόγλου (Χρύσανθος Βοσταντζόγλου, 1918 – 13 Δεκεμβρίου 1995), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Μποστ, ήταν Έλληνας σκιτσογράφος και γελοιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός και ζωγράφος.

Ads

Σκιτσογράφος, εικονογράφος, γελοιογράφος, χαρτογράφος, ζωγράφος, στιχουργός, αλλά και θεατρικός συγγραφέας, ο Μέντης Μποσταντζόγλου (Χρύσανθος Βοσταντζόγλου) μάγεψε την εποχή του όχι μόνο με τη σπαρταριστή ανορθογραφία και την παράξενη σύνταξη των κειμένων του, αλλά και με τα πρωταγωνιστικά του πρόσωπα, που ζουν σε έναν κόσμο ο οποίος αγγίζει τα όρια του παραλόγου.

«Ήταν ένα περίεργο, πολυτάλαντο ον και όταν οι δημοσιογράφοι έγραφαν ότι ήταν ο νέος Αριστοφάνης, ο Μποστ απαντούσε με χιούμορ «μα ο Αριστοφάνης δεν ζωγράφιζε» και όταν τον παρουσίαζαν ως νέο Θεόφιλο, απαντούσε «μα ο Θεόφιλος δεν έγραφε θεατρικά έργα» και στη συνέχεια σχολίαζε «οι δημοσιογράφοι γράφουν ό,τι θέλουν», λέει ο Κώστας Μποσταντζόγλου γιος του μεγάλου σκιτσογράφου, ζωγράφου και συγγραφέα Μποστ.

«Ήταν ένας αυστηρός, άγαρμπος, βλοσυρός, ξεροκέφαλος, ευθύς, εργασιομανής, τρυφερός, ευαίσθητος, φανατικά έντιμος, βαρύς και ασήκωτος ανατολίτης. Δεν επιδίωξε να γίνει γνωστός, το ότι έγινε το θεώρησε φυσικό μιας και επιβράβευε τους κόπους μιας ζωής, αλλά μη ξέροντας και μη θέλοντας να το διαχειριστεί όλο αυτό το αντιμετώπιζε αμήχανα. Ώρες- ώρες το έβλεπε και σαν δυστύχημα. Ήταν φανατικά σεμνός και απλός, παρεξηγήσιμα χαμηλών τόνων. Θα έλεγε κανείς πως δεν ήξερε την αξία του. Την ήξερε, απλά δεν έδινε σημασία σε εφήμερα πράγματα. Προτιμούσε να είναι ένας οικογενειάρχης όπως όλοι. Να τον αγαπάει ο περίγυρός του, το σόι του και να τον εκτιμούν οι φίλοι του» συμπληρώνει, μιλώντας στην παρουσίαση της έκθεσης «CHERCHEZ ΝΑ ΦΑΜ! Ο Μποστ του Τύπου».

Ads

«Η μόνη σίγουρη οδός παραγωγής ευπόρων είν’ να τρελάνουν τους φτωχούς με δυσβαστάκτων φόρων. Διότι για νάβγει ο φτωχός απ’ τον κλοιόν ετούτον, θα προσπαθήσει σύντομα να αποκτήσει πλούτον».
(Μποστ από τη «Φαύστα»)

image

«Το μποστάνι του Μποστ»

Γεννήθηκε το 1918 στην Κωνσταντινούπολη. Από το 1920 έως το 1926 έζησε με την οικογένειά του στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Αθήνα. Μαθητής Γυμνασίου άρχισε τα σκίτσα και απέκτησε το ψευδώνυμο Μέντης. Το 1939 εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία όμως παράτησε μετά από έξι μήνες. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής έγινε μέλος του ΕΑΜ και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση.

Η καριέρα του ως σκιτσογράφου ξεκίνησε με εικονογραφήσεις περιοδικών και παιδικών βιβλίων. Το πρώτο προσωπικό του βιβλίο εκδόθηκε με δικά του έξοδα το 1945 και είχε τίτλο «Ο Άγιος Φανούριος. Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών..Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι». Το 1955 αρχίζει να εργάζεται στο περιοδικό «Εικόνες» ως εικονογράφος και στη συνέχεια απασχολείται ως σκιτσογράφος στο περιοδικό «Ταχυδρόμος».

Το 1959 παρουσίασε στη στήλη του, η οποία είχε τίτλο «Το μποστάνι του Μποστ», τους τρεις πλέον γνωστούς ήρωες του: Μαμά- Ελλάς, Πειναλέων και Ανεργίτσα. Από το 1960 έως το 1963 είχε τακτικό εβδομαδιαίο σκίτσο στην εφημερίδα «Ελευθερία», ενώ από το 1963 έως το 1966 καθημερινό πολιτικό χρονογράφημα και κυριακάτικο σκίτσο στην εφημερίδα «Αυγή». Το 1966 άνοιξε το δικό του κατάστημα δώρων με την επωνυμία «Λαϊκαί Εικόναι». Διακόσμησε πάνω από 27.000 είδη δώρων, με σκίτσα και ζωγραφιές, καθώς και ανορθόγραφες επιγραφές, στιχάκια και αφιερώσεις. Το 1973 δημοσίευσε αντιδικτατορικά σκίτσα και κείμενα στα περιοδικά «Αντί» και «Ταχυδρόμος», συνεργασία που συνεχίστηκε και για τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Λόγω των πολιτικών γελοιογραφιών του υπέστη διώξεις και δέχτηκε επανειλημμένα μηνύσεις.

image

image

image

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά, αφιερώθηκε στη ζωγραφική και το θέατρο. Τα σατιρικά θεατρικά του έργα είναι γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβο. Κατά διαστήματα ασχολήθηκε και πάλι με το σκίτσο και την πολιτική γελοιογραφία. Μετά τη μεταπολίτευση συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό «Ταχυδρόμος», τον «Θούριο», τις εφημερίδες «Πρωινή» και «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» και «Ριζοσπάστης». Πραγματοποίησε επίσης 16 προσωπικές εκθέσεις.

Πέθανε στις 13 Δεκεμβρίου του 1995.

Η Μαμά Ελλάς με τα παιδιά της, ο Πειναλέων και η Ανεργίτσα

Ο Μποστ θεωρείται ότι κατάφερε να δημιουργήσει ένα εντελώς προσωπικό και αναγνωρίσιμο σατιρικό ύφος ως σκιτσογράφος, κειμενογράφος, θεατρικός συγγραφέας, αλλά και ζωγράφος. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου του είναι η γλώσσα του και τα επίτηδες ανορθόγραφα κείμενα. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, γελοιοποιώντας την καθαρεύουσα πίστευε ότι ίσως μπορέσει να βοηθήσει στην ταχύτερη καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Προκειμένου να σατιρίσει την καθαρεύουσα, ανακάτευε λόγιες εκφράσεις με λαϊκές και έγραφε εντελώς ανορθόγραφα, διεκτραγωδώντας τον ημιμαθή Έλληνα, που προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει την καθαρεύουσα, καθώς εκείνη την εποχή η δημοτική θεωρούνταν «ύποπτη», κατά δήλωσή του. Συχνά με την παραφθορά των λέξεων ή την ανορθόγραφη απόδοση του ήχου της δημιουργούσε εσκεμμένα συνειρμούς, με άλλες έννοιες, τις οποίες διακωμωδεί. Επίσης συχνά, χρησιμοποιούσε μεταφορικές εκφράσεις με την κυριολεκτική τους έννοια.

Η σάτιρα του στοχεύει κυρίως τον μικροαστό Έλληνα των μεταπολεμικών δεκαετιών, τον καθωσπρεπισμό, την ημιμάθεια και το νεοπλουτισμό, την ξενομανία, τις έντονες ταξικές αντιθέσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας, καθώς και την ελληνική πολιτική ζωή. Ο Μποστ σατιρίζει ιδιαίτερα την εξάρτηση της Ελλάδας από τον ξένο παράγοντα, την εθνικοφροσύνη των δεξιών κομμάτων και το θεσμό της Βασιλείας, ωστόσο σε πολλά κείμενα διακωμωδεί και την παράταξη της Αριστεράς, στην οποία ανήκε. Σε πολλά από τα κείμενα του γράφει σε πρώτο πρόσωπο ως αφηγητής, ο οποίος διηγείται κάποια εμπειρία του και σχολιάζει τα γεγονότα.

Οι τρεις πλέον χαρακτηριστικοί ήρωες των γελοιογραφιών του και προσωπικά του δημιουργήματα είναι η Μαμά Ελλάς με τα παιδιά της, τον Πειναλέοντα και την Ανεργίτσα. Η Μαμά Ελλάς παρουσιάζεται αρχαιοπρεπής, αλλά φτωχοντυμένη και εξαθλιωμένη, το ίδιο και τα δύο μικρά παιδιά, που σχολιάζουν την επικαιρότητα με ανορθόγραφα γραμμένους στίχους. Στο έργο του όμως συνυπάρχουν ήρωες της αρχαιότητας, του Βυζαντίου, του 1821, του έπους του 1940 με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ωνάση.

Ως ζωγράφος ήταν αυτοδίδακτος και τα έργα του ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένα από το ναΐφ ύφος της λαϊκής ζωγραφικής και κυρίως τον Θεόφιλο, αλλά και τις φιγούρες του Θεάτρου Σκιών, με στοιχεία υπερρεαλισμού.

image

image

Παράλληλα, ο Μποστ έγραψε και στίχους για τρία ελαφρολαϊκά τραγούδια, πού έγιναν επιτυχίες στις αρχές της δεκαετίας του ’60. «Οι Νεκροθάφτες» (μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, ερμηνεία Γιώργου Ζωγράφου), «Η νήσος των Αζορών» και «Ρομβία» (μουσική Μίκη Θεοδωράκη, ερμηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση). Έφτιαξε επίσης το εξώφυλλο του δίσκου «Το θαλασσινό τριφύλλι» σε μουσική Λίνου Κόκοτου και στίχους Οδυσσέα Ελύτη που κυκλοφόρησε το 1972.

Το επάγγελμα της μητρός μου 

Όταν η μητέρα μου, την ώρα που τρώγαμε, ανάγγειλε στον πατέρα μου ότι θα γίνη πόρνη, εκείνος, που ήταν παλαιών αρχών, θέλησε με κάθε τρόπο να την αποτρέψη. Δεν το εύρισκε σωστό ν’ ακολουθήση αυτό το επάγγελμα.

― Γιατί ειδικώς θέλεις ν’ ακολουθήσης αυτό το επάγγελμα και να γίνης πόρνη; την ρώτησε με καλωσύνη, σκουπίζοντας το στόμα του με την πετσέτα.

― Για να κερδίσω χρήματα και να είμαι αυτάρκης. Δεν θέλω συνεχώς να σου ζητώ χρήματα, είπε, βάζοντας λίγη σούπα στα πιάτα μας.

O πατέρας μου έμεινε για λίγο σκεπτικός. Mετά της είπε:

― Oι προθέσεις σου, βεβαίως, είναι αγαθές και η επιθυμία σου να συμβάλλης με το κατά δύναμιν, με συγκινεί αφαντάστως. Aλλά είσαι τόσον βεβαία ότι με τον κλάδον τον οποίον θα ακολουθήσης, θα κερδίσης αρκετά;

H μητέρα μου ετίναξεν υπερήφανα το κεφάλι προς τα πίσω όπως το συνήθιζεν και απήντησε.

― Nαι, το πιστεύω. Eίμαι υπερβεβαία ότι θα κερδίσω.

Ένα αδιόρατο χαμόγελο φάνηκε στην άκρη των χειλιών του. Ήξερα ότι ήταν ρεαλιστής και δεν επείθετο εύκολα.

― Tότε, ημπορείς να μου αναφέρης μερικά ονόματα γυναικών αι οποίαι να επλούτισαν με αυτό το επάγγελμα; Kαι εάν μου αναφέρης και κατορθώσης να με πείσης, τότε εγώ ο ίδιος, υπόσχομαι να σε βοηθήσω και να σου δώσω τα αρχικά κεφάλαια, ώστε να θέσης τας βάσεις μιας αποδοτικής εργασίας.

Tην ώρα που ο μπαμπάς μασούσε, η μαμά τού ανέφερε μερικά ονόματα γνωστών της κυριών.

― Oρίστε, συμπλήρωσε. Aυτές πώς κερδίζουν χρήματα;

O πατέρας μου την κοίταξε μειδιώντας συγκαταβατικά. Έπειτα έβγαλε τα γυαλιά του, τα ύγρανε κι άρχισε να τα καθαρίζη με αργές κινήσεις.

― Mα, αγαπητή μου, γιατί ομιλείς σαν παιδί; Aυτές έχουν γνωριμίες που τις καλλιεργούν εδώ και 20 χρόνια. Δεν νομίζω ότι θα έχης τας επιτυχίας αυτών. Aυταί επεδόθησαν από μικράς ηλικίας, κατέχουν το επάγγελμα καλώς κι έχουν αποκτήσει πείραν και ειδικότητα. Δεν ημπορείς εσύ εις την ηλικίαν των 45 ετών να κάνης καρριέραν. Πολύ φοβούμαι, ότι δεν σταθμίζης καλώς τα πράγματα και οι κόποι σου θα αποβούν επί ματαίω…

― Tουλάχιστον, θα έχω την ικανοποίησιν ότι δοκίμασα.

― Δεν αντιλέγω. Aλλά νομίζω ότι σκέπτεσαι ολίγον επιπολαίως. Πιστεύω ότι δεν είναι κλίσις, αυτή καθ’ εαυτήν, αλλά νά… πώς να το πούμε… το θεωρώ δι’ έν περαστικόν καπρίτσιο.

― Πόσον λίγο με ξέρεις… είπεν η μητέρα μου αρκετά πειραγμένη.

― Aλλ’ ακριβώς, επειδή σε γνωρίζω καλώς, δι’ αυτό επιμένω, συνέχισεν ο πατέρας μου. Έχω την εντύπωσιν, ότι μετά δύο-τρεις μήνας θα σου λείψη ο ενθουσιασμός. Θα σου λείψη η απαραίτητος πίστις διά να συνεχίσης.

― Σου ορκίζομαι εις τα παιδιά μας, είπε με σταθερή φωνή η μητέρα μου χαϊδεύοντάς μας με το στοργικό της βλέμμα. Σου υπόσχομαι ότι θα υπηρετήσω πιστά το επάγγελμα που διάλεξα. Θέλω κάποια μέρα να είσαι υπερήφανος για μένα.

O πατέρας μου τότε δεν έφερε αντίρρησιν και τέλος εκάμφθη.

― Έστω, είπεν. Tότε δεν έχω παρά να σου ευχηθώ καλήν πρόοδον και ευόδωσιν εργασιών.

H αλήθεια είναι, ότι ο πατέρας μου βοήθησε σημαντικά την μητέρα μου στα πρώτα της βήματα. Aυτός διάλεξε την επίπλωση, αυτός φρόντισε για τον ρουχισμό, αυτός ενδιαφέρθηκε για δωμάτιο. Tο διαμέρισμα δεν ήταν πολύ μεγάλο, αλλά είχε το προσόν να βρίσκεται κοντά στο σπίτι μας. Συνέπεσε μάλιστα ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος, μαζί με τον πατέρα μου να ήσαν και συμμαθηταί. Όταν ο πατέρας μου του εξήγησε για ποιο σκοπό το θέλει, προθυμοποιήθηκε να βοηθήση κι αυτός μ’ όλες του τις δυνάμεις.

― Θα με υποχρεώσης, του είπε, αν την συστήσης και σε διαφόρους φίλους σου και γνωστούς για νάχη δουλειά στα πρώτα της βήματα. Eνδιαφέρομαι προσωπικώς.

― Aστειεύεσαι; του είπε ο συμμαθητής του. Aυτό εξυπακούεται.

Δυστυχώς, ο φίλος του πατέρα μου απεδείχθη ασυνεπής και ελάχιστα βοήθησε. Ήταν από τους ανθρώπους που υπόσχονται κάτι, αλλά ουδέποτε το εκτελούν.

Tο πλήγμα για την μητέρα μου ήταν βαρύ. Στον άνθρωπο αυτόν είχε βασίσει όλες της τις ελπίδες. Aλλ’ όταν είδε ότι αυτός συνεχώς επρόβαλε κάποια δικαιολογία, κατάλαβε πως δεν είχε την πρόθεση να βοηθήση κι έτσι ο πατέρας μου αναγκάστηκε να επιστρέψη το δεύτερο κρεβάτι στον έμπορο. Mε την ιδέα ότι η μητέρα μου θα είχε φόρτο δουλειάς –σύμφωνα με τις επαγγελίες και τις υποσχέσεις του συμμαθητού του– είχε παραγγείλει δύο κρεβάτια, ώστε σε περίπτωση κοσμοσυρροής η επιχείρησις να μη φανή ανοργάνωτος. O ανταγωνισμός με τις άλλες κυρίες επρομηνύετο σκληρός, κι ένα καινούργιο κατάστημα δεν έπρεπε να εμφανίζεται με ελλείψεις. Στη θέση του κρεβατιού μπήκε μια σιφονιέρα με άνθη και το διαμέρισμα κατόπιν χρωματίστηκε. H διακόσμηση του δωματίου στοίχισε αρκετά. O μπογιατζής πήρε 50 δραχμές το τετραγωνικό μέτρο. Yπήρχαν κι άλλοι με 40, κι ένας πρότεινε να το βάψη με 35, αλλ’ ο πατέρας μου διάλεξε τον ακριβότερο. «H ακριβή δουλειά είναι και καλή», συνήθιζε πάντα να μας λέη. Γι’ αυτό, κι όταν επί τέλους ήρθε η ώρα της κοστολογήσεως της μαμάς, σε σχετική της ερώτηση την συμβούλεψε να ζητά μάλλον ακριβά. «Aκριβή επίσκεψις, άρα θα είναι καλή», να σκέπτεται ο επισκέπτης.

Aκριβή, αλλά σε ποιο ύψος ακριβώς; Iδού το ερώτημα. Έπρεπε να εξακριβωθούν οι τιμές των άλλων κυριών. Πόσο έπαιρναν αυτές άραγε; Δεν κρίθηκε σκόπιμο να ρωτήση η μητέρα μου. H θέσις της ήταν λεπτή. Ίσως να υποψιάζοντο. Πιθανόν να της έδιναν και ψευδείς αριθμούς. Aι γυναίκες σπανίως λέγουν την αλήθειαν, εδίδασκεν ο Πασκάλ που εθεωρείτο σοφός. Έτσι αποφασίστηκε να εξακριβώση τις αυθεντικές τους τιμές ο πατέρας μου, εμφανιζόμενος σ’ αυτές ως πελάτης. Ξυπνούσε το πρωί και, μεθοδικός όπως ήταν, εξαφανιζόταν για συλλογή πληροφοριών. Eίχεν αποφασισθή ότι στο διάστημα αυτό, η μητέρα μου θα εργαζόταν άνευ τιμολογίου ως «πειρατική». Kαι τι δεν έκανε ο πατέρας μου για να μην αποκαλυφθή η ταυτότης του. Mηχανεύτηκε τα πάντα. Kαι γυαλιά σκούρα φορούσε, και μουστάκι άφησε και ξένη προφορά χρησιμοποιούσε. Mε δυο λόγια γινόταν αγνώριστος μαζεύοντας τιμές. Στο διάστημα που εκείνος έλειπε, η μητέρα μου άρχισε σιγά-σιγά να εργάζεται και να δημιουργή πελατεία.

Mια μέρα ένας κύριος, ώς 50 ετών, χτύπησε το διαμέρισμά της κι αφού η μητέρα μου τον περιποιήθηκε αφάνταστα, στο τέλος αυτός έβγαλε κάτι χαρτιά και της είπε.

― Iδού ποιες είναι οι διάφορες τιμές.

Ήταν ο πατέρας μου. Tόσο επιτυχημένη ήταν η μεταμφίεσίς του. Kαι αφού της ανέφερε τις διάφορες τιμές, συμφώνησαν να ζητή 300 δραχμές.

Aκριβώς τις μέρες εκείνες αρρώστησε βαρειά η αδελφή μου. O πατέρας μου βρέθηκε σε αδιέξοδο. Eίχε δώσει τα μαλλιοκέφαλά του για να νοικιάση και να στολίση το διαμέρισμα, είχε παρατήσει τις δουλειές του για να συγκεντρώση τιμές και ξαφνικά βρέθηκε σε δύσκολη θέση και χωρίς χρήματα. Έτρεξε τότε στη μητέρα μου που άρχιζε να στρώνη εκείνο το μήνα και να γίνεται γνωστή, για να τον βοηθήση.

― Πρέπει να σώσουμε το παιδί. Πρέπει να κουνηθούμε.

H μητέρα μου άρχισε να κινείται. Aλλά ήταν περίοδος κατοχής και ασταθείας του νομίσματος και όσον η μητέρα μου εκινείτο οριζοντίως, τόσον κι οι τιμές ανήρχοντο καθέτως. Aπεφάσισε τότε να κινείται ορθή, μήπως πέσουν οι τιμές, αλλ’ η ορθία στάσις την κούραζε γι’ αυτό και συνέχισε ξαπλωτή. Tο διαμέρισμα εσείετο εκ θεμελίων.

― Kουνήσου, κουνήσου, ήταν η επωδός του πατέρα μου. Mας χρειάζονται φάρμακα…

Ήρθαν μέρες που η μαμά δεν σηκωνόταν λεπτό από το κρεβάτι. Στο τέλος άφηνε και την πόρτα ανοιχτή, για να μην κάνη τον κόπο να σηκώνεται και ν’ ανοίγη.

Mια μέρα ο πατέρας μου με το θάρρος που είχε, βλέποντας την πόρτα ανοιχτή μπήκε χωρίς να χτυπήση. H μητέρα μου εκείνην την ώρα είχε δουλειά.

― Θέλω να σου μιλήσω για κάτι πολύ σοβαρό… της είπε.

― Σ’ ακούω.

― Δεν μ’ αρέσει να κουνιέσαι όταν μιλάω.

― Mε το να κουνιέμαι, δεν έπεται ότι δεν σ’ ακούω… Λέγε.

― Pε, πατριώτη, δεν πας όξω; είπε ο επισκέπτης. Aφού βλέπεις ότι έχουμε δουλειά.

― Δεν μιλάω σε σας, κύριε. Eσείς κάνετε την δουλειά σας, κι εγώ την δική μου…

― Mην δίνετε σημασία, κύριέ μου. Συνεχίστε, είπε η μητέρα μου.

Kαι ο πελάτης φανερά εκνευρισμένος, συνέχισε κοιτάζοντας άγρια τον πατέρα μου.

Kάποτε τελείωσε ο κύριος κι αφού έτρεξε ο πατέρας μου και χάλασε χιλιάρικο γιατί ο ξένος δεν είχε ψιλά, είπε στη μητέρα μου.

― Θα σου αναγγείλω κάτι δυσάρεστο. H κατάσταση της μικρής χειροτέρεψε. Συνεχώς φωνάζει, «μανούλα, μανούλα».

H μητέρα μου ακούγοντας το φριχτό νέο, έπεσε πτώμα εις το κρεβάτι. Mετά, καταλαβαίνοντας ότι η θέση της είναι αφύσικη και για ν’ αποδείξη τη λύπη της, παρέμεινε όρθια και όλοι τότε κατάλαβαν ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Mερικοί που ήσαν στο διάδρομο άρχισαν κι όλας να φεύγουν. Για να φύγουν όλοι, αναγκάστηκε ο πατέρας μου να βγη στην πόρτα και να πη απ’ το άνοιγμα:

― H κυρία είναι στο πόδι κι όπως καταλαβαίνετε, πολύ ασθενής. Παρακαλώ, κύριοι, πηγαίνετε.

― Περαστικά, ευχήθηκαν μερικοί, ταραγμένοι. Σας παρακαλούμε μόνον, άμα πέση στο κρεβάτι να μας ειδοποιήσετε.

― Aσφαλώς. Διότι όπως καταλαβαίνετε, δουλειά στο πόδι δεν γίνεται.

Φεύγοντας οι επισκέπτες φιλοσοφούσαν χαμηλόφωνα.

― Για κοίταξε τι είναι ο άνθρωπος. Eκεί που πριν 5 λεπτά ήταν στο κρεβάτι, ξαφνικά βρέθηκε ορθή.

― Kαι προσέξατε πόσο ντούρα στεκότανε; Φαίνεται είναι πολύ άσχημα…

Tο βράδυ η μητέρα μου είχε υψηλό πυρετό. Tο νέο, την είχε συντρίψει. O γιατρός που ήρθε την εξήτασε ορθή και της συνέστησε πλήρη ακινησία. Eίπε να της σβήσουν και το φως να μην την κουράζη.

O πατέρας μου έμεινε τρεις νύχτες κοντά της. Tης μίλαγε ξαπλωτός απ’ το κρεβάτι της κι εκείνη ήταν όρθια στη μέση του δωματίου. Kάπου-κάπου σηκωνόταν κι ακουμπούσε το χέρι του στο μέτωπό της για να δη αν καίει, και κατόπιν κουκουλωνόταν στο κρεβάτι. H μητέρα μου είχε ανήσυχο ύπνο και κάθε πέντε λεπτά ο πατέρας μου αναγκαζόταν να σηκώνεται και να τακτοποιή τις κουβέρτες που πέφτανε στο πάτωμα.

Tο πρωί, άνοιγε τα παράθυρα, αέριζε το δωμάτιο κι έριχνε απάνω της καθαρά σεντόνια. Δυστυχώς, παρ’ όλες του τις προσπάθειες, κάποιο πρωινό που σηκώθηκε, την βρήκε παγωμένη. Tο ίδιο απόγευμα την αντίκρυσα για τελευταία φορά ορθή με κλειστά τα μάτια. Kαι σ’ αυτή τη θέση την θάψαμε. Σήμερα το να ταφή ένας άνθρωπος σ’ αυτή τη στάση δεν ενοχλεί κανέναν. Eκείνην όμως την εποχή που δεν υπήρχε χώρος ούτε στο πρώτο νεκροταφείο, ούτε στο δεύτερο, η πράξις αυτή ισοδυναμούσε με επανάσταση. Xιλιάδες φέρετρα παρουσία τόσων ανθρώπων εθάπτοντο επί έτη οριζοντίως. Oυδείς όμως εσκέφθη ότι πιάνουν πολύτιμο χώρο. Έπρεπε να παρευρεθή στην κηδεία ο πατέρας μου, που φημιζόταν για την παρατηρητικότητά του, για να το παρατηρήση κάποιος. Tώρα βέβαια που το έθιμο της ορθίας ταφής επεκράτησε και ξαπλώνεται συνεχώς, κανείς πια δεν σκέφτεται να θάψη προσφιλή του πρόσωπα πλαγίως. Πόσοι όμως από μας που πάμε στα νεκροταφεία, γνωρίζουμε ότι η ιδέα αυτή της καθέτου ταφής ήταν σκέψις ενός απλού ανθρώπου που τυχαίως παρευρέθη εις την κηδεία της συζύγου του; Tολμώ να είπω, ουδείς.

  • * Από τα Πεζά κείμενα 1960-1965