Στις 11 Νοεμβρίου 2018 θα εορταστεί στο Παρίσι, με πρωτοφανή μεγαλοπρέπεια και παρελάσεις, η 100η επέτειος από το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου (γνωστός και ως «Μεγάλος Πόλεμος»), του πρώτου μαζικού, βιομηχανικού και τόσο δολοφονικού πολέμου της σύγχρονης ιστορίας, ο οποίος στόιχισε τη ζωή σε σχεδόν 20 εκατομμύρια ανθρώπους, αλλάζοντας για πάντα το χάρτη της Ευρώπης. Στις επετειακές εκδηλώσεις, στις οποίες ο οικοδεσπότης Γάλλος πρόεδρος Ε. Μακρόν θα υποδεχθεί δεκάδες ξένους ηγέτες, θα παρεβρεθούν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντ. Τράμπ αλλά και ο Ρώσος πρόεδρος  Βλ. Πούτιν, ηγέτες δύο συμμαχικών δυνάμεων που και στους δύο Μεγάλους Πολέμους του 20ου αιώνα βρισκόντουσαν στο ίδιο στρατόπεδο, σε εκείνο των νικητών. Σήμερα ωστόσο παρουσιάζονται ως αντίπαλοι και εχθροί σε ένα νέο, υπο διαμόρφωση, Ψυχρό Πόλεμο, που έχει ωστόσο αρκετά «θερμά» σημεία επαφής, όπως π.χ. η Συρία, αλλά και η ανατολική Ουκρανία. Υπάρχει επίσης και η Κίνα, ο πρόεδρος της οποίας δε θα παραβρεθεί στις επετειακές εκδηλώσεις, και η οποία, ως ανερχόμενη παγκόσμια υπερδύναμη, διεκδικεί το δικό της «ζωτικό ρόλο», είτε πρόκειται για βραχονησίδες στη Νότια Κινεζική Θάλασσα, είτε πρόκειται για νέες αγορές σε Αφρική και Ευρώπη. Το γεγονός αυτό εκνευρίζει αφάνταστα τις ΗΠΑ, που ως δύναμη Status Quo, δε θέλει να παραιτηθεί ακόμη από το ρόλο του Πλανητάρχη, ειδικά με τον Τραμπ στην ηγεσία της. Δεν θέλει να περάσει από ένα μονοπολικό κόσμο (από το 1991 ως σήμερα) σε ένα τριπολικό ή, καλύτερα, πολυπολικό κόσμο. Οπότε δεν είναι υπερβολικό να πούμε πως ζούμε σε μια νέα «Εποχή των Τεράτων», όπου το απρόβλεπτο παραμονεύει στη γωνια και όλα μπορούν να συμβούν.

Ads

Μαύρος Κύκνος

Η αλήθεια είναι πως το απρόβλεπτο είναι αυτό που προκαλεί τη μεγαλύτερη αμηχανία και αναστάτωση στους ανθρώπους και όχι το αναμενόμενο. Το 1914 οι Ευρωπαίοι της λεγόμενης Βικτοριανής Εποχής είχαν να βιώσουν έναν πραγματικά μεγάλο και διαρκείας πόλεμο από την εποχή των τρομερών Ναπολεόντειων Πολέμων, σχεδόν έναν αιώνα πριν. Με ελάχιστες εξαιρέσεις και τοπικές συγκρούσεις που κρατούσαν το πολύ ένα με δύο χρόνια, όπως ο Κριμαϊκός Πόλεμος (Οκτώβριος 1853- Φεβρουάριος 1856) και ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος (Ιούλιος 1870- Μάιος 1871), οι λαοί της Ευρώπης βίωναν μια μακροχρόνια περίοδο ειρήνης και σχετικής οικονομικής ανάπτυξης, γνωστή και ως Μπέλ Επόκ, εκτονώνοντας την επιθετικότητά τους κυρίως στις αποικίες τους, όπου υποδούλωναν τους ιθαγενείς λαούς της Αφρικής και της Ασίας με μια σειρά εκστρατειών τις οποίες και παρουσίαζαν ως “εκπολιτιστικές”, όπως π.χ. η απόβαση των γαλλικών στρατευμάτων στο Αλγέρι το 1830. Στην Ευρώπη πάντως επικρατούσε μια σχετική ισορροπία δυνάμεων, που, παρά τους κατά τόπους ανταγωνισμούς, απέτρεπε την έκρηξη ενός γενικευμένου πολέμου. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι Ευρωπαίοι “κοιμούνταν ήσυχοι” πιστεύοντας πως η ειρήνη ήταν δεδομένη -αλλά και “βαρετή”- τρέφοντας μάλιστα μια “ρομαντική” άποψη για τις πολεμικές περιπέτειες, τις οποίες διάφοροι καλλιτέχνες  συχνά εξυμνούσαν και εξωράϊζαν ως αντίδοτο στη μικροαστική πλήξη.

Τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα και ο ανταγωνισμός τους στα Βαλκάνια

Ads

Όμως τίποτε δεν ήταν αυτό που φαινόταν. Κάτω από την επιφανειακή γαλήνη υπέβοσκε ένας έντονος στρατιωτικός και οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ των αποικιακών δυνάμεων και κυρίως μεταξύ της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και της ανερχόμενης Γερμανικής Αυτοκρατορίας, που επιζητούσε ναυτική υπεροχή και αποικίες (δυστυχώς όμως τις περισσότερες τις είχαν ήδη κατακτήσει η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία). Υπήρχε και μια βαθιά σύγκρουση γεωπολιτικών συμφερόντων στην Ευρώπη: από τη μία ήταν οι Ναυτικές Δυνάμεις της Αντάντ (Εγκάρδια Συνεννόηση), δηλαδή η Αγγλία και η Γαλλία, που συνεπικουρούνταν από την τσαρική Ρωσία, κι  από την άλλη ήταν οι Ηπειρωτικές Κεντρικές Δυνάμεις της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της ανασφαλούς Αυστροουγγαρίας και της φιλόδοξης Γερμανίας του Κάιζερ, η οποία και ταύτισε τις τύχες της μαζί τους. Υπήρχαν μια σειρά από περιφερειακές εντάσεις, που μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν το ευρωπαϊκό σύστημα και να οδηγήσουν σε σύγκρουση μεγάλης κλίμακας.

Φυσικά το “μαλακό υπογάστριο” και η “πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης” ήταν πάντοτε τα Βαλκάνια. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13), που είχαν προηγηθεί, δεν ήταν μόνον ο ανεξέλεγκτος εθνικισμός που εξερράγη σα σκουριασμένη βόμβα απ’ την Κόλαση πάνω από τη βαλκανική χερσόνησο. Ήταν κι  ένα είδος περιφερειακών συγκρούσεων των Μεγάλων Δυνάμεων μέσω των “αντιπροσώπων” ή των “μαριονέτων” τους στα Βαλκάνια. Η Ρωσία υποστήριζε ένθερμα τη Σερβία (για γεωπολιτικούς λόγους) και -λιγότερο- τη Βουλγαρία για χάριν του Πανσλαβισμού. Η Αυστρία και η Ιταλία υποστήριζαν την ίδρυση ανεξάρτητου αλβανικού κράτους (για να μην έχει η Σερβία και η Ελλάδα πρόσβαση στην Αδριατική θάλασσα), ενώ η Γαλλία ενθάρρυνε την επέκταση της Σερβίας και της Ελλάδας. Η Γερμανία ήθελε μια μικρή και υποτελή Σερβία και μια ουδέτερη Ελλάδα. Τέλος η Αγγλία προσπαθούσε να κρατήσει μια πολιτική ίσων αποστάσεων -αλλά πάντοτε καιροσκοπική- απέναντι στην Ελλάδα και στην Τουρκία, ενώ δεν έβλεπε με καλό μάτι την επέκταση της Βουλγαρίας στις ακτές του Αιγαίου.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι δημιούργησαν μια νέα τάξη πραγμάτων στα Βαλκάνια, αλλά η ισορροπία που επιτεύχθηκε ήταν εξαιρετικά εύθραυστη, καθώς η ηττημένη Βουλγαρία μνησικακούσε που έχασε τη Μακεδονία, από την Ελλάδα και τη Σερβία, και η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε βυθιστεί στη δίνη μιας υπαρξιακής ανασφάλειας, σχετικά με το αν θα συνέχιζε να είναι μια πολυεθνική αυτοκρατορία ή θα εξελίσσονταν σ’ ένα τουρκικό έθνος-κράτος. Ωστόσο αυτοί οι μπελάδες των Βαλκανίων δεν ήταν πάρα ένα μόνον μικρό σύννεφο μέσα σ’ έναν μακρινό ορίζοντα για τους κατοίκους του Βερολίνου και του Παρισιού. Καθώς είχε σβηστεί από τη μνήμη τους η ανάμνηση του τελευταίου μεγάλου πολέμου (των Ναπολεόντειων) μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, θεωρούσαν έναν γενικευμένο πόλεμο σχεδόν αδύνατο, αλλά ακόμη κι αν ξαναγινόταν ένας τέτοιος πόλεμος θα ήταν σίγουρα βραχύς, επειδή το υψηλό κόστος του θα γονάτιζε σύντομα οικονομικά τις εμπλεκόμενες δυνάμεις.

Οι δύο γερμανικοί Οίκοι που έλεγχαν την Ευρώπη

Η λογική τους έλεγε πως ένας γενικευμένος πόλεμος, που θα κρατούσε πάνω από μερικούς μήνες, θα διατάρασσε το εμπόριο, τις κινήσεις των κεφαλαίων, θα μείωνε τα φορολογικά έσοδα των κρατών, θα τα ανάγκαζε να υπερχρεωθούν και θα δημιουργούσε υπερπληθωρισμό. Κοντολογίς θα κατέστρεφε τις οικονομίες, τις κοινωνίες και θα εξαντλούσε τους ανθρώπινους και φυσικούς πόρους των ευρωπαϊκών κρατών, και γι’ αυτό θα τα ανάγκαζε να τον σταματήσουν σύντομα. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι Ευρωπαίοι εκείνο το καλοκαίρι του 1914, πριν από ακριβώς έναν αιώνα, έπεσαν θύματα της “αυταπάτης του σύντομου πολέμου”, πιστεύοντας πως “όλα θα τελειώσουν μέχρι τα Χριστούγεννα”. Ακόμη και οι ευρωπαϊκές χρηματαγορές πιάστηκαν κυριολεκτικά στον ύπνο: πάνω ένα μήνα μετά τη δολοφονία στο Σεράγεβο (28.6.2014) και παρά τα αλλεπάλληλα τελεσίγραφα της Αυστροουγγαρίας κατά της Σερβίας, που οδηγούσαν στον μεταξύ τους πόλεμο, τα χρηματιστήρια λειτουργούσαν κανονικά ως τις 31 Ιουλίου, σα να μη συνέβαινε τίποτε. Μεγαλοεπενδυτές, όπως η οικογένεια Ρότσιλντ πίστευαν πως δεν θα γίνονταν Μεγάλος Πόλεμος επειδή “οι θυσίες και η δυστυχία που τον ακολουθούν είναι τεράστιες και ανήκουστες. Σ’ αυτή την περίπτωση η καταστροφή θα ήταν χειρότερη από οτιδήποτε έχουμε δει ως τώρα”.

Υπήρχε ωστόσο κι ένα ακόμη στοιχείο που καθιστούσε έναν τέτοιο πόλεμο “αδύνατο” στα μυαλά των  περισσότερων Ευρωπαίων. Οι περισσότεροι Αυτοκράτορες και βασιλείς των ευρωπαϊκών κρατών και αυτοκρατοριών ήταν συγγενείς μεταξύ τους και μέλη της μεγάλης οικογενειακής δυναστείας του Οίκου των Σαξ-Κοβούργων. Η άνοδος του συγκεκριμένου Οίκου ξεκίνησε την εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων από τον Γερμανό Δούκα του Κοβούργου (Κόμπουργκ), του οποίου τα πολλά τέκνα καλοπαντρεύτηκαν με διάφορους βασιλείς και βασίλισσες ανά την Ευρώπη αποκτώντας βασιλικά αξιώματα ή εξασφαλίζοντάς τα για τα δικά τους παιδιά. Σύμφωνα με τους Times του 1863 η δυναστεία των Σαξ-Κοβούργων είχαν “…καταφέρει να φθάσουν σε μια θέση που ξεπερνούσε σχεδόν κάθε γερμανική φιλοδοξία. Είχαν απλωθεί μακριά, και είχαν γεμίσει τις χώρες με τη γενιά τους”. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι οικογενειακές συγκεντρώσεις του οίκου των Σαξ-Κοβούργων, που μέσα τους έτρεχε πάντα το “γερμανικό αίμα”, έμοιαζαν με διεθνείς διασκέψεις κορυφής. Για παράδειγμα το 1901, όταν πέθανε στο Λονδίνο η βασίλισσα Βικτορία, τα μέλη του ευρύτερου Οίκου των Σαξ-Κοβούργων “κάθονταν στους θρόνους όχι μόνον της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας, αλλά και της Αυστρουγγαρίας, της Ρωσίας, της Δανίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Γερμανίας, του Βελγίου, της Ελλάδας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Σουηδίας και της Νορβηγίας” (Nial Ferguson, Ο Πόλεμος στον Κόσμο). Η Βασίλισσα Βικτορία μάλιστα θεωρούνταν ένα είδος “απόλυτου αρχηγού όλων των κλάδων της φατρίας των Κοβούργων.

Με άλλα λόγια σχεδόν όλοι οι βασιλείς της Ευρώπης ήταν λίγο-πολύ συγγενείς με τα γενεαλογικά τους δένδρα αρκετά μπερδεμένα αναμεταξύ τους. Για παράδειγμα ο Χριστόφορος, πρίγκιπας της Ελλάδας εξηγούσε το οικογενειακό του δένδρο ως εξής: «Πατέρας μου ήταν ο Βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος Α’, γεννημένος ως πρίγκιπας Γουλιέλμος της Δανίας, αδελφός της βασίλισσας Αλεξάνδρας της Αγγλίας… Μητέρα μου ήταν η Μεγάλη Δούκισσα Όλγα της Ρωσίας, κόρη του Μεγάλου Δούκα Κωνσταντίνου κι εγγονή του Τσάρου Νικόλαου Α»”. Καθόλου παράξενο λοιπόν που αυτή η ενδογαμική αριστοκρατική πολυεθνική ελίτ του Οίκου των Σαξ-Κοβούργων, αν και σχετικά φιλελεύθερη, προκαλούσε την μνησικακία πολλών, ειδικά μελών της ανερχόμενης εύπορης αστικής τάξης.

Από το 1840 ακόμη ένας Γάλλος επικριτής συνέκρινε τους  Γερμανούς Σαξ-Κοβούργους με τους Γερμανοεβραίους Ρότσιλντ, καθώς επί έναν σχεδόν αιώνα οι δύο αυτές γερμανικές δυναστείες, έχοντας μεταξύ τους μια συμβιωτική σχέση, σχεδόν έλεγχαν την Ευρώπη. Γιατί λοιπόν να πολεμήσουν μεταξύ τους, διακινδυνεύοντας να τα χάσουν όλα; Για παράδειγμα από δυναστικής απόψεως στη Ρωσία η τσαρίνα ήταν Γερμανίδα και ο Τσάρος εξάδελφος του Κάιζερ.  Πράγματι ο Γουλιέλμος Β’ της Γερμανίας με τον Τσάρο Νικόλαο Β’ όχι μόνον ήταν ξαδέλφια, αλλά είχαν και τακτική φιλική επικοινωνία μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας στις επιστολές τους (στα Γερμανικά) οικείες εκφράσεις, υπογράφοντας ως “Βίλι” και “Νίκι”. Δεν είχαν λόγο να εμπλακούν σε πόλεμο μεταξύ τους, αντίθετα είχαν πολλούς λόγους να τον αποτρέψουν. “Μίλησα στο Νίκι”, θυμάται η αδελφή του Τσάρου Όλγα, “και μου απάντησε ότι ο Βίλι ήταν ένας ανιαρός επιδειξίας, αλλά ποτέ δεν θα άρχιζε έναν πόλεμο”.

Ο Πόλεμος των Στρατηγών

Είχαν όμως το 1914 οι Αυτοκράτορες και οι βασιλείς, παρότι άνηκαν στην ίδια οικογένεια και δυναστεία, την πραγματική δύναμη και βαρύτητα που είχαν κάποτε; Μπορούσαν να αποφασίσουν πλέον από μόνοι τους για πόλεμο ή ειρήνη; Μήπως η δύναμη, η πραγματική δύναμη, είχε περάσει πλέον στα χέρια των λεγόμενων «εκπροσώπων του λαού», των φιλόδοξων πολιτικών και στρατηγών, που προέρχονταν από τη μεσαία τάξη και υποστήριζαν εθνικιστικά σχέδια και πιο επιθετικές στρατηγικές προκειμένου να κάνουν γρήγορες «λαμπρές καριέρες»;

Πράγματι αυτό συνέβαινε. Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα ο αριθμός των γαλαζοαίματων ανώτατων αξιωματικών που υπηρετούσαν στα στρατεύματα των ευρωπαϊκών χωρών όλο και μειωνόταν. Για παράδειγμα στη Γερμανία, από το 1860 ως το 1910, οι αξιωματικοί που είχαν αριστοκρατική καταγωγή μειώθηκαν από το 60% στο 30%. Αντίθετα ανέβηκε εκθετικά ο αριθμός των αξιωματικών που προέρχονταν από τη μεσαία τάξη ή είχαν ταπεινή καταγωγή και είχαν ως πρότυπό τους και θαύμαζαν τον Μέγα Ναπολέοντα και την επιθετική του στρατηγική. Αυτοί οι “ανερχόμενοι αστέρες” -αρκετοί από αυτούς ακολούθησαν αργότερα και πολιτική καριέρα π.χ. ο Χίντεμπουργκ- ήταν φιλόδοξοι αξιωματικοί που υποστήριζαν τη θεωρία πως “η καλύτερα άμυνα είναι η επίθεση”, πως τα στρατιωτικά προβλήματα λύνονται καλύτερα με επιθέσεις και “κεραυνοβόλους πολέμους”. Μπορεί να έχει μείνει στην Ιστορία η περίφημη φράση του Γάλλου πρωθυπουργού Ζορζ Κλεμανσό (1841-1929) “Ο πόλεμος είναι πολύ σπουδαία υπόθεση για να αφεθεί στα χέρια των στρατηγών”, όμως αυτό ακριβώς συνέβη κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Στρατηγοί της κάθε πλευράς ήταν αυτοί που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο τόσο στο ξέσπασμα του πολέμου, όσο και στην αιματηρή και μακροχρόνια εξέλιξή του, με τα διάφορα στρατηγικά τους σχέδια, όπως το περίφημο γερμανικό “Σχέδιο Σλίφεν”. Ο Α’ Π. Πόλεμος ήταν αναμφίβολα ένας “Πόλεμος των Στρατηγών”, τα στρατηγικά παιχνίδια των οποίων -λες και το μέτωπο ήταν μια τεράστια σκακιέρα- κατάντησε σύντομα μια αδιέξοδη πραγματικότητα γεμάτη φρίκη, αίμα, φόβο και θάνατο.

Μαζική Επιστράτευση

Ωστόσο οι φιλόδοξοι νέοι στρατηγοί των εμπόλεμων ευρωπαϊκών χωρών δεν θα μπορούσαν να εφαρμόσουν τις επιθετικές στρατηγικές τους αν δεν είχαν στη διάθεσή τους μαζικό οπλισμό, πυρομαχικά και εφόδια αλλά κυρίως τεράστιους αριθμούς ανδρών, που στρατολογούνταν υποχρεωτικά και ήταν αναγκασμένοι να πολεμήσουν και να πεθάνουν. Χωρίς τη μαζική υποχρεωτική στράτευση δεν θα μπορούσε να διεξαχθεί ούτε ο Α’ αλλά ούτε και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη. Ξεκινώντας από τη Γαλλία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη όλες οι ευρωπαϊκές χώρες -με εξαίρεση τη Μεγάλη Βρετανία ως το 1916- υιοθέτησαν σταδιακά την υποχρεωτική στράτευση. Αυτό βέβαια ήταν κι ένας απ’ τους λόγους που πολλοί νεαροί Ευρωπαίοι επέλεγαν να μεταναστεύσουν στην Αμερική για ν’ αποφύγουν τη στράτευση, αναγκάζοντας ορισμένες χώρες να λάβουν νομοθετικά μέτρα που απαγόρευαν τη μετανάστευση σε όσους άνδρες δεν είχαν υπηρετήσει τη στρατιωτική τους θητεία. 

Τις παραμονές πάντως της έναρξης του Μεγάλου Πολέμου η υποχρεωτική στρατολόγηση -ένα έμμεσο αποτέλεσμα της Γαλλικής Επανάστασης- έδωσε τη δυνατότητα στις πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ της Ευρώπης να σχεδιάζουν μακροχρόνιους πολέμους. Υπήρχε μια τεράστια δεξαμενή νέων ανδρών, κυρίως από αγροτικές περιοχές ή από τις εργατικές συνοικίες των πόλεων, που κρίθηκαν “Ικανοί” για στράτευση και στάλθηκαν κατά εκατομμύρια ως πρόβατα για σφαγή.

Γερμανία: 4.500.000 άνδρες και 331 πολεμικά πλοία.
Ρωσία: 5.500.000 άνδρες και 124 πολεμικά πλοία.
Αυστροουγγαρία: 3.700.000 άνδρες και 120 πολεμικά πλοία.
Γαλλία: 3.500.000 άνδρες και 396 πολεμικά πλοία.
Μ. Βρετανία: 700.000 άνδρες (εθελοντικός στρατός) και 590 πολεμικά πλοία.
Σερβία:  520.000 άνδρες.

Απ’ όλη αυτή την τεράστια μάζα των Ευρωπαίων ανδρών που επιστρατεύτηκε κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, σχεδόν το 1/3 σκοτώθηκε, άμεσα στο πεδίο των μαχών ή έμμεσα από ασθένειες  κι εξάντληση κι ένα ακόμη 1/3 τραυματίστηκε σοβαρά ή ελαφρά, ακρωτηριάστηκε, σακατεύτηκε, τυφλώθηκε ή επέστρεψε με σοβαρά ψυχολογικά τραύματα και προβλήματα προσαρμογής. Τόσο η “αόρατη στρατιά” των νεκρών στρατιωτών, όσο και η τεράστια μάζα των ζωντανών-νεκρών σακατεμένων και απροσάρμοστων βετεράνων του Α’ Π. Πολέμου, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική ατμόσφαιρα του Μεσοπολέμου, συμβάλλοντας στην αποσταθεροποίηση των κοινωνιών, στο μεταφυσικό εκτροχιασμό της πολιτικής και τελικά στην άνοδο του Φασισμού και του Ναζισμού που οδήγησαν,  έπειτα από 21 χρόνια “ανακωχής” (1918-1939), σε μια δεύτερη πολεμική φάση, που ονομάστηκε Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στην ουσία δεν υπάρχει Α’ και Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ήταν ένας Μεγάλος Πόλεμος, που εξελίχθηκε σε δύο ιστορικές φάσεις με μια μια ανακωχή δύο δεκαετιών ανάμεσα τους. Άλλωστε και οι πρωταγωνιστές και αντίπαλοι και των δύο φάσεων αυτού του Μεγάλου Πολέμου ήταν πάνω-κάτω οι ίδιες δυνάμεις και χώρες, απλά με το μανδύα άλλων πλέον καθεστώτων: αντί για τη Γερμανική Αυτοκρατορία του Κάιζερ υπήρχε πλέον το ναζιστικό Γ’ Ράιχ του Χίτλερ κι αντί για την Τσαρική Ρωσία υπήρχε στη θέση της η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν. Τέλος και στις δύο φάσεις του πολέμου οι νικητές ήταν οι ίδιοι, όπως άλλωστε και οι ηττημένοι: ουσιαστικά η Γερμανία η οποία και προκάλεσε και τους δύο πολέμους.

Μια Βιομηχανοποιημένη Πολιορκία 

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν στην ουσία ένας πόλεμος σε τέλμα. Στην  πραγματικότητα ήταν μια μεγάλη πολιορκία, ειδικά στο Δυτικό Μέτωπο όπου τα Γαλλο-βρετανικά στρατεύματα πάλευαν θανάσιμα απέναντι στα Γερμανικά  για λίγα μέτρα λασπωμένης γης, τα οποία συνήθως τα έχαναν την επόμενη μέρα. Ήταν ωστόσο μια βιομηχανοποιημένη πολιορκία, που συνέβαινε πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία. Τρένα μετέφεραν συνεχώς στρατευμένους άνδρες προς τη γραμμή του μετώπου σα να ήταν αλλαγή βάρδιας εργατών. Και αυτοί οι νεοφερμένοι στρατιώτες ζούσαν μέσα στα λασπωμένα ορύγματα μια μίζερη καθημερινότητα, όπως οι μεταλλωρύχοι, μόνον που μπορούσαν να σκοτωθούν ανά πάσα στιγμή. Ήταν ένας πόλεμος κατασκευών, καθώς τα χαρακώματα ήταν ένα είδος εξόρυξης -προέκταση της καταναγκαστικής εργασίας στρατιωτών, αρκετοί εκ των οποίων ήταν πρώην εξαθλιωμένοι εργάτες ορυχείων- με σκοπό την καταστροφή του εχθρού. Αλλά ήταν ο πρώτος εκβιομηχανοποιημένος πόλεμος καθώς στο επίκεντρό του βρισκόταν πλέον το πυροβολικό. Από το 1914 ως το 1918, μόνον στο Δυτικό Μέτωπο, έπεσαν 1,5 δισεκατομμύρια οβίδες! Χάρη στην εξέλιξη της ακρίβειας, της ευελιξίας και της καταστρεπτικής ικανότητας των οβίδων από τα γιγαντιαία πυροβόλα, όπως η περιβόητη ‘Μεγάλη Μπέρθα”, μπορούσαν πλέον να σκοτωθούν πολλοί άνθρωποι “εξ αποστάσεως”. Περισσότερο κι από τις ξιφολόγχες και τις σφαίρες αυτές οι οβίδες ευθύνονταν για την πλειονότητα των νεκρών, ειδικά στο Δυτικό Μέτωπο. Αν υπολογίσουμε πως το μέσο ύψος του κάθε πτώματος ήταν 1,72 μέτρα, τότε είχαμε 3.010 χιλιόμετρα νεκρών Γερμανών, 2.681 χιλιόμετρα νεκρών Γάλλων, 1.547 χιλιόμετρα νεκρών Βρετανών κι αν βάζαμε όλους τους νεκρούς στρατιώτες όλων των εμπλεκομένων χωρών και εθνοτήτων  τον ένα δίπλα στον άλλο τότε θα έφθαναν σε μήκος τα 15.508 χιλιόμετρα, δηλαδή μεγαλύτερη απόσταση από την περίμετρο της Γης! 

Ο πόλεμος του 1914-1918, ως παγκόσμιος πόλεμος, δεν μπορούσε να κερδηθεί από τη Γερμανία. Ως ευρωπαϊκός πόλεμος όμως είχε μια αμφίβολη έκβαση και τελικά ο πόλεμος αυτός κρίθηκε στην Ευρώπη, ειδικά όταν στις αρχές του 1917 οι ΗΠΑ αποφάσισαν να επέμβουν στρατιωτικά στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ ανατρέποντας τις οποίες ισορροπίες. Το τέλος του πολέμου τον Οκτώβριο του 1918, με την ήττα και την άνευ όρων συνθηκολόγηση των Κεντρικών Δυνάμεων, πυροδότησε τεράστιες γεωπολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις και καθεστωτικές μεταβολές στο εσωτερικό της Ευρώπης. Τέσσερις μεγάλες αυτοκρατορίες κατέρρευσαν (Οθωμανική, Αυστροουγγρική, Ρωσική και Γερμανική) και στην κατακερματισμένη ανατολική Ευρώπη δημιουργήθηκαν μια σειρά από νεότευκτα εθνικά κράτη, στα οποία εγκλωβίστηκαν 25 εκατομμύρια μέλη εθνικών μειονοτήτων που αντιμετωπίζονταν συχνά ως πολίτες β’ κατηγορίας. Σε πολιτικό επίπεδο ο Μεγάλος Πόλεμος πυροδότησε ουσιαστικά την Οκτωβριανή Επανάσταση στην Ρωσία και την ανάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους και στη δημιουργία του πρώτου κομμουνιστικού κράτους στην παγκόσμια ιστορία (Σοβιετική Ένωση).

Σε οικονομικό επίπεδο ο πόλεμος οδήγησε στην οριστική μετατόπιση της οικονομικής ισχύος από την Ευρώπη στις ΗΠΑ, που ήταν και ο μεγάλος νικητής του πολέμου. Συγκεκριμένα το 1890 οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία είχαν παρόμοια ποσοστά συμμετοχής τους στην παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή: γύρω στο 28% η κάθε μία τους. Το 1913 οι ΗΠΑ ανέβηκαν στο 35% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής, ενώ η Μ. Βρετανία κατρακύλησε στο 14%, κάτω ακόμη κι από την ανερχόμενη Γερμανία (15%). Μετά ωστόσο από τους 51 μήνες του πολέμου οι ΗΠΑ βελτίωσαν ακόμη περισσότερο τη θέση τους, κερδίζοντας το έδαφος που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα κέρδιζαν σε μισόν αιώνα, βελτιώνοντας θεαματικά το εμπορικό τους ισοζύγιο! Για παράδειγμα το 1914 οι ΗΠΑ χρωστούσαν στην Ευρώπη 924 εκατομμύρια λίρες Το 1919 όμως η Ευρώπη χρωστούσε τρία δισεκατομμύρια λίρες στις ΗΠΑ, το 40% των οποίων ήταν χρέη της Μεγάλης Βρετανίας. Για να πληρωθούν αυτά τα δυσθεόρατα χρέη που δημιούργησαν οι ανάγκες του μακροχρόνιου πολέμου οι νικήτριες Αγγλία και Γαλλία επέβαλαν στην ηττημένη Γερμανία υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις και μια ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης, τη περιβόητη Συνθήκη των Βερσαλιών.

Μια ταπεινωτική “Συνθήκη Ειρήνης” είναι Αιτία Πολέμου

“Μια κακή ειρήνη είναι χειρότερη κι από τον πόλεμο” έλεγε ο Τάκιτος. Αυτό ακριβώς ήταν και η Συνθήκη των Βερσαλιών για την Γερμανία, η οποία πρέπει να σημειωθεί πως δεν ηττήθηκε στρατιωτικά στα πεδία των μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει επειδή την εγκατέλειψαν όλοι οι σύμμαχοί της και η ίδια δεν μπορούσε άλλο να αντέξει την πίεση και τη μακροχρόνια εξουθένωση του πολέμου. Η Συνθήκη των Βερσαλιών, που υπογράφηκε στις 28 Ιουνίου του 1919 στην Αίθουσα των Καθρεπτών του ανακτόρου των Βερσαλιών (εκεί όπου το 1871 οι ηττημένοι Γάλλοι υπέγραψαν τη συνθήκη παράδοσής τους στον Πρωσικό στρατό) ήταν ιδιαίτερα σκληρή και ταπεινωτική για τη Γερμανία. Η χώρα απώλεσε το 13% των εδαφών της (ή 40.000 τ.χλμ.) και σχεδόν επτά εκατομμύρια κατοίκους (εθνικά Γερμανοί στην πλειοψηφία τους), που βρέθηκαν ως μειονότητες σε γειτονικές χώρες. Οι περιοχές που απώλεσε  (Αλσατία-Λωραίνη στα Δυτικά και δυτική Πρωσία και μέρος της Πομερανίας και της Σιλεσίας στ’ ανατολικά) ήταν ιδιαίτερα πλούσιες σε φυσικούς πόρους και ειδικά σε άνθρακα. Επίσης η πόλη-λιμάνι του Ντάντσιχ, παρότι κατοικημένη στη συντριπτική της πλειοψηφία από Γερμανούς, κηρύχθηκε Ελεύθερη Πόλη, ενώ ο λεγόμενος “Πολωνικός Διάδρομος” απέκοπτε την Ανατολική Πρωσία από την υπόλοιπη Γερμανία. Επίσης οι Γερμανοί δυσανασχετούσαν γιατί η αρχή της Αυτοδιάθεσης -ένα από τα βασικότερα 14 σημεία της περίφημης Διακήρυξης του Προέδρου Γουίλσον- δεν εφαρμοζόταν και στην περίπτωση της Αυστρίας, καθώς οι Αυστριακοί επιθυμούσαν τότε την ένωση τους με τη Γερμανία.

Η Συνθήκη των Βερσαλιών ουσιαστικά καταργούσε το Γερμανικό Γενικό Επιτελείο και περιόριζε τον στρατό της χώρας στον ισχνό αριθμό των 100.00 στρατιωτών και 15.000 ναυτών (τα περισσότερα πολεμικά σκάφη και υποβρύχια της Γερμανίας έπρεπε να καταστραφούν), ενώ στα δυτικά σύνορα γύρω απ’ τον Ρήνο κηρύχθηκε μια Αποστρατιωτικοποιημένη Ζώνη, όπου εγκαταστάθηκε συμμαχικός στρατός κατοχής.

Οι χειρότεροι πάντως όροι αυτής της συνθήκης ήταν εκείνοι που προέβλεπαν κολοσσιαίες πολεμικές επανορθώσεις, που επέβαλαν στη Γερμανία να καταβάλει το ιλιγγιώδες ποσό των 132 δισεκατομμυρίων πολεμικών μάρκων! Άγγλοι και Γάλλοι επέβαλαν αυτά τα τεράστια ποσά στην ηττημένη Γερμανία προκειμένου να μπορέσουν και οι ίδιες να αποπληρώσουν τα χρέη τους που δημιούργησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου παίρνοντας δάνεια από τις ΗΠΑ. Για να αποπληρώσει αυτές τις υπέρογκες αποζημιώσεις η Γερμανία θα έπρεπε να αποδίδει κάθε χρόνο το 7,5% του ΑΕΠ  της για 40 συνεχόμενα χρόνια! Αν ωστόσο έλειπε κάθε χρόνο από τη χώρα το 7,5% του εθνικού της εισοδήματος, τότε θα ήταν αδύνατον να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη και να μπορέσει η Γερμανία να καλύπτει τις ανάγκες της. Άμεσο αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν η ραγδαία υποτίμηση του μάρκου και η έκρηξη του υπερπληθωρισμού. Τον Δεκέμβριο του 1922 οι τιμές στη Γερμανία ήταν 1.500 φορές μεγαλύτερες απ’ ότι το 1914. Τον επόμενο Δεκέμβριο ήταν 1.260.000.000.000 υψηλότερες! Η υποτίμηση του μάρκου γίνονταν σχεδόν κάθε λεπτό που περνούσε. Σύμφωνα μ’ ένα ανέκδοτο της εποχής αν κάποιος πλήρωνε π.χ. με δολάρια το γεύμα του σ’ ένα εστιατόριο του Βερολίνου και έτρωγε σχετικά αργά, τότε δε θα ολοκλήρωνε ποτέ το γεύμα του. Μόλις τελείωνε το ένα πιάτο, η τιμή του μάρκου θα έπεφτε τόσο, ώστε με τα ίδια δολάρια θα δικαιούνταν κι ένα επιπλέον πιάτο κ.ο.κ.  Από εκείνη την εποχή προέρχεται και ο παθολογικός φόβος της Γερμανίας απέναντι στον πληθωρισμό, γεγονός που την ωθεί να επιβάλλει και στην υπόλοιπη Ευρώπη μια πολιτική αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας που σκοτώνει όμως την ανάπτυξη.

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον της ταπεινωτικής Συνθήκης των Βερσαλιών, της αίσθησης ότι ο Γερμανικός Στρατός δεν ηττήθηκε αλλά προδόθηκε από τους πολιτικούς του κι από “εσωτερικούς εχθρούς” και κυρίως της μακροχρόνιας οικονομικής ύφεσης, του υπερπληθωρισμού και της μαζικής ανεργίας άρχισε να κερδίζει σταδιακά έδαφος η ναζιστική προπαγάνδα. Το νεότευκτο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα (NSDAP), που είχε ως ηγέτη του έναν Αυστριακό “φωνακλά της μπυραρίας”, έναν τύπο με αστείο μουστάκι, που όμως είχε υπηρετεί με πάθος στον Γερμανικό Στρατό σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, κατάφερε μέσα σε λιγότερο από μία δεκαετία να αποπλανήσει τον απογοητευμένο γερμανικό λαό και να ανέλθει στην εξουσία καταλύοντας την εύθραυστη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1919-1933). Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι χωρίς τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις τραγικές επιπτώσεις που είχε η ταπεινωτική Συνθήκη των Βερσαλιών στη Γερμανία και στο γερμανικό λαό, δεν υπήρχε περίπτωση ο Αδόλφος Χίτλερ να εκλεγεί ποτέ στη θέση του Καγκελάριου. Τόσο ο Χίτλερ ως πολιτικός ηγέτης, όσο και ο Ναζισμός ως πολιτικό φαινόμενο ήταν παιδιά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.