* Στην Αλεξάνδρεια, όπου γεννήθηκα, περνούσε σχεδόν κάθε μέρα από το δρόμο που μέναμε ένας γεροβιολιτζής. Τον έχω ακόμα στο μυαλό μου, με την άσπρη κελεμπία του και τον άσπρο σκούφο του. Κρατούσε ένα χειροποίητο βιολί δικής του κατασκευής, με το οποίο έπαιζε με ένα δικό του μοναδικό τρόπο και παράλληλα τραγουδούσε. Θυμάμαι με τι λαχτάρα τον περιτριγυρίζαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Ώσπου μια μέρα, ο πατέρας μου αγόρασε ένα από αυτά τα βιολάκια, γιατί αυτή ήταν η δουλειά του γέρου, πουλούσε τέτοια βιολιά. Από τότε βάλθηκα να μάθω βιολί, αλλά πού. Το όργανο αυτό έπαιζε μόνο στα χέρια του γέρου που το έφτιαχνε. Ώσπου βρέθηκα μια μέρα με ένα αληθινό βιολί και άρχισα κανονικά μαθήματα. Μετά ήρθε στο σπίτι -δώρο του θείου- μια κιθάρα και μετά αποκτήσαμε ένα πιάνο. Κόντευα πια να γίνω σπουδαίος μουσικός! Κάπως έτσι βρέθηκα μερικά χρόνια μετά να ξέρω αρκετή μουσική… Μάνος Λοϊζος

Ads

Ο δρόμος είχε τη δική του Ιστορία…
Της Μάρως Λοϊζου

Το 1960 ήμουνα είκοσι χρόνων. Ζούσα σε μια γειτονιά της τότε Αθήνας, στον Κολωνό. Παρ’ όλη τη φτώχεια μας, είχαμε σχηματίσει μια όμορφη και δημιουργική παρέα. Τα Σαββατοκύριακα μαζευόμασταν σε κάποιο σπίτι, αγοράζαμε ρεφενέ βερμούτ και στραγάλια, χορεύαμε τσα τσα τσα, διαβάζαμε ή απαγγέλλαμε ποιήματα (ακόμη θυμάμαι την «Ντουλάπα» του Λειβαδίτη, που ήταν το σουξέ μου, και τον Δημήτρη Γκιώνη με τον Καζαντζάκη του), καπνίζαμε τα πρώτα μας τσιγάρα στο λόφο του Σκουζέ, κι όταν ο καιρός το επέτρεπε ανεβαίναμε ως την Καισαριανή για να παίξουμε ερωτικά παιχνίδια ανάμεσα στα πεύκα και τα κυπαρίσσια. Και οπωσδήποτε για να τραγουδήσουμε: Θεοδωράκη ή Χατζιδάκι. Τον Θεοδωράκη ψιθυριστά γιατί τότε ήταν, επί κυβερνήσεως Καραμανλή, απαγορευμένος ως ανατρεπτικός.

Το καλοκαίρι του 1962 ο Χατζιδάκις ανεβάζει την «Οδό Ονείρων» και ο Θεοδωράκης την «Όμορφη Πόλη» του Μποστ στο θέατρο «Παρκ». Στη χορωδία έπαιρνε μέρος και μια φίλη μου. Τη χορωδία διηύθυνε ο Μάνος Λοΐζος. Ένα απριλιάτικο βράδυ η φίλη με κάλεσε να παρακολουθήσω τις πρόβες. Έτσι γνώρισα τον Μάνο.

Ads

Ο Μάνος, όπως και όλη η χορωδία, ήταν μέλος του Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής, του περίφημου ΣΦΕΜ. Ο ΣΦΕΜ, με πρόεδρο τον Ζάκη Κουνάδη, βασικά είχε ξεκινήσει ως σύλλογος «Φίλων της Μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη» και είχε κινητοποιηθεί τα μέγιστα για να αρθεί από το ραδιόφωνο η απαγόρευση των τραγουδιών του Θεοδωράκη και να τον πείσει να έρθει στην Ελλάδα. Οπως και έγινε.

Τα γραφεία του ΣΦΕΜ ήταν στην οδό Σόλωνος 115, στην Αθήνα. Ο σύλλογος αυτός λίγο λίγο έγινε φυτώριο νέων καλλιτεχνών. Είμαστε δεν είμαστε είκοσι-είκοσι πέντε χρόνων όλοι (μόνο η Μαρία Φαραντούρη ήταν μικρότερη, πήγαινε ακόμη σχολείο και στις πρόβες τη συνόδευε πάντα η μαμά της). Σ’ αυτό το πανέμορφο νεοκλασικό με τη σκάλα που μονίμως έτριζε και τα φθαρμένα, ξύλινα πατώματα, ωριμάζαμε ο ένας πλάι στον άλλον, τραγουδώντας κάθε βράδυ τραγούδια που εμείς γράφαμε και βέβαια παίρνοντας μέρος στις συνεχείς διαδηλώσεις της εποχής εκείνης.

Έτσι, μέσα σε μια Αθήνα που τώρα πια αρχίζει να βράζει, συνεχίζουμε και εμείς τη δική μας πορεία. Από τους Λαμπράκηδες που τώρα πια έχουν δημιουργηθεί (και στους οποίους έχουν ενσωματωθεί οι Μπέρτραντ Ράσελ) στον ΣΦΕΜ και από τον ΣΦΕΜ στην Πλάκα. Πρώτα στα «Μπακαλιαράκια» για να πούμε κανένα τραγούδι και να μας κεράσουν κάτι να φάμε και μετά στον Γιάννη Αργύρη και τον Γιώργο Ζωγράφο για να τον ακούσουμε να διαβάζει με το μοναδικό, ανεπανάληπτο τρόπο του τα κείμενα του Μποστ και ιδιαίτερα «Το επάγγελμα της μητρός μου». Κάθε βράδυ, όλοι εκεί: ο Φώντας Λάδης, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Αλέκος Σταματέλης, η Αγγέλα Ζώη, η Εφη Παναγιώτου, ο Χρήστος Λεοντής, η Δέσποινα Ξενάκη, η Μαρία Ελευθερίου, ο Νότης Μαυρουδής, η Δανάη Σπηλιωπούλου, η Υακίνθη Κλάδη, ο Παναγιώτης Αντίοχος…

Τη δεύτερη φορά που συναντήθηκα με τον Μάνο ήταν στο σπίτι ενός φίλου. Στα χέρια του κρατούσε ένα δισκάκι που μόλις είχε εκδοθεί από την εταιρεία «Φιντέλιτυ». Ήταν «Το τραγούδι του δρόμου» σε μουσική δική του και στίχους του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, σε ελεύθερη απόδοση Νίκου Γκάτσου. Η συγκίνηση, μεγάλη. Ήταν ο πρώτος δίσκος ενός εικοσιπεντάχρονου νέου από την Αλεξάνδρεια που πότε σπούδαζε Φαρμακευτική πότε Οικονομικά και πότε γραφίστας στη σχολή τής Βακαλό. Ναι, η συγκίνηση ήταν μεγάλη και η υπερηφάνεια ακόμη μεγαλύτερη. Οπως και η τρύπα κάτω από τα φθαρμένα παπούτσια του που καθόλου δεν τον ένοιαζε να μας επιδεικνύει με άνεση. Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Πρωτομαγιά του 1962. (Αργότερα εγώ θα γράψω τους στίχους της «Πρωτομαγιάς» και ο Μάνος το «Πρώτη Μαΐου, θυμάσαι Μαρία, πόσο αγαπούσα τα μακριά σου τα μαλλιά».

Το 1963 μαζί Θεοδωράκης και Χατζιδάκις ανεβάζουν στο θέατρο «Παρκ» της λεωφόρου Αλεξάνδρας την επιθεώρηση ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΜΑΓΙΚΗ, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη και σκηνικά Μίνου Αργυράκη. Την ορχήστρα και τη χορωδία διευθύνουν ο Χρήστος Λεοντής και ο Μάνος Λοΐζος. Ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο μέρος υπήρχε ένα ιντερμέτζο, όπως το χαρακτήριζαν, των δύο νέων συνθετών. Επαιζαν από δύο τραγούδια τους ο καθένας. Ήταν η πρώτη τους δημόσια εμφάνιση. (Ελπίζω να μην τους απογοητεύσαμε για τη γενναιοδωρία τους. Πάντως για μένα, η παρουσία αυτών των σπουδαίων ανθρώπων στη ζωή μου υπήρξε καθοριστική. Ο σεβασμός που αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλον, το χιούμορ τους, οι πλάκες του Ζαμπέτα και του Μπιθικώτση με τα κορίτσια της χορωδίας, η καλοσύνη που μας κοίταζαν, η εμπιστοσύνη τους. Μας βοήθησαν έτσι να καλλιεργήσουμε μια ψυχική ισορροπία και πνευματικότητα που επιδίωξή της ήταν η ανάπτυξη των αυθεντικών αναγκών μας και η πραγμάτωση του ανθρώπινου δυναμικού μας).

Τον επόμενο χρόνο, στις 11 Μαρτίου του 1964, ο ΣΦΕΜ οργανώνει την πρώτη συναυλία του Μάνου Λοΐζου και του Χρήστου Λεοντή σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, Φώντα Λάδη και δικούς μου, που τότε ακόμη υπέγραφα ως Μάρω Λήμνου, το πατρικό μου. Εδώ θα ήθελα να πω ότι γι’ αυτά τα τραγούδια που έγραψα τότε με τον Μάνο, οπωσδήποτε αισθάνομαι μια βαθύτατη τρυφερότητα, αλλά ταλέντο σ’ αυτό το δύσκολο έργο της τέχνης εγώ δεν είχα. Εγώ το δρόμο μου το βρήκα αργότερα, ως Μάρω Λοΐζου πια, γράφοντας βιβλία για παιδιά.

Σ’ αυτή τη συναυλία του «Ακροπόλ» βίωσα και μία από τις πιο συγκινητικές εμπειρίες της ζωής μου. Μου την πρόσφερε ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος καθόταν στις πρώτες σειρές του θεάτρου ανάμεσα στον Ρίτσο και τον Βρεττάκο. Όταν η συναυλία τελείωσε, σηκώθηκε πανύψηλος και λαμπερός, ανέβηκε στη σκηνή μαζί με μας και μας πρόσφερε μια πέτρα!

«Σαν παλιότερος που είμαι, ήθελα σε σας τους νέους συναδέλφους να χάριζα κάτι περισσότερο από λόγια, κάτι που να σας μείνει και να το θυμάστε. Εψαξα, μα δεν βρήκα τίποτα καλύτερο απ’ αυτή την πέτρα, που πέρασε ξυστά στο κεφάλι μου την ώρα που διηύθυνα τον “Επιτάφιο”, στη Νάουσα, τον Οκτώβρη του 1961. Νομίζω πως μεγαλύτερο δώρο, καλύτερη τιμή δεν μου έγινε ως τώρα, ακόμα κι αν, όχι από λάθος δικό μου, δεν έφαγα αυτόν το σκληρό καρπό της μακεδονικής γης στο κεφάλι».

Τη χρονιά εκείνη ο Θεοδωράκης ιδρύει τη Μικρή Ορχήστρα Αθηνών, τη ΜΟΑ, η οποία έπαιζε προκλασική μουσική με μαέστρο τον Στέλιο Καφαντάρη. Εμείς, ο ΣΦΕΜ δηλαδή, ακολουθούσαμε παίζοντας δικά μας τραγούδια και απαγγέλλοντας ποιήματα που επί τούτου γράφαμε.

Οι συναυλίες δίνονταν σε εργοστάσια και λαϊκές γειτονιές και είχαν μεγάλη απήχηση. Η δουλειά ήταν πολλή. Από τη μια οι Λαμπράκηδες μ’ έναν Θεοδωράκη ανεξάντλητο που συνεχώς εμπνεόταν καινούργιες δραστηριότητες, με συνεχείς διαδηλώσεις για «114», με το ξενύχτι κάθε βράδυ στην Πλάκα, το γράψιμο, το διάβασμα, τους έρωτες, τους τσακωμούς, τις συμφιλιώσεις, τη δουλειά για τον επιούσιο (εγώ τότε δίδασκα αγγλικά στου Στρατηγάκη)… Είναι πράγματι να απορεί κανείς πώς ελεύθερα και αβασάνιστα προσφέραμε τέτοιο έργο, συνεισφέροντας έτσι στη διαμόρφωση ενός προοδευτικότερου κοινωνικού εγώ…

Το 1964 ο Μάνος δουλεύει στη ΣΤΟΑ, την μπουάτ του Γιώργου Κούνδουρου, στην πλατεία Κολωνακίου. Μαζί του η Φαραντούρη και ο Σαββόπουλος. Εκεί τον βρίσκει ένα βράδυ η Κωστούλα Μητροπούλου και του δίνει το «Δρόμο» και το «Στρατιώτη».

Το 1965 συναντιέται με τον Γιάννη Νεγρεπόντη και μαζί γράφουν το «Γ’ Παγκόσμιο» και το «Ακορντεόν». Τον επόμενο χρόνο αρχίζουν να δουλεύουν τα «Νέγρικα».
Ο Γιάννης έρχεται σπίτι μ’ ένα μπουκάλι κρασί, πίνουν και δουλεύουν ώρες ατέλειωτες. Κι είναι τότε που για πρώτη φορά, ως παρατηρητής πλέον, προσέχω αυτό το υπέροχο, ζεστό, ερωτικό φως που ο Μάνος έχει τη δύναμη να εκπέμπει και μέσα του να τυλίγονται, σαν σε κουκούλι, αυτός και οι συνεργάτες του. Κι είναι φορές που σκέφτομαι πως ίσως είναι αυτό το υπέροχο, ζεστό, ερωτικό φως που τα τραγούδια του απορρόφησαν και που, ακόμη και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά το θάνατό του, κάνει τους ανθρώπους να βουρκώνουν στο άκουσμα και μόνο του ονόματός του.

Τα «Νέγρικα» ήταν απαγορευμένα σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας, όπως και τα άλλα μέχρι τότε τραγούδια του Μάνου. Το χειμώνα του 1966 όμως παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Ήταν στη Φοιτητική Εβδομάδα της Ανωτάτης Βιομηχανικής και τραγουδούν την πρώτη φορά η Φαραντούρη και ο Γιώργος Ζωγράφος και τη δεύτερη η Φαραντούρη και ο Γιώργος Μούτσιος. Κόσμος πολύς, αλλά οι αστυνομικοί και οι μυστικοί ακόμη περισσότεροι.
Στις 19 Απριλίου του 1967 η συναυλία επαναλαμβάνεται με τη συμμετοχή του Σαββόπουλου αυτή τη φορά. Είναι οργανωμένη από την ΕΦΕΕ και έχει προγραμματιστεί να επαναληφθεί στην Αθήνα τρεις μέρες μετά, στο Κεντρικό, δηλαδή στις 21 Απριλίου, ημέρα Παρασκευή.

Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Η δικτατορία μας τίναξε όλους στον αέρα, μας σκόρπισε, μας διαμέλισε, μας σακάτεψε. Ωστόσο, έστω και ανάπηροι, καθένας με τις δυνάμεις του, όλοι κάτι προσπαθήσαμε να κάνουμε για να αντισταθούμε. Τα εμπόδια έμοιαζαν ακόμη βατά, είχαμε πίστη, ελπίζαμε…”

Ήταν ο άνθρωπος μας…
Της Χαρούλας Αλεξίου

Ο Μάνος Λοϊζος είναι ένας άνθρωπος «συγγενικός», ένας άνθρωπος που έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και το συναίσθημά μου. Πολλές φορές, ακούω δίσκους του, κυρίως κομμάτια με τη δική του φωνή και κάνω παρέα μαζί του. Σε επαγγελματικό επίπεδο, συνεργαστήκαμε δύο φορές: η φιλία μας χρονολογείται ήδη από το 1970, από τις «Θαλασσογραφίες» του, όπου έκανα τις δεύτερες φωνές, αλλά σίγουρα δεθήκαμε στα «Τραγούδια της Χαρούλας». Ο Μάνος ήθελε να γράψει λαϊκά τραγούδια και πίστευε πως εγώ θα τα ερμήνευα πολύ καλά. Του άρεσε να του λέω δημοτικά. Αγαπούσε τις κλίμακές τους και τα γυρίσματα της φωνής. Μου ζητούσε πολλές φορές να του τα τραγουδάω. Είχα άλλωστε παράδοση σε αυτή τη μουσική. Του τραγουδούσα λοιπόν κι αυτός έγραφε τα καινούργια τραγούδια. Ο Μανώλης Ρασούλης τους στίχους.

Η αλήθεια είναι πως ο Μάνος ήταν απόλυτος τότε. Σκεφτόταν πάρα πολύ και είχε ταλαιπωρήσει τον Ρασούλη. Μερικούς στίχους του ζήτησε να τους ξαναγράψει. Ένα είδος τραγουδιού όπως ο «Φαντάρος» ήταν καινούργιο για εκείνον. Ο Μάνος έγραφε πάντα λαϊκές μπαλάντες και τραγούδια με πολιτικό μήνυμα. Το να γράψει ερωτικά λαϊκά τραγούδια ήταν δοκιμασία. Πολλές φορές ένα τραγούδι το έγραφε σε παραλλαγές. Το παίδευε πάρα πολύ προκειμένου να βγάλει έναν ήχο μοναδικό. Ψαχνόταν.

Τότε όλοι οι ήχοι έβγαιναν με φυσικά όργανα. Εκείνος, για να χρωματίσει διαφορετικά, αφού δεν υπήρχαν τα συνθεσάιζερ ή τα σάμπλερ, έβαζε πινέζες στις χορδές του πιάνου για να ακουστεί σαν λατέρνα. Ζητούσε από τον μουσικό να παίξει κιθάρα με ένα σκουπάκι ή ένα χαρτί στη θέση της πένας. Πολεμούσε ώρες στο στούντιο ώσπου να βρει αυτό που ήθελε , αυτό που σκεφτόταν όταν έγραφε το τραγούδι.
Ο Μάνος ήταν τρομερός μελωδός. Έγραφε πάντοτε άμεσες μελωδίες. Το πιο σημαντικό είναι, όμως, ότι, μέσα στο χρόνο, η μουσική του είναι σαν να έχει γραφτεί σήμερα.

Ο Μάνος έκανε αυτοκριτική. Αυτοσαρκαζόταν. Διάλεγε τους ανθρώπους πολύ προσεκτικά. Δεν ήταν πολύ εύκολο να τον πλησιάσεις. Αυτό δεν σημαίνει πάντως πως κρατούσε αποστάσεις. Ήταν επιλεκτικός και τα κριτήριά του σε καμία περίπτωση δεν ήταν «κοινωνικοοικονομικά». Έκανε παρέα με λαϊκούς και ταπεινούς ανθρώπους, με την ίδια άνεση που συναναστρεφόταν με έναν διανοούμενο.
Με τον Μάνο περνούσαμε καταπληκτικά. Είχε απίστευτο χιούμορ. Ήταν άνθρωπος της παρέας. Όλοι τον ήθελαν στην παρέα τους, όχι γιατί ήταν επώνυμος, αλλά γιατί  ήταν αυτός που ήταν…

Τα τραγούδια του είχαν τη σφραγίδα της αγνότητας
Του Μίκη Θεοδωράκη

Είχα την ευτυχία και τη χαρά να συναντήσω τον Μάνο Λοϊζο από τα πρώτα του βήματα. Τον θυμάμαι στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη, να κάθεται απέναντι μου ώρες αμέτρητες καθώς οι συζητήσεις μας δεν είχαν τελειωμό…
Τα πρώτα του τραγούδια είχαν κιόλας τη σφραγίδα της αγνότητας, του αληθινού, του πηγαίου, της γένεσης.
Ο Λοϊζος δεν κατασκεύαζε. Και αν το ήθελε, δεν θα μπορούσε.

Γεννούσε.
Κι αυτό γιατί έτσι το ένιωθε…
Τρυφερός και καλός γινόταν ακόμα πιο τρυφερός και πιο καλός μέσα στην προσπάθεια, τις δοκιμασίες στον αγώνα.
Κι αυτή η ευγένεια της ψυχής, μπορεί να γίνει τραγούδι τρυφερό, καλό ευγενικό.

Δεν ήταν πλατάνι η βαλανιδιά.
Ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος: Η καρδιά του ανθρώπου!

Ποτέ δεν ξεχνιέται
Του Γιάννη Ρίτσου

Ο Μάνος Λοϊζος είναι απ’ τις σημαντικότερες δυνάμεις του νεοελληνικού τραγουδιού. Η μουσική του, οικεία, φιλική, μας κερδίζει απ’ το πρώτο της άκουσμα, σύμφωνα με ένα πλατύτατο κοινωνικό συναίσθημα που περιλαμβάνει και το δικό μας. Δεν επιζητεί ποτέ να εκπλήξει…
Το 1972, όταν γύρισα από απ’ την εξορία ήρθε δυο φορές σπίτι μου με την κιθάρα του. Έπαιξε και τραγούδησε πολλά τραγούδια του απ’ τις μεταφράσεις μου των ποιημάτων του Χιχμέτ…
Ένας Μάνος Λοϊζος, ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΞΕΧΝΙΕΤΑΙ…

Με την ψυχή δεμένη στο ταξίδι…
Του Λευτέρη Παπαδόπουλου

Ερωτικός, ανατολίτης, τρυφερός, ευαίσθητος, γαλήνιος, ονειροπόλος και μαζί, μαχητικός και πεισματάρης. Έτσι ήταν ο Μάνος. Με την ψυχή δεμένη στο ταξίδι. Και με το τραγούδι, αίμα στις φλέβες του.
Του άρεσαν οι όμορφες γυναίκες, το καλό κρασί, οι νόστιμοι μεζέδες. Σπάνια θύμωνε. Συνήθως χαμογελούσε. «Είμαι απελπισμένος», έλεγε. Κι έτρεχε να κρυφτεί στο καταφύγιο του: το χιούμορ.
Έπαιζε τάβλι, έπαιζε πόκα. Έπαιζε και με τη ζωή του. Έζησε μόνο 45 χρόνια, που είναι περισσότερα από 90, για πολλούς από μας. Γέρος και σοφός και πολύπειρος και συγχρόνως παιδί, έτοιμο να μαγευτεί από τα χρώματα μιας πεταλούδας!

Η ψυχή του ήταν αυτό το φεγγάρι…
Του Θάνου Μικρούτσικου

Μετά από τόσα χρόνια που ο Μάνος λείπει από κοντά μας, υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Το ελληνικό τραγούδι είναι πολύ πιο φτωχό. Αυτό φαίνεται περισσότερο σήμερα, που έχει επικρατήσει το εμπορευματοποιημένο και “νιου λάιφ στάιλ” τραγούδι. Ο Λοΐζος είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσε να είναι ένας κυματοθραύστης, ακριβώς γιατί ήταν ο πιο μελωδικός συνθέτης απ’ όλους μας.
Κουβαλούσε το άρωμα της Αλεξάνδρειας και ήταν από τους ελάχιστους τραγουδοποιούς, που πραγματικά κινήθηκαν σε αυτό το γλυκό σταυροδρόμι Δύσης και Ανατολής. Ηταν ο πιο μεγάλος μελωδός απ’ όλους μας και όλα σχεδόν τα τραγούδια του είχαν μια ιδιαιτερότητα. Ακόμα και τραγούδια που θα ‘λεγε κανείς ότι δεσμεύτηκαν από την εποχή τους, όταν τ’ ακούς σήμερα ξεφεύγουν από μια τυποποιημένη φόρμα. Η προσφορά του ήταν πολύ σημαντική. Θυμάμαι μια συναυλία, που δεν έχει πολυσυζητηθεί από τους “ιστορικούς” του ελληνικού τραγουδιού. Έγινε στις 19 Απριλίου 1967, στο θέατρο “Κεντρικό” όπου ο νέος τότε συνθέτης Μ. Λοΐζος (δεν είχε κλείσει ακόμα τα 30) παρουσίαζε τα “Νέγρικα” τραγούδια, μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο (και με μια ξεχωριστή ορχήστρα). Στο πιάνο έπαιζα εγώ (ήμουν 19 χρόνων), σε ένα όργανο από τους προγόνους των λεγόμενων συνθεσάιζερ, που είχα στο σπίτι μου, έπαιζε ο Λοΐζος, κιθάρα ο Διονύσης Σαββόπουλος, τραγουδούσε η νεαρή τότε Μαρία Φαραντούρη και επίσης σε άλλα δύο όργανα ήταν δύο πολύ αξιόλογοι καλλιτέχνες εκείνης της εποχής, ο Τζίμης Τζιμόπουλος, ένας από τους γνήσιους ροκάδες της δεκαετίας του ’60 και ο Πετροπουλάκης. Μετά από πάρα πολλές πρόβες δώσαμε αυτή τη συναυλία, που είχε ένα ιδιαίτερο σφρίγος και παλμό. Τα τραγούδια του Μάνου ήταν εξαιρετικά, η Φαραντούρη τραγουδούσε εκπληκτικά, εμείς παίζαμε με όλο το πάθος μας και μάλιστα ήταν τόση η καλλιτεχνική επιτυχία της συναυλίας, που οι οργανωτές είπαν ότι θα την επαναλάμβαναν “μεθαύριο”. Το “μεθαύριο” ήταν η 21η Απριλίου 1967.

Κάπου το 1981, αποφασίσαμε να κάνουμε μαζί με τον Μάνο και τον Χρήστο Λεοντή τις συναυλίες των τριών συνθετών, κάτι πρωτοποριακό για τότε. Παρ’ όλες τις επιμέρους διαφορές μας σε ότι αφορά στη φόρμα ή άλλα ενδεχομένως ζητήματα, πήραμε αυτή την απόφαση επειδή θεωρήσαμε ότι αυτά που μας ενώνουν είναι πολύ περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν. Μέχρι τότε ο κάθε συνθέτης είχε το δικό του καραβάνι, τους δικούς του τραγουδιστές και μουσικούς. Ηταν πρώτη φορά που έγινε κάτι τέτοιο και πραγματικά λειτούργησε εξαιρετικά, θετικά σαν μια κίνηση. Κάναμε έναν κύκλο έξι συναυλιών, με δώδεκα τραγουδιστές (συμμετείχαν η Χαρούλα, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Μητσιάς, η Δημητριάδη και άλλοι νεότεροι), με τρομακτική επιτυχία. Αξίζει να πω ότι στη συναυλία της Αθήνας, στον Πανιώνιο, είχαμε 50 χιλιάδες κόσμο. Μια από τις έξι συναυλίες ήταν στην Καβάλα. Την ώρα που διηύθυνε ο Λοΐζος τύχαινε να κάθομαι από την πίσω μεριά της σκηνής, που ήταν πολύ χαμηλή και τον έβλεπα σχεδόν στην ευθεία μου. έπαιζε συγκεκριμένα ένα αργό ζεϊμπέκικο. Τελειώνει το ζεϊμπέκικο και ο Μάνος εξακολουθεί να διευθύνει, παρότι ο τραγουδιστής και οι μουσικοί είχαν τελειώσει. Φωνάζω: “Μάνο”. Δε με ακούει, ξαναφωνάζω: “Μάνο, τέλειωσε”. Αυτός σαν υπνωτισμένος, κοιτούσε πάνω από το κεφάλι μου και συνέχιζε. Γυρίζω πίσω και τι να δω. Ηταν ένα εκπληκτικό φεγγάρι, που έσκαγε μύτη πίσω από το βουνό. Ο Μάνος είχε καρφωθεί στο φεγγάρι και γέμιζε την ψυχούλα του από αυτή την εικόνα. Πιστεύω ότι αυτό δεν ήταν ένα τυχαίο στιγμιότυπο. ήταν η ψυχή του Μάνου Λοΐζου αυτό το φεγγάρι.

Μια πορτοκαλιά που κάνει …πορτοκάλια
Του Βασίλη Παπακωνσταντίνου

Συνέβη στην Σητεία, στην διάρκεια μιας συναυλίας με πολύ κόσμο. Ο Μάνος Λοϊζος διεύθυνε την ορχήστρα με γυρισμένη την πλάτη προς το κοινό. Ξαφνικά τα χέρια του άρχισαν να ατονούν. Σε δευτερόλεπτα σταμάτησε να τα κινεί. Ελλείψει εντολών οι μουσικοί σταμάτησαν να παίζουν. Μέσα στη σιωπή, ακίνητος ο Λοϊζος κοιτούσε επίμονα στο βάθος. Τρόμαξα. Νόμιζα πως κάτι έπαθε. Κατάλαβα πως παρατηρούσε κάτι πάνω από τα κεφάλια μας. Γύρισα και τότε είδα πως ακριβώς πάνω από την εξέδρα μας ανέτελλε ένα υπέροχο, ολόγιομο φεγγάρι. Ο Μάνος είχε κυριολεκτικά χαζέψει. Γύρισε στο κοινό, πλησίασε στο μικρόφωνο και είπε: «Το είδατε το φεγγάρι;».
Αυτό το περιστατικό, πιστεύω, είναι ότι το χαρακτηριστικότερο μπορώ να καταθέσω για τα λιβάδια όπου ταξίδευαν η ευαίσθητη ψυχή και το μυαλό. Πολύ δύσκολα απομονώνεις περιστατικά από τη ζωή σου με ένα αγαπημένο πρόσωπο.

Ήξερα το Λοϊζο μέσα από τα τραγούδια του πολύ προτού τον γνωρίσω προσωπικά. Τα τραγουδούσα σε διάφορες μπουάτ στην Αθήνα και τη Γερμανία τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας. Όταν γύρισα, ο Μίκης Θεοδωράκης με πήγε στη Minos. Τότε ζήτησα από τον κ. Μάτσα να με γνωρίσει στον Μάνο Λοϊζο.
Με πήγαν, λοιπόν, στο studio της Columbia στον Περισσό, όπου ηχογραφούσε «Τα Τραγούδια του Δρόμου». Με άκουσε και του άρεσα. Συνεργαστήκαμε, λοιπόν, αμέσως. Συμμετείχα στον παραπάνω δίσκο ερμηνεύοντας τον «Τρίτο Παγκόσμιο» και τον «Στρατιώτη», δυο τραγούδια που αγαπήθηκαν αμέσως, όπως ολόκληρος ο δίσκος και με έκαναν γνωστό στον κόσμο.

Γνωριστήκαμε πολύ καλά με το Μάνο. Αγαπηθήκαμε. Ο Μάνος ήταν φοβερά καλοσυνάτος άνθρωπος. Ήταν το γελαστό παιδί. Είχε ανεξάντλητο χιούμορ. Ήταν οικείος. Ακόμη και όταν τον συναντούσες για πρώτη φορά, ένιωθες πως τον ξέρεις χρόνια. Μπορούσες να είσαι άνετος μαζί του. Από τους συνεργάτες του, κι ας είχαν ουδέτερες σχέσεις, κανένας δεν τον προσφωνούσε «κύριε Λοϊζο», όλοι τον έλεγαν «Μάνο». Ήταν τόσο οικείος όπως οικεία ήταν και τα τραγούδια του: πάντα προείχε το συναίσθημα και μετά ερχόταν η κοινωνική τοποθέτηση, ειδικά όταν έγραφε ο ίδιος τους στίχους των τραγουδιών.

Ο Μάνος ήταν μεγάλος μελωδός. Η μεγάλη του τέχνη ήταν η απλότητα της μελωδίας του. Κάθε νέο του τραγούδι νόμιζες πως το έχεις ξανακούσει, χωρίς όμως να σου θυμίζει κάποιο άλλο. Όταν νέοι μουσικοί μου ζητούν  να τους συμβουλέψω, τους λέω πάντα: «Να ακούσετε πολύ Λοϊζο», για να παραδειγματιστούν από τις μελωδίες του. Το τραγούδι του είναι ανεμοτράγουδο, είναι τραγούδι του δρόμου. Ο Μάνος έψαχνε διαρκώς καινούργιους τρόπους έκφρασης και νέους δρόμους τραγουδιού. Αν ζούσε σήμερα, πιστεύω, θα είχε ανακαλύψει καινούργια πράγματα. Ο ίδιος έλεγε πολλές φορές: «Είμαι μια πορτοκαλιά που κάνει πορτοκάλια», εννοώντας ότι δεν υπάρχει τίποτε φυσικότερο για εκείνον από το να κάνει τραγούδι. Είναι τόσο φυσικό μια πορτοκαλιά να κάνει πορτοκάλια, αλλά και τόσο θαυμάσιο… Αν δεν ήμουν γιος του πατέρα μου, θα ήθελα να είμαι γιος του Μάνου Λοϊζου…

Οι ρυθμοί του Μάνου
Της Δήμητρας Γαλάνη

Η συνδικαλιστική δραστηριότητα με έφερε κοντά με το Μάνο. Στήνοντας το σωματείο των τραγουδιστών γνωριστήκαμε και ερήμην εργασίας κάναμε παρέα. Παρ’ ότι και οι δυο ήμασταν στην Μίνος, εκείνη την εποχή δεν είχαμε συνεργαστεί. Λέγαμε τα δικά μας πίνοντας ένα μπλάντι Μαίρη. Μεταξύ ανεκδότων και αστείων, γιατί ο Μάνος ήταν ένας άνθρωπος με εκπληκτικό χιούμορ, στις φιλικές κουβέντες μας εκφραζότανε η επιθυμία για μια συνεργασία. Ξεκινήσαμε με κάποια σεγόντα μου στα «Τραγούδια της Χαρούλας». Όταν ο Μάνος ετοίμαζε ετοίμαζε το δίσκο «Για μια μέρα ζωής» μου πρότεινε να συμμετάσχω σε τέσσερα τραγούδια. Έτσι κι έγινε. Τραγουδήσαμε μαζί το «Η μέρα εκείνη δε θ’ αργήσει» και μόνη μου το «Λαϊκό το καφενείο», την «Κουτσή Κιθάρα» και το «Σε ψάχνω». Αυτή η συνάντηση θεωρήθηκε πρώτη προσέγγιση για να κάνουμε μετά έναν δίσκο. Δεν έγινε ποτέ.

Έτυχε ο δίσκος «Για μια μέρα ζωής» να είναι ο τελευταίος του. Δεν πρόλαβα να έχω καλλιτεχνική ανταλλαγή με το Μάνο για αρκετό καιρό.
Από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας, ο Μάνος, μια συγκλονιστική περίπτωση ήθους και αγωγής, ένα πλάσμα με ελαφρύ περπάτημα, ένας άνθρωπος δηλαδή που δεν αισθανόσουν ποτέ το βάρος της παρουσίας του, αν και πάντα είχες συνείδηση του βάρους της προσωπικότητάς του, ήταν για εμένα φορέας αυτής της μοναδικής αίσθησης ανάλαφρης δροσιάς μέσα στον μεγάλο καύσωνα. Ο Μάνος ήταν από τους ανθρώπους που μου πάνε πολύ, και το λέω αυτό τελείως απαλλαγμένη από τον μύθο του χαμού του. Μιλάω σαν να ήταν ακόμα στη ζωή.

Αν ήταν ακόμα στη ζωή θα είχε δώσει, ως συνθέτης, φοβερά πράγματα. Έχω ένα παράπονο και θα το έχω ώσπου να κλείσω τα μάτια μου: έχω την αίσθηση πως ο Μάνος έφυγε την πιο δημιουργική φάση της ζωής του. Ήδη το έργο του είναι σταθμός. Ο Μάνος είναι το σημείο που χαρακτηρίζει την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, το πέρασμα από τον αμιγώς συνθέτη στον τροβαδούρο. Είναι η αρχή για ότι ακολούθησε. Ήταν παιδί της γενιάς του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Άξιος συνεχιστής των μεγάλων, αλλά την ίδια στιγμή και το μοντέλο για τους επόμενους. Είναι ότι ήταν ο Τσιτσάνης στη σύνδεση του ρεμπέτικου με το λαϊκό. Είναι ο άνθρωπος που διέλυσε την ήδη υπάρχουσα φόρμα και έφερε την καινούργια. Γι’ αυτό και τα τραγούδια του έχεις πάντα την αίσθηση ότι γράφτηκαν χθες. Όταν λέω ένα τραγούδι του -είμαι τραγουδίστρια εδώ και τριάντα χρόνια- έχω την αίσθηση ότι πρόκειται για έναν νέο δημιουργό.

Εκείνη την ζεστή μέρα του Σεπτέμβρη που η σορός του έφτασε από τη Μόσχα στο αεροδρόμιο, θρηνούσα το φίλο Μάνο. Έναν άνθρωπο με τον οποίο με έδενε μια πεντακάθαρη σχέση, απαλλαγμένη από τα συμφέροντα της δουλειάς. Είχαμε πάει όλοι στο αεροδρόμιο και ήμασταν σαν χαμένοι. Αφού πήραμε τη σορό και φύγαμε, ξαφνικά κοίταξα τα πόδια μου και είδα ότι φορούσα δύο διαφορετικά παπούτσια, ένα καφέ κι ένα μαύρο. Δεν μου έχει ξανατύχει αυτό το πράγμα στη ζωή μου. Είχα μια αίσθηση σαν να είχε φύγει η γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Έχανα έναν φίλο.

Πήγαμε το βράδυ της κηδείας του στο σπίτι του Διονύση Σαββόπουλου. Πίναμε στο όνομά του. Θυμόμασταν ιστορίες και λέγαμε ανέκδοτα. Αισθανόμουν πολύ ωραία γιατί ένιωθα ότι έτσι θα ‘θελε να γίνει. Ο Μάνος δεν ήταν μίζερος δε τίποτε. Ήταν ένας άνθρωπος εξαιρετικής αισθητικής.

‘Ηταν όμως και ευγενής. Και γοητευτικός. Και σοφός. Και σιωπηλός (άλλη μια ένδειξη σοφίας). Και όταν γελούσε, γελούσε με την ψυχή του. Μα ακόμα κι όταν γελούσε, τα μάτια του είχαν μια θλιμμένη υγράδα σαν να είχε απόλυτη συνείδηση του κάρμα του. Με είχαν πραγματικά εντυπωσιάσει οι ρυθμοί του. Ο Μάνος δεν ήθελε να βιάζεται. Λες και το ήξερε. Από τον τρόπο που έπαιρνε το ποτήρι του να πιει, ως τον τρόπο που δούλευε στο στούντιο, οι ρυθμοί του ήταν «του Μάνου»!…

Xρονολόγιο

1937, 22 Οκτωβρίου: Γεννιέται στην Αλεξάνδρεια. Είναι το μοναδικό παιδί του Ανδρέα Λοΐζου, παντοπώλη που έχει φτάσει εκεί το 1924 από ένα χωριό της Λάρνακας της Κύπρου, τους Αγίους Βαβατσινιάς και της Δέσποινας Μανάκη, κόρης γεωπόνου από τη Ρόδο.
1951-’52: Όντας μαθητής του Αβερώφειου Γυμνασίου της Αλεξάνδρειας, έρχεται για πρώτη φορά σ’ επαφή με τη μουσική. Εγγράφεται σε τοπικό Ωδείο, αρχίζει να μαθαίνει βιολί αλλά καταλήγει στην κιθάρα.
1954: Με συνομήλικους φίλους φτιάχνουν μια μικρή κομπανία που παίζει σε φιλικές και οικογενειακές εκδηλώσεις. Ο πατέρας του τού αγοράζει το πρώτο του πιάνο.
1955: Παίρνοντας το απολυτήριο του Αβερώφειου Γυμνασίου, έρχεται για ανώτερες σπουδές στην Αθήνα. Με τέσσερις φίλους απ’ την Αλεξάνδρεια συγκατοικούν σ’ ένα σπίτι στο Κολωνάκι. Εγγράφεται στη Φαρμακευτική Σχολή.
1956: Εγκαταλείπει την Φαρμακευτική και μπαίνει στην Ανωτάτη Εμπορική.
1957: Οι ιδιόμορφες συνθήκες που διαμορφώνονται στην Αίγυπτο με την κατάληψη της εξουσίας από τον Νάσερ επιβάλλουν τη μόνιμη πια εγκατάστασή του στην Αθήνα. Αρχικά μένει στην Κυψέλη.
1958: Συντροφιά με το φίλο του, επίσης φοιτητή τότε, Φώτη Κωνσταντινίδη μετακομίζει στη Νέα Σμύρνη κι εκεί, αρχίζει να ανακαλύπτει τόσο την Μαρξιστική ιδεολογία, όσο και το νέο μουσικό κίνημα που έχει αρχίζει να διαμορφώνεται με τις πρώτες “παρεμβάσεις” του Μάνου Χατζιδάκι και την ευρύτερη αναγνώριση του ρεμπέτικου.
1960-’61: Παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει την Ανωτάτη Εμπορική. Για να επιβιώσει κάνει διάφορες δουλειές, από γκαρσόνι σε ταβέρνα της Κω μέχρι γραφίστας σε διαφημιστικό γραφείο της πλατείας Κάνιγγος ή διακοσμητής. Φοιτά για λίγο στη Σχολή Βακαλό, αρχίζει να συνθέτει πιο εντατικά και βρίσκεται σε στενή επαφή με τους φοιτητικούς -πολιτιστικούς- μουσικούς κύκλους της Αριστεράς της εποχής. Στις 30 Δεκεμβρίου 1961 μια ομάδα 83 νέων Φίλων της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη θα στείλουν στον Τύπο επιστολή διαμαρτυρίας δια την άδικον και αντιπνευματικήν στάσιν των Ραδιοφωνικών μας Σταθμών, έναντι των τραγουδιών του, δια του αποκλεισμού από τας εκπομπάς των. Το όνομα Μανώλης Λοΐζου είναι το δεύτερο στη σειρά…
1962: Μέσω μιας κοινής φίλης, έρχεται σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα κι εκείνος μεσολαβεί στην εταιρία Philips, έτσι ώστε να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι. Είναι το Τραγούδι του δρόμου, ελληνική απόδοση του Νίκου Γκάτσου από ένα ποίημα του Lorca. Τους στίχους έχει “ανακαλύψει” δημοσιευμένους στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης. Τραγουδά ο Γιώργος Μούτσιος. Γίνεται ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος στο Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής (Σ.Φ.Ε.Μ.) που δημιουργείται τον Απρίλιο με στόχο τη στήριξη του έργου του Μίκη Θεοδωράκη αλλά και την προβολή νέων δημιουργών. Στις τάξεις του συλλόγου θα βρεθούν πολύ γρήγορα ο Χρήστος Λεοντής, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Νότης Μαυρουδής, ο Φώντας Λάδης, ο Μάνος Ελευθερίου και πολλοί άλλοι. Αναλαμβάνει τη διεύθυνση της χορωδίας του Σ.Φ.Ε.Μ. και μ’ αυτή συμμετέχει το καλοκαίρι στις παραστάσεις της μουσικής επιθεώρησης του Μίκη Θεοδωράκη Όμορφη Πόλη που ανεβαίνει με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Παρκ.
1963: Στις 11 Μαρτίου δίνουν, από κοινού με το Χρήστο Λεοντή, την πρώτη τους συναυλία στο θέατρο Ακροπόλ. Τα έσοδα της συναυλίας διατίθενται για το Δ’ Πανσπουδαστικό Συνέδριο και την προλογίζει ο Μίκης Θεοδωράκης λέγοντας τα καλύτερα λόγια για τους πρωταγωνιστές της αλλά και παραδίδοντάς τους, εν είδει δώρου, μια …πέτρα που πέρασε ξυστά απ’ το κεφάλι του στα πλαίσια των αντιδράσεων που γνώρισε τον Οκτώβρη του ’61 μια συναυλία του στη Νάουσα. Το καλοκαίρι παίζει κάποια από τα πρώτα του τραγούδια στα πλαίσια της μουσικής επιθεώρησης Μαγική Πόλις που ανεβαίνει στο Πάρκ ως προϊόν συνύπαρξης του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι.
1964: Με τη Μαρία Φαραντούρη και το Γιώργο Ζωγράφο εμφανίζονται στην μπουάτ Στοά, στο Κολωνάκι. Εκεί, κάποιο βράδυ, ένα νεαρό κορίτσι θα του δώσει δυο στίχους που μέλλει να παίξουν βασικό ρόλο στην κατοπινή πορεία του. Το κορίτσι είναι η Κωστούλα Μητροπούλου και οι στίχοι είναι Ο Δρόμος και Ο Στρατιώτης.
1965: Το Μάρτιο παντρεύεται τη Μάρω Λήμνου. Η Μάρω Λήμνου είναι η μετέπειτα συγγραφέας παιδικών βιβλίων γνωστή ως Μάρω Λοΐζου. Με τη Μάρω έχουν γνωριστεί τρία χρόνια πριν στα παρασκήνια της Όμορφης Πόλης, συνυπάρχουν στο Σ.Φ.Ε.Μ. και έχουν ήδη γράψει μαζί και κάποια τραγούδια. Δύο απ’ αυτά, το Νύχτα μικρή αρχόντισσα και Το φεγγάρι έρημο τραγουδά σ’ ένα μικρό δίσκο, ο Γιάννης Πουλόπουλος, εγκαινιάζοντας τη μικρή του συνεργασία με την δισκογραφική εταιρία Lyra του Αλέκου Πατσιφά. Θ’ ακολουθήσουν -με το Γιάννη Πουλόπουλο πάλι- το Καράβια-Αλήτες με στίχους Φώντα Λάδη και το Μικρός ο κόσμος γύρω μου με στίχους Θανάση Χαμπίπη, αλλά και Ο Δρόμος με τη Σούλα Μπιρμπίλη, ένα ακόμα μελοποιημένο ποίημα του Lorca με ελληνικούς στίχους του Νίκου Γκάτσου, H Κιθάρα κι ένα τραγούδι με στίχους Μάρως Λήμνου, η Πρωτομαγιά. Γνωρίζει το Γιάννη Νεγρεπόντη και πάνω σε στίχους του γράφει το Στρατιώτη, τον Τρίτο Παγκόσμιο κι αρκετά ακόμα τραγούδια που θα παραμείνουν ανέκδοτα στη δισκογραφία, αλλά θ’ ακουστούν αρκετά στα πλαίσια του νεολαιίστικου κινήματος της εποχής και στους χώρους όπου αυτό λειτουργεί. Γράφει μουσική για το ανέβασμα του έργου του Lorca ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ από την Αλέκα Κατσέλη, για τη ΡΕΣΤΙΑ που ανεβάζει η Αλκηστις Γάσπαρη και για το ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ που ανεβάζει ο Μίμης Φωτόπουλος. Με μουσικές και τραγούδια του γυρίζεται η ταινία ΜΠΕΤΟΒΕΝ ΚΑΙ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ του Ορέστη Λάσκου. Γνωρίζει το Λευτέρη Παπαδόπουλο.
1966: Τον Αύγουστο γεννιέται η κόρη του Μυρσίνη. Κυκλοφορεί από την εταιρία Οdeon, το πρώτο τραγούδι που γράφει πάνω σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, το Αυτό τ’ αγόρι με τραγουδίστρια την Αλέκα Μαβίλη και γνωρίζει επιτυχία. Τα δύο επόμενα τραγούδια που γράφουν μαζί και κυκλοφορούν με ερμηνεύτρια τη Ζωή Φυτούση (Σαββατόβραδο και Πως τον αγαπώ) θα περάσουν μάλλον απαρατήρητα. Γράφει μουσική για τις ταινίες: ΑΓΑΠΕΣ ΠΟΥ ΔΕ ΣΒΗΝΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ του Γιώργου Ζερβουλάκου και ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΣ: ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ του Τρέντυ Ρουμανά. Το Δεκέμβριο, παρουσιάζει για πρώτη φορά σε συναυλία στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και με τραγουδιστές τη Μαρία Φαραντούρη και το Γιώργο Ζωγράφο, τον κύκλο τραγουδιών ΤΑ ΝΕΓΡΙΚΑ που έχει γράψει πάνω σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη. Είναι η πρώτη απόπειρα συνύπαρξης με τους σύγχρονους διεθνείς νεανικούς ρυθμούς και τα ηλεκτρικά όργανα…
1967: Το τραγούδι Η δουλειά κάνει τους άντρες με στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ακούγεται από την Ελένη Ροδά στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου ΤΡΟΥΜΠΑ ’67. Το πραξικόπημα ματαιώνει κάποιες συναυλίες που διοργανώνονται από την Πανσπουδαστική για την παρουσίαση των ΝΕΓΡΙΚΩΝ. Προκειμένου ν’ αποφύγει τη σύλληψη, το Σεπτέμβριο εγκαταλείπει την Ελλάδα και εγκαθίσταται για ένα εξάμηνο στο Λονδίνο. Εκεί για να ζήσει με την οικογένειά του -που φτάνει λίγο αργότερα- παίζει μπουζούκι σε κυπριακές ταβέρνες.
1968:Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ετοιμάζει, μαζί με το Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον πρώτο του μεγάλο δίσκο. Είναι Ο ΣΤΑΘΜΟΣ που κυκλοφορεί στο τέλος της χρονιάς, εγκαινιάζοντας την ετικέτα Μinοs για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρίας στην οποία και θα παραμείνει έκτοτε. Παράλληλα, γράφει μουσική και τραγούδια για τις ταινίες του Ντίνου Δημόπουλου ΤΟ ΛΕΒΕΝΤΟΠΑΙΔΟ και Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ.
1969: Με το Λευτέρη Παπαδόπουλο γράφουν μουσική και τραγούδια για το ανέβασμα του μουσικοθεατρικού έργου του Άλκη Παππά ΓΗ S.O.S. από τον Αλέκο Αλεξανδράκη.
1970: Κυκλοφορεί ο δεύτερος μεγάλος δίσκος του, πάλι με στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, οι ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΕΣ. Παράλληλα, ηχογραφεί κάποια σκόρπια τραγούδια του με τον Στέλιο Καζαντζίδη (Δε θα ξαναγαπήσω, Όταν βλέπετε να κλαίω) και το Γιάννη Καλατζή (Παραμυθάκι μου, Τα πλεούμενα).
1971: Γράφει μουσική για την ταινία του Αλέξη Δαμιανού ΕΥΔΟΚΙΑ. Το τραγούδι του Αχ χελιδόνι μου ηχογραφείται για τη δισκογραφία με το Γιώργο Νταλάρα και, παράλληλα, ακούγεται από τη Λίτσα Σακελλαρίου στην ταινία του Όμηρου Ευστρατιάδη Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΜΟΥ ΖΩΗ, ενώ το Μάνα δε φυτέψαμε ακούγεται από το Γιάννη Πάριο στην ταινία -του Όμηρου Ευστρατιάδη επίσης- ΠΡΟΚΛΗΣΗ. Γράφει μουσική και τραγούδια για την ταινία του Ορέστη Λάσκου ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ.
1972: Κυκλοφορεί ο τρίτος μεγάλος δίσκος του, το ΝΑ ‘ΧΑΜΕ ΤΙ ΝΑ ‘ΧΑΜΕ κι αυτός με στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Με τον Παπαδόπουλο γράφουν παράλληλα και κάποια τραγούδια που δε θα περάσουν από τη λογοκρισία της εποχής (Ο Αρχηγός, Θα κλείσω το παράθυρο) ενώ με δικούς του στίχους γράφει την Πρώτη Μαΐου, τον Τσε και το Μέρμηγκα. Γράφει τραγούδια για την ταινία του Τάκη Βουγιουκλάκη Η ΑΛΙΚΗ ΔΙΚΤΑΤΩΡ. Αποτελεί ιδρυτικό στέλεχος της ΕΜΣΕ, του συνδικαλιστικού σωματείου των δημιουργών που θα ξεκινήσει με αφορμή την μεγάλη επέκταση της πειρατείας στο χώρο της δισκογραφίας.
1973: Η συνεργασία του με τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου ξεκινάει μ’ ένα τραγούδι που ακούγεται στους τίτλους της ταινίας των Θανάση Ρεντζή και Νίκου Ζερβού ΜΑΥΡΟ-ΑΣΠΡΟ. Βγήκαμε κάποτε στο δρόμο κι ήμασταν δυο, τραγουδά η Χάρις Αλεξίου, πάνω στη μελωδία που λίγο αργότερα θα γίνει πασίγνωστη με στίχους του ίδιου και με τίτλο Καλημέρα ήλιε. Στα πλαίσια των αναζητήσεων του έξω από τις φόρμες του λαϊκού τραγουδιού, αρχίζει τη μελοποίηση ποιημάτων του Ναζίμ Χικμέτ, με ελληνική απόδοση του Γιάννη Ρίτσου… Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου θα συλληφθεί στο σπίτι του στο Χολαργό και θα κρατηθεί για 10 μέρες.
1974: Τον Απρίλιο κυκλοφορεί ο δίσκος ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΗΛΙΕ με στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου. Μέσα στο ξέφρενο κλίμα της μεταπολίτευσης συμμετέχει σε μεγάλες λαϊκές συναυλίες της εποχής (με αποκορύφωμα τη συναυλία στο Γήπεδο του Παναθηναϊκού που θα καταγράψει ο Νίκος Κούνδουρος στην ταινία του Τα τραγούδια της φωτιάς) και, στο τέλος του χρόνου, κυκλοφορεί στο δίσκο ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ, όλα εκείνα τα τραγούδια του που, είτε είχαν απαγορευτεί τα προηγούμενα χρόνια, είτε δεν είχε επιτραπεί καν η ηχογράφησή τους από τη λογοκρισία της επταετίας.
1975: Στο τέλος της χρονιάς, εννιά χρόνια μετά την πρώτη τους παρουσίαση σε συναυλίες, κυκλοφορούν για πρώτη φορά στη δισκογραφία ΤΑ ΝΕΓΡΙΚΑ με στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη.
1976: Τον Οκτώβριο κυκλοφορούν ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΑΣ, ένας κύκλος λαϊκών τραγουδιών με στίχους του Φώντα Λάδη που καταγράφουν με άμεσο λόγο το πολιτικό κλίμα της μεταπολίτευσης και, ως εκ τούτου, βρίσκουν θέση σε κάθε κοινωνικοπολιτική διεκδίκηση της εποχής αλλά, την ίδια στιγμή, γνωρίζουν και αρκετούς αποκλεισμούς και απαγορεύσεις από το επίσημο κράτος.
1978: Αναλαμβάνει την προεδρία της ΕΜΣΕ και πρωτοστατεί στη δημιουργία απ’ αυτήν, φορέα είσπραξης πνευματικών δικαιωμάτων. Παντρεύεται την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη.
1979: Τον Ιούνιο κυκλοφορεί ο δίσκος ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΟΥΛΑΣ με στίχους του Μανώλη Ρασούλη και του Πυθαγόρα, δίσκος που σηματοδοτεί την -ύστερα από τόσα χρόνια δημιουργικής πολιτικής στράτευσης- εκ νέου κατεύθυνση του δημιουργού προς ένα “καθημερινό λαϊκό τραγούδι”.
1980: Τον Οκτώβριο κυκλοφορεί ο δίσκος του ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΖΩΗΣ που μέλλει να είναι και ο τελευταίος. Μέσα από τραγούδια με στίχους διαφόρων στιχουργών επιχειρεί μια προσέγγιση στον ηλεκτρικό ήχο της εποχής.
1981: Τον Μάιο πραγματοποιεί σειρά συναυλιών στο εξωτερικό (Καναδάς, Η.Π.Α., Αγγλία, Σουηδία). Τον Ιούνιο, μαζί με τον Χρήστο Λεοντή και τον Θάνο Μικρούτσικο, ξεκινούν σειρά κοινών συναυλιών ανά την Ελλάδα. Τον Οκτώβριο θα μπει στο Γενικό Κρατικό με περικαρδίτιδα και νεφρική ανεπάρκεια και, στο τέλος του χρόνου, θα ταξιδέψει στη Μόσχα για ιατρικές εξετάσεις.
1982: Στις 8 Ιουνίου θα χτυπηθεί από εγκεφαλικό επεισόδιο. Θα μείνει ένα μήνα στο νοσοκομείο και στις 16 Αυγούστου θα ταξιδέψει εκ νέου, για να συνεχίσει τη νοσηλεία του, στη Μόσχα. Στις 7 Σεπτεμβρίου θα υποστεί και δεύτερο εγκεφαλικό, το οποίο θα αποβεί και μοιραίο. Δέκα μέρες αργότερα (17 Σεπτεμβρίου) θα φύγει για πάντα…

(*πηγή: https://www.os3.gr/Επιμέλεια: Νίκος Βιδάλης)