Επί δέκα ημέρες συζητούσαν ακατάπαυστα και λεπτομερώς τις σημειώσεις τους ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς το Δεκέμβριο του 1847, στην κατοικία του πρώτου στις Βρυξέλλες.  Κατ’ εντολήν της διεθνούς «Ένωσης Κομμουνιστών» έπρεπε το συντομότερο δυνατόν να διατυπώσουν το «Σύμβολο της Πίστης» της εργατικής τάξης.

Ads

Στον πρόλογο της γερμανικής έκδοσης του 1872 θα γράψουν:  «Το Συνέδριο που έγινε στο Λονδίνο το Νοέμβρη του 1847, ανέθεσε στους υποφαινόμενους να συντάξουν ένα διεξοδικό θεωρητικό και πρακτικό πρόγραμμα του κόμματος, που προοριζόταν για δημοσίευση. Έτσι γεννήθηκε το παρακάτω “Μανιφέστο” που το χειρόγραφό του ταξίδεψε στο Λονδίνο για να τυπωθεί, λίγες βδομάδες πριν από την (σ.σ. αποτυχημένη τελικά) Επανάσταση του Φλεβάρη», το 1848 στο Παρίσι.

Ο – 29χρονος τότε – Ένγκελς συνέταξε αρχικά τις βασικές αρχές του κομμουνισμού υπό τύπον κατηχήσεως, είχε όμως ακόμα αμφιβολίες. Έτσι, στις 24 Νοεμβρίου του 1847 έγραφε από το Παρίσι στον – 27χρονο – σύντροφό του Μαρξ: «Για σκέψου λίγο το “Σύμβολο της Πίστης” της εργατικής τάξης. Νομίζω ότι πρέπει να αφήσουμε κατά μέρος την κατήχηση και να το διατυπώσουμε ως «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Τον Δεκέμβριο ο Μαρξ θα άλλαζε το ύφος και την μορφή του. Τον Ιανουάριο, οι σύντροφοί του από το Λονδίνο τον πίεζαν πλέον φορτικά να το στείλει το συντομότερο. Εκείνος όμως  καθυστερούσε θέλοντας να τελειοποιήσει κάθε φράση του χειρογράφου, ως εάν επρόκειτο να διακηρύξει τους νέους αιώνιους νόμους για την ανθρωπότητα. Όπερ και εγένετο.

Έτσι, στις 21, κατ΄ άλλους στις 23, Φεβρουαρίου 1848, πάντως πριν την 1η Μαρτίου, στην οδό Liverpool 48 στην συνοικία του Λονδίνου Bishopsgate, τυπώνονταν κρυφά τα πρώτα (γερμανικά) αντίτυπα, της – 23σέλιδης- μπροσούρας, χωρίς τα ονόματα των συγγραφέων βέβαια για ευνόητους λόγους, τα οποία μοιράστηκαν στα μέλη της «Κομμουνιστικής Ένωσης», τα οποία το περίμεναν με αδημονία. Μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου τα πρώτα περίπου 500 αντίτυπα είχαν εξαντληθεί. Όλοι είχαν την αίσθηση ότι επρόκειτο για ένα αριστούργημα, το οποίο εκτός από το ότι ήταν ένα έργο οξυδερκές, διεισδυτικό, και διορατικό, ήταν γλαφυρό και κυρίως κατανοητό από όλους. Κανείς βέβαια δεν φανταζόταν ότι θα έγραφε ιστορία.

Ads

Ακολούθησε μια δεύτερη έκδοση 1.000 αντιτύπων στις 14 Μαρτίου και βέβαια πολλές άλλες αργότερα. Το μανιφέστο εκδόθηκε αρχικά στα αγγλικά (1850), συντομευμένο στα γαλλικά (1872) και τα φλαμανδικά, η πρώτη ρωσική έκδοση κυκλοφόρησε στη Γενεύη το 1869 σαν μπροσούρα χωρίς εξώφυλλο, χωρίς αναφορά στο συγγραφέα, τον μεταφραστή, χωρίς τόπο και χρόνο έκδοσης. Ανάμεσα στο 1871 και το 1883 μεταφράστηκε σε άλλες επτά γλώσσες και μέσα στα επόμενα 40 χρόνια κατέκτησε τον κόσμο. Μέχρι το 1917 είχε εκατοντάδες εκδόσεις σε περίπου 30 γλώσσες.

Όπως αναφέρει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο ο Αντώνης Πολυχρονάκης, στα ελληνικά  μεταφράστηκε για πρώτη φορά από τον λογοτέχνη Κώστα Χατζόπουλο, ο οποίος είχε ασπαστεί τον Μαρξισμό  κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία. Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Εργάτης” του  Βόλου το 1908 με τον τίτλο «Προκήρυξη του Κοινωνιστικού Κόμματος»  και εκδόθηκε ως μπροσούρα από το «Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών» το 1913, η οποία τυπώθηκε στο τυπογραφείο της «Εφημερίδας των Εργατών» με τον τίτλο «Το κοινωνιστικό Μανιφέστο».

Τον κόσμο μπορεί να μην τον άλλαξε, αλλά σίγουρα τον συντάραξε με το ανατρεπτικό του μήνυμα. Η απήχησή του αποδείχτηκε τεράστια, αφού ήταν συνάμα και ιδιαίτερα ελπιδοφόρο. Η φλογερή του πρόσκληση για το γκρέμισμα του καθεστώτος της εκμετάλλευσης του προλεταριάτου  δεν περιέχεται ίσως πουθενά πιο περιεκτικά από τις τελευταίες τoυ φράσεις:  «Οι κυρίαρχες τάξεις ας τρέμουν μπροστά στην κομμουνιστική επανάσταση! Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο εκτός από τις αλυσίδες τους. Αλλά θα κερδίσουν όλο τον κόσμο. ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΕΝΩΘΕΙΤΕ!»

Την σύγκρισή του όμως με τις θρησκείες δεν την απέφυγε τελικά αφού το Μανιφέστο ευαγγελιζόταν ένα νέο δίκαιο κόσμο και έμελλε να καταστεί η Βίβλος της εργατικής τάξης. Αλλά και εκδοτικά η σύγκριση είναι αναπόφευκτη, αφού έχει εν τω μεταξύ περισσότερες εκδόσεις από την ίδια την  Βίβλο, ενώ κατάφερε να την πλησιάσει και κυκλοφοριακά. Το «Μανιφέστο του Κομουνιστικού Κόμματος», όπως είναι ο ακριβής τίτλος της πρώτης έκδοσης στην γερμανική γλώσσα, έχει γίνει στο μεταξύ το δεύτερο «best seller» στον δυτικό κόσμο με 500.000 εκ.αντίτυπα. (Η Βίβλος έχει κυκλοφορήσει σε 2-3 δισ. αντίτυπα. Το Κοράνι είναι σε παγκόσμιο επίπεδο τρίτο με 800.000 αντίτυπα, ενώ το έργο του Μάο «Αποφθέγματα του Προέδρου Μάο», το «Κόκκινο Βιβλιαράκι» με 1-1,5 δισ. αντίτυπα είναι μάλλον εκτός σύγκρισης λόγω του πληθυσμού της Κίνας). Το Μανιφέστο αποτελεί τεράστια εκδοτική επιτυχία αν σκεφτεί κανείς ότι η Βίβλος και το Κoράνι, διαδίδονται από καθιερωμένους θεσμούς όπως η εκκλησία και το κράτος, ενώ  το ίδιο δεν έτυχε φυσικά της ίδιας υποστήριξης -πλην των κομμουνιστικών χωρών-,  και συχνά ήταν απαγορευμένο.

Το μνημειώδες έργο  ξεκινά με την περίφημη και γνωστή σε όλους φράση: «Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, το φάντασμα του κομμουνισμού». Οι 9.600 λέξεις του έμελλε να έχουν ταχύτερη διάδοση από το «Πάτερ Ημών» με τις 56 λέξεις, τις «Δέκα Εντολές» με τις 297 και την «Διακήρυξη της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας» με τις 300, όπως υποστηρίζουν ειδικοί. Είναι μάλιστα κατά τον Βρετανό μαρξιστή ιστορικό, διανοούμενο και συγγραφέα Έρικ Χομπσμπάουμ το πολιτικό κείμενο με την μεγαλύτερη διάδοση και αναγνωσιμότητα και επιρροή  στον κόσμο μετά την «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της Γαλλικής Επανάστασης».  Πρόκειται ασφαλώς για ένα κείμενο ιστορικής σημασίας, όπως βεβαιώνει η ανθεκτικότητα και η δύναμή του, αφού  κυοφόρησε μάλιστα και μια επανάσταση, την Οκτωβριανή. Μπορεί κανείς να το απορρίψει, να το επικρίνει, αλλά να το αγνοήσει σίγουρα όχι. Aποτελεί μάλιστα από το 2013 μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNΕSCO.