Αθήνα, 21 Ιουλίου, 1965
«Με ξύπνησε το κουδούνι της πόρτας . Άνοιξα, ήταν η Ματθίλδη ναι, όμως αγνώριστη. Κάτασπρη σαν πανί, αχτένιστη, με ασάλευτα μάτια έκανε μερικά βήματα, στάθηκε και είπε δισταχτικά:
– Σκότωσαν το Σωτήρη. (Στ. Τσίρκας η Τελευταία Άνοιξη)

Ads

Γ Νεκροταφείο, Αθήνα, 23 Ιουλίου 1965. Η νεαρή κοπέλα, η Κική, πλησιάζει έναν φρεσκοσκαμμένο τάφο κι ακουμπά ένα γράμμα:
«Χιλιάδες τόνους γλωσσικό μετάλλευμα χρειάζεται να λιώσεις
για να βρεις τη χρειαζούμενη λέξη, στιχουργούσε ο Μαγιακόφσκι.
θα ’φτανε όμως το λιώσιμο της γης, για να συνθέσεις τη λέξη Σ’αγαπώ;
Είναι η πιο σωστή αλήθεια για σένα καλέ μου, την αισθάνεσαι τόσο έντονη και μεγάλη που στο πλατύ σου στήθος δε χωράει όταν τη μιλάς. Δεν είναι για έναν άνθρωπο, είναι για τον κόσμο όλο, απλώνεται για να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους της ματωμένης μας γης. Μου λεγες: «μια μέρα όλοι θα αγκαλιαστούμε. Αδέρφια. Αυτό το μίσος που υπάρχει γύρω μας και τόσο μας πλακώνει θα φύγει. Θα ζούμε όλοι ευτυχισμένοι».
Η απαλή, ζεστή φωνή σου ακούγεται αργή. Σταθερή. Πειστική.
Πόσο απλός ήσουν στις σχέσεις μας, είχες ένα παιδικό αυθορμητισμό που έκρυβε τη μεγάλη σου ανθρωπιά.
Μου λεγες συχνά: «Κική, σ’αγαπώ μαζί με όλους τους ανθρώπους. Είσαι ενας άνθρωπος, απ’τους καταπιεσμένους και εσύ. Πρέπει να ταιριάζουν οι άνθρωποι στη λύπη και στον πόνο, στις μικρές χαρές τους, και στους μεγάλους τους πόθους, για να διαιωνίσουν τις σχέσεις τους. Η αγάπη δεν είναι για τους δυο μας, είναι για τους ανθρώπους…»

Ο Σωτήρης Πέτρουλας δεν δολοφονήθηκε ‘κατά τύχη’ Συνολικά 31 μέλη της οικογένειας του, κομμουνιστές κι αντιστασιακοί, δολοφονήθηκαν την επταετία ’43 – ’50 από τους συνεργάτες των Γερμανών κι όσους τους κάλυπταν. Τελικά κι ο μικρανηψιός θα γινόταν το σύμβολο του «κινήματος των 70 ημερών».

Γράφει η Δήμητρα Πέτρουλα «Πού ‘ναι η μάνα σου μωρή;»

Ads

 

 

«”Αυτοί” μπορεί ακόμα να μπορούσανε να σκοτώνουνε και να μένουνε ατιμώρητοι. Αλλά και ο Αντώνης μου τώρα ήτανε λεύτερος να δώσει μάχη και να τους τόνε πάρει τον σκοτωμένο μας. Έτσι, κλείστηκε σ’ ένα γραφείο πρόσωπο με πρόσωπο ο αδερφός μου με τον Καψάσκη. “Αν δεν τηλεφωνήσεις τώρα στον Τούμπα (υπουργός Δημόσιας Τάξης, το 1965) και δεν του ζητήσεις να μας δώσει τον νεκρό, δε θα βγεις κι εσύ ζωντανός από δω μέσα”, είπε ο Αντώνης μου.
Αδερφέ μου, για ποιόνε απ’ όλους τους νεκρούς μας πολεμούσες εκείνες τις ώρες; Για ποιόνε απ’ όλους ή για όλους μαζί;»

Αν και δεν είναι το πρωτεύον δεν είναι και ανάξιο αναφοράς: εξαιρετικός μαθητής σε νυχτερινό, αν και δούλευε από τα 13 του χρόνια, άριστος μετέπειτα φοιτητής στην ΑΣΟΕΕ, όπου και πήρε υποτροφία επίδοσης, ένας θαυμάσιος μελλοντικός επιστήμονας σε εποχή που υπήρχαν λιγότερες στρεβλώσεις κι εξ αριστερών για την πολυτιμότητα της μάθησης, βρήκε καταφύγιο, με την εναπομείνασα οικογένεια του ως εσωτερικός μετανάστης στην Αθήνα. Ένα από κεινα τα παιδιά που προσπάθησαν στην δουλειά και στον αγώνα να πάνε κόντρα στον χειμώνα, οργανώθηκε αρχικά στην ΕΔΑ κι έπειτα στη νεολαία Λαμπράκη όπου γρήγορα αναδείχθηκε μέλος του καθοδηγητικού οργάνου της σπουδάζουσας.

Βαθιά ταγμένος σε μια ζωή πράξεων που έδινε στις λέξεις του γνησιότητα (γιατί πήξαμε σε κάθε χρώματος ‘ευαίσθητους’ που απλά γράφουν, σε βραβεία με λέξεις κίβδηλες) σημείωνε ο ίδιος: “δεν υπάρχει για τον αγωνιστή διάκριση μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής ζωής. Δεν μπορούμε συνεπώς να λέμε: Αυτές τις ώρες αφιερώνω στο άτομό μου, αυτές στον αγώνα. Άτομο και αγώνας έγινε αδιάσπαστη ενότητα, τόσο που αφαίρεση του αγώνα σημαίνει αφαίρεση της ζωής μας“.

Τελικά του συνέβη ακριβώς αυτό. Τουλάχιστον όμως, παρά τα φριχτά τερτίπια της ασφάλειας που ήθελε να θάψει τον νεκρό κρυφά τάζοντας λαγούς και πετραχίλια στους χαροκαμένους γονείς, βρέθηκε ένας άνθρωπος ασφαλίτης που λύγισε μπροστά στην μάνα. Την ειδοποίησε τελευταία στιγμή. Τον πήραν σπίτι, τον έντυσαν γαμπρό, τον τραγούδησαν  με μανιάτικα μοιρολόγια.  Έτσι, έγινε ο 1ος Πέτρουλας που θάφτηκε σε τάφο. Οι υπόλοιποι χώθηκαν σε λάκκο.
 
– «Που είναι η μάνα σου, μωρή; Μέσα στην παγωνιά του πρωϊνού, ήτανε 20 του Γενάρη του 1946, πρέπει να ’τανε μέρα Κυριακή, γιατί η μάνα μου επέμενε να μου φορέσει τα τσαρουχάκια μου…»
Έτσι ξεκινά η αφήγηση της Δήμητρας Πέτρουλα, αφήγηση που κόβει σαν το καλοακονισμένο ξυράφι, ή σαν το καλοακονισμένο χαρτί, την γυαλιστερή επιφάνεια της (νεο) ελληνικής ιστορίας.

Μπροστά στα μάτια του 6χρονου μια κάνη κι ένα κτήνος. Πίσω του μια συμμορία ΧΙΤΩΝ που μιμούνταν τις μαζικές δολοφονίες των ναζί-δασκάλων τους. Μπροστά και πίσω η ανθρώπινη τραγωδία, στην οποία οι πρωταγωνιστές μπορεί ν αλλάζουν ονόματα (ενίοτε και ρόλους κι ας πονά κι απαιτεί την ίδια καταγγελία, παρόλο που δεν αλλάζει τα κόζα της ιστορίας), ιστορία που μπορεί να μεταμφιέζεται ανάλογα το πλαίσιο λιγάκι διαφορετικά, αλλά οι βασικές δομές της αποκτήνωσης και της αντίστασης εναντίον της παραμένουν.

– «Που είναι η μάνα σου, μωρή;» Σε λίγο, το εξάχρονο, το μόνο που επέζησε μονάχα γιατί ένας απ τους χιτες «φοβήθηκε τον θεό» και κατέβασε το όπλο του μπροστά στο μωρό, θα έμενε 2 μέρες πάνω στο βουνό ανάμεσα στα πτώματα και στα γκρέμια. Θα έβλεπε τις κότες να τρωνε τα μυαλά του πατέρα, το αδικοασκοτωμένο σκυλάκι που λάτρευε τον Λεούτση της, φριχτά δολοφονημένο, την μητέρα με τα έντερα έξω, την αδερφή ν’ αργοπεθαίνει βογγώντας, θαρρώντας πως είναι ένα παιχνίδι προσμονής και πως θα σηκωθούν όλοι.

Κι ύστερα η διαδρομή σε μια Ελλάδα που αργοπέθαινε ενώ εκσυγχρονιζόταν, χάνοντας αυτό που σε κάνει παντοτινά ζωντανό: την ψυχή σου. Το δύσκολα κρυμμένο σοκ παρά τα αναμενόμενα και τόσο βαρετά πάντοτε φληναφήματα ακόμη κι από τις μιντιακές καταγραφές της εποχής, το απίστευτο κυνηγητό στην μικρούλα επιζήσασα που είχε αντικαταστήσει εντός της όσον αφορά το περιεχόμενο της ερώτησης την βιολογική μάνα με την πατρίδα, η σκληράδα ακόμη κι από οικογένειες συγγενών, η χυδαιότητα του να σου βάζουν χέρι γιοι σε σπίτια που σε φιλοξενούσαν καλοί ξένοι και να καλύπτεται ο γιος (στην πραγματικότητα αυτός ο σιχαμερός συνδυασμός αυθαιρεσίας του πολίτη κι αναλγησίας ενός κράτους μπροστά ακόμη και στα παιδιά των «μιασμάτων»), η αλληλεγγύη από δικούς αλλά κι από δυο τρεις ιδεολογικούς αντιπάλους που θελαν μες στον χαμό να κρατήσουν ανθρωπιά και την σώσαν, η οικογένεια με τους 31 νεκρούς από το άμεσο της περιβάλλον και με τους επιπλέον 42 στο ευρύτερο, νεκροί που δεν περιλαμβάνονται στη λίστα παιδιά που καθώς δεν μπορούσαν να βρουν οι γονείς τους δουλειά πωλούσαν χαρτομάντηλα ή γίναν λουστράκοι και τους άλεσε το τραμ, (σε ένα ιδιότυπο αλλά εντελώς υπαρκτό καθεστώς απαρτχαϊντ που οι καλές συνοικίες και οι καλές οικογένειες δεν ήθελαν να δουν, τρε μπαναλ, την ίδια ώρα που ξεκοκάλιζαν το σχέδιο Μάρσαλ στα πάνω πατώματα ή έπαιρναν κανά ξεροκόμματο στα κάτω) αγκαθωτές μνήμες μετέπειτα χαμένων που τους είχε στήριγμα, ονόματα μιας παράθεσης που ματώνει στο τέλος και σε κάνει να σιωπάς, μια Μάνη που έτσι μην αφήνοντας ζωντανό ή μη διωκόμενο απ’ τον τόπο, έγινε «μαύρη», η κόρη του Πέτρουλα, του αντάρτη, η θεία του Σωτήρη…

Του Σωτήρη Πέτρουλα, του τραγικού πρωταγωνιστή των Ιουλιανών, που έπλεξαν με την σειρά τους, ιστός αράχνης, την τραγωδία μιας χώρας. Μια ιστορία που τελείωσε; τον Ιούλη του 1965 με την «τυχαία δολοφονία» του μικρανηψιού, φωτοτυπία του αδικοχαμένου το ’50 τρυφερού μες στην ορφάνια της αδερφού, μια ιστορία που τελείωσε μ’ ένα Μανιάτικο μοιρολόι και μια πάνδημη κηδεία.

Σε μια κοινωνία που (παρά το κυνηγητό και την αποχαύνωση με μπάτσες και θεσούλες παρά το πάντοτε κλασσικό μαστίγιο και το καρότο δηλαδή) τα πιο ζωντανά στοιχεία της που δεν είχαν μεταλλαχτεί και δεν είχε έρθει τόσο μαζικά ο χειμώνας, είχαν αναλάβει εκείνον τον Ιούλη τον ρόλο της Αντιγόνης σε αυτόν τον βαθύ τόπο, απαιτώντας να πάψουν τα καραγκιοζιλίκια ενός κράτους δυνάστη και να ταφεί 22 του Ιούλη, σαν σήμερα, ο νεκρός. Μια ιστορία που τελειώνοντας σηματοδότησε και νοηματοδότησε την «Τελευταία Άνοιξη.»

Τελειώνοντας; Όχι ακριβώς. Η κυρία Δήμητρα βρήκε την δική της άνοιξη στα μέτρα που ταίριαζαν στην αξιοπρέπεια τα οικογένειας της. Μεγάλης ηλικίας πια, και στην σύντομη ανάσα που έδωσε η σημαντική απόφαση του τότε ΠΑΣΟΚ (81-85) για εθνική συμφιλίωση, ξαναεπισκέπτεται το χωριό. Συναντιέται με τον εγγονό ενός ΧΙΤΗ, δεν του λέει ποια είναι, του χαμογελά τρυφερά, της χαμογελά κι εκείνος. Τελικά συστήνονται. Δίνουν ευχές για έναν καλύτερο τόπο, για μια καλύτερη πατρίδα, για μια καλύτερη ζωή. Τον περιγράφει μ’ ελπίδα… Τον περιγράφει με Συγχώρεση.
 
Αλλά όχι δίχως Μνήμη. «…μια μέρα όλοι θα αγκαλιαστούμε. Αδέρφια. Αυτό το μίσος που υπάρχει γύρω μας και τόσο μας πλακώνει θα φύγει. Θα ζούμε όλοι ευτυχισμένοι…/Η αγάπη δεν είναι για τους δυο μας, είναι για τους ανθρώπους…» Σωτήρης Πέτρουλας + 21 Ιουλίου 1965
 
https://www.youtube.com/watch?v=QzMzsOOqf90