Ο Νίκος Μαμαγκάκης υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της όλης σύγχρονης ελληνικής μουσικής, καθώς ήταν πολυγραφότατος, συνθέτοντας μουσική για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, όπερες, ηλεκτρονική μουσική, έργα για ορχήστρα, κύκλους τραγουδιών και πολλά άλλα, εργαζόμενος διαρκώς και μέχρι την τελευταία του στιγμή σχεδόν. «Γεννήθηκε μέσα στη μουσική» όπως έλεγε και ο ίδιος, και έζησε με αυτήν, χωρίς να περιφρονεί κανένα είδος της, από την πιο λαϊκή έως την πλέον λόγια… Αυτές τις πτυχές του έργου και του βίου του αποτυπώνουν μέσα από τα κείμενά τους ο Αλέξης Βάκης και ο Κορνήλιος Διαμαντόπουλος για τηνΑυγή. Ακολουθεί επιπλέον το τελευταίο κείμενο του Νίκου Μαμαγκάκη με αφορμή το λουκέτο στην ΕΡΤ. 

Ads

«Μουσική ακούω, ζωή καταλαβαίνω»
Γράφει ο Αλέξης Βάκης

«Όταν ήμουν πολύ νέος, δούλευα σε διάφορα μαγαζιά. Με τον Καπλάνη, με τον Καλδάρα, με τον Μπέμπη, με όλους. Έπαιζα κιθάρα, έπαιζα ακορντεόν, μη φανταστείς βέβαια ότι ήμουνα και και κανένας βιρτουόζος, απλά έπαιζα. Επειδή όμως ήξερα να γράφω και να διαβάζω μουσική, όλοι με είχανε από κοντά. Μου λέγανε να φτιάξουμε ένα συγκρότημα κ.λπ. Κι όταν τους έλεγα ότι θα φύγω, αυτοί μένανε ξεροί. Αφού λοιπόν τελείωσα το Ωδείο, πήγα και διορίστηκα στο Ρέθυμνο, αρχιμουσικός στη Φιλαρμονική του Δήμου. Κάποια στιγμή έπεσε στα χέρια μου μια εφημερίδα που έγραφε για τις ημερομηνίες των εξετάσεων των υποτροφιών του ΙΚΥ. Οπότε ξαναήρθα στην Αθήνα, έδωσα εξετάσεις και κέρδισα την υποτροφία. Την ίδια υποτροφία είχανε πάρει ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Αργύρης Κουνάδης.
 
Πήγα πρώτα στην Ελβετία, όπου δεν μπόρεσα να βρω τον Χίντεμιτ, διότι τον είχανε διώξει εν τω μεταξύ. Έτσι κατέληξα στο Μόναχο, στον Καρλ Ορφ. Έδωσα εξετάσεις (οι οποίες ήτανε πάρα πολύ αυστηρές) και σπούδασα στην Ακαδημία του Μονάχου, δέκα εξάμηνα. Ακόμα έχω την ταυτότητα της Σχολής, δέκα σφραγίδες. Στη Γερμανία κατάλαβα πως δεν ήξερα τίποτα, πως όλα όσα είχα διδαχθεί εδώ, αρμονία, αντίστιξη και διεύθυνση μπάντας, δεν μετρούσαν καθόλου έξω. Άλλωστε δεν υπήρχαν και βιβλία στην Ελλάδα. Για την αρμονία, ας πούμε, υπήρχε μόνο ένα σύγγραμμα των Καλομοίρη – Οικονομίδη, το οποίο έλεγε πως οι χρωματικές είναι ‘σαν ένα γάργαρο νερό που τρέχει’, μπούρδες δηλαδή. Πήγαινα λοιπόν κάθε μέρα στη βιβλιοθήκη της Σχολής με δυο τσάντες, έπαιρνα τα βιβλία της αρμονίας, τα έστρωνα όλα κάτω στο πάτωμα και πήγαινα στα κεφάλαια: τρίτη βαθμίδα, έκτη βαθμίδα κ.λπ. Ήθελα να δω τι είναι όλα αυτά, ήμουνα περίεργος. Αν και το πρόβλημα είναι τελικά να επινοήσεις δικές σου αρμονίες, όχι να πάρεις τις έτοιμες αρμονίες και να τις χρησιμοποιήσεις. Βέβαια, απαιτεί κι αυτό να έχεις ένα γούστο, αλλά δημιουργία θα πει να κάνεις δικές σου αρμονίες, εξ υπαρχής»1.
 
Αν κανείς θελήσει να συνδέσει με ένα και μόνο ελλαδικό πρόσωπο του 20ού αιώνα το αξίωμα πως «η μουσική είναι μία, η τέχνη και η επιστήμη των ήχων», το πρόσωπο αυτό θα ήταν χωρίς δεύτερη συζήτηση ο Νίκος Μαμαγκάκης. Κι αυτό όχι μόνο γιατί η φύση, το εύρος, αλλά και η διεθνής αναγνώριση της εργασίας του στον χώρο της «μουσικής πρωτοπορίας» τον τοποθετεί αυτοδίκαια δίπλα σε συνθέτες του αναστήματος του Σκαλκώτα, του Ξενάκη ή του Χρήστου (με τον καθένα από τους τρεις που αναφέρονται να αποτιμάται βεβαίως σε σχέση με τα αισθητικά ζητούμενα της εποχής του). Ούτε γιατί, διαθέτοντας τουλάχιστον το ίδιο ειδικό βάρος μ’ εκείνους, θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ισάξιος του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, αν μη τι άλλο για την καθαρότητα του νεοελληνικού προσώπου που μας φανέρωσαν μέσα από τις τραγουδοκεντρικές τους αναζητήσεις. Ούτε ακόμα γιατί, σεβόμενος τα χρόνια που πέρασε μαζί τους και αναγνωρίζοντας το μεγάλο ταλέντο τους, επέμενε να μιλάει με αγάπη και θαυμασμό για τους μπουζουξήδες που γνώρισε κατά τα δύσκολα εφηβικά του χρόνια στην Αθήνα, τότε που κρυβόταν συνεχώς από την αστυνομία, εφόσον είχε αδελφό στη Μακρόνησο, που φοιτούσε στο Δεύτερο Νυχτερινό Γυμνάσιο (Θεμιστοκλέους και Κατακουζηνού) και που για να κάνει μπάνιο, έπρεπε να πάει στα δημόσια λουτρά της Ομόνοιας…

Η προσωπική σφραγίδα του Μαμαγκάκη έγκειται, κατά τη γνώμη μου, στο ότι ήταν εκείνος που, περισσότερο από κάθε άλλον ομότεχνό του, μας εμφύσησε την αντίληψη πως η μουσική είναι πριν απ’ όλα μια σοβαρή εργασία. Με νόμους τους οποίους δεν γίνεται να παρακάμψεις. Πως πέρα από το ταλέντο (με τη σπατάλη του οποίου μπορείς εύκολα να εκπέσεις στη μανιέρα, δηλαδή στη δημιουργική απονέκρωση), εκείνο που μετράει είναι η αφοσίωση και η αφιέρωση στον σκοπό της τέχνης σου.

Ads

Όλοι όσοι τον γνωρίσαμε έχουμε πάντα να θυμόμαστε πως ξυπνούσε κάθε μέρα από τα άγρια χαράματα και εργαζόταν με εξοντωτικούς ρυθμούς. Έτσι ώστε, όταν τον επισκεπτόμασταν, λίγο πριν το μεσημέρι, να έχει ήδη «πιάσει το πλάνο» της ημέρας και να είναι πλέον έτοιμος για μια χαλαρότερη συζήτηση, στην οποία σταθερά επανέρχονταν τα ονόματα του Χιώτη, του Λαύκα και του Τατασόπουλου, δίπλα σε εκείνα των δασκάλων του στη Γερμανία, του Ορφ, του Γκένταμερ και του Ριντλ.

Ήταν ικανός να μιλήσει με το ίδιο πάθος για τη μουσική που έγραψε για την Εκδρομή του Κανελλόπουλου (όπου σόλο κιθάρα έπαιζε ο Γεράσιμος Μηλιαρέσσης), αλλά και για τη μουσική που έγραψε για τη μεγαλύτερη κινηματογραφική ταινία όλων των εποχών, τη σειρά του Έντγκαρ Ράις Heimat II και III (56 ώρες φιλμ, με πάνω από 20 ώρες μουσικής, η οποία έκανε πρεμιέρα στην Όπερα του Μονάχου το 1992).

Ο «κύριος Νίκος» ήταν λοιπόν εκείνος που μας έπεισε πως «όλες οι μουσικές είναι λόγιες. Και όλα τα μεγάλα έργα αποτελούνται από μικρότερα κομμάτια. Που σημαίνει ότι ναι μεν οι φόρμες παίζουν έναν μεγάλο ρόλο αλλά, όταν κάνουμε συγκρίσεις, μπαίνουμε σε μια αισθητική περιπέτεια: μπορεί λ.χ. ένα τραγούδι να παραλληλιστεί με μια όπερα; Ναι, ένα τραγούδι μπορεί να παραλληλιστεί με μιαν άρια κάποιας όπερας. Άλλωστε, η άρια τι είναι; Ένα τραγούδι είναι. Σε κάθε περίπτωση, η μουσική δεν είναι κάτι διάφορο γι’ αυτόν που κάνει τραγούδια απ’ αυτόν που κάνει όπερες. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν και οι δύο. Ξεκινάνε από μια νότα και ψάχνουν να βρουν την άλλη νότα»2.
 
1. Απόσπασμα από συνέντευξη του Νίκου Μαμαγκάκη στον υπογράφοντα, που μεταδόθηκε σε δύο δίωρες εκπομπές τον Φεβρουάριο του 2009 στον ραδιοφωνικό σταθμό Στο Κόκκινο 105,5.

2. Ό.π. Ο τίτλος του άρθρου προέρχεται από τον τίτλο της αυτοβιογραφίας του Νίκου Μαμαγκάκη, που κυκλοφόρησε το 2006 από τις εκδόσεις Άγκυρα, σε επιμέλεια του Πάνου Χρυσοστόμου.

Ανανεώνοντας το ελληνικό τραγούδι
Γράφει ο Κορνήλιος Διαμαντόπουλος

 
Η ιστορία βάζει τα πράγματα στη θέση τους, μόνο που έχει κι αυτή κάποια κουσούρια: άλλοτε αργεί τραγικά, άλλοτε πάει με τους νικητές. Όπως και να ‘χει, είναι σεβαστή η ευφορία ενός απλού μουσικόφιλου που νιώθει δέος μπροστά σε κλεμμένες ιδέες μη γνωρίζοντας… Και πώς να γνωρίζει; Ο μέσος ακροατής είναι ένας εργαζόμενος που πασχίζει να επιβιώσει μη έχοντας πρόσβαση και χρόνο μουσικολογικών ερευνών. Αυτός είναι δικαιολογημένος όταν δέχεται σαν πρωτοποριακά όσα του σερβίρουν κάποιοι “έγκριτοι”. Αδικαιολόγητος είναι μόνο ο τραγουδοποιός των τριών ακόρντων που αυτοαποκαλείται συνθέτης, ο ενορχηστρωτής που αντικαθιστά με ηλεκτρική κιθάρα έναν τζουρά του ’30 και παριστάνει τον εφευρέτη, οκαλλιτέχνης-παραγωγός-προαγωγός που με γκραν ορχήστρες και με φώτα-καπνούς-εφέκαλύπτει μια κοινοτοπία, το είδωλο που με πιασάρικους στίχους και γερές δόσεις ντεσιμπέλ σού επιβάλλεται, ο προωθούμενος των μίντια που έχουν τον τρόπο να τον εμφανίζουν όχι μόνοανανεωτή, αλλά κυριολεκτικά ό,τι ορέγεται η μεγαλομανία του: από συνδυασμό Μπετόβεν -Βαμβακάρη – Μίκη μέχρι κορυφαίο των κορυφαίων! Δυστυχώς, υπάρχουν πολλοί τέτοιοι. Ευτυχώς, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Μία από αυτές, ίσως η σημαντικότερη περίπτωση σύγχρονου Έλληνα συνθέτη, είναι εκείνη του Νίκου Μαμαγκάκη.
 
Πολλά τα είδη τραγουδιού που έχει καλλιεργήσει ο Ρεθεμνιώτης δημιουργός. Ας περιοριστούμε στο λαϊκό. Αν εξαιρέσουμε τα κινηματογραφικά που είχαν προγραμματικό χαρακτήρα και ήταν παραγγελίες, οι πρώτοι ολοκληρωμένοι L.P. δίσκοι του σε στίχους Ρίτσου, Βάρναλη, Ιωάννου κ.ά. δείχνουν πολυεπίπεδες διαφοροποιήσεις. Επιστέγασμα της τότε τραγουδοποιίας του (και αρχή μιας νέας) ήταν το “Κέντρο Διερχομένων” με τις φωνές των Δημήτρη Ψαριανού, Ελευθερίας Αρβανιτάκη, Δημήτρη Κοντογιάννη. Κομμάτια πολυτονικά, με δύσκολες μελωδικές γραμμές, μεγάλα διαστήματα, παράξενες λύσεις και συνηχήσεις, όμως όλα περασμένα από βιωματικά φίλτρα, από γνήσιο ποιητικό αίσθημα και ταλέντο. Γοητευτικό, αν και όχι οικείο το αποτέλεσμα. Ο κόσμος αγκάλιασε τον δίσκο που έγινε ορόσημο στην πορεία του συνθέτη αλλά και του ντόπιου τραγουδιού γενικότερα.

Στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν μέχρι σήμερα και τον σχετικά πρόσφατο “Αιφνιδιασμό” με τη Λιζέτα Καλημέρη (σε στίχους Πολυδούρη, Λόρκα, Μακρή, Καραταράκη, Λαπαθιώτη) μεσολάβησαν περίπου 30 λαϊκοί ή σχεδόν λαϊκοί δίσκοι. Όμως και σε άλμπουμ-κύκλους διαφορετικού προσανατολισμού θα συναντήσουμε μία πλειάδα συμμετρικών και ασύμμετρων ρυθμών με έμφαση στα ζεϊμπέκικα εννιάρια. Ενδεικτικά σημειώνουμε τα “Λέει η καρδιά μου απόψε ένα σκοπό” από το Τραγούδι του Μπελογιάννη και της Έλλης Παππά, το “Ήταν Ωραίο Παιδί” από τον Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (Ελύτης: Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο), ορισμένα συνθέματα από το Ρεμπετόριο κ.ά.

Η σχέση του Ν. Μαμαγκάκη με το λαϊκό είναι τρίπτυχη και περιλαμβάνει διασκευές ρεμπέτικων, ενόργανες συνθέσεις για ένα ή περισσότερα όργανα και τραγούδια μεμονωμένα ή ενταγμένα σε ενότητες. Ξεχωρίζουν κάποιες κυκλοφορίες προορισμένες για συγκεκριμένες φωνές. Είναι τραγούδια γραμμένα ειδικά για ερμηνευτές όπως η Μελίνα Κανά, ο Κοντογιάννης, η Σοφία Παπάζογλου κ.ά. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης αξίζει να αναζητήσει δίσκους όπως οι “Τραγούδια για τη Μελίνα” και “Στεναγμός Ανατολίτης”. Πέρα από τα πανέμορφα φωνητικά μέρη η ορχήστρα πίσω τους εξιστορεί νότες όχι ακριβώς προβλεπόμενες, αλλά σταθερά βασισμένες στη ρεμπετολαϊκοσμυρνέικη παράδοση. Οι καινοτομίες βρίσκονται σε όλες τις παραμέτρους και είναι πολλές, αλλά πάντοτε μέσα στα όρια της κατανόησης -άρα επικοινωνίας- ενός μετρίως καλλιεργημένου κοινού. Προσοχή, δεν κάνουμε λόγο για μέσο ακροατή. Σε μια χώρα με από καιρό κατεστραμμένη Παιδεία, αυτός ο “μέσος” είναι κοντά στα όρια του αδαούς και αστοιχείωτου. Μιλάμε εδώ για τον “μετρίως” με την έννοια του Τσόμσκι, που μπορεί να καταλάβει οποιοδήποτε θέμα αν κάποιος του το εξηγήσει με απλά λόγια. Ο Μαμαγκάκης είναι απλός για όσους δεν είναι εθισμένοι σε μουσικές υπεραπλουστεύσεις. Το να αναλύσουμε διεξοδικά πώς ανανέωσε-ανανεώνει το λαϊκό τραγούδι, έχει δύο προβλήματα: Πρώτον, μπαίνουμε σε μουσικολογικά χωράφια. Δεύτερον, όχι σημείωμα, όχι άρθρα, αλλά ολόκληρο διδακτορικό μπορεί να γράψει ο γνώστης τού θέματος. Οι δίσκοι υπάρχουν και είναι εύγλωττοι. Οι περισσότεροι στην προσωπική του εταιρεία “Ιδαία” (είναι το αρχαϊκό όνομα της Κρήτης και γράφεται με κλειδί του σολ στη θέση του δέλτα).

Αυτό που ίσως θα είχε ενδιαφέρον να καταθέσουμε είναι το “τι και γιατί” της μαμαγκακικής παρεμβατικότητας στη λαϊκή Μούσα. Τρεις παράγοντες που έχουν διαποτίσει την τέχνη του είναι το κρητικό βίωμα, το ρεμπέτικο ειδωμένο από μέσα, η λόγια “κλασική” μουσική του 20ού αιώνα και η avant-garde. Οι επιδράσεις άλλοτε εμφανείς, άλλοτε όχι. Μικρές-μεγάλες, δεν παίζει ρόλο; Μια σταγόνα λουλάκι χρωματίζει ένα κυβικό… Αυτοί οι τρεις παράγοντες (πόσο διαφορετικοί μεταξύ τους!) αντιστοιχούν στις τρεις πρώτες δεκαετίες της ζωής του συνθέτη. Γεννήθηκε σ’ ένα -καζαντζακικό ακόμα- προπολεμικό Ρέθυμνο. Ήταν ανιψιός του μέγιστου λυράρη, του Ροδινού. Είδε, έζησε, συμμετείχε στη Μάχη της Κρήτης ως παιδί. Σφραγίστηκε από τον τόπο του κι από τον πόλεμο. Έφηβος στην Αθήνα σπούδασε με στερήσεις. Συναναστροφές με μύθους όπως ο Τσιτσάνης, ο Μάρκος, ο Χιώτης. Σύχναζε στο μουσικό καφενείο του Μάριου στην Ομόνοια και έγραφε σε νότες τα τραγούδια των ρεμπέτηδων που δεν κάτεχαν από πεντάγραμμο. Για ένα πιάτο φαΐ! Βασανίστηκε, αλλά μυήθηκε στην ουσία της μελωδίας όπως και στη μαγκιά. Και στην ευγένεια του κυνηγημένου που δεν λυγίζει. Τρίτη δεκαετία με πρώτες αναγνωρίσεις, υποτροφίες, Ανωτάτη Ακαδημία Μουσικής του Μονάχου και εργαστήρια ηλεκτρονικής μουσικής. Μαθητής των Ριντλ, Γκένταμερ και του διάσημου Καρλ Ορφ. Ακολούθησε ο Φίνος, ο κινηματογράφος (ελληνικός και ξένος) κι όλα τα υπόλοιπα. Όμως, αυτό που όλοι βιώνουμε στο ξεκίνημά μας είναι το πιο καθοριστικό. Ο βίος του τον οδήγησε στην ταυτόχρονη καλλιέργεια της πιο σκληροπυρηνικής και άκαμπτης πρωτοπορίας μα και στα δημοφιλή, προσιτά θεματάκια. Μάλιστα, ορισμένα υβριδικά, νέα μουσικά είδη (όπως η σύμπλευση της σύγχρονης μουσικής με έναν τύπο κρητικής αναγεννησιακής) είναι καθαρά δικές του επινοήσεις. Επίσης, στα λαϊκά του ανιχνεύονται διάφορα ξεχωριστά στιλ, καθώς, αν και πολυγραφότατος, δεν συνηθίζει να επαναλαμβάνεται.

Κλείνοντας, θα λέγαμε πως (είτε για τέχνη είτε για ζωή μιλώντας) τόσο έντονες αλλαγές, τόσο κοσμογονικές διαφοροποιήσεις μέσα σε λίγα χρόνια, μπορούν να πλουτίσουν ή να καταστρέψουν έναν άνθρωπο. Μια πέτρα είναι σκαλοπάτι ή εμπόδιο, αναλόγως πώς θα βάλεις το πόδι σου.

Το τελευταίο κείμενο του Νίκου Μαμαγκάκη με αφορμή το κλείσιμο της ΕΡΤ

«Είναι τεράστιες οι ευθύνες των κυβερνώντων, του κυρίου Σαμαρά και των συνοδοιπόρων. Αυτού του είδους τα βίαια και τελεσίδικα μέτρα δεν… οδηγούνε πουθενά. Ούτε σε κάθαρση, ούτε σε ανάνηψη, ούτε σε αναβάθμιση. Αυτά τα ξέρουμε πια. Αυτά θυμίζουνε άλλες εποχές και όζουν πονηρών προθέσεων. Μου κάνει αλγεινή εντύπωση ο τρόπος αυτός. Αυτές οι μονολιθικότητες, οι απολυτότητες και οι δογματισμοί. Δεν έχει κανείς το ανάστημα να παίρνει τέτοιου είδους αποφάσεις για λογαριασμό ενός ολόκληρου λαού. Να μου πεις έχουνε ψηφιστεί. Ναι, αλλά δεν έχουνε ψηφιστεί να φέρονται με αυτόν τον βίαιο και σατράπικο τρόπο. Θα το βρούνε μπροστά τους, δεν χωράει καμία αμφιβολία.

Η ΕΡΤ είναι ένα κομμάτι από το πνεύμα και από την σάρκα του ελληνικού λαού. Η ΕΡΤ είναι ένας φάρος πολιτισμικός με όλα τα συμπαρομαρτούντα και τις ατέλειες. Δεν χωράει αμφιβολία ότι χρήζει εξυγίανσης. Όμως πρέπει να κλείσεις την ΕΡΤ για να τη θεραπεύσεις; Δηλαδή πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι; Και ύστερα εν μία νυκτί θα θεραπευτούν τα πάντα; Όμως βλέποντας τους ανθρώπους αυτούς που μας κυβερνούσαν και μας φέρανε στο σημείο που είμαστε να ευαγγελίζονται αναβαθμίσεις, εξυγιάνσεις και αναπτύξεις είναι να σκάσεις!

Η δικαιολογία ότι χρειάζονται βαθιές τομές για να θεραπευτούνε τα διάφορα έστω νοσήματα από τα οποία πάσχει σήμερα η χώρα δεν είναι σίγουρο ότι είναι σωστή. Έχουμε ήδη υποστεί τόσες βαθιές “τομές”, τόσες μαχαιριές που δεν αντέχουμε άλλο. Εν ονόματι λοιπόν των χειρονομιών αυτών, των βαθέων “τομών ” (κατά την γνώμη των κυβερνώντων) έχει καταστραφεί ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού και το μόνο που επιτυγχάνεται από τις διάφορες εξαγγελίες και δηλώσεις των είναι ότι προσθέτουν στον ελληνικό λαό και διαιωνίζουν μια βαθιά θλίψη. Φτάνουνε πια οι θλίψεις και οι “τομές”. Δεν αντέχουμε άλλο.

Να ακυρωθεί αυτή η απόφαση. Δεν έχει δικαίωμα όποιος και να ‘ναι αυτός να φέρεται με αυτόν τον τρόπο. Να σταματήσουν επιτέλους οι πολιτικοί να μεταχειρίζονται τον ελληνικό λαό ως μέσον για την καριέρα τους και την επαγγελματική τους σταδιοδρομία».