«Τρελός, κακός κι επικίνδυνος», είναι η περιγραφή της λαίδης Lamb, για τον Λόρδο Βύρωνα. Από τη μια η λαίδη Lamb, σύμβολο της καθεστηκυίας σκέψης και ηθικής, κι από την άλλη ο λόρδος Βύρων, σύμβολο των ανθρώπων και των ιδεών που, όπως το όρισε ο Σω, δεν βλέπουν μονάχα τα πράγματα όπως είναι θρηνολογώντας ρομαντικά για την ανάλγητη πραγματικότητα, μα φαντάζονται τα πράγματα όπως θα έπρεπε ή θα μπορούσαν να είναι, ρισκάροντας δυναμικά για την πιο μακρινή αλήθεια. Αυτή η αποδοχή ή η δημιουργική αντίδραση, άλλωστε, είναι που χωρίζει ευσύνοπτα την ιερή του δημιουργού θλίψη, απ του παραδομένου την μιζέρια.

Ads

Γι ανθρώπους σαν τον Βύρωνα δεν ήταν άσχετα με την ποίηση όλα αυτά. Στην πραγματικότητα ήταν αυτά, προβλήματα που τη συνείδηση και τη διάσταση του Θείου μέσα μας ξυπνάνε, η αιτία της ποίησης, θυμίζοντας εκείνη την πορεία ζωής όσων επιλέγουν ν αναλίσκονται στο μακρινό ταξίδι και στα κύματα, που επισημάναμε στην αρχή. Θυμίζοντας με τις θριαμβευτικές τους ήττες τον διαρκή αγώνα του ανθρώπου να φτάσει τον βράχο στο βουνό, ή κρεμασμένος στον ίδιον βράχο, να σκαλίσει άοπλος με τα νύχια το Φως.

Γι αυτήν την Προμηθεϊκή και Σισύφεια ενότητα της ανθρώπινης ύπαρξης που τον μαγεύει γράφει ο Βύρων έναν συγκλονιστικό απολογισμό.

«Ποια της συμπόνιας σου η αμοιβή; Βαριά μιζέρια και βουβή/ Ο βράχος, τα όρνιο, τα δεσμά/ Πόνος περφάνιας που ξεσπά/ …Τιτάνα! Για σε η πάλη η σκληρή/ Της Βούλησης και των δεινών/Πηγή Θανάτου ή παθών/ Κι ουράνια βουλή η τρομερή/ Κι η μοίρα σκλάβου η κουφή/ Του μίσους η κύρια αρχή/ Που για το κέφι της γεννά/ Ό,τι θελήσει να χαλνά…»

Ads

Η αξία του Βύρωνα σήμερα, δηλαδή η διαρκής επικαιρότητα του σε μια εποχή υποχώρησης και νέας βαρβαρότητας , είναι πως δεν υπήρξε μόνο μια πολυσχιδής μορφή της ίδιας της Ζωής με το αρχίγραμμα της κεφαλαίο (πολυσύνθετος ποιητής, ποικιλόμορφος εραστής, μανιώδης περιηγητής κι εξερευνητής, παράτολμος πολεμιστής, ηθικός με την βαθύτερη έννοια φιλόσοφος κι ανήθικος για τα κρατούντα ήθη ηδονιστής την ίδια στιγμή) αλλά ότι δεν εκχώρησε στιγμή την ιδιότητα του πολίτη. Την ιδιότητα του ανθρώπου που δεν μπορεί να ξεχνά τις κραυγές του ανθρώπου που βάλλεται και επιλέγει γι αυτό να γίνει η φωνή του: Δηλώνει επιδεικτικά την αποδοκιμασία του για την αργόσχολη τάξη της αγγλικής αριστοκρατίας, συμπαραστέκεται στους Λουδίτες εργάτες, σηκώνει το γάντι στον Βικτωριανισμό, το πετά για να το σηκώσει στις θρυλικές εξορμήσεις του σε διάφορους τόπους της Ευρώπης στο πλάι των λαών της, βγάζει το καπέλο του στους Ινδούς καταγγέλλοντας την κατοχή τους από την Αγγλική αυτοκρατορία κι επιλέγει να συμπαραταχθεί με τους υπόδουλους έλληνες όχι μόνο απέναντι σε μια άλλη αυτοκρατορία, μα κι απέναντι από τους ομόταξους συμπατριώτες του για τα Ελγίνεια. Κι είναι από κείνους που έρχονται και μένουν, αφού δεν αγαπά φολκλορικά τους όποιους υπόδουλους όπως άλλοι ομότεχνοι του που απομακρύνθηκαν όταν γνώρισαν την “πραγματική εικόνα” των ραγιάδων, μα τους αγαπά όπως ακριβώς τους κατάντησε η σκλαβιά τους, οι ανάγκες και τα λάθη τους. Από την άποψη αυτή ο ρομαντικός ποιητής γνωρίζει αυτό που αγνοούν διάφοροι αδρά αμειβόμενοι ή απλουστευτικά σκεπτόμενοι υπερασπιστές της ομοιότροπης διαφορετικότητας. Πως το σημαντικό, πως το αληθινά δημοκρατικό, δεν είναι να κατανοήσουμε έναν πολιτισμό αναπαράγοντας αυτό που ο Levi Strauss ονόμασε regard eloigne (απόμακρη ματιά), όπου κάθε περιγραφή ή κατανόηση για την ετερότητα γίνεται με μία αίσθηση ανωτερότητας για την δική μας κοινωνία, ιδεολογία, ή τα ήθη και τους κανόνες μας, αλλά να τον κατανοήσουμε όπως ο ίδιος κατανοεί τον εαυτό του. Κι από κει να πηγάζουν κι οι ίδιες οι εξίσου κριτικές και προς τον εαυτό μας και προς τους άλλους παρεμβάσεις μας. O Byron αντικρύζει τους καταπιεσμένους, κι ανάμεσα τους τους Έλληνες, όπως ήταν και δεν παύει να τους αγαπά, παρά την απογοήτευση του για την καμαρίλα των πολιτικών της ταγών. Ακόμη και την παραμονή του θανάτου του, κι ενώ ψήνεται
από τον πυρετό, κληροδοτεί στον αγώνα 4000 λίρες (!!)

Στ’ αλήθεια ο Βύρωνας ήταν (είναι) ένας καιόμενος (για να θυμηθούμε και τον Σινόπουλο) πολίτης του κόσμου, που έζησε διεθνιστικά πριν καν εφευρεθεί ο όρος. Κι η ηθική του, έτσι, όπως και τα ενδιαφέροντα κι οι προτεραιότητες του δεν γνωρίζουν σύνορα. Οι ίδιοι οι τρόποι του, πέρα κι απ την ποίηση του, γίνονται δεικτική διαμαρτυρία κατά του όποιου ολοκληρωτισμού και της «ηθικής» του. Άλλωστε, αν κάτι μπορούμε να συνάγουμε ως συμπέρασμα από «τα στρατόπεδα του θανάτου», έγραψε ο Ντιούιτ Μακ Ντόναλντ, είναι πως αυτοί που εφαρμόζουν το νόμο μπορεί να είναι πιο επικίνδυνοι από κείνους που τον παραβιάζουν… Και επιλέγει για πατρίδα του τους ανθρώπους όχι με βάση την ράτσα (κι είναι γι’ αυτό βαθιά αντιρατσιστής) μα με βάση την ανάγκη ή την δυνατότητα, αφού τον μαγεύουν και τα δυο. “Η παλιά φιλοδοξία πνέει ανανεωμένη, πάλι για να εμψυχώσει σάρκα τότε ξεπεσμένη”…Μύρια στήθη συνενώνει μία και κοινή αιτία/Δυτικοί κι ανατολίτες επαναστατούν με βία./Πάνω στις κορφές του Άθω και στις Άνδεις κυματίζει/λάβαρο που ναι το ίδιο και δυο κόσμους χαιρετίζει/ Αθηναίος πάλι ζώνει Αρμοδίου το σπαθί/ Ξένο αφέντη καταγγέλει ο αντάρτης στη Χιλή…” “Πόθος που πολλοί αιώνες δεν υπέταξαν ακόμη/ άνθρωποι για τη ζωή τους να αποφασίζουν μόνοι!”

Κι η Ελλάδα του Βύρωνα; Χώρα όραμα και πόνος. Σύμβολο για έναν κόσμο που μακριά από τα κλασσικά ιδεώδη της δημοκρατίας και της κριτικής σκέψης, προδόθηκε και παρακμάζει, κι όμως την ίδιαν στιγμή για έναν κόσμο άλλον που ακόμη κι αν δεν είναι εφικτός είναι αναγκαίος. «Ελλάς! Ωραία! Λείψανο θλιβερό αξίας που χει δύσει! Ανύπαρκτη, μα αθάνατη. Τρανή μα ξεπεσμένη!/ Εμπρός τα σκόρπια τέκνα σου ποιος θε να οδηγήσει,/ κι απ τη συνήθεια της σκλαβιάς σε βγάλει λυτρωμένη; Τέτοιοι δεν ήτανε παλιά γιοι σου που μαζεμένοι,/ δίχως ελπίδα μαχητές τι πρόθυμα δεχτήκαν/ Στις Θερμοπύλες, στα Στενά, να πέσουν σκοτωμένοι;/ ποιοι τέτοιο γενναίο πνεύμα στην ψυχή τους ξαναβρήκαν/ Να σε βγάλουν απ τον τάφο σαν απ τον Ευρώτα βγήκαν;» (μτφρσ. Μ. Β. Ραίζης)

Κι όμως, μπορεί και προφητεύει την ίδια στιγμή μια τραγική μοίρα αιώνων, όταν οι προστάτιδες δυνάμεις της εποχής (που αντικαταστάθηκαν στην εποχή μας από άλλες, μέσα στο πολύπλοκο γεωπολιτικό παιχνίδι της Βαλκανικής, αντικαθιστούσαν την μια κατοχή από την άλλη. Κοινή μοίρα λαών και τόπων, που μόνο με την αυτενέργεια των πολιτών, των φιλοσοφικά διακείμενων απέναντι στη δράση ανθρώπων δηλαδή, που επιλέγουν την αξιοπρέπεια του αγώνα κι ας τσαλακωθούν, θα μπορούσε να ανατραπεί. «Κληρονομικοί δεσμώτες! Δε γνωρίζετε πως πρέπει/ Όσοι λεφτεριά ζητούνε αυτοί οι ίδιοι να χτυπήσουν; / Με τα όπλα τους η νίκη να αποκτηθεί δεν πρέπει; Θα ρθουν Γάλλοι είτε Ρώσοι να σας αποκαταστήσουν; / Τους αφέντες σας αλήθεια ίσως τους ποδοπατήσουν/ Για σας όμως δε θ ανάψει ο βωμός της λεφτεριάς/ Ήσκιοι των Ειλώτων τώρα τον εχθρό σας ας νικήσουν!/
Άλλαξ’ η Ελλάς αφέντες, άλλαξε μορφή σκλαβιάς/ Πέρασε μέρα σου δόξας, μένουν χρόνοι σιχασιάς.»(μτφρσ. Μ. Β. Ραίζης)

Ο Βύρωνας νιώθει αυτήν την τελευταία και χρησιμοποιεί τους στίχους του συστηματικά, για να περιγράψει ότι η βία είναι το άλλο πρόσωπο της υποκρισίας και διαφθοράς αλλά και της αντίστασης εναντίον της. Αντιστέκεται με τον τρόπο του και με τις μη συμβατικές του επιλογές και γραφές στην κάθε ιεραρχία. Μηχανορραφεί εναντίον όλων, και του εαυτού του συμπεριλαμβανομένου. Ηδονικός αλλά και μαρτυρικός, καταγγέλλοντας την “απροσχημάτιστη και παντοδύναμη βία, ηθική και υλική, που ασκεί μια κοινωνία εκδικητική, διεφθαρμένη και υποκριτική, στα άτομα που αρνούνται να αφομοιωθούν μαζί της” (Taubritz, για Williams).
Ο συμβολισμός του θανάτου του στα 36 του μόλις μα τόσο απίστευτα γεμάτα χρόνια υπήρξε τεράστιος, κι ο απόηχος του “Γκεβαρικού ποιητή” ακόμη αντηχεί αν ακούσουμε προσεκτικά τα χώματα που έδρασε. Μα και τους πίνακες όπως του Delacroix που ενέπνευσε… “Ο Άνθρωπος είναι γεννημένος από την ίδια του την ερημιά!” γράφει στο Μάνφρεντ, επανασυνδεόμενος με μια παράδοση ελληνική… Αυτήν που θέλει, σύμφωνα με τον Πλατωνικό ορισμό, Δημοκρατία να είναι το πολίτευμα εκείνο στο οποίο κάθε ερώτηση είναι μια ερώτηση προσωπική. Το πολίτευμα εκείνο όπου κάθε ζήτημα να πρέπει να απαντηθεί στην ερημιά σου, όταν μένεις μόνος μπροστά στον συνειδησιακό σου καθρέπτη. (Αφού, όσο κι αν κερδίζουμε διάφοροι μια στιγμιαία σικέ λεβεντιά χορεύοντας της Γερακίνας τον γιό μέσα στα μικροαστικά κουστουμάκια μας, στο βάθος ξέρουμε ότι για να πεις πραγματικά τραγούδια για την αντίσταση, θα πρέπει να χει μασήσει τη γλώσσα σου η τανάλια του βασανιστή..)

Είναι ακριβώς αυτή η συνειδητοποίηση που έκανε τον Τόμας Μαν, προσπαθώντας να εξηγήσει το είδος του ανθρώπου που, όταν επικράτησε ναζισμός, έκλαιγε όταν άκουγε Μπαχ αλλά γελούσε όταν σκότωνε παιδιά, να μιλήσει για την πλάνη του γερμανικού αστισμού. Για την πλάνη όσων θεωρούσαν πως το βιοτικό τους επίπεδο (σαν αυτό που απότομα αποκτήσαμε στην ευρωπαϊκή Ελλάδα…) κι η κουλτούρα αρκούν για να γίνουν οι άνθρωποι ανθρώπινοι. Δεν αρκούν δίχως πολιτική συνείδηση, τόνισε. Δεν αρκούν δίχως την συνείδηση του πολίτη. Δηλαδή του ανθρώπου που δεν αποστρέφει τα μάτια στις εξαφανίσεις του γείτονα, που δεν κλείνει τ’ αυτιά στις κραυγές του «Άλλου». Αφού θεωρεί ότι κάθε ερώτηση που η πραγματικότητα του θέτει, είναι μία ερώτηση προσωπική. Κάτι που αφορά τον ίδιο όταν κοιτάζεται μονάχος στον καθρέπτη. Όταν, δηλαδή, οφείλει να γεννηθεί μονάχα από την συνείδηση του μέσα στην ίδια του την ερημιά…

Ας ξαναγυρίσουμε σε κείνη την συνάντηση Βύρωνα και λαίδης Lamb λοιπόν.. Κι ας φανταστούμε τον ωραίο μες στην αποκοτιά του νέο απέναντι από την περιποιημένη και τακτική λαίδη. Ο ένας θα πρέπει να ταν ενσωμάτωση όλης της αναίδειας, του ναρκισσιστικού εγώ και της αγριάδας των, από τα πάθη ή τις ανάγκες τους απελπισμένων. Μα την ίδια στιγμή κι όλου του ρομαντικού τους μεγαλείου, ικμάδα της ίδιας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας όσων αρνούνται να πάνε με το ρεύμα όταν επιλέγουν να ξαναζήσουν την περιπέτεια της ηθελημένης στο βάθος έξωσης από τον παραδείσιο κήπο που περιγράψαμε στην αρχή. Η άλλη, το είδος ίσως του ανθρώπου που φοβάται να εκτεθεί στο κακό στο τρελό και στο άγριο γιατί θα την ξεβόλευε τραβώντας μονομιάς την κουρτίνα της επίπλαστης καλλιέργειας της, θυμίζοντας τους γερμανούς αστούς που περιγράψαμε πριν λίγο… Ο αναιδής Βύρωνα ήξερε, όμοια με τον Αντόρνο ή πρόσφατα με τον Τοντόροβ για να μνημονεύουμε έντιμα και να μην κλέψουμε τους δημιουργούς, πως το να στερούμε τη σκέψη απ τη ροπή του αυθορμητισμού είναι, ακριβώς, το να καταργούμε την αναγκαιότητα της. Τότε δεν έχουμε τίποτ΄ άλλο παρά την κατάργηση του υποκειμένου. Γιατί το υποκείμενο, το θετικό ένζυμο της ιστορίας σε βάθος χρόνου, δεν είναι αυτό που χορεύει ένα ελαφρύ, ευγενικό βαλς με τη λαίδη ώστε να κερδίσει τα πρόσκαιρα χειροκροτήματα του κοινού, των παρεβρισκομένων του ιδιαίτερου μικρόκοσμου του, για να σβηστεί σαν φθηνή τελεία από τη γομολάστιχα του καιρού την μεθεπόμενη του θανάτου του. Μα είναι αυτό που επιλέγει να πιάσει την ζωή απ τον γιακά για να χορέψει έναν σύνθετο μα και «ντρέτο» χορό μαζί της. Όσα εμπόδια, όσες συκοφαντίες, κι όσα κεκαλυμένα δόγματα περί κέρδους, προόδου, σωτηρίας ή αγοράς, κι αν μεταχειριστεί η μετριότητα του καιρού τους.

«Σου ρθαν εμπόδια από ψηλά/ μα η δράση σου κι η αντοχή/ Του ακατανίκητου του Νου/ Που Γη κι Ουράνια αψηφά/ Παράδειγμα έγινε παντού/ Σύμβολο και σημάδι εσύ/ Μοίρας κι ισχύς όλων στη Γη/ Μισός θεός, όπως κι εσύ, ?Ρέμα θολό από καθαρή πηγή/ Ο Άνθρωπος κάπως μπορεί να δει/ Τη μοίρα του την τραγική,/ Τα χάλια και την Αντοχή? Μια ύπαρξη θλίψης μοναχή/ Σ αυτά ο νους ν αντισταθεί/ Μόνος- μ αυτά ας μετρηθεί/ Με θέληση κι έννοια βαθιά/ που κι απ τα πάθη της προσδοκά/ την αμοιβή της μόνη πια/ θριάμβου τόλμη που αψηφάει/ και που με τη Θανή νικάει!»

Ο Βύρων νίκησε με τη θανή γιατί έζησε ξέροντας πως είχε την επιλογή να περιδιαβεί τον κόσμο αργόσχολα, ή να χρησιμοποιήσει τη φωνή του για να γίνει η φωνή των διωκόμενων του καιρού του. Κι ακριβώς αυτό επέλεξε. Και σήμερα ζει στις δεκάδες κοιν΄τητες Βυρωνιστών ανά τον κόσμο: “Όμως έζησα. Και δεν έζησα μάταια. Ίσως χαθεί η δύναμη απ το μυαλό μου, η φωτιά απ το αίμα μου… και πανίσχυρος πόνος μπορεί να καταβάλει την φύση μου. Κάτι όμως μέσα μου θα νικήσει το μαρτύριο και τον χρόνο… και θα αναπνέει ακόμα και μετά τον θάνατο μου…”.