Ογδόντα χρόνια συμπληρώθηκαν αυτές τις ημέρες από το θάνατο του “μυστηριώδη αγνώστου” του ρεμπέτικου τραγουδιού,  του αστού που παίζει ρεμπέτικα χωρίς μπουζούκι, του μποέμ καλλιτέχνη του Μεσοπολέμου που χρειάζεται να περάσουν δεκαετίες από τον πρόωρο θάνατό του για να αναγνωριστεί η συνεισφορά του, συνολικά, στο ελληνικό τραγούδι. Ο λόγος περί του Κώστα Μπέζου.   

Ads

Γεννιέται το 1905 σε χωριό της Κορίνθου και αφού τελειώνει το Γυμνάσιο έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών, ενώ παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα κιθάρας. Παρότι τον απορροφά η μουσική, εργάζεται ως σκιτσογράφος και δημοσιογράφος στις εφημερίδες “Πρωία” και   “Ακρόπολη” καθώς και σε  άλλα έντυπα της εποχής. Μέσα από τη δημοσιογραφία γνωρίζει τον αδελφό του κορυφαίου γελοιογράφου Φωκίων Δημητριάδη, Τέτο Δημητριάδη που εργάζεται στις ΗΠΑ ως υπεύθυνος του ελληνικού ρεπερτορίου της δισκογραφικής εταιρείας RCA Victor και θυγατρικών της. Σ’ ένα από τα ταξίδια του στην Ελλάδα το 1930-1931 ο Τέτος -εκτός μιας σειράς γνωστών τραγουδιστών- συναντά και τον Μπέζο με τον οποίο ηχογραφεί μια δωδεκάδα “αδέσποτων μάγκικων” τραγουδιών, μεταξύ των οποίων είναι τα “Στην υπόγα”, “Ήσουνα ξυπόλυτη”,“Γιάννης Χασικλής”, “Κάηκε ένα σχολείο”, “Η φυλακή είναι σχολείο” κλπ.


 

Οι ιδιαιτερότητες της ηχογράφησης αυτής προβληματίζουν μέχρι σήμερα τους ερευνητές της ιστορίας του ρεμπέτικου. Αρχικά, ο Μπέζος, για ακαθόριστους λόγους, δεν υπογράφει με το όνομά του αλλά με το Α. Κωστής και Κ. Κωστής δημιουργώντας σύγχυση που κρατά δεκαετίες, για το ποιος είναι ο Κωστής, αν ταυτίζεται με τον Μπέζο, αν πρόκειται για τον γνωστό ρεμπέτη συνθέτη και πρώτο καλλιτεχνικό διευθυντή της Coloubia Κώστα Σκαρβέλη, ενώ κάποιοι φτάνουν ν’ αμφισβητήσουν ακόμα και ότι ο Μπέζος είναι πραγματικό πρόσωπο…Στο μύθο που δημιουργείται γύρω του συντελεί ότι οι δίσκοι αυτοί πωλούνται αποκλειστικά στην ομογένεια και παραμένουν άγνωστοι στην Ελλάδα. Όταν κάποιοι από αυτούς φτάνουν, μέσω ομογενών, στη χώρα οι περισσότεροι θεωρούν τον Κωστή ελληνοαμερικάνο, αφού θεωρείται αδιανόητο ένας 25χρος αστός σαν τον Μπέζο, να έχει παραστάσεις και επαφές με τον κόσμο του ρεμπέτικου. Εξάλλου, η μουσική διαδρομή του στην ελαφρά μουσική δεν μπορεί να σχετίζεται με την μάγκικη ερμηνεία των εμβληματικών αυτών τραγουδιών.

Ο Μπέζος πρωτοεμφανίζεται στα μέσα της δεκαετίας του 20 στη Μάντρα του Αττίκ, ενώ σύντομα δημιουργεί το δικό του οκταμελές συγκρότημα με χαβάγιες που βρίσκονται τότε στη μόδα. Ονομάζεται “Τα άσπρα πουλιά” -γιατί όλα τα μέλη του φορούν άσπρα ρούχα- και αποτελεί “φυτώριο” μιας σειράς  κορυφαίων μουσικών των επόμενων δεκαετιών, όπως η ερμηνεύτρια και μεταφράστρια Δανάη Στρατηγοπούλου (με οποία λέγεται διατηρούσε σχέση), ο Τίτος Καλλίρης (πατέρας του σημερινού τραγουδιστή), καθώς και οι Νίκος Γούναρης και Μανώλης Χιώτης. Το συγκρότημα γραμμογραφεί σχεδόν 120 ελαφρά τραγούδια, κυρίως επιθεωρησιακού χαρακτήρα, όπως τα “Πάμε στη Χονολουλού”, “Εν τάξει”, “Παραγουάη” κλπ. ενώ  εμφανίζονται σε μαγαζιά και εκδηλώσεις, σε Ελλάδα και εξωτερικό. 

Σε δημοσίευμα της εποχής μάλιστα βλέπουμε “Τα άσπρα πουλιά” να τραγουδούν, μαζί με άλλους, σε χορό συλλόγου …γυμνιστών σε έπαυλη μεγαλοεπιχειρηματία στο Παλαιό Φάληρο:“… συνοδευόμενοι υπό τας χαβάγιας και τας κιθάρας του κυρίου Κωνσταντίνου Μπέζου, έδιδον εις την γυμνήν συντροφιάν μιαν πολύπλευρον ευθυμίαν. Βεβαίως ήταν κάπως …άτοπος η εμφάνιση της ενδεδυμένης δι’ επισήμου ενδύματος ορχήστρας, αλλά οι επόμενοι παρευρισκόμενοι με τας ωραίας κορμοστασιάς των προσέδιδον εις όλους μια καθαυτήν παραδείσιαν εικόνα. Αλήθεια, ουδέν το μεμπτόν εις την θείαν, αλλά και ανθρώπινην αυτών γυμνότητα». Η εικόνα του συνθέτη τραγουδιών της περιόδου όπως «Παξιμαδοκλέφτρα», «Βαρέσαν μάγκα στην υπόγα», «Τρούμπα», «Χασικλής», «Η φυλακή είναι σχολείο» κλπ να παίζει χαβάγια μπροστά σε γυμνούς χορευτές, αποτελεί σίγουρα μια απόλυτη εικόνα ελληνικού σουρεαλισμού…

Σε κάθε περίπτωση ο Κώστας Μπέζος αποτελεί μια ιδιαίτερη αινιγματική παρουσία στην καλλιτεχνική ιστορία της χώρας. Πολυπράγμων, δημιουργικός, πεζογράφος, επιθεωρησεογράφος, ηθοποιός (παίζει το 1941 στην ταινία “Μάγια η τσιγγάνα”), χιουμορίστας, γοητευτικός, αλλά πάνω από όλα μποέμ και ταλαντούχος ζει τη ζωή που θέλει, ίσως γιατί μπορεί να γνωρίζει  ότι αυτή είναι σύντομη. Φεύγει από τη ζωή στα μέσα Ιανουαρίου 1943, σε ηλικία μόλις 38 ετών, από φυματίωση. Ο συνάδελφός του στην εφημερίδα “Πρωία” ποιητής Κώστας Βάρναλης, τον αποχαιρετά, δίνοντας μας στοιχεία για το πως αντιμετωπίζει τα προβλήματα υγείας του.

Ads

“Αυτή η μποέμικη αταξία της ζωής του τον έφαγε. Διαρκώς αδυνάτιζε. Έβηχε. Και πριν από ένα χρόνο και πλέον τόνε δέχτηκε η “Σωτηρία”. Οι φίλοι, που τον αγαπούσαν, κι οι γνωστοί, που τον εκτιμούσαν, λυπηθήκανε πολύ. Γιατί η κατάστασή του δε σήκωνε διόρθωση. Έφυγε κι από κει, γιατί η μοίρα του το είχε να μη ριζώνει πουθενά. Πήγε στην Αγία Παρασκευή. Εκεί σ’ ένα δωμάτιο ακατάστατο και υγρό έρεβε τελειωτικά και καμιά βοήθεια δεν μπορούσε πια να τον σώσει. Ο γιατρός τελευταία, αφού απελπίστηκε, του κατάργησε κάθε δίαιτα και του επέτρεψε να τρώγει ό,τι ήθελε. Γιατί να τον βασανίζει άδικα;

– Γιατρέ, του είπε μπροστά σε κάτι φίλους, που πήγανε να τον ιδούνε, σου χρωστώ μεγάλη χάρη για όσα μου έκανες. Αλλά σε παρακαλώ να μη μου αρνηθείς μια τελευταία χάρη.
– Ποιαν;
– Δώσε μου ένα φάρμακο να πεθάνω απόψε. Γιατί να βασανίζομαι άδικα;
– Δεν ντρέπεσαι; του απάντησε ο γιατρός. Θα γίνεις καλά την άνοιξη.

Και πραγματικά μέσα σε μια βδομάδα έγινε απολύτως καλά. Πέθανε.

Μια ζωή, ένα παραμύθι, ένας τάφος. Τι άδικα που χάθηκε μια εξαιρετική καλλιτεχνική ψυχή, ένας θαυμάσιος άνθρωπος, ο τελευταίος της γενεάς των βοημών!”.

image 
Κώστας Μπέζος

image 
Το συγκρότημα “Τα λευκά πουλιά” εν πλήρη απαρτία. Ο Μπέζος είναι καθιστός αριστερά με την κιθάρα στα πόδια του

image 
“Τα άσπρα πουλιά” και οι χαβάγιες του σε διαφήμιση εμφάνισής τους το 1930

image 
Ο Μπέζος ως γελοιογράφος, σατιρίζει τον Μουσολίνι στον Ελληνο- ιταλικό πόλεμο

image 
Σκίτσο του που δημοσιεύεται μετά το θάνατό του

image 
Η αναγγελία της κηδείας του στην εφημερίδα στην οποία έγγραφε…