Το εξομολογούμαι: Αν και πολλούς απ’ αυτούς τους συναντώ ακόμη και κάθε μέρα, ανταλλάσσοντας μάλιστα και μερικές κουβέντες μαζί τους, ποτέ μου δεν τους είχα σκεφτεί με αυτό τον τρόπο. Ποτέ μου δεν τους είχα φανταστεί έτσι όπως τους προσέγγισε με τόση ευαισθησία η Αγγελική Σπανού στους «Απαρατήρητους» (εκδόσεις Πόλις).

Ads

Ποτέ μου, για παράδειγμα, δεν είχα αναρωτηθεί τι ρόλο έπαιξε στη ζωή του δικαστικού κλητήρα, που τον κοίταζα με μισό μάτι όταν έφερε το εξώδικο στο γραφείο, ο αυταρχικός στρατιωτικός και δεξιός πατέρας του.

Ποτέ δεν μου πέρασε από το νου ότι η Φωτεινή των διοδίων που μου χαμογελά όταν, καμιά φορά, περνώ την Αττική Οδό, ήταν η Φαίη στις ερωτικές της (μου) φαντασιώσεις.

Κι ακόμη, αν και, σε αντίθεση με τους άλλους ενοίκους, γνωρίζω το όνομα του θυρωρού του κτιρίου όπου στεγάζεται η ιστοσελίδα μου, δεν κατάλαβα ποτέ ότι μας λυπάται γιατί «όποτε μπαίνει μέσα για να αφήσει κάτι μας βλέπει καρφωμένους σε μια καρέκλα μπροστά σε μια οθόνη και όποτε ξαναμπεί πάλι έτσι μας βρίσκει». Τι ζωή κι αυτή!

Ads

Γι’ αυτό, τώρα που διάβασα το βιβλίο σου Αγγελική μου, πόσο θα ήθελα να δω εκεί κοντά στη δουλειά, στο Μεταξουργείο που γυρνώ καμιά φορά με τα πόδια για να ξελαμπικάρω από το «κάρφωμα» στην καρέκλα και την οθόνη, που λέει κι ο θυρωρός, την 53χρονη «οδοκαθαρίστρια, σκουπιδάρισα αν προτιμάτε», που ποτέ δεν έμαθα το όνομά της, να φιλά με πάθος, μέρα μεσημέρι, τον κύριο Στέργιο τον ανθοπώλη μέσα στο μαγαζί του. 

Και να μου γνωρίσεις θέλω Αγγελική, ακόμη καλύτερα, εκείνον τον παρκαδόρο που, ευτυχώς, το κατάλαβε, έστω και με τον πιο οδυνηρό τρόπο, ότι, ναι, δεν θέλει παιδιά με κάποια που «δεν τα θεωρεί ίσα με τα προσφυγόπουλα».

Κι εκείνη την ταμία στο super market, τόσο γλυκιά, που είμαι σίγουρος ότι «ο κύριος με το κοστούμι και το ακριβό δερμάτινο πορτοφόλι που παίρνει πάντα σχεδόν τα ίδια», στο τέλος θα την προσέξει για τα καλά και θα της πει και στον ξύπνιο της: «Μη φοβάσαι, θα είμαστε μαζί».

Και την ταξιθέτρια θέλω να μου πει για τον Πιραντέλο και την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Και να με διαβεβαιώσει, όπως κι εσένα, ότι: «Όχι, δεν πειράζει που ξέρει πώς καταλήγει η ιστορία. Συμβαίνει τόσες και τόσες φορές στη ζωή μας να ξέρουμε από την αρχή το τέλος, έτσι δεν είναι; Κάθε παράσταση έχει τη στιγμή της γέννησης, της ωριμότητας και του θανάτου της». Πόσο ωραία λόγια!

Και, στο υπόσχομαι Αγγελική, δεν πρόκειται να ξανακλείσω απότομα το τηλέφωνο στην τηλεφωνήτρια που της «έρχονται σαν σφαίρες οι κλήσεις». Και θέλω να την συναντήσω (να μου το υποσχεθείς!) για να της πω ότι όχι «δεν είναι η πλέμπα, που πιο κάτω δεν έχει» αλλά εκείνο το κορίτσι στο ιnstagram που, είμαι σίγουρος, θα ερωτευτεί ο Θοδωρής, ο τεχνίτης που φτιάχνει μουσικά όργανα.

Κι αυτόν τον φιλοσοφημένο τραυματιοφορέα θέλω να μου γνωρίσεις Αγγελική. Αυτόν που βγαίνει με τη νοσοκόμα αλλά αγαπάει την αναισθησιολόγο. Αυτόν που λέει ότι όποιος έχει «μάθει πέντε πράγματα για το πώς “δουλεύει” ο οργανισμός, όπως εκείνος που τα βλέπει κάθε μέρα, καταλαβαίνει ότι είναι θαύμα που ζούμε». Πόσο δίκιο έχει!

Όχι, τον συγκεκριμένο ντελιβερά με τα μούσια και τα μαλλιά, και να με συγχωρέσεις Αγγελική μου, ειλικρινά δεν τον θυμάμαι, Τώρα όμως που μου τον γνώρισες με τα δικά σου (του) λόγια, να είσαι σίγουρη ότι την επόμενη φορά θα τον καλέσω μέσα, και θα του δώσω σε πουρμπουάρ αυτό το, έστω, ισχνό μεροκάματο των 3,5 ευρώ την ώρα για όσες ημέρες αντέχει το πορτοφόλι μου, για να μην αγχώνεται: «Να βουλιάξει στον καναπέ με την τσιγαριά του και έτοιμος να σηκωθεί και να φωνάξει όταν βάλει γκολ η ομαδάρα του». Και μετά. Και μετά, να μου μιλήσει για την αγαπημένη του Λένα, το κορίτσι που τυλίγει σουβλάκια, εκείνη που του  «βγάζει κάτι ζεστό και μαλακό και όταν την πλησιάζει είναι σαν να μυρίζει ζυμάρι, η μυρωδιά που τον τρέλαινε από μικρό, όταν ζύμωνε η μάνα του και το άφηνε τη νύχτα να φουσκώσει».  Γιατί «έχει δίκιο η μάνα του». Όπως με τη Λένα, ένωσαν έστω και ατελώς τις μοναξιές τους, πρέπει, επιτέλους, να βοηθήσει να ενώσουν τις μοναξιές τους και οι ηλικιωμένοι των δύο ορόφων, που τους πηγαίνει τις παραγγελίες τους κάθε Σάββατο βράδυ: «Να πει, επιτέλους, στην κυρία Όλγα (του κάτω ορόφου), να καλέσει τον κύριο Φάνη (του από πάνω) να φάνε μαζί το επόμενο Σάββατο και να πάει μία παραγγελία για τους δυο τους, δυο μερίδες σ ένα πακέτο και το γλυκάκι κερασμένο»…