Μία ξεχωριστή συζήτηση, η οποία αφορά όλους τους κατοίκους της Αθήνας, έλαβε χώρα, την Τρίτη 12 Απριλίου, στις 18.00, στο Μέγαρο Μουσικής, ως μέρος του προγράμματος «Megaron Plus» για τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου, με θέμα: «Σε ποια πόλη θέλουμε να ζούμε;». Σημαντικές προσωπικότητες από το χώρο της αρχιτεκτονικής και της λογοτεχνίας συμμετείχαν στο διάλογο, ενώ μερικοί από τους συντελεστές μίλησαν στο tvxs.gr για τις εντυπώσεις και τις λύσεις που προτείνουν πάνω στο ζήτημα.

Ads

Της Φανής Παρλή

Σε ποια Αθήνα θέλουμε να ζούμε και με ποιους τρόπους μπορούμε να την κάνουμε μια βιώσιμη πόλη; Αυτό ήταν το κεντρικό μήνυμα του εκδήλωσης, την οποία εγκαινίασε με την ομιλία της η καθηγήτρια πανεπιστημίου και συγγραφέας Λίζυ Τριριμώκου. Στη συνέχεια, πήρε το λόγο ο αρχιτέκτονας και συγγραφέας Αριστείδης Αντονάς, ο οποίος επέλεξε να μιλήσει για δύο είδη ανθρώπων που ζουν μέσα στην πόλη, από τη μία πλευρά, για τον άστεγο, και από την άλλη, για τον «άνθρωπο του Διαδικτύου», καθώς και οι δύο «περιγράφουν κάποιο συγκεκριμένο άδειασμα της πόλης από τον κοινωνικό της χαρακτήρα». Ο ίδιος, λίγο αργότερα, ενώ επιδοκίμασε το κίνημα των Atenistas, τους χαρακτήρισε ως ανθρώπους «που υπερβαίνουν τον νόμο, για να αναδείξουν την ουσία του», αλλά όπως τόνισε «δεν νομίζω ότι χρειαζόμαστε ανθρώπους που υπερβαίνουν τον νόμο για να φυτέψουμε ένα δέντρο».

Από την άλλη πλευρά, ο ζωγράφος και ποιητής Αλέξανδρος Ίσαρης, απαρίθμησε όλα τα αρνητικά και θετικά στοιχεία που έχει η Αθήνα, ώστε να φτάσει στο ερώτημα «Τι μπορούμε να κάνουμε σε μία πόλη που μισούμε και λατρεύουμε συγχρόνως;» Αναφερόμενος στους «Atenistas» και στην ομάδα ποδηλάτων «Freeday», ευχήθηκε να τους μιμηθούν και άλλοι συμπολίτες μας, ενώ ο αρχιτέκτονας Αλέξανδρος Τομπάζης σημείωσε ότι ο δημόσιος χώρος είναι και δικός μας, «όχι για να τον καταχραστούμε, αλλά για να τον φροντίσουμε, όπως φροντίζουμε το σπίτι μας».

Ads

Ιδιαίτερη ήταν η συνεισφορά στο πάνελ του αρχιτέκτονα Δημήτρη Διαμαντόπουλου, ο οποίος με μια πλειάδα προτάσεων για την καλυτέρευση της Αθήνας, προσέδωσε ένα πιο πρακτικό χαρακτήρα στο θεωρητικό υπόβαθρο της συζήτησης. Ανάμεσα σε άλλα, πρότεινε την αλλαγή του ισοζυγίου ανάμεσα στο χώρο που δίνουμε στον άνθρωπο και όχι στο αυτοκίνητο, την «υπογειοποίηση» της στάθμευσης και την τοποθέτηση περισσότερων μαλακών επιφανειών, αντί για τα ζεστά πλακόστρωτα. Ο ίδιος μιλώντας αργότερα στο tvxs, υποστήριξε ότι έχουμε τη δυνατότητα με μελέτη και σωστή οργάνωση των προτάσεών μας, καθώς και με τους φορείς που μπορούν να τις υλοποιήσουν, να κάνουμε πολλά πράγματα, τα οποία θα οδηγήσουν την πόλη και τη ζωή των ανθρώπων σε μια καλύτερη κατεύθυνση. «Θεωρώ ότι η προσπάθεια ανασυγκρότησης, για παράδειγμα, του κέντρου της Αθήνας, χρειάζεται μια αντίστοιχη οργάνωση, όπως ήταν αυτή των Ολυμπιακών Αγώνων, με διαδικασίες αποτελεσματικές, γρήγορες. Χρειάζεται ένας σύγχρονος Ξενοκράτης, όπως αναγνωρίζει η ίδια η Επιτροπή Περιβάλλοντος της Βουλής».

Αυτός, όμως, ο οποίος «άναψε τα αίματα», κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ήταν ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Φιλιππίδης, ο οποίος υποστήριξε ότι σήμερα πλησιάζουμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα αυτό που έδειχναν τα φιλμ μελλοντολογίας τύπου Blade Runner, ενώ οι άνθρωποι δε συμμετέχουμε σε τίποτα ουσιαστικά, γιατί δε χρειάζεται να εξερευνήσουμε τίποτα. Ο ίδιος, αργότερα, έδωσε θετικό πρόσημο στην έννοια του «γκέτο», αποκαλώντας ως γκέτο την Κηφισιά, καθώς και οποιοδήποτε περιοχή με δικά της χαρακτηριστικά που θέτει φραγμούς στην είσοδο των «ξένων». «Πήρα επίτηδες μια ακραία θέση, γιατί εγώ πιστεύω ότι όταν είναι να κάνει κανένας μια συζήτηση, πρέπει να παίρνει μια ακραία θέση, γιατί αν είναι κάπου ανάμεσα, τότε εκεί πέρα όλοι συμφωνούνε και σταματάει και ο διάλογος», δήλωσε στο tvxs, ενώ πρόσθεσε ότι εμείς, οι ίδιοι οι πολίτες, είμαστε που έχουμε μείνει πίσω. «Αυτό, το οποίο το ψάχνουμε, το καινούριο, δεν είναι να ξαναγυρίσουμε στο πατρίς, οικογένεια, κλπ., σε μια ιδανική κοινωνία που όλοι είναι ωραίοι, ηθογραφία της ελληνικής κοινωνίας. Δεν έχει νόημα να ξαναγυρίσουμε. Το θέμα είναι τι κάνουμε αύριο το πρωί, όταν ξέρω ότι εσύ επειδή παίρνεις τρεις φορές περισσότερο από μένα, μένεις εκεί και εγώ μένω εδώ και το θέμα είναι «υπάρχει κάτι ανάμεσά μας να μας χωρίζει;» Το δέχομαι αυτό το όριο; Με ποιους όρους το δέχομαι αυτό το όριο;»

Την εκδήλωση ολοκλήρωσε με την ομιλία του και το γλαφυρό του ύφος, ο συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας, αναρωτώμενος «γιατί θα πρέπει να έχουμε ένα πρόσωπο δυτικοευρωπαϊκό;», εφόσον οι δυτικές κοινωνίες καταρρέουν από υπεροψία. Τόνισε, ότι η φύση δεν μπορεί να είναι παρούσα στην πόλη και γι’ αυτό «δεν μπορούμε να έχουμε καμία απαίτηση να περπατάμε σε ένα δρόμο σαν να ήταν λειβάδι». Παράλληλα, μίλησε για τον «υπόγειο κόσμο», όπως οι μετανάστες , που ζει και υποφέρει στην πόλη, ενώ εξέφρασε την ανησυχία του ότι θα επιστρέψει εκείνη η περίοδος, όταν μετανάστες ήταν οι Έλληνες.

Τη συζήτηση συντόνιζε, τέλος, ο Γιάννης Μπασκόζος, δημοσιογράφος και διευθυντής του περιοδικού «ΔΙΑΒΑΖΩ», ο οποίος εξέφρασε την ικανοποίησή του από την εκδήλωση, η οποία στέφθηκε με επιτυχία, εφόσον μπορεί να μην οδήγησε σε κάποια κατεύθυνση, αλλά τουλάχιστον «έβαλε πιο βαθιά» το πρόβλημα. «Μακάρι να γίνονταν πιο πολλές συζητήσεις και να παίζανε και κάποιο ρόλο, δηλαδή να φτάνουν στα αυτιά αυτών που πρέπει να φτάσουν».

Η εκδήλωση οργανώθηκε παράλληλα με τη συναυλία της Νένας Βενετσάνου «1000 + 1 Πόλεις», η οποία θα πραγματοποιήθηκε την ίδια μέρα, στις 20:30, στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος.