Στα μέσα του αιώνα, ο πλανήτης θα καταναλώνει 3 φορές περισσότερους φυσικούς πόρους σε σχέση με σήμερα, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του περιβαλλοντικού προγράμματος του ΟΗΕ (UNep). Σε συνδυασμό με την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, η κατανάλωση των φυσικών πόρων θα εκτοξευτεί, υπονομεύοντας σοβαρά την οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον.

Ads

Όπως προβλέπει η έκθεση, το 2050 η ανθρωπότητα θα χρειάζεται ετησίως 140 δισεκατομμύρια τόνους ορυκτών καυσίμων, βιομάζας, μεταλλευμάτων και ορυκτών. Για το λόγο αυτό, τα στελέχη του UNep θεωρούν απαραίτητη την «αποσύζευξη» της κατανάλωσης φυσικών πόρων από την οικονομική ανάπτυξη, καλώντας του παραγωγούς να κάνουν «πιο πολλά με πιο λίγα».

Αυτό σημαίνει την αποσύνθεση των οικονομικών συστημάτων από τα συστατικά τους, και όπως αναφέρει ο διευθύνων σύμβουλος του UNep, Achim Steiner «η αποσύζευξη βγάζει νόημα από κάθε οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική άποψη».

«Αρκετοί πιστεύουν πως τα περιβαλλοντικά «κακά» είναι το αντίτιμο που πρέπει να πληρώσουμε για τα οικονομικά αγαθά», σημειώνει ο κ. Steiner, που όμως τονίζει ότι «δεν μπορούμε και δε χρειάζεται να θεωρούμε αυτή τη θυσία αναπόφευκτη».

Ads

Η ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση φυσικών πόρων ήταν 8 με 10 τόνοι το 2000, δηλαδή διπλάσια σε σχέση με το 1900. Ο συνδυασμός της αύξησης του πληθυσμού, του υψηλού επιπέδου κατανάλωσης στις ανεπτυγμένες χώρες και της αυξανόμενης ζήτησης για υλικά αγαθά, σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία, έκανε τη συνολική χρήση φυσικών πόρων να οκταπλασιαστεί μέσα στον 20ό αιώνα.

Όπως αναφέρει η έκθεση του ΟΗΕ, η αποσύζευξη μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και κατανάλωσης φυσικών πόρων έχει αρχίσει να συντελείται, αλλά όχι με την απαραίτητη ταχύτητα.

Ωστόσο, σύμφωνα με το Νοτιοαφρικανό καθηγητή Mark Swilling, που συμμετέχει στο UNep, υπάρχει μια νέα εξέλιξη που προκαλεί αισιοδοξία: «Οι τιμές των φυσικών πόρων έπεφταν μεταξύ 1900 και 2000, σε πραγματικούς όρους. Από το 2000, οι τιμές έχουν αρχίσει να σημειώνουν άνοδο και η εκτίμηση των οικονομολόγων είναι πως δεν πρόκειται για εξαίρεση, αλλά πιθανότατα για την αρχή μιας μακροχρόνιας πορείας».

Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε τις οικονομίες και τους παραγωγούς, να επαναπροσδιορίσουν τη στρατηγική τους, με βάση την ανταποδοτικότητα, και ιδιαίτερα τις υποδομές τους για την ενέργεια, το νερό, τις μεταφορές και την υγεία. «Ο σχεδιασμός και η κατασκευή αυτών των υποδομών, θα έχει πολύ σημαντικό αντίκτυπο στη ροή των φυσικών πόρων μέσα από τις οικονομίες», σημειώνει ο κ. Swilling.

Σύμφωνα, πάντως με το πιο αισιόδοξο σενάριο που παρουσιάζει η έκθεση, η κατανάλωση θα πρέπει να επιστρέψει στα επίπεδα του 2000, δηλαδή στους 50 δις. τόνους ετησίως. Ωστόσο, το UNep αναγνωρίζει πως τα μέτρα που θα έπρεπε να παρθούν για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο, είναι τόσο περιοριστικά και απεχθή, που κανένας πολιτικός δε θα πλήρωνε το απαραίτητο πολιτικό κόστος. Επιπλέον, αρκετοί επιστήμονες αντιδρούν ακόμα και με αυτό το «ακραίο» σενάριο, θεωρώντας πως δεν είναι αρκετό για τη διάσωση του περιβάλλοντος.

Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται πλέον τόσο το ζήτημα του υπερπληθυσμού, όσο και το αναμενόμενο «δεύτερο ρεύμα αστικοποίησης», που θα αλλάξει σε μεγάλο βαθμό τα δεδομένα, σχετικά με την οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον.