Τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς ο αντίκτυπος της υπερθέρμανσης του πλανήτη έχει ενταθεί, η συζήτηση για την αλλαγή του κλίματος ξέφυγε από τους επιστημονικούς και τεχνοκρατικούς κύκλους μέσα στους οποίους ήταν πολύ περιορισμένη. Σήμερα, το θέμα αποτελεί πλέον αντικείμενο μελέτης, έμπνευσης και ανησυχίας στις ανθρωπιστικές επιστήμες και τις τέχνες.

Ads

Οι συζητήσεις για το κλίμα τείνουν να επικεντρώνονται στο μέλλον. Ωστόσο, ακόμη και οι επιστημονικές προβλέψεις εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη μελέτη του παρελθόντος: Δεδομένα, όπως οι δακτύλιοι των κορμών των δέντρων, αποθέσεις γύρης και πυρήνες πάγου, αποδείχθηκαν απαραίτητα για τη μοντελοποίηση των μελλοντικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Με βάση τα στοιχεία αυτού του είδους, οι επιστήμονες μπορούν να μας πουν πολλά για το πώς τα δέντρα, οι παγετώνες και τα επίπεδα της θάλασσας θα ανταποκρίνονται στις αυξανόμενες θερμοκρασίες.

Αλλά τι γίνεται με τις πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη; Ποιες είναι οι συνέπειες μιας μεγάλης αλλαγής του κλίματος στις κυβερνήσεις, τα νομικά και ιδεολογικά συστήματα, ακόμη και τον πόλεμο; Για απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, πρέπει να στραφούμε στην ιστορία.

Φυσικά, δεν υπήρξε ποτέ τίποτα άμεσα συγκρίσιμο με τον τρέχοντα κύκλο της παγκόσμιας υπερθέρμανσης του πλανήτη που προκαλείται από τον άνθρωπο. Ωστόσο, υπήρξαν αρκετές περίοδοι, οι οποίες πλέον μελετώνται έντονα από τους ιστορικούς, κατά τις οποίες το κλίμα άλλαξε δραστικά, είτε τοπικά είτε σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ads

Οι συγκρίσεις

Ίσως η πιο εντατική έρευνα αυτών των περιόδων λαμβάνει χώρα γύρω από την Μικρή Εποχή των Παγετώνων, η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της μεταξύ του τέλους του 15ου και των αρχών του 18ου αιώνα. Πρόκειται για μια περίοδο που παρατηρήθηκαν σταθερά και αισθητά πιο χαμηλές θερμοκρασίες, με εξαιρετικά ακραία καιρικά φαινόμενα, που με τη σειρά τους προκάλεσαν ριζικές αλλαγές και σημαντικά προβλήματα σε όλους τους κρίσιμους τομείς της καθημερινότητας (οικονομία, γεωργία, υγεία κ.α.). Αυτή η περίοδος ενδιαφέρει ιδιαίτερα επειδή ορισμένες από τις σημαντικότερες γεωπολιτικές διαδικασίες της εποχής μας ανιχνεύονται σε αυτήν. Αυτή ήταν η περίοδος, για παράδειγμα, οπότε, σύμφωνα με το Foreign Policy, εγκαινιάστηκαν τα πρώτα στάδια της παγκοσμιοποίησης. Ήταν επίσης εκείνη την περίοδο που ξεκίνησαν ισχυρές συγκρούσεις σε παγκόσμια κλίμακα. Οι πόλεμοι υπεροχής μεταξύ των Ισπανών, των Ολλανδών και των Βρετανών, που ξεδιπλώθηκαν κατά τη διάρκεια της Μικρής Εποχής των Παγετώνων, ήταν οι πρόδρομοι των γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων του 20ού και του 21ου αιώνα.

Στο αποκορύφωμά της, η Μικρή Εποχή των Παγετώνων ήταν, όπως γράφει ο Τζόφρεϊ Πάρκερ στο βιβλίο του «Η Παγκόσμια Κρίση», περισσότερο από 1 βαθμό Κελσίου ψυχρότερη από τον ύστερο 20ό αιώνα. Ο τρέχων κύκλος της παγκόσμιας υπερθέρμανσης που προκαλείται από τον άνθρωπο είναι πιθανό να οδηγήσει σε πολύ μεγαλύτερη κλιματική αλλαγή από εκείνη της Μικρής Εποχής των Παγετώνων. Και αυτό που εντυπωσιάζει είναι το τεράστιο μέγεθος των οικολογικών, κοινωνικών και πολιτικών αναταραχών της εποχής.

Η ξηρασία έπληξε πολλά μέρη του κόσμου – συμπεριλαμβανομένου του Μεξικού, της Χιλής, της λεκάνης της Μεσογείου, της δυτικής και κεντρικής Αφρικής, της Ινδίας, της Κίνας και της Ινδονησίας – προκαλώντας συχνά λιμό. Οι καταστροφές αυτές συχνά συνοδεύονταν από μαζικές εξεγέρσεις, επαναστάσεις και πόλεμο. Η Αγγλία υπέστη τη μεγαλύτερη εσωτερική αναταραχή στην ιστορία της, η Ευρώπη χτυπήθηκε από τον Τριακονταετή Πόλεμο και η Κίνα υπέφερε από δεκαετίες συγκρούσεων μετά την ανατροπή της δυναστείας των Μινγκ. Η Οθωμανική Τουρκία, η Μογγολική αυτοκρατορία της Ινδίας, οι αυτοκρατορίες της Ρωσίας και της Ισπανίας σπαράσσονταν από εξεγέρσεις. Και από την Αγγλία μέχρι την Κίνα, ξεπηδούσαν εσχατολογικές θρησκευτικές σέχτες, κηρύσσοντας τα οράματα της Αποκάλυψης.

Ο Πάρκερ εκτιμά ότι τον 17ο αιώνα ξέσπασαν περισσότεροι πόλεμοι σε όλο τον κόσμο απ‘ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη εποχή. Σε ανάλογα «ρεκόρ» καταλήγουν άλλοι παρατηρητές και σε ό,τι αφορά στην πανούκλα, την πείνα και τους θανάτους, ενώ, μια Γαλλίδα ηγούμενη της εποχής υποστήριζε ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός μειώθηκε κατά το 1/3.

Ωστόσο, ορισμένα κράτη εξακολουθούσαν να αναπτύσσονται, όπως η Ολλανδία, η οποία έγινε η κυρίαρχη ναυτική και οικονομική δύναμη του κόσμου. Σύμφωνα με τον Ντάγκομαρ Ντεγκρούτ, τον συγγραφέα της «Ψυχρής Χρυσής Εποχής», οι Ολλανδοί όφειλαν την επιτυχία τους κατά έναν καθόλου μικρό βαθμό, στην ευελιξία τους να προσαρμόζονται στις μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες της εποχής, αμφισβητώντας σοβαρά την ισπανική παντοκρατορία.

Τα διδάγματα και η απειλή

Ποια διδάγματα μπορούν να αντληθούν από εκείνη την εποχή για τον σύγχρονο κόσμο;

Το πρώτο είναι ότι η ευαισθησία των ανθρώπινων κοινωνιών στους κλιματικούς παράγοντες είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο μπορούμε να φανταστούμε. Οι συγκρούσεις, οι εκτοπίσεις και οι μετακινήσεις που σχετίζονται με το κλίμα αλλάζουν ήδη την πολιτική όψη πολλών από τις ισχυρότερες χώρες του κόσμου, κυρίως στην Ευρώπη. Πριν από δέκα χρόνια, λίγοι θα είχαν προβλέψει το βαθμό στον οποίο η μετανάστευση και η προσφυγιά θα γινόταν η σπίθα για πολιτικές αναταραχές στην Ευρώπη και την Αμερική.
image

Δεύτερον, η ιστορία της Μικρής Εποχής των Παγετώνων υποδηλώνει, ότι, εκτός από την καταλυτική επίδραση στις πολιτικές και οικονομικές κρίσεις, μια σημαντική αλλαγή του κλίματος θα επηρεάσει επίσης την παγκόσμια τάξη, ευνοώντας εκείνους που είναι σε θέση να προσαρμοστούν καλύτερα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Αντίθετα, οι παραδοσιακές οικονομίες και, κατ΄ επέκταση, οι παραδοσιακά «δυσκίνητες» κοινωνίες, απειλούνται με τον ίδιο τρόπο που απειλήθηκε και η ισπανική παντοκρατορία της Μικρής Εποχής των Παγετώνων.

‘Ετσι, η οικονομία του άνθρακα μπορεί να αποδειχθεί σημαντικό εμπόδιο και στην κοινωνική εξέλιξη. Σύμφωνα με την οπτική του Foreign Policy, τα ορυκτά καύσιμα είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλή πηγή ενέργειας. Βρίσκονται πίσω από την δημιουργία ενός ευρέως φάσματος πολιτιστικών και κοινωνικών πρακτικών. Η χρήση των ορυκτών καυσίμων έχει διαμορφώσει τα φυσικά, πολιτιστικά και φαντασιακά «τοπία» των Ηνωμένων Πολιτειών, του Καναδά και της Αυστραλίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε σημαντικά τμήματα του πληθυσμού τους να παραμένουν ψυχολογικά, πολιτικά και ιδεολογικά «ανθεκτικά» στην αναγνώριση της μεταβαλλόμενης περιβαλλοντικής πραγματικότητας. Και οτιδήποτε δεν εξελίσσεται και δεν προσαρμόζεται, είτε στη φύση, είτε στην κοινωνία, πεθαίνει.

Κατά τον ίδιο τρόπο, τα ορυκτά καύσιμα – το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ειδικότερα – έχουν διαμορφώσει τις στρατηγικές δεσμεύσεις και επιλογές των Ηνωμένων Πολιτειών με τρόπους που μπορεί επίσης να εμποδίσουν την ικανότητά τους να προσαρμοστούν. Ένα παράδειγμα αυτής της διαπίστωσης είναι η μακρόχρονη συμμαχία των ΗΠΑ με τη Σαουδική Αραβία, η οποία – εκτός των άλλων ζητημάτων που αναδεικνύει σε ό,τι αφορά στην ειλικρίνεια με την οποία η Ουάσιγκτον υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα – αποδείχθηκε και εξαιρετικά πεπερασμένη, ιδίως όσον αφορά στη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Ταυτόχρονα, ενώ αυτές οι δεσμεύσεις και επιλογές εμποδίζουν τις ΗΠΑ και γενικότερα τη Δύση να προσαρμοστούν στις αλλαγές, λειτουργούν ως κίνητρα για τις αναδυόμενες δυνάμεις να προσαρμοστούν το συντομότερο δυνατόν. Για το Πεκίνο, η μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι επιθυμητή όχι μόνο για οικολογικούς και οικονομικούς λόγους, αλλά και επειδή θα μπορούσε να απελευθερώσει την Κίνα από ένα ενεργειακό καθεστώς, στο οποίο οι κανόνες καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις δυτικές δυνάμεις και τους συμμάχους τους.

Όλα αυτές οι χρονικές συγκρίσεις βέβαια πρέπει να γίνονται τηρουμένων των ιστορικών, οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών αναλογιών. Για παράδειγμα, ποτέ άλλοτε η ανθρωπότητα δεν είχε τη σημερινή δυνατότητα άμεσης και συνολικής αυτοκαταστροφής, όσο σήμερα. Και ακριβώς αυτό είναι το ζητούμενο: Εάν είμαστε σε θέση να διαχειριστούμε ως κοινωνίες και πολιτικά συστήματα, με όρους επιβίωσης και ουσιαστικής ανάπτυξης προς όφελος του πλανήτη και, συνεπώς, της ανθρωπότητας, τις συνέπειες των δυσμενών αλλαγών και να αντιμετωπίσουμε τις αιτίες από τις οποίες πηγάζουν. Εάν δεν τα καταφέρουμε, τότε, είναι πολύ πιθανό, ακόμη και τα πλέον δυστοπικά κλιματικά σενάρια να είναι μην είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που θα μπορούσε να σημάνει ένας ολοκληρωτικός πολεμικός όλεθρος.