Οι κυβερνητικές εξαγγελίες για τον τρόπο πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση «ξύπνησαν» τους χειρότερους εφιάλτες της εκπαιδευτικής κοινότητας, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα, αφού είναι πλέον απτός ο κίνδυνος του μαζικού αποκλεισμού των παιδιών, κυρίως της εργατικής τάξης, από την πανεπιστημιακή μόρφωση, με τα πλέον ξεκάθαρα ταξικά κριτήρια.

Ads

Όσο και αν η κυβέρνηση και η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας προσπαθούν να κρύψουν αυτήν την πραγματικότητα μέσα από αστικά ιδεολογήματα τύπου «αριστείας», η σαφής πρόθεσή τους να εμπορευματοποιήσουν την Παιδεία προς όφελος των «εχόντων» και των κάθε φορά αναγκών της αγοράς και όχι προς όφελος της κοινωνίας και των αναγκών της χώρας, ξεπροβάλει πιο νοσηρή από ποτέ.

Το Tvxs απευθύνθηκε σε ανθρώπους με μεγάλη εκπαιδευτική, ερευνητική, πολιτική αλλά και συνδικαλιστική πείρα προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει αυτούς τους τρόπους και τις προθέσεις.

Συνομιλήσαμε με τον Παύλο Χαραμή, εκπαιδευτικό – ερευνητή με σημαντικό επιστημονικό έργο στον τομέα της Παιδείας, τον Θέμη Κοτσιφάκη, εκπαιδευτικό με μακροχρόνια συνδικαλιστική εμπειρία και σήμερα Συντονιστή του Τμήματος Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ και τον Δημήτρη Κεχρή, έναν νέο καθηγητή σε φροντιστήρια, δηλαδή με έναν άνθρωπο στην «πρώτη γραμμή» της προσπάθειας των παιδιών να αποκτήσουν το «δισκοπότηρο» της πρόσβασης στα πανεπιστήμια.

Ads

Η «λαιμητόμος» της «διπλής βάσης»

«Έχουμε μια δέσμη μέτρων, με βάση και τις εξαγγελίες, αλλά και το γενικότερο σχεδιασμό που έχει ανακοινωθεί για την εκπαιδευτική πολιτική, η οποία φαίνεται ότι δεν ευνοεί και άρα το πιθανότερο είναι ότι θα μειώσει, τον αριθμό των εισαγόμενων φοιτητών στα τριτοβάθμια ιδρύματα» σημειώνει ο Παύλος Χαραμής.

«Σε αυτά τα μέτρα έχει βέβαια ένα σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει το γεγονός ότι τα ίδια τα πανεπιστήμια θα ορίζουν, σε κάθε τμήμα και σχολή, πόσους φοιτητές θα δεχθούν, από την άλλη πλευρά όμως φαίνεται ότι υπάρχει και αυτή η διπλή βάση που έχει ανακοινωθεί ότι θα εφαρμοστεί.

»Διπλή βάση σημαίνει ότι από τη μια μεριά θα υπάρχει μια βάση που θα την ορίζει η πολιτεία και αυτή η βάση σχεδόν ταυτίζεται με το μισό του άριστα, δηλαδή με το 10 και από την άλλη πλευρά έχουμε μια δεύτερη βάση που θα την ορίζει η κάθε σχολή ή τμήμα που θα εκτιμά ότι πρέπει να δυσχεράνει ακόμη περισσότερο την πρόσβαση. Επομένως, με αυτόν τον τρόπο – και καθώς η πολιτεία απεμπολεί το δικαίωμά της που είχε μέχρι τα τώρα και το εφάρμοζε, να ορίζει πόσα παιδιά θα ενταχθούν σε κάθε σχολή, αλλά όριζε και τη βάση που τώρα θα την ορίζουν οι σχολές – φαίνεται ότι κατακερματίζεται αυτό το κεντρικό δικαίωμα της πολιτείας και παίζουν και άλλοι παράγοντες σημαντικό ρόλο».

«Αυτό πρακτικά σημαίνει», συμπληρώνει ο Θέμης Κοτσιφάκης, «από την εμπειρία που υπάρχει, ότι θα είναι πολύ χαμηλότερος ο αριθμός των εισακτέων, με βάση τις προτάσεις των σχολών που είχαν γίνει τα προηγούμενα χρόνια».

Επιπλέον, συνεχίζει ο Θ. Κοτσιφάκης, με τον «κόφτη» της βάσης του 10, «ακόμη κι αν υπάρχουν θέσεις, αν ο μαθητής δεν περάσει αυτή τη βάση, δεν θα περνάει και στη σχολή». «Αυτό, όμως, είναι τεχνητό, διότι, τι σημαίνει “βάση” και ποιος την καθορίζει; Μπορεί, έτσι, μία κυβέρνηση, επιλέγοντας τη δυσκολία των θεμάτων να αυξομειώνει τον αριθμό των εισακτέων, να είναι σαν ένα “ασανσέρ” – κόφτης: “Θέλω να πάρω τόσους, άρα βάζω δύσκολα θέματα”».

«Αυτό τώρα με τη σειρά του» συνεχίζει ο Π. Χαραμής, «έχει ένα άμεσο αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά την εφαρμογή εκπαιδευτικής πολιτικής: Ότι δεν επιτρέπει να εφαρμόζεται μια κεντρικά οργανωμένη πολιτική. Με τη σειρά του αυτό σημαίνει, ότι κάθε σχολή και κάθε ίδρυμα μπορεί να διαμορφώνει διαφορετικούς όρους, ακόμη και όταν μιλάμε για τις ίδιες σχολές, δηλαδή τις ιατρικές ή τις πολυτεχνικές φέρ’ ειπείν.

»Αυτό με τη σειρά του μετακυλίει σε όλο το σύστημα επιλογής και πρόσβασης για τα πανεπιστήμια μια ασάφεια και μια ρευστότητα που καταλήγει εις βάρος των αντικειμενικών και αξιολογικών κριτηρίων. Καθώς ακριβώς η κάθε σχολή θα έχει μεγαλύτερη ή μικρότερη ζήτηση, αντίστοιχα θα μπορεί να ορίζει και τη βάση. Επομένως θα μπαίνει σε έναν κύκλο, ο οποίος οδηγεί τελικά σε πανεπιστημιακές σχολές διαφορετικών ταχυτήτων ή διαφορετικού κοινωνικού, ίσως και επιστημονικού, αντικρίσματος».

Η «λαιμητόμος» της Τράπεζας Θεμάτων και η «δεξαμενή» των σχολών επαγγελματικής κατάρτισης

«Το σοβαρότερο είναι ότι στο Λύκειο θα εξετάζονται όλα τα μαθήματα – ενώ επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είχαν μειωθεί σε τέσσερα με έξι τα εξεταζόμενα- και θα μετράνε και οι βαθμοί και των τριών τάξεων, με Τράπεζα Θεμάτων λέει ο Θ. Κοτσιφάκης.

«Αυτό σημαίνει ότι τα θέματα δεν τα βάζει ο καθηγητής, αλλά μπαίνουν μέσα από μια Τράπεζα Θεμάτων, με αποτέλεσμα να υπάρχουν περισσότερα παιδιά που θα απορρίπτονται. Αυτό θα γίνεται από την Α’ Λυκείου και θα μετράνε όλοι οι βαθμοί για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, κάτι το οποίο θα οδηγήσει σε έναν βαθμοθηρικό ανταγωνισμό. Άρα όλο το Λύκειο οδηγείται στη λογική του ανταγωνισμού και της βαθμοθηρίας, με στόχο τα παιδιά να φύγουν από το Λύκειο.

»Αν επαναληφθεί η προηγούμενη εφαρμογή της Τράπεζας Θεμάτων επί υπουργίας Αρβανιτόπουλου (σσ, Ιούνιος 2013 – Ιούνιος 2014) τότε θα μπει και στα ΕΠΑΛ. Ο στόχος, όμως, δεν είναι να πάνε στα ΕΠΑΛ, ο στόχος είναι να πάνε σε σχολές “επαγγελματικής κατάρτισης” μετά το Γυμνάσιο, που τις κατάργησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Οι οποίες θα έχουν και ανήλικη μαθητεία μέσα. Προς τα εκεί θέλουν να σπρώξουν το μαθητικό δυναμικό. Είναι πιο υποδεέστερες από τα ΕΠΑΛ. Τα ΕΠΑΛ έχουν απολυτήριο λυκείου, δυνατότητα πρόσβασης στην Τριτοβάθμια, κάποιες άλλες δυνατότητες. Ενώ από τις σχολές “επαγγελματικής κατάρτισης” δεν υπάρχει τίποτε άλλο μετά.

«Εδώ έχει μια σημασία να δούμε στην πράξη ποια αντίληψη θα επικρατήσει σε ό,τι αφορά τις σχολές επαγγελματικής κατάρτισης και γενικότερα τη δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση» σημειώνει ο Π. Χαραμής. «Σίγουρα όμως οι αλλαγές που θα γίνουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα επηρεάσουν και αυτό το κομμάτι και πιθανόν να αξιοποιηθεί αυτή η δεξαμενή ως εφεδρική γι’ αυτούς που δεν θα πετυχαίνουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

»Φαίνεται ότι μια τέτοια πολιτική στο σύνολό της αλλάζει σε σημαντικό βαθμό και την ίδια τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Δηλαδή έρχονται επιπτώσεις κυρίως στο Λύκειο, διότι πράγματι θα καταστήσει και το Λύκειο δέσμιο αυτών των επιλογών. Η φοίτηση στο Λύκειο και οι όποιες βαθμολογικές επιπτώσεις σε αυτό θα υπολογίζονται για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, άρα και το Λύκειο εργαλειοποιείται ακόμη περισσότερο στην προοπτική της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και μάλιστα στις επίζηλες σχολές».

Η μεγάλη αντίφαση

«Υπάρχει ένα καθοριστικό ερώτημα εδώ» συνεχίζει ο Π. Χαραμής. «Εάν δεχθούμε αυτό που τονίζει η σημερινή πολιτική της ΝΔ, ότι δεν έχει νόημα να δημιουργείς επιστημονικό δυναμικό σε έναν τομέα ο οποίος μαστίζεται ήδη από την ανεργία, τότε από τη μια μεριά αυτό προϋποθέτει μια ενδοστρεφή ακαδημαϊκή εκπαίδευση, η οποία βασίζεται μόνο στην ελληνική πραγματικότητα και όχι και στη διεθνή – προς την οποία έτσι κι αλλιώς προσανατολιζόμαστε και αυτό το λέω ανεξάρτητα από την κρίση – και από την άλλη τίθεται το εξής ερώτημα: Εάν έτσι έχουν τα πράγματα – όπως δείχνει η ίδρυση της Νομικής Σχολής στην Πάτρα και η ακύρωσή της – τότε πώς συμβαίνει ταυτόχρονα να προωθείται η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων; Δηλαδή φαίνεται για τη μια περίπτωση χρησιμοποιείται το επιχείρημα του υπερβολικού επιστημονικού δυναμικού που οδηγείται στην ανεργία, ενώ για την άλλη περίπτωση κρίνεται ως αναγκαίο να συσταθούν ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αυτό ως αντιφατικός λόγος στην πράξη πιθανόν να υποκρύπτει αυτή τη διάθεση να δημιουργηθεί ένα επιστημονικό δυναμικό, ειδικά για τα ιδιωτικά τριτοβάθμια ιδρύματα.

»Ως σύστημα το οποίο από τη μια μεριά μπορεί να υιοθετεί κόφτες στα δημόσια πανεπιστήμια και από την άλλη να επιτρέπει την ίδρυση ιδιωτικών, θα ευνοεί μια άλλους είδους μετακίνηση ακαδημαϊκού προσωπικού, είτε από τα δημόσια  προς ιδιωτικά ιδρύματα ή ακόμη και στην ταυτόχρονη απασχόληση ακαδημαϊκού προσωπικού και σε ιδιωτικά και σε δημόσια».    

Αυξάνοντας την πελατεία στα φροντιστήρια

«Με την ένταση του ανταγωνισμού για την πρόσβαση στα πανεπιστήμια, δηλαδή με τα διαδοχικά όρια που θα τίθενται και που είναι πιθανό χρόνο με το χρόνο να ανεβαίνουν, αυτό θα αντανακλά στην αγορά των φροντιστηρίων, με την έννοια ότι και τα φροντιστήρια θα προσαρμοστούν σε πιο απαιτητική προετοιμασία των υποψηφίων πράγμα που προφανώς σημαίνει και περισσότερα δίδακτρα», σημειώνει ο Π. Χαραμής.

«Με όλα αυτά τα μέτρα θέλουν να κάνουν ένα “αριστοκρατικό” Λύκειο και να αυξήσουν την πελατεία στα φροντιστήρια» συμπληρώνει ο Θ. Κατσιφάκης. «Να σημειωθεί, ότι την μία και μοναδική χρονιά που πρόλαβε να εφαρμοστεί επί Αρβανιτόπουλου η Τράπεζα Θεμάτων, αυξήθηκαν τα φροντιστήρια στην Α’ Λυκείου κατά 15% σύμφωνα με δημοσιευμένη ανάλυση που είχαν κάνει οι ίδιοι οι φροντιστές. Ενώ ο αριθμός των μεταξεταστέων που ήταν πάντα γύρω στο 4%, πήγε 24% και μετά από κάποιες ρυθμίσεις που κάνανε για το πώς γίνεται η βαθμολογία – το είχαν αλλάξει και αυτό – πήγε στο 16%.

»Άρα η μία επίπτωση είναι η αύξηση της πελατείας στα φροντιστήρια, που σημαίνει ότι ο πιο φτωχός θα εγκαταλείπει και θα πηγαίνει στην κατάρτιση και βεβαίως είναι ότι το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα στρεβλώνεται. Όλο μπαίνει στη λογική του “εξεταστικά χρήσιμου”, άρα έχουμε στρέβλωση όλης της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Θα αυξηθεί η μετανάστευση των νέων στο εξωτερικό. Θα έχουμε αύξηση πελατείας στα ιδιωτικά κολέγια και βέβαια θα προκύψει και αγορά για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αυτό βρίσκεται στο βάθος: Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και η πελατεία στην ιδιωτική εκπαίδευση. Και βέβαια ο κίνδυνος να κλείσουν πολλές σχολές στην επαρχία, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις τοπικές κοινωνίες».

Επιπλέον, σημειώνει ο Δημήτρης Κεχρής, από τη στιγμή που «θα μπαίνουν τελικά στο πανεπιστήμιο αυτοί που μάλλον έχουν περισσότερα λεφτά να πληρώσουν περισσότερα φροντιστήρια, είναι μεγάλη η πιθανότητα να γίνει πιο ταξική η σύνθεση του φοιτητικού σώματος. Θα έχουμε φοιτητές από τα μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα».

Οι δύο τάσεις

Μιλώντας για τις επιπτώσεις στον ψυχισμό των παιδιών από την εντατικοποίηση, ο Π. Χαραμής σημειώνει ότι «θα ενταθούν, διότι και σήμερα υπάρχουν αλλά είναι περιορισμένες». «Διεθνώς υπάρχουν δύο βασικές τάσεις και κατευθύνσεις. Η μία είναι αυτή της έντασης του ανταγωνισμού και της ακόμη μεγαλύτερης σημασίας των εξετάσεων εθνικής κλίμακας (πχ ΗΠΑ, Βρετανία) και η άλλη τάση είναι αντίθετη – και εδώ η Φινλανδία θα είχε να δώσει σχετικά παραδείγματα – μιας πιο ήπιας εκπαίδευσης, η οποία αποσκοπεί περισσότερο να δημιουργήσει μια πιο ολοκληρωμένη και ίσως μια πιο ευτυχισμένη προσωπικότητα.

»Χωρίς αυτά να είναι απόλυτα, ωστόσο βλέπει κανείς στοιχεία στη μία πρακτική και στην άλλη, τα οποία κινούνται προς αντίθετες κατευθύνσεις. Επομένως εδώ η ελληνική εκπαιδευτική πολιτική φαίνεται να κλίνει σαφώς προς την πρώτη τάση και όχι προς την δεύτερη». 

Αλώνοντας τη δημόσια εκπαίδευση

Σε ό,τι αφορά στις επιπτώσεις στην οικονομική πλευρά της Εκπαίδευσης, ο Π. Χαραμής υπογραμμίζει, ότι «το πιο σημαντικό είναι – και μάλιστα έχουν γίνει και σχετικές εξαγγελίες – ότι θα ευνοηθεί μια συνεργασία μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών ιδρυμάτων η οποία είχε εξαγγελθεί και για τη συνεργασία μεταξύ νοσοκομείων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Υπήρξε εκεί ένας φόβος, ότι ως λιγότερο απροστάτευτα τα νοσοκομεία του δημόσιου τομέα – εννοώ από το μη ενδιαφέρον για τη διαφύλαξη των συμφερόντων τους – καθίστανται ουσιαστικά εξυπηρετικά των αντίστοιχων ιδιωτικών. Φανταστείτε να γίνει το ίδιο στα πανεπιστήμια. Δεν θέλω να το σκεφτώ καν. Δηλαδή ένα πανεπιστήμιο που συνεργάζεται άμεσα ή έμμεσα ή έχει και κοινό προσωπικό με ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο να θέτει τις δυνατότητές του και τα συμφέροντά του κατά προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση συμφερόντων που δεν αντιστοιχούν σε αυτά του ίδιου του δημόσιου πανεπιστημίου. Είναι ζητήματα που θα τα βρούμε μπροστά μας. Τα έχουν βρει και άλλες χώρες. Αλλά σε άλλες χώρες υπήρξε και μία εκλογίκευση λόγω της μεγάλης παράδοσης η οποία δεν βλέπω να υφίσταται στην ελληνική πραγματικότητα».

«’Ενα ακόμη σοβαρό ζήτημα από την μείωση των εισακτέων είναι ότι μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ καλό «πάτημα» για την υποχρηματοδότηση των πανεπιστημίων» λέει ο Δημήτρης Κεχρής. «Θα κοστίζουν πλέον λιγότερο στο κράτος οι φοιτητές, αφού θα είναι λιγότεροι. Λιγότερα βιβλία, λιγότερες κάρτες σίτισης, λιγότερες εστίες και δικαιούχοι κλπ..

Η πολιτισμική μετατόπιση στον αδηφάγο ανταγωνισμό

«Το πλαίσιο γίνεται αυτομάτως πιο ανταγωνιστικό για τους μαθητές, κάτι το οποίο θα το ενσωματώνουν σαν κουλτούρα και για την μετέπειτα ζωή τους» σημειώνει ο Δημήτρης Κεχρής. «Εφόσον θα είναι λιγότερες οι θέσεις, θα κονταροχτυπιούνται γι’ αυτές μέχρι “τελικής πτώσης”. Αυτό θα το κουβαλάνε και στη ζωή τους, στη δουλειά τους, στις σχέσεις τους: Ο νόμος της ζούγκλας, ο πιο δυνατός επιβιώνει.»

«Έτσι λοιπόν το πανεπιστήμιο θα είναι για τους πιο προνομιούχους, θα μειωθεί η κρατική χρηματοδότησή τους, ενώ θα δοθεί πολύ μεγαλύτερο βάρος και στη δευτεροβάθμια ιδιωτική εκπαίδευση. Οι σχολάρχες θα αυξήσουν την πελατεία τους και από το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Και αυτό θα επιφέρει και μια επιπλέον πολιτισμική μετατόπιση στην ταυτότητα του μαθητή. Θα γίνει πιο εντατικοποιημένη η ζωή του, από πολύ μικρή ηλικία. Θα αρχίσει να λειτουργεί σαν ένα “ρομπότ” με τεχνοκρατικούς στόχους, από τα δώδεκα χρόνια του, εφόσον θα σκληρύνει το πλαίσιο για τους στόχους που είναι προς επίτευξη».