«Της Άρνης το νερό», ο «Γεροπλάτανος, τα «Διόδια», «Χωρίς εσένα» και  τελευταία του επιτυχία «Σαν Χουάν», ο Σταύρος Σιόλας, δεν έχει παράπονο. Τα τραγούδια του έχουν αγαπηθεί και μάλιστα χωρίς να είναι γραμμένα πάνω στη συνταγή της «επιτυχίας» όπως την ορίζουν τα ραδιόφωνα. Είναι ένας ακόμα από τους λίγους δημιουργούς, που δεν έκανε εκπτώσεις κι απέδειξε πως «… η βιομηχανία κάνει λάθος» όπως λέει στη συνέντευξη που ακολουθεί.

Ads

Από τη διάκριση του στο Φεστιβάλ τραγουδιού της Θεσσαλονίκης έως σήμερα, αντλεί έμπνευση από την παράδοση φέρνοντας την με τον ιδιαίτερο τρόπο του στο σήμερα, χωρίς να απονευρώνει τη δύναμη της, αλλά και χωρίς να γυρίζει την πλάτη στην εποχή του. Ο Σιόλας είναι ένας ευαίσθητος ακροβάτης στη σύγχρονη τραγουδοποιία κι έχουμε την ευκαιρία να τον απολαύσουμε στη σκηνή του Σταυρού του Νότου Plus για δύο συναυλίες ακόμα με αφορμή τα 20χρονα γενέθλια του στο τραγούδι. Θα βγάλει βόλτα και τα «παραπονεμένα» τραγούδια, αυτά που δεν ευτύχησαν να έχουν την τύχη των Διοδίων, αλλά αξίζει να τα ξανά ανακαλύψουμε και θα έχει μαζί του τη Ρίτα Αντωνοπούλου και τον Νίκο Ψημίτη (27 Ιανουαρίου) και  την Ελένη Τσαλιγοπούλου μαζί με τη Μαρία Παπαγεωργίου (3 Φεβρουαρίου).

Σε γνωρίσαμε με τραγούδια που είχαν έντονο το χρώμα της παράδοσης. Ποια είναι η σχέση σου με την παράδοση; Πότε αγάπησες αυτούς τους δρόμους μέσα από ποια διαδρομή;

Εγω δυστυχώς είμαι παιδί της πόλης, γιατί γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Οι γονείς μου όμως κατάγονται από χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης. Το Πάσχα λοιπόν, κατά το γνωστό συνήθειο των Ελλήνων ,πηγαίναμε στο χωριό. Εκεί,πέρα απ τα πανηγύρια και τους χορούς, θυμάμαι μια μέρα που βλέπαμε αυτή τη μαγική σειρά της ΕΡΤ «Λωξάντρα»,  άκουσα τη Γιώτα Βέη να τραγουδάει ένα πολίτικο νανούρισμα και συγκινήθηκα βαθειά! Έτσι αναζήτησα και ανακάλυψα τη Δόμνα Σαμίου,τον Χρόνη Αηδονίδη, την Ξανθίππη Καραθανάση, τον Νίκο Ξυλούρη και άλλους θεματοφύλακες της παράδοσης. Αργότερα συντέλεσαν και ο Νίκος Ξυδάκης, ο Γιώργος Ανδρέου,η Ελένη Τσαλιγοπουλου,η Ελευθερία Αρβανιτάκη, η Μελίνα Κανά και φυσικά ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου που ενσωμάτωσαν σε μεγάλο βαθμό και επανασύστησαν την παράδοση στους νεότερους μέσα από τα τραγούδια τους.Οπότε η σχέση μου με τη παράδοση δεν είναι τόσο βιωματική όσο βασίζεται στην κυτταρική μνήμη που συνταράζει όλους μας.

Ads

Έγιναν επιτυχίες κυρίως τα πιο χαμηλόφωνα τραγούδια σου σε μια εποχή που η βιομηχανία ζητούσε μόνο ρυθμικό τραγούδι, τι σημαίνει αυτό;

Σημαίνει ότι η βιομηχανία κάνει λάθος και υποτιμά το κοινό, όταν προσπαθεί να το ερμηνεύσει ή να το κατευθύνει. Η ύπαρξη των playlist είναι πολύ μεγάλη πληγή για το ελληνικό τραγούδι.Η αντίληψη του τι αγαπά και τι θέλει ν ακούσει το κοινό είναι υποκειμενική και δεν μπορεί να αποφασίζεται από δυο τρεις διευθυντές ραδιοφώνων και εταιριών. Χαίρομαι πολύ που το απέδειξα αυτό και με «της άρνης το νερό» και με τα «Διόδια»!

Πώς σε καθοδηγεί ο στίχος κάθε φορά στη μελωδία και τον ρυθμό που θα διαλέξεις; Πως γράφεις μουσική;

Δεν προαποφασίζω ποτε το ρυθμό η το ύφος ενός τραγουδιού. Βάζω το στίχο στο πιάνο και «σκαλίζω» ακόρντα ενώ τραγουδάω αυτοσχεδιάζοντας για να δω που θα με πάει,πολλές φορές και χωρίς το πιάνο στο δρόμο ή όπου βρίσκομαι. Ουσιαστικά είναι σαν να προσπαθώ να φανταστώ τι τραγούδι θα ήθελα να ακούσω ως ακροατής με αυτό το στίχο. Είναι σημαντικό για μένα να έχει δυνατές εικόνες για να καταλάβω την ατμόσφαιρα κι ένα άγκιστρο για να δέσω την αρχή του νήματος.Από κει κι έπειτα όλα κυλάνε εύκολα!

Οι συναυλίες στον “Σταυρό” έχουν επετειακό χαρακτήρα. Τι σταχυολογείς ως σημαντικό αυτά τα 20 χρόνια; Ποιες είναι οι στάσεις που θυμάσαι;

Το πιο σημαντικό είναι που πέρασαν αυτά τα 20 χρόνια κι είμαι ακόμα εδώ κάνοντας αυτό που μου αρέσει κρατώντας επαφή με τον κόσμο μέσα από τα τραγούδια και τις εμφανίσεις μου σε μια πορεία που είναι ναι μεν αργή, αλλά ανοδική και μου προσφέρει πέρα από τις γνωστές αγωνίες χαρά και ικανοποίηση. Σημαντική στιγμή ήταν προφανώς ο πρώτος μου δίσκος «Μια ήσυχη μέρα»το 2002 που με εμπιστεύτηκαν ο Κώστας Ζουγρής και ο Γιάννης Πετρίδης στην τότε Virgin και ανέλαβαν την παραγωγή του. Και φυσικά το φεστιβάλ τραγουδιού Θεσσαλονίκης το 2006 που κέρδισα βραβείο καλύτερου τραγουδιού και βραβείο ερμηνείας αλλά κυρίως μια μεγάλη δημόσια προβολή που με σύστησε στο ευρύ κοινό. Θυμάμαι όμως κι όλες τις ζωντανές εμφανίσεις που η χημεία με το κοινό ήταν τέτοια που μου προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση όπως αυτές που βίωσα στον Σταυρό του Νότου!

Θα συναντηθείς στη σκηνή με τη Ρίτα Αντωνοπούλου, την Ελένη Τσαλιγοπούλου και τη Μαρία Παπαγεωργίου. Τι εκπροσωπεί κάθε μία φωνή για σένα;

Η Ρίτα είναι μια σημαντική ερμηνεύτρια που έχει εντρυφήσει στο λόγο και την τέχνη των μεγάλων ποιητών και δημιουργών και μπορεί να επικοινωνήσει στο κοινό βαθύτερα νοήματα και ατμόσφαιρες με δυναμική,  όμως σκηνική παρουσία και νιώθω ότι ταιριάζουμε πολύ σ ‘αυτό! Η Ελένη είναι παλιά και μεγάλη μου αγάπη! Τη θεωρώ δασκάλα μου, γιατί της «έκλεψα» πολλούς ερμηνευτικούς τρόπους και γυρίσματα, ενώ μου έμαθε όπως και σε όλους μας πολλά παραδοσιακά και ρεμπέτικα τραγούδια! Τη συγγένεια αυτή την ένιωσε κι εκείνη και με πήρε μαζί της στη σκηνή οταν με πρωτάκουσε, κι έκτοτε έχουμε μια πολύ στενή σχέση! Η Μαρία πάλι, έχει δημιουργήσει ένα πολύ ιδιαίτερο καλλιτεχνικό προφίλ ακριβής αισθητικής με σεμνότητα και ήθος  που με αφορά. Μου θυμίζει πολύ την τραγουδίστρια των Portishead, Beth Gibbons που  είναι απόκοσμη, τρυφερή και ταυτόχρονα γήινη!

Με ποιον θα ήθελες να συνεργαστείς και δεν έχει προκύψει ακόμα;

Με τις μεγάλες μου αγάπες συναντήθηκα εκτός απ ‘τη Χαρούλα Αλεξίου και την Ελένη Βιτάλη αλλά ποτέ δεν είναι αργά. Συναντήθηκα επίσης και με αγαπημένους μου δημιουργούς όπως ο Γιώργος Ανδρέου,ο Νικος Ξυδάκης,ο Γιώργος Καζαντζής και ο Μάνος Ελευθερίου.Εκείνος που θα ήθελα πολυ να συναντηθώ καλλιτεχνικά με κάποιο τρόπο είναι σίγουρα ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου.

Έχω την αίσθηση ότι το τραγούδι που υπηρετείς έχει αναντίστοιχη εκπροσώπηση σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις. Βλέπω κόσμο στις συναυλίες αλλά τα ραδιόφωνα δεν το προτιμούν ή επιλέγουν παλιότερα τραγούδια του λεγόμενου «έντεχνου» τραγουδιού. Πως το σχολιάζεις;

Τα «έντεχνα» ραδιόφωνα είναι μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού κι απ αυτά μόνο τα δυο δεν έχουν playlist. Η λογική τους είναι να παίζουν οικεία,ευχάριστα και ανώδυνα ακούσματα που δεν θα ενοχλήσουν τον ακροατή που έχει το ραδιόφωνο να παίζει στο βάθος στη δουλειά η στο αυτοκίνητο. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μένει χώρος για καινούργια τραγούδια και αυτό είναι πολύ απογοητευτικό για τους καλλιτέχνες και τους δημιουργούς αλλά και για μεγάλη μερίδα του κόσμου που έχει βαρεθεί να ακούει τα κλασικά «έντεχνα».Το τοπίο δε για τους νέους είναι εξαιρετικά δυσοίωνο.Την ώρα που τα λέμε αυτά, τυχαίνει να ακούω το «Σαν Χουάν» στο ραδιόφωνο από το δίσκο «Φωνές θιάσου»,το οποίο παίχτηκε και παίζεται πολύ όπως και τα «Διόδια» ή το «Κάθε φορά» και σκέφτομαι πως θα έπρεπε να είμαι ευγνώμων και είμαι αλλά από την άλλη στους δίσκους αυτούς υπάρχουν τόσα πολλά ακόμα τραγούδια, που δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να τα γνωρίσει περισσότερος κόσμος κι αυτό με πονάει γιατί τα «πονάω».Γι αυτό αποφάσισα να κάνω τα «20 χρόνια τραγούδια σου’ γραψα» αποκλειστικά με δικό μου ρεπερτόριο,για να βγάλω βόλτα και τα «παραπονεμένα» μου πλάι στα πιο προβεβλημένα!

Τι σημαίνει καλό τραγούδι για σένα και τι καθορίζει την αντοχή του στον χρόνο;

Το τι συνιστά καλό τραγούδι δε νομίζω πως αναλύεται σε κάποια εξίσωση. Ούτε σημαίνει ότι αν έχεις έναν ωραίο στίχο και μια ωραία μουσική θα έχεις ένα καλό τραγούδι. Πιστεύω πολύ , πως η πρόθεση του δημιουργού και η συνθήκη που γεννά ένα τραγούδι επιβιώνει στο άκουσμα του. Η αλήθεια του επιβιώνει. Πρέπει όμως να ευθυγραμμιστούν πολλοί πλανήτες για να πετύχει η χημεία. Ο στίχος, η μουσική,η ερμηνεία, η ενορχήστρωση και ο συγχρονισμός με την ανάγκη του κοινού είναι σημαντικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για να γεννηθεί ένα σπουδαίο τραγούδι και να αντέξει στο χρόνο.

Όταν δεν γράφεις και δεν τραγουδάς τι αγαπάς να κάνεις;

Να περνά όμορφα και εποικοδομητικά ο χρόνος μου. Να διαβάζω,να μαγειρεύω,να βλέπω φίλους,να ταξιδευω,να παίζω επιτραπέζια και video games και να προγραμματίζω τα επόμενα σχέδια μου.