Ο Παύλος Παυλίδης συναντά τον μεγάλο και πρωτοπόρο για την εποχή του συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο στο άλμπουμ που μόλις κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Πέρα από τη θάλασσα» και ετοιμάζεται να παρουσιάσει στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών σε δύο συναυλίες, 1 και 5 Φεβρουαρίου.

Ads

image

Η συνέντευξη που θα διαβάσετε, πάρθηκε δύο χρόνια πριν και επικαιροποιήθηκε. Είχα συναντήσει τον Παύλο Παυλίδη στο στούντιο, ενώ δεν είχε ολοκληρώσει ακόμα όλα τα τραγούδια τα οποία θα παρουσίαζε στο Ηρώδειο αν δεν μας είχε προλάβει η πανδημία.

Αν και καχύποπτη με τις επανεκτελέσεις, από την πρώτη ακρόαση ένιωσα, να δονούμαι. Ο Παυλίδης ρεμβάζει (Γεννήθηκα, Όχι δεν πρέπει), ροκάρει (Τα λόγια και τα χρόνια, Μαλαματένια Λόγια κ.α.), εισέρχεται στη μυσταγωγία (Μέρα της Πεντηκωστής), πάει κόντρα συχνά στις αρχικές εκτελέσεις, παρεμβαίνει στη ρυθμική αγωγή, πειράζει ανεπαίσθητα συλλαβές, δεν φοβάται να παίξει ηλεκτρονικά ή να θολώσει το ηχητικό τοπίο όπως στην αριστουργηματική διασκευή του «Μέρα με την ημέρα», ξεκινάει ρεμβάζοντας  και καταλήγει  σε διονυσιακό πανδαιμόνιο και ψυχεδελικό τοπίο (Κάτω στης Μαργαρίτας τ’αλωνάκι).

Ads

Κι όμως, το βασικό μέρος του οικοδομήματος, είναι εκεί, «ο Μαρκόπουλος είναι πανταχού παρών» όπως λέει ο ίδιος. Με έναν τρόπο όμως που συνομιλεί άριστα με την εποχή και τη νέα γενιά. Ο Παυλίδης κατάφερε κάτι που σπάνια βρίσκουμε στις διασκευές μεγάλων τραγουδιών: Να παραμείνουν μεγάλα ενώ ταυτόχρονα ακούγονται σαν να γράφτηκαν σήμερα.

Επίσης τα έκανε δικά του, με έναν ιδιαίτερα συγκινητικό τρόπο, παρεμβαίνοντας δραστικά μόνο στα «Γκρεμισμένα σπίτια» κι αυτό για να προσθέσει στίχους με αναφορά στους πρόσφυγες των ημερών μας.

Τέλος, εκτός από τη μουσική σεβάστηκε απόλυτα τον λόγο. Ο Παυλίδης τραγουδάει και εννοεί κάθε λέξη. Δεν περιμέναμε κάτι λιγότερο από έναν τραγουδοποιό που αγαπά τον ποιητικό στίχο και είναι ένας από τους καλύτερους στιχουργούς της γενιάς του. Με λίγα λόγια, ο Παύλος φόρεσε τα καλύτερα ρούχα του για να υποδεχτεί τον Γιάννη Μαρκόπουλο.

Πως προέκυψε η ιδέα να διασκευάσεις Μαρκόπουλο;

Η κόρη του Λένγκα με αφορμή τα γενέθλια του πατέρα της όταν έκλεισε τα 80 το 2019, ήθελε να κάνει εκδηλώσεις με το έργο του. Μία από τις ιδέες που είχε ήταν να μου προτείνει να διασκευάσω ό,τι θέλω, όπως θέλω, από το έργο του .

Πως ένιωσες όταν ήρθες σε επαφή με τα τραγούδια του Μαρκόπουλου;

Τα γνωστά τραγούδια του Μαρκόπουλου τα ήξερα. Υπάρχει βέβαια και ένα τεράστιο μέρος του, το συμφωνικό του έργο  … πράγματα που δεν γνώριζα στο σύνολο τους. Ανήκω στη γενιά που ακούγαμε Μαρκόπουλο,  την εποχή που δημοσιοποιούσε τα τραγούδια.

Θέλεις να μας δώσεις μια εικόνα σύνδεσης της παιδικής σου ηλικίας με τα τραγούδια;

Ας πούμε, το «Μιλώ για τα παιδιά μου» που έχω διασκευάσει πρώτο, μου έφερε εικόνες από τη ζωή μας στη Γερμανία. Ήμασταν στο Αννόβερο. Την Κυριακή άνοιγαν οι γονείς μου το πικ απ με τους ελληνικούς δίσκους. Οι «Μετανάστες» του Μαρκόπουλου ήταν ένα από αυτά τα βινύλια. Ακούγαμε τη «Φάμπρικα» στο σπίτι,  στον τόπο που αναφερόταν, στην ξενιτιά  και από γονείς μετανάστες. Μη φανταστείτε όμως ότι τον συνδέω με συνθήκες απαραίτητα σκληρές και δύσκολες.  Έχω και υπέροχες παραμυθένιες αναμνήσεις από το Αννόβερο.  Από μικρός είχα λοιπόν τον ήχο του στα αυτιά μου.

Πως επέλεξες τα τραγούδια που θα «πειράξεις;»

Το πρώτο κριτήριο ήταν το στιχουργικό τους μέρος. Επειδή τα τραγουδάω έπρεπε να αισθάνομαι ότι μπορώ και να τα ζήσω. Ας πούμε, η «Μέρα της πεντηκοστής» σαν κομμάτι, αρχικά μου φαινόταν άλλο ένα τραγούδι από αυτά που είπε ο Ξυλούρης, από τα γνωστά. Όμως ακούγοντας το με την προοπτική  της διασκευής, ανακάλυψα τι πραγματικά έλεγε το τραγούδι, ένα νόημα που αγνοούσα. Υπάρχουν τραγούδια που μου αρέσουν πολύ, αλλά δεν μπορώ να ταυτιστώ με το κείμενο οπότε πήγαινα σε κάποιο άλλο.

Τι είναι αυτό που σε γοητεύει στον κόσμο του;

Σίγουρα είναι ανανεωτής για το ελληνικό τραγούδι.  Δημιούργησε αυτόν τον ήχο, μια δική του φιλοσοφία,  δημιουργώντας ένα δικό του έθνικ στα 60s  και τα 70s. Διαφοροποιείται από το λαϊκό όπως υπήρχε ως τότε. Κάνει μια μίξη πρωτότυπη δικιά του. Προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσεις το έργο του, πέφτεις πάνω στη μεγαλοφυια του. Πως παίρνει ένα κείμενο όπως το «Κάτω στης Μαργαρίτας τ’αλωνάκι» που δεν υπακούει στους νόμους των μέτρων και της ρίμας και ξαφνικά ακούς ένα τραγούδι, που είναι σαν να υπήρχε από την αρχαιότητα. Τόσο κλασικό!

Πας να αποκρυπτογραφήσεις το ρυθμικό, το πως το κάνει και βρίσκεσαι μπροστά σε ένα αίνιγμα. Ένα πεντάρι δεν είναι ένα πεντάρι, είναι θραύσματα ρυθμικής αγωγής που ενώνονται σε ένα παζλ, που επειδή ακολουθεί τον λόγο τα κάνει να μοιάζουν αρμονικά. Στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικά περίπλοκη κατασκευή, που αν την αναλύσεις με μουσικολογικούς όρους, βρίσκεσαι προ εκπλήξεως και αντιλαμβάνεσαι και τον κόπο που έχει πίσω της αυτή η δουλειά.

Ακούγοντας τα τραγούδια αντιλαμβάνεται κανείς ότι  σεβάστηκες την αρχική εκδοχή τους, αλλά έβαλες έντονα το στίγμα σου. Ήταν δύσκολη αυτή η ισορροπία;

Όταν έπιανα την κιθάρα μου να κάνω κάτι κατέληγα κοντά στο πρωτότυπο. Οπότε πήγα στο πιάνο, ενώ δεν είναι το όργανό μου. Το πιάνο μου εμφάνιζε μια πιο ουδέτερη εικόνα και μου επέτρεπε να χάνομαι πιο δημιουργικά. Εχανα και τον εαυτό μου και τα πρωτότυπα πιο εύκολα έτσι και με ξανα έβρισκα, όποτε έπρεπε να τραγουδήσω. Ωραίο σχολείο είναι να βγαίνεις από τη φόρμα που έχεις συνηθίσει .

Το στοίχημα; Υπήρχε στοίχημα;

Το στοίχημα μου στην αρχή, ήταν να ξεχάσω ότι αυτά τα τραγούδια γράφτηκαν στην εποχή των μεγάλων μύθων και κατα αυτόν τον τρόπο να τα αντιμετωπίσω διαφορετικά από άποψη ύφους. Ο Μαρκόπουλος έχει διασχίσει την   κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα κάποιων δεκαετιών που  δημιουργούσαν ένα άλλο κλίμα απ το σημερινό. Ήταν μια επική περίοδος για το ελληνικό τραγούδι.

Πολλά συνθήματα πολλά εμβατήρια πολλά  παραμύθια. Εγώ έπρεπε να αφεθώ σ ένα προσωπικό ύφος, χωρίς όμως να προδώσω τον συνθέτη. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα. Προσπάθησα να δημιουργήσω μια  ισορροπία. Είναι τόσο μεγάλα τα τραγούδια του, που η αγωνία μου δεν ήταν μην τα καπελώσω αλλά περισσότερο να βρω τον εαυτό μου εκει μέσα. Ο ίδιος, είναι πανταχού παρών  στον δίσκο που φτιάξαμε με τους συνεργάτες μου.

Στα «γκρεμισμένα σπίτια» πρόσθεσες στίχους γιατί;

Κάθε φορά που το ακούω σκέφτομαι  πόσο συγκλονιστικός είναι ο Χατζής που τραγουδάει στην πρώτη εκτέλεση. Σκεφτόμουν, πως είναι ένας άνθρωπος που ξέρει πως είναι να μένεις σε γκρεμισμένα σπίτια. Άκουγα την τσιγγάνικη ψυχή του και τον πόνο του.

Ταυτόχρονα καταλάβαινα, ότι τα γκρεμισμένα σπίτια σήμερα είναι τα σπίτια των προσφύγων, τα σπίτια των ανθρώπων που ζουν σε εμπόλεμες ζώνες και στη χώρα μας και αλλού. Ηθελα να προσθέσω ένα κείμενο που αφορά σε αυτούς που ζουν σήμερα έχοντας πίσω τους γκρεμισμένα σπίτια.

Έχει μια αισιοδοξία η προσθήκη σου. Από τη μία περιγράφεται μια κατάσταση που μας πονάει διαχρονικά, από την άλλη έρχεσαι και λες πως πάντα υπάρχει η λύση μες το πρόβλημα. Έτσι το αισθάνεσαι;

Νομίζω, ότι μέσα στο κείμενο λέω ότι η δική μου γενιά πρέπει να απαντήσει σε αυτό που συμβαίνει σήμερα. Δεν είναι τα σπίτια των προσφύγων παππούδων μας γκρεμισμένα. Έχω πρόσφυγες παππούδες και γιαγιάδες από τη Σμύρνη και τον Πόντο. Γκρέμηίστηκαν τα σπίτια τους κι ήρθαν εδώ να φτιάξουν τα καινούρια τους. Όμως οι σημερινές γενιές πρέπει να απαντήσουν σε αυτό που γίνεται σήμερα.

Πως αντέχει ένα τραγούδι στον χρόνο;

Τίποτα δε μένει άφθαρτο. Υπάρχουν όμως εκτελέσεις αξεπέραστες και θα είναι πάντα φρέσκες όπως το «Αλωνάκι», «Τα λόγια και τα χρόνια»…. Οι ερμηνείες του Ξυλούρη, της Μοσχολιού και όλων των υπολοίπων είναι συγκλονιστικές. Κάποιες ερμηνείες τις αισθάνομαι κοντά μου και κάποιες λιγότερο. Και οι παραγωγές και οι ενορχηστρώσεις έχουν τεράστιο ενδιαφέρον.

Αυτό που αλλάζει στις διασκευές είναι ο ήχος και μια διαφορετική ενορχηστρωτική προσέγγιση. Επειδή δεν είμαι τραγουδιστής με την κλασσικη έννοια  νομίζω  πως χωρίς να το καταλάβω έδωσα χώρο στο στίχο. Χάρηκα πολύ όταν άκουγα τους φίλους μου να μου λένε «α… αυτό έλεγε αυτό το τραγούδι;».

Επίσης είναι κάπως απολαυστικό σαν παιχνίδι να ακούς τα πρωτότυπα και μετά τις διασκευές γιατί είναι κάπως σαν ταξίδι στο χρόνο..

Μέσα στα τραγούδια είναι έντονη η ξενιτιά. Έρχονται να ξανα ειπωθούν σε μια Ελλάδα στην οποία επικεντρώνεται το σημερινό προσφυγικό δράμα, όπως είπες νωρίτερα. Πιστεύεις πως ως λαός αφουγκραζόμαστε την ιστορική συγκυρία;

Φοβάμαι πως ενώ είμαστε ένας λαός με έντονα καταγεγραμμένη την τραγωδία της προσφυγιάς και της αναγκαστικής μετανάστευσης, σαν να ξεχάσαμε λίγο πιο γρήγορα απ’ότι θα περίμενε κανείς.

Το τραγούδι είναι ένας τρόπος να θυμόμαστε;

Σίγουρα. Τα τραγούδια ταξιδεύουν στον χρόνο. Μας βοηθάνε να θυμόμαστε.. Υπάρχουν τραγούδια που θέλουν να μας σπρώξουν σε πνευματική αναισθησία και άλλα που μας ωθούν στο να θυμόμαστε. Όπως όταν πίνουμε. Άλλοι πίνουν για να ξεχάσουν κι άλλοι για να μη ξεχάσουν.

Μπορεί να είσαι φρέσκος και πολύ ενεργός αλλά έχεις κάνει έναν γενναίο κύκλο. Κοιτάζοντας πίσω, πως βλέπεις όλη την πορεία; Έχεις ακόμα την ίδια αντίληψη για την τέχνη ή έχει αλλάξει η σχέση σου με το τραγούδι μεσα στα χρόνια;

Κάθε μορφή τέχνης βοηθάει αν το θελουμε στην  αφύπνιση μας. Βοηθάνε και τα τραγούδια στο να είμαστε όλο και πιο παρόντες. Τα σπουδαία τραγούδια μας απογειώνουν για να μας προσγειώσουν καινούργιους και πιο έτοιμους να δούμε την αλήθεια και το ψέμμα μας. Γι αυτό δεν είναι και πάντα ευχάριστα απ την αρχή.

Το τραγούδι σου αλλάζει μαζί με σένα;

Νομίζω πως ναι. Θέλω τουλάχιστον

Το να έρχεται κανείς αντιμέτωπος με τον εαυτό του είναι οδυνηρό ή λυτρωτικό;

Και τα δύο. Δεν νομίζω πως φτάνει κάποιος στην οποια λύτρωση χωρίς κόπο τουλάχιστον. Ο κόπος είναι αδερφάκι και με τον πόνο και με τη χαρά Είναι σαν φυσικός νόμος σαν φυσική δικαιοσύνη. Καλό είναι όσο μεγαλώνουμε να μην περνάμε από τα ίδια μονοπάτια αλλιώς η εμπειρία πάει χαμένη όταν κάνουμε τα ίδια λάθη. Η εξέλιξη  είναι το ζητούμενο . Η λύτρωση είναι αναπόφευκτη.

Πως αισθάνεσαι στην Ελλάδα σήμερα; Ανασαίνεις κανονικά, αβίαστα;

Αισθάνομαι τυχερός που κατάφερα να αφοσιωθώ στο τραγούδι. Η μουσική είναι καταφύγιο  . Ο κόσμος της εργασίας ηταν πάντα σε γενικές γραμμές  απάνθρωπος και  έχω δει τι προκαλεί η κοινωνική αδικία και στα κορμιά και στις ψυχές των ανθρώπων παρατηρώντας τους γονεις μου. Και ασφυκτιω και βλέπω και την παρακμή και τον κυνισμό τη φτήνια που κάνει ό,τι μπορεί για να επιπλέει.

Απλά δυσκολεύομαι να θυμηθώ μια περίοδο όπου δεν συνέβαινε αυτό. Προσπαθώ να εστιάζω στους ανθρώπους που μέσα από τη δημιουργικότητά τους απαντούν στη φρίκη. Δεν σπούδασα ποτέ μουσική αλλά ξέρω τι κόπος χρειάζεται για να μάθει κάποιος ένα όργανο η να γίνει ηθοποιός . Τώρα έμαθα ότι και με προεδρικό διάταγμα οι καλλιτέχνες γενικώς θεωρούνται ανειδίκευτοι εργάτες. Απόφοιτοι Λυκείου. Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσουμε αλλά σίγουρα δεν πρέπει να βάλουμε τα κλάματα. Ήμουν χθες σ ένα θέατρο και άκουσα την ανακοίνωση των ηθοποιών την οποία παρακαλώ να βάλετε στο τέλος της συνέντευξης αυτής.

Το περιβάλλον παρακμής είναι ευκαιρία για να γράψεις;

Είναι ευκαιρία να συνειδητοποιήσεις  ότι πάντα υπάρχει ανάγκη για να αγωνιστείς και να  πολεμήσεις. Δεν πιστεύω σε μεσαίωνες και αναγεννήσεις. Πιστεύω πως ο άνθρωπος βρίσκει έναν τρόπο να αντιστέκεται στη βαρύτητα αυτή και να πετάει. Πάντα υπάρχει μια βαρύτητα που θέλει να μας τραβήξει στην ευτελέστερη εκδοχή του εαυτού μας. Δεν υπήρξαν εποχές τέλειες.

Υπήρξαν όμως εποχές που δεν είχαμε τόσο συχνά ειδήσεις που αφορούν ας πούμε είτε ένα λιντσάρισμα στο κέντρο της πόλης (αναφέρομαι στον Ζακ για τον οποίο έγραψες και τραγούδι), ούτε ταυτόχρονα πολλές γυναικοκτονίες και τόσα σκάνδαλα που δεν μπορείς να τα συγκρατήσεις καν.

Απλώς τώρα υπάρχουν κάμερες ακόμη και στα κινητά τηλέφωνα  που καταγράφουν ένα λιντσάρισμα, που κατέγραψαν κάτι που συνέβαινε πάντα. Δεν υπήρχαν τα μέσα παλιότερα να διαδοθεί η εικόνα κάποιου ανθρώπου αιμόφυρτου να πεθαίνει. Παλιά υπήρχαν μόνο οι κάμερες των καναλιών, απολύτως ελεγχόμενες και τηλεκατευθυνόμενες.

Οι γυναίκες σκοτώνονταν με αυτό τον τρόπο στα μουλωχτά επί αιώνες. Η εποχή μας ανοίγει κάποιες πόρτες και την ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε αυτά τα προβλήματα πιο αποτελεσματικά. Όσο για την οργιαστική αύξηση της βίας από όλες προς όλες τις κατευθύνσεις ας μην ξεχνάμε πόσες δεκαετίες προβάλλεται συστηματικά άρα και καλλιεργείται η βία ακόμη και στα πιο απλά ηλεκτρονικά παιχνίδια στο σινεμά και στη μουσική επίσης. Ζούμε στο βασίλειο της ψευτομαγκιάς…

Κλείνοντας με τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, ταυτίστηκες με κάποιο περισσότερο;

Όλα όσα επέλεξα να διασκευάσω, τα αγάπησα. Δεν θα μπορούσα να το κάνω αλλιώς. Είναι αρκετά τα τραγούδια του που με συντάραξαν στην εφηβεία μου. «Τα λόγια και τα χρόνια» όταν το πρωτοάκουσα, δεν θυμάμαι πόσες φορές το έβαζα να παίζει, για να ακούσω τους στίχους του Ελευθερίου.

Μπορώ πάντως να πω ότι τα ποιήματα του Γιώργου Χρονά με άγγιξαν  μ έναν ιδιαίτερο τρόπο γιατί είναι σαν να γράφτηκαν τώρα.