Συχνάζοντας σε μαγαζιά της Αθήνας που έχουν live μουσική με λαϊκά και ρεμπέτικα σίγουρα γνωρίζεις το όνομα Ολίνα. Η φωνή της «γεμίζει» τον χώρο ακόμη και όταν τραγουδάει «σκέτα» και ο χρωματισμός της προσαρμόζεται στις συναισθηματικές απαιτήσεις του κάθε τραγουδιού.

Ads

Αυτό είναι και ένα από τα χαρακτηριστικά που την κάνουν να ξεχωρίζει, καθώς σου μεταφέρει τα συναισθήματα των στίχων που ερμηνεύει από την θλίψη του «Τα σπίτια είναι χαμηλά» μέχρι τον ερωτισμό και την ευθυμία του «Απόψε είσαι για φιλί».

Όταν κατά την ερμηνεία της κλείνει τα μάτια το επόμενο που πρέπει να περιμένεις ως ακροατής είναι αβίαστα να παρασυρθείς σε ό,τι σου «υποδείξει» τραγουδώντας.

Αυτά σε συνδυασμό με την αυθεντικότητα και την καλλιτεχνική της ειλικρίνεια συνθέτουν την Ολίνα Γεωργουλοπούλου την οποία συναντήσαμε και μιλήσαμε για την επαγγελματική ενασχόληση της με την μουσική, για τα ρεμπέτικα, για τα λαϊκά και τα εμπορικά τραγούδια, αλλά και τα μελλοντικά μουσικά της σχέδια.

Ads

Πως αποφάσισες να ασχοληθείς με το τραγούδι και τελικά να φτάσεις να κάνεις live σε όλη την Αθήνα;

Από πάντα ήθελα να γίνω τραγουδίστρια, από πολύ μικρή. Συγκεκριμένα, έλεγα ότι θέλω να γίνω τραγουδίστρια και μαθηματικός. Αγαπούσα πάρα πολύ την μουσική, έκανα πιάνο, ήμουν στη χορωδία του Ωδείου, παίζαμε με τον μπαμπά μου πολλή μουσική στο σπίτι. Το πρώτο μου live ήταν με μια μπάντα που είχαμε στο Λύκειο, λέγαμε ελληνικό ροκ, και θυμάμαι να σκέφτομαι πάνω στη σκηνή «Δεν γίνεται να μην κάνεις μουσική».

Ωστόσο, στα 90s που μεγάλωνα υπήρχε αυτό το στερεοτυπικό ότι «όλοι πρέπει να γίνουμε επιστήμονες», αν ήθελες να ασχοληθείς με την τέχνη κινδύνευες να σε πουν ψώνιο ή μποέμ, αναλόγως. Τότε έδιναν συμβόλαια σε όλους και είχε ευτελιστεί λίγο η έννοια του τι σημαίνει τέχνη κ.λπ. Λόγω όλων αυτών για εμένα το τραγούδι έγινε κάτι που ενώ ήθελα πολύ να κάνω, δεν μπορούσα να το παραδεχτώ.

Έπειτα πήγα να σπουδάσω εφαρμοσμένα μαθηματικά στο Ηράκλειο της Κρήτης και είχα σταματήσει να ασχολούμαι εντελώς με την μουσική. Στα τελευταία έτη, εντάχθηκα στην Θεατρική Ομάδα του ΤΕΙ Ηρακλείου η οποία εκτός από καλλιτεχνική δράση είχε και κοινωνική στάση και θέση μέσω της Τέχνης, κάτι που με καθόρισε.

Εκεί ήταν το πρώτο περιβάλλον που μου επέτρεψε να είμαι ο εαυτός μου και να αναδείξω τις κλίσεις μου προς τις Τέχνες τις οποίες καταπίεζα ακόμη και στις παρέες μου. Λίγο καιρό μετά βρήκα το θάρρος (ακόμα δεν ξέρω πώς ) και πήγα σε ένα μαγαζί να ρωτήσω αν έχουν κάποια θέση για τραγουδίστρια. Ήταν η πρώτη μου δουλειά.

Αυτή ήταν και η αρχή σου για να ασχοληθείς με το τραγούδι σε πιο μόνιμη βάση;

Κοίτα, ανεβαίνοντας στην Αθήνα αφού τελείωσα τη σχολή ασχολήθηκα πάλι με άλλα πράγματα. Σπούδασα σκηνοθεσία θεάτρου και δούλεψα σε κάποιες θεατρικές παραγωγές, μέχρι το 2016/17 τα χρόνια που είχε ξεκινήσει την άνοδό του το ρεμπέτικο όποτε και αποφάσισα να μάθω ακορντεόν. 

Έκανα ακορντεόν για 3 χρόνια με τον Γιώργο Τσιατσούλη εμπειρία που με βοήθησε πολύ, γιατί ήρθα πρώτη φορά σε επαφή με την εκτέλεση της μουσικής τέχνης με στόχο να γίνει επάγγελμα, και άρχισε όλο να γίνεται πιο συγκεκριμένο. Άρχισα να παίζω σε μαγαζιά σιγά σιγά τραγούδι- ακορντεόν αλλά για διάφορους λόγους το ακορντεόν το άφησα και κατέληξα μόνο να τραγουδάω. Ως τραγουδίστρια δουλεύω ουσιαστικά από το 2020.

Τι είναι αυτό που σου κέντρισε το ενδιαφέρον στο ρεμπέτικο; Ποια στοιχεία του ξεχωρίζεις;

Αγάπησα το (μεταπολεμικό κατά βάση) ρεμπέτικο για τους λόγους που το αγάπησαν όλοι τότε. Μετά τις κοινωνικές αλλαγές που ήρθαν με την κρίση, έφυγε η «Πασοκίλα» από την κοινωνία και ο κόσμος έψαχνε πιο αληθινούς και απλούς τρόπους διασκέδασης και έκφρασης, πράγμα που αφορούσε και εμένα.

Όταν ήμουν στο Ηράκλειο και έσκασε η κρίση, κάναμε θέατρο, αυτοοργανωμένα φεστιβάλ, ζήσαμε τις Πλατείες άρα πλέον είχα και γω αλλάξει , ήθελα να γνωρίσω και να κάνω κάτι που θα αφορά την κοινωνία, το «σύνολο». Το ρεμπέτικο, αλλά και το παραδοσιακό σε έφερνε σε γλέντια μεσοβδόμαδα, να χορεύεις και να τραγουδάς με αγνώστους, τραγούδια άλλων εποχών. Είχε αρχίσει να υπάρχει στην πόλη, γύρω από αυτές τις μουσικές, μια αίσθηση του «μαζί».

Ως είδος το γνώρισα μελετώντας το και με γοήτευσε η αισθητική του, η απλότητα, ο λιτός στίχος. Με συγκινεί ο τρόπος που πχ  ο Μητσάκης κι ο Τζουανάκος μιλάνε για τον έρωτα. Δεν έχει καθόλου ναρκισσισμό ως είδος. Επίσης το να ζήσεις μια πετυχημένη βραδιά τραγουδώντας «σκέτα» είναι τρομερό συναίσθημα. Όλο αυτό σε εμένα που τότε εκπαιδευόμουν λειτούργησε με πολύ ωραίο τρόπο.

Πως από το ρεμπέτικο πήγες στο λαϊκό και το έντεχνο;

Στο ρεμπέτικο μπήκα ως μια συνειδητή μελέτη, μια γνωριμία με κάτι καινούριο για μένα.  Όσο περνούσε ο καιρός, και έβαζα όλο και πιο πολύ «Ολίνα» στη μουσική που θέλω να παίζω, άρχισαν να ξεπηδάν και να εμπλουτίζουν το πρόγραμμα οι μουσικές του ασυνείδητου μου. Έτσι πλέον λέω τραγούδια ας πούμε από όλο το φάσμα της ελληνικής μουσικής των δεκαετιών ‘40-’90.

Στα live σου, κάποιες φορές, επιλέγεις και τραγούδια από τον πιο εμπορικό χώρο.

Ναι θεωρώ ότι έχουν γραφτεί πολύ ωραία τραγούδια και στον εμπορικό χώρο, τα οποία κατά κάποιο τρόπο ντρεπόμαστε να τα πούμε. Εγώ δεν ντρέπομαι καθόλου. Υπάρχουν πολλά τραγούδια προσεγμένα και με συνθετικό ενδιαφέρον σε αυτό τον χώρο. Υπήρχαν γύρω μας ενώ μεγαλώναμε, και όταν τα λέω είναι κάπως σαν να συνδέομαι με το παιδί μέσα μου.

Επίσης ,είναι πραγματικά λαικά, τα αγαπάμε όλοι. Εμένα πάντα με αφορούσε η επικοινωνία, αυτός είναι ο λόγος που τραγουδάω, και μέσα από αυτά τα τραγούδια νιώθω ότι επικοινωνώ. Δεν τον βλέπω διδακτικά τον ρόλο του τραγουδιστή έτσι κι αλλιώς. Ενθουσιάζομαι με ένα τραγούδι από τον στίχο του, από την μουσική του ή από το πώς εκφράζεται κάτι μέσα από αυτό και όποιο τραγούδι με ενθουσιάζει θέλω να είναι οκ να το λέω.

Θεωρείς ότι υπάρχει «ενοχοποίηση» γι αυτά τα τραγούδια έξω από τις πίστες;

Ναι και θεωρώ ότι πρέπει να απενοχοποιηθούμε πια. Πχ το «Δύο ψέματα» ενώ το λατρεύω προβληματιζόμουν να το πω γιατί το λέει ο Ρέμος. Το οποίο βέβαια είναι τραγούδι του Αντώνη Βαρδή και θα ήταν ίσως πιο αποδεκτό σαν τραγούδι αν το είχε πει ο ίδιος. Ε υπάρχει λόγος να σκεφτόμαστε έτσι;  Χαίρομαι αν γενικά καταφέρνουμε να απενοχοποιήσουμε κάτι. Όταν βλέπω ότι ο κόσμος χορεύει, αγκαλιάζεται, μας στέλνουν την άλλη μέρα μηνύματα για το πόσο ωραία περάσαμε παρέα , ε δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά  για εμένα από αυτό.Μπορούμε να είμαστε πολυφασματικοί ως άνθρωποι δεν υπάρχει λόγος να ντρεπόμαστε γι’ αυτό. Άλλωστε , ο στόχος της μουσικής είναι να προβληματίζει, να ενώνει και να σε κάνει να νιώθεις. Εγώ αυτά τα χρόνια, στέκομαι περισσότερο στο να νιώσουμε.

Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε και το τραγούδι «Ψέματα» το οποίο ανήκει στο λαϊκό. Τι ήταν αυτό που σε έκανε να το πεις;

Το τραγούδι είναι σε στίχους και μουσική του Κωνσταντίνου Πετρόπουλου. Όταν πήρα το ντέμο μου άρεσε πολύ, ήθελα πολύ να το πω και ήταν η περίοδος που άρχισα να λέω πολλά λαϊκά και ήρθε κι έδεσε. Με ιντρίγκαρε κιόλας γιατί όταν μπήκα να ψάξω τον Κωσταντίνο είδα ότι δεν γράφει τέτοιο είδος μουσικής και  λέω τι να τον κίνησε να γράψει κάτι τέτοιο;  Είναι το πρώτο τραγούδι που γράφει και το δίνει να το πει κάποιος άλλος, και τον ευχαριστώ πολύ που πίστεψε σε μένα.

Ήταν υπέροχη συνεργασία, εκτιμώ πολύ τον Κωσταντίνο και την τραγουδοποιία του, κάναμε κι ένα υπέροχο videoclip σε σκηνοθεσία του Αλέξη Χατζηγιάννη.

Να πούμε και για άλλες  κυκλοφορίες σου.

Μαζί με τον Μιχάλη Ατσάλη που δουλεύουμε και αυτά τα χρόνια παρέα, κάναμε πριν ένα χρόνο  μια διασκευή στο «Πάμε Νότια» του Γιώργου Ζήκα , γράφοντας το ένθετο τραγούδι «Να δούμε κάθε Ανατολή» σε μουσική του Μιχάλη και στίχους δικούς μου. Παίζοντας το φέτος στα live μας, βλέπουμε πως έχει αγαπηθεί και χαιρόμαστε απίστευτα. Επίσης είχαμε κάνει και μια διασκευή στο «Μοιάζεις και συ σαν θάλασσα» του Μανώλη Χιώτη που και αυτή έχει λάβει θετικά σχόλια.

Τι άλλο να περιμένουμε; Eτοιμάζεις κάποια άλλη κυκλοφορία;

Mε τον Μιχάλη έχουμε το προσωπικό μας project με το οποίο κάναμε  κάποια live με τον τίτλο «Δυάρι» έχοντας παρέα μας 4 φοβερούς μουσικούς τον Χρήστο Ψαρομηλίγκο  στο βιολί, τον Θανάση τον Τσακιράκη στα τύμπανα και τον Άγη Παπαπαναγιώτου στο μπάσο , και τώρα ετοιμάζουμε τον πρώτο μας δίσκο. Τα κομμάτια τα παίξαμε πρώτα live, αρχικά, γιατί είμαστε παιδιά του live και επειδή θέλαμε πολύ να ξεκινήσουμε να τα μοιραζόμαστε .Τα τραγούδια του δίσκου θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανήκουν στον ευρύτερο κόσμο του «έντεχνου», αλλά ευχόμαστε να θεωρηθούν λαϊκά με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Η έννοια του λαϊκού κομματιού για εμένα δεν είναι η ενορχήστρωση και το αν θα έχει μπουζούκι, αλλά το να αφορούν. Να ξεκινούν από μια ανάγκη να εκφραστεί μια αλήθεια, ένα βίωμα , μία σκέψη , και να καταλήγουν να εκφράζουν και κάποιον άλλο, να μιλάνε στο δικό του βίωμα και την ανάγκη. Εγώ μέχρι στιγμής άλλωστε γράφω κατά βάση βιωματικά. Ο δίσκος αναμένεται να βγει μέχρι τέλος του 2023 και ο τίτλος του θα είναι κάτι πολύ κοντινός στο «Δυάρι».

Οπότε είναι τραγούδια στα οποία έχεις γράψει εσύ τους στίχους;

Ναι ο Μιχάλης που είναι εξαιρετικός μουσικός και πάντα έγραφε μουσική, με παρακίνησε να γράψω εγώ στίχους. Επειδή είχαμε συνδεθεί πολύ σαν άτομα νιώθαμε ότι αν γράψω στίχους κάπως θα ταιριάξουν με τον τρόπο που γράφει μουσική. Στην πρώτη καραντίνα, τελείως αναπάντεχα γράψαμε το πρώτο μας τραγούδι. Είμαι χαρούμενη να πω ότι το τραγούδι αυτό  θα βγει μετά το καλοκαίρι, λέγεται «Πάντα ψηλά» και είναι ντουέτο . Θέλαμε πολύ το πρώτο μας τραγούδι να το πούμε μαζί.  Η  συνεργασία μας  με τον Μιχάλη είναι κάτι που μας έχει βγει πολύ οργανικά και νιώθω πολύ τυχερή για αυτό.

Το όνομα «Δυάρι» πως προέκυψε;

«Δυάρι» το είπαμε γιατί ξεκινήσαμε να γράφουμε ενώ ήμασταν ο καθένας στο σπίτι του και ο μόνος τρόπος που είχαμε να γράψουμε ήταν να ανταλλάζουμε ηχητικά. Τα μισά τραγούδια του δίσκου γράφτηκαν έτσι, ο καθένας στο δυάρι του δηλαδή. Συνδυαστικά, έχει μέσα τη λέξη «Δύο» και εμείς σε αυτό το ταξίδι είμαστε οι 2 μας. Με το «Δυάρι» θα έχουμε ένα τελευταίο Live πριν το καλοκαίρι, στο Radikal Festival στις 16 Ιουνίου στην Πάντειο.

Κλείνοντας θα ήθελα να σε ρωτήσω που βλέπεις τον εαυτό σου μελλοντικά και που στοχεύεις;

Ολοκληρώσαμε από μια πολύ ωραία σεζόν. Έπαιξα σε μαγαζιά που ήθελα να παίξω, συνεργάστηκα με υπέροχους ανθρώπους, έρχονται πράγματα που ανυπομονώ. Σίγουρα με βλέπω στα live στα οποία νιώθω τυχερή που παίζω με φίλους που αγαπιόμαστε, εκτιμάμε ο ένας τον άλλον και έχουμε αυτή την επαφή με τον κόσμο. Επιπλέον, ανυπομονώ να αρχίσουμε να γράφουμε τον δίσκο, κάτι το οποίο θα είναι μια νέα -φαντάζομαι μαγική- εμπειρία για μένα.

Γενικά ο στόχος μου είναι να τραγουδάω και να είναι αυτό αφορμή για συνάντηση, για επικοινωνία, για σύνδεση και συναισθήματα.  Όταν ειδικότερα, παίζουμε δικά μας τραγούδια είναι βαθιά συγκινητικό να προκαλεί τα συναισθήματα κάτι που έχει παραχθεί εξ ολοκλήρου από μέσα μας. Μου αρέσει που όλα όσα κάνω αφορούν την αγκαλιά, αυτό το «μαζί» που πάντα ήθελα να μεταφέρω και να μου μεταφέρεται και πιστεύω ότι πλέον έχω καταφέρει να το βρω.

*Φωτογραφία Eleni Albarossa