Στις 4 Οκτωβρίου 1993, ο τότε πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Μπόρις Γέλτσιν, έδωσε εντολή βομβαρδισμού του «Λευκού Οίκου» της Μόσχας, της έδρας του Ανώτατου Σοβιέτ, ενός από τους τελευταίους πολιτικούς θεσμούς που επιβίωσε από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι έχασαν εκείνες τις μέρες τη ζωή τους στο χάος που ακολούθησε αυτό το γεγονός. Ήταν η τελευταία πράξη του δράματος για τέλος της πρώτης χώρας και μητρόπολης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στον κόσμο: της Ένωσης Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών.

Ads

Η κρίση του 1993 και η οπισθοδρόμηση της Ρωσίας

Ακολούθησε μια περίοδος ταχείας προσαρμογής σε νέες κοινωνικές σχέσεις, διαφορετικές οικονομικές συνθήκες, αλλά και η εισβολή ενός άγριου καπιταλισμού του Δόγματος του Σοκ καθώς και του οργανωμένου εγκλήματος, της ρωσικής μαφίας. Όλα αυτά έθεσαν τη μεγαλύτερη, σε έκταση και πυρηνικά όπλα, χώρα στον κόσμο πίσω στην παγκόσμια κατάταξη, έτσι ώστε στο τέλος αυτής της επώδυνης διαδικασίας η Ρωσία προσιδίαζε περισσότερο με τριτοκοσμική χώρα παρά με την παγκόσμια υπερδύναμη, που ήταν πριν από μόλις μια δεκαετία.

Ήταν σαφές για τον Γιέλτσιν ότι η Ρωσία αντιμετώπιζε μια δύσκολη περίοδο ένταξης σε έναν κόσμο όπου ηγεμόνευε η Αμερική, η οποία και απαίτησε επώδυνες μεταρρυθμίσεις στη βασική κληρονόμο της ΕΣΣΔ, Τη δεκαετία του 1990 έγιναν τόσες αλλαγές στη Ρωσία που θεωρούνταν αδιανόητες τις επτά δεκαετίες της Σοβιετικής Ένωσης.

Ads

Ο βομβαρδισμός του ρωσικού «Λευκού Οίκου» ήταν ένα ριψοκίνδυνο βήμα προς το άγνωστο. Τα γεγονότα που ακολούθησαν έδειξαν ότι ο Μπόρις Γιέλτσιν δεν μπόρεσε να επαναφέρει τη Ρωσία  στην παγκόσμια θέση που της άξιζε, γι’ αυτό και ανέθεσε το 1999 αυτή τη δουλεία στον νεότερο και πιο δραστήριο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος και εκπροσωπούσε το «βαθύ κράτος» της Ρωσίας.

Ο Τραμπ χειρότερος από τον Γιέλτσιν;

Αυτό που συνέβη στη Ρωσία το 1993, συνέβη μήπως στην Αμερική στα τέλη του 2020; Η απάντηση είναι: περίπου. Με τα πρόσφατα δραματικά γεγονότα στις 6 Ιανουαρίου 2021 στην Ουάσινγκτον και τα επακόλουθα αιτήματα των Αμερικανών Δημοκρατών για την πρόωρη απομάκρυνση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες έδειξαν ότι το «αμερικανικό όνειρο» που επέβαλαν τόσο επίμονα, αλλά και βίαια, στον κόσμο, δεν υπάρχει πλέον ή έστω έχει τραυματιστεί βαριά. Όλα κατέρρευσαν αυτές τις λίγες ώρες κατά τις οποίες ήταν σαφές ότι, σε αντίθεση με την κατανόηση του Γιέλτσιν για το κράτος και τις υποχρεώσεις του, η πολιτική ιδεολογία του Τραμπ, που δεν έχει τις ρίζες της στην πολιτιστική, ιστορική ή πολιτική ταυτότητα των απλών Αμερικανών πολιτών, στηρίχθηκε στην ωμή βία και παρόρμηση του όχλου, προερχόμενου κυρίως από το χώρο της αμερικανικής εθνολαϊκιστικής δεξιάς και ακροδεξιάς.

Οι συνέπειες που ακολούθησαν ήταν το αίτημα για πρόωρη αλλαγή της προεδρίας, ένα κυνήγι φιλοτραμπικών διαδηλωτών, συλλήψεις, αποκλεισμός λογαριασμών του Τραμπ σε κοινωνικά δίκτυα, κατάσταση έκτακτης ανάγκης κ.λ.π. Πρακτικά, η προσωρινή εισαγωγή ενός είδους «αυταρχικής μορφής» κυβέρνησης, προκειμένου αυτή η μεγάλη χώρα να μην βυθιστεί στο χάος.

«Αντεπανάσταση» του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ κατά των Τραμπιστών

Μετά την αποτυχημένη «επανάσταση» των Τραμπιστών ακολούθησε ένα είδος αντεπανάστασης  εκ μέρους του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Η τεχνολογία διακυβέρνησης που είναι διαθέσιμη σε όλους σήμερα, και ειδικά σε όσους έχουν την εξουσία, επιτρέπει στους νέους Δημοκρατικούς του Τζο Μπάιντεν να ελαχιστοποιήσουν την επιρροή των Ρεπουμπλικανών του Τραμπ και να τους εμποδίσουν να επιστρέψουν στο τιμόνι της χώρας για μεγάλο χρονικό διάστημα. Χρησιμοποιώντας τα «fake news» του ίδιου του, εκκεντρικού δισεκατομμυριούχου, Τραμπ, ως μπούμερανγκ εναντίον του και εναντίον σε επίδοξους λαϊκιστές συνεχιστές του. Άλλωστε ο Ντόναλντ Τραμπ έλαβε 74.222.958 εγγεγραμμένες ψήφους, ή 46,8% όλων των ψήφων, γεγονός που ανησυχεί πολλούς Δημοκρατικούς.

Μόσχα 1993 – Ουάσιγκτον 2020: ομοιότητες και διαφορές

Ανεξάρτητα από το πόσο δύσκολη είναι η σύγκριση των γεγονότων της Μόσχας, πριν από 27 χρόνια, με αυτά που συνέβησαν πρόσφατα στην Ουάσινγκτον, υπάρχουν κάποια κοινά μεταξύ τους. Τα γεγονότα του 1993 συνέβησαν σε μια χώρα (Ρωσία) που λαχταρούσε το μέλλον, ενώ τα γεγονότα του 2020 συνέβησαν σε μια χώρα (ΗΠΑ) που αισθάνθηκε μια έλξη για «επιστροφή στο παρελθόν». Σε μια εποχή κατά την οποία, πριν από λίγους μήνες, οι Αμερικανοί όλων των πολιτικών πεποιθήσεων, θρησκειών και χρώματος εξοργίστηκαν από την εν ψυχρώ δολοφονία του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ, που ενεργοποίησε ένα τεράστιο κύμα οργής κατά του συστημικού ρατσισμού που εξακολουθεί να υπάρχει στις ΗΠΑ. Σε μια εποχή που η πανδημία της Covid-19 θέρισε τις ζωές 250.000 Αμερικανών.

Οι ευθύνες δεν είναι αποκλειστικά του Τραμπ

Σε κάθε περίπτωση είναι άδικο να κατηγορήσει κανείς αποκλειστικά τον Τραμπ για τη σημερινή κατάντια της Αμερικής (όπως δεν έφταιγε ο Γιέλτσιν για την παρακμή της ΕΣΣΔ), για τον ρατσισμό, τον διχασμό, τις τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές της ανισότητες, αλλά και τη γενικότερη εικόνα που έχει ο υπόλοιπος κόσμος γι’ αυτήν. Ούτε και έφταιγε αποκλειστικά η «φιλοπόλεμη» περίοδος του Ρεπουμπλικανού Προέδρου Τζορτζ Μπους του Νεότερου (2000-2008).

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν οι Δημοκρατικοί που, κατά την προηγούμενη ηγεσία τους, ειδικά κατά την περίοδο του Μπιλ Κλίντον, οδήγησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να απαξιωθούν αργά αλλά σταθερά στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου, ακόμη και σε εκείνα των στενών συμμάχων τους. Με τις αποφάσεις του στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής ο Ντόναλντ Τραμπ ολοκλήρωσε απλά αυτό που ξεκίνησαν άλλοι προκάτοχοί του πριν από πολλά  χρόνια.

«Εμπόλεμη ζώνη» η Ουάσιγκτον για την αλλαγή σκυτάλης στον Λευκό Οίκο

Σε κάθε περίπτωση, η αρχή δεν υπόσχεται πολλά. Επειδή η νέα διοίκηση Μπάιντεν αναλαμβάνει καθήκοντα σε στιγμές άνευ προηγουμένου διχασμού στην αμερικανική κοινωνία. Αυτό αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι μαζικές διαδηλώσεις ανακοινώνονται σε πολλές πόλεις την ημέρα της επίσημης ανάληψης της προεδρίας από τον Τζο Μπάιντεν. Περισσότεροι από 15.000 αστυνομικοί και μέλη ειδικών δυνάμεων έχουν ήδη σταλεί στην Ουάσιγκτον για προστασία από έκτροπα και επιβολή του νόμου.

Μετά τις 6 Ιανουαρίου βρίσκονται στην Ουάσιγκτον 25.000 στρατιώτες της Εθνικής Φρουράς και μέλη του τακτικού στρατού (στρατιωτική αστυνομία και ειδικές μονάδες) που αποσύρθηκαν γι’ αυτό τον λόγο από το Αφγανιστάν και τη Βαγδάτη. Το κέντρο της Ουάσιγκτον μοιάζει με «εμπόλεμη ζώνη» και, όπως η Βαγδάτη, χωρίζεται ακόμη σε «πράσινες» και «κόκκινες» ζώνες. Τα οδοφράγματα έχουν ύψος τρία μέτρα, ενώ οι Δημοκρατικοί δεν εμπιστεύονται ούτε τον στρατό, και έτσι όλα τα μέλη του στρατού ελέγχονται εξονυχιστικά προτού πάρουν όπλα.

Η απάντηση της κυβέρνησης Μπάιντεν στις εκκλήσεις των Τραμπιστών για ανυπακοή θα είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση ολόκληρης της ένωσης των πενήντα Πολιτειών. Η Αμερική δεν είναι η Ρωσία, αλλά ορισμένες συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες…

Τι μπορεί να περιμένει πλέον ο κόσμος από την Αμερική;

Πολλοί αναρωτιούνται με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό αυτό που συμβαίνει στη σημερινή, διχασμένη Αμερική θα επηρεάσει τον υπόλοιπο κόσμο. Και ακόμη αν αυτή η μεγάλη χώρα θα επιβιώσει στην τρέχουσα μορφή της, καθώς τα τελευταία χρόνια οι αποσχιστικές τάσεις ορισμένων Πολιτειών της αυξήθηκαν αντί να μειωθούν. Η αχανής και πολυεθνική Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε το 1992-1993, ουσιαστικά, «χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός».

Λίγοι πιστεύουν ότι ένα παρόμοιο σενάριο είναι πιθανόν στις Ηνωμένες Πολιτείες του 21ο αιώνα.

Τι μπορεί να περιμένει πλέον ο κόσμος από την Αμερική; Η χώρα, τουλάχιστον στην αρχή, θα παρουσιάσει μια εσωστρέφεια και θα εγκαταλείψει το σχέδιο των «πορτοκαλί επαναστάσεων», των πολέμων σε περιοχές για τις οποίες οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν έχουν ακούσει ποτέ, τις συγκρούσεις με όσους διαφωνούν και αντιστέκονται; Θα υποχωρήσει άραγε απέναντι στην Κίνα, την Ρωσία, το Ιράν, και την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να αποκηρύξει το χαρακτηρισμό της επιθετικής και φιλοπόλεμης υπερδύναμης;

Μήπως η κρίση θα ανανεώσει και πάλι την Αμερική;

Το σίγουρο είναι πως θα διαψευσθούν όσοι βιάζονται να ξεγράψουν τις ΗΠΑ ως παγκόσμια υπερδύναμη και κινητήριο δύναμη των παγκόσμιων πολιτικών, τεχνολογικών, οικονομικών και πολιτιστικών εξελίξεων. Η Αμερική, δεν είναι η «Καρχηδόνα» του σύγχρονου κόσμου. Θα παραμείνει ηγέτιδα δύναμη παγκοσμίως για πολλά ακόμη χρόνια. Η πίστη στο ιδανικό της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της αυτοπραγμάτωσης δεν μπορεί να εξαφανιστεί εν μία νυκτί.

Η Αμερική βασίζεται σε γερά θεμέλιά πάνω στα οποία είναι χτισμένη εδώ και 250 έτη και ανανεώνεται ανά διαστήματα από μόνη της, έστω και μέσω εμφύλιων συγκρούσεων και κρίσεων, όπως αυτή του 2020. Το «Αμερικανικό Όνειρο» μπορεί να τραυματίστηκε σοβαρά, αλλά δεν έχει τελειώσει, αν και είναι πλέον πολύ δύσκολο να ανακτήσει τη χαμένη του αίγλη.