Σχεδόν είκοσι χρόνια πίσω, το διεθνές αντι-φιλελεύθερο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης απλωνόταν από τις πλατείες του Σιάτλ το 1999 έως τις πλατείες της Γένοβας το 2001, προκαλώντας έντονη ανησυχία ακόμη και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Εκατοντάδες χιλιάδες νέων βγήκαν στους δρόμους, καταγγέλλοντας τους κινδύνους της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και ζητώντας δικαιοσύνη για ολόκληρο τον κόσμο. Σήμερα, μετά από 18 χρόνια, οι νέοι γνωρίζουν ακόμη καλύτερα ότι διακυβεύεται το μέλλον τους, σε έναν κόσμο όπου το 8,6% έχει το 85,6% του πλούτου.

Ads

«Πριν από 20 χρόνια, το Σιάτλ ήταν μια αποκλειστικά αριστερή υπόθεση. Πρέπει να καταλάβουμε πώς η άκρα δεξιά κατόρθωσε να φάει το γεύμα μας» υποστηρίζει ο Βάλντεν Μπέλο από τις Φιλιππίνες, κοινωνιολόγος, πρωτοστάτης του κινήματος και πολέμιος της παγκοσμιοποίησης.

Πόσο μάλιστα, όταν ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει μια από τις βαθύτερες κρίσεις του στην ιστορία, με όξυνση των ανισοτήτων, έξαρση των εθνικισμών και της μισαλλοδοξίας, περιφρόνηση της Δημοκρατίας και των θεσμών της, κλιματική απειλή και περιβαλλοντική καταστροφή, με απατεώνες δισεκατομμυριούχους  επιχειρηματίες και χρηματοδότες, με αδίστακτες πολυεθνικές εταιρίες. Όταν ακόμη και ο δισεκατομμυριούχος επικεφαλής του ισχυρότερου hedge fund, Bridgewater Associates, Ρέι Ντάλιο, προειδοποίησε ότι ο καπιταλισμός είτε θα αλλάξει είτε θα βουλιάξει. «Οπως όλοι γνωρίζετε, εγώ προσωπικά είμαι ένας καπιταλιστής. Παρά ταύτα πιστεύω ότι ο καπιταλισμός έχει υποστεί βλάβη» διεμήνυσε.

Ο «κακός» καπιταλισμός

Ο καπιταλισμός είναι ο «κακός» στην αναμέτρηση των υποψηφίων για το χρίσμα των Δημοκρατικών, ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2020 στις ΗΠΑ, επισημαίνει άρθρο στο Reuters. Οι υποψήφιοι συμφωνούν πως το οικονομικό σύστημα έχει βοηθήσει κυρίως τους πλουσίους κι αυτό ενέχει σοβαρούς κινδύνους για την κοινωνική τάξη. 

Ads

Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η Wall Street έχει μετατραπεί στον «κακό» της οικονομίας. Η γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Γουόρεν, μια από τις επικρατέστερες υποψηφίους για το χρίσμα των Δημοκρατικών, μίλησε για διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία. Ο κυβερνήτης της Ουάσιγκτον Τζέι Ινσλι είπε πως δεν είναι δίκαιο να κερδίζει ο διευθύνων σύμβουλος της αλυσίδας McDonalds χιλιάδες φορές περισσότερα χρήματα από τους υπαλλήλους. Ο κεντρώος και πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν έχει δηλώσει πως ο καπιταλισμός θα πρέπει να ανασυνταχθεί.

Οι θέσεις αυτές συνοδεύονται με προοδευτικά σχέδια για την οικονομία. Κάποια από αυτά επικεντρώνονται στη δημιουργία ενός κρατικού συστήματος υγείας ή στη διαγραφή φοιτητικών δανείων. Εχουν, επίσης, ληφθεί πρωτοβουλίες για την αύξηση των φόρων στις εταιρείες και στους πλουσίους που θεωρείται πως απολαμβάνουν επί σειράν ετών ευνοϊκή μεταχείριση σε σχέση με τους υπολοίπους. Στο στόχαστρο έχουν τεθεί ο φαρμακευτικός, ο τεχνολογικός, ο πετρελαϊκός και άλλοι κλάδοι της οικονομίας.

«Η ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος ασκείται τώρα από τέσσερις εξτρεμιστές της αριστερής πτέρυγας, οι οποίοι απορρίπτουν όλα όσα εμείς πιστεύουμε» δηλώνει ο πλανητάρχης. Με το βλέμμα στραμμένο στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2020, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ μιλώντας πριν λίγες ημέρες σε μία προεκλογική εκδήλωση στο Οχάιο, κλιμάκωσε την επιθετική ρητορική του κατά των προοδευτικών φωνών του Δημοκρατικού Κόμματος, και κατηγόρησε τους «εξτρεμιστές της αριστερής πτέρυγας» πολιτικούς του αντιπάλους, ότι καταστρέφουν τις περιοχές χαμηλών εισοδημάτων στις αμερικανικές πόλεις.

Η αλήθεια είναι ότι το 20% των νοικοκυριών με τα υψηλότερα εισοδήματα εισπράττει το 51% των ετήσιων εισοδημάτων στις ΗΠΑ από το 2012, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Εκεί αποδίδεται, εξάλλου, ότι το 44% των Δημοκρατικών και το 55% των μελών του κόμματος κάτω από την ηλικία των 30 ετών έχουν καλλιεργήσει αρνητική άποψη για τον καπιταλισμό, όπως δείχνει σφυγμομέτρηση του Pew Research Center.

image

Κι όμως η Ακροδεξιά…κινείται

Κι όμως ο βαθιά αντιδραστικός, εθνικιστής, ρατσιστής, ακραίος νεοφιλελεύθερος, Ντ. Τραμπ, είναι ο πλανητάρχης, ενώ ανάλογες προσωπικότητες έχουν αναλάβει την ηγεσία σε μερικές από τις μεγαλύτερες χώρες του κόσμου. Και πού είναι η διεθνής αριστερά, η οποία πριν από 20 χρόνια ζύμωσε ένα από τα πιο διεθνή και ποικίλα κινήματα που έχει δει ποτέ ο κόσμος, ενώ σήμερα μοιάζει αμυντική κι αμήχανη μπροστά σε μια τόσο βαθιά κρίση του συστήματος; διερωτώνται πολλοί. 

«Οι ομοιότητες που αντιμετωπίζουν πολύ διαφορετικές, μεταξύ τους, κοινωνίες σε όλο τον κόσμο είναι καταπληκτικές. Ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει τη βαθύτερη κρίση του από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια κρίση που απειλεί την ίδια την ύπαρξη αυτού του οικονομικού μοντέλου. Αλλά ενώ η Αριστερά βρίσκεται σε υποχώρηση σε πολλά μέρη και επικεντρώνεται σε ένα αμυντικό, εγχώριο πολιτικό πρόγραμμα, η Ακροδεξιά χρησιμοποίησε την κρίση για να οικοδομήσει ένα τρομακτικό παγκόσμιο δίκτυο, υποστηριζόμενο από ισχυρούς χρηματοδότες και ικανό να τροφοδοτήσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια», υποστηρίζει ο Βάλντεν Μπέλο.

Σε χώρες όπως η Βραζιλία, η Ινδία, οι Φιλιππίνες, η Τουρκία, η Ουγγαρία οι ηγέτες τους έχουν εκλεγεί με ρητορική που τροφοδοτούν το φόβο, το μίσος, δαιμονοποιώντας περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες, αρνούμενοι την κλιματική αλλαγή, τη φυλετική και σεξουαλική ισότητα ακόμη και την «πολύ» δημοκρατία. Ο βασιλιάς όλων είναι ο Τραμπ, που πρώτος νομιμοποίησε αυτήν την πολιτική και τις ακραίες, πολεμοχαρείς, οργανώσεις της.

Πριν από 20 χρόνια, η Βραζιλία πρωτοστατούσε σε αυτό που έγινε γνωστό ως το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης. Το 2001, για πέντε μέρες, 20 χιλιάδες αντιπρόσωποι από εκατοντάδες μαζικά κοινωνικά κινήματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις και μη κυβερνητικές οργανώσεις συμμετείχαν στο «Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ», στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας, με στόχο να καταλήξουν σε μια εναλλακτική πρόταση έναντι του νεοφιλελευθερισμού, αλλά κυρίως να οικοδομήσουν ένα μέτωπο δράσης που θα μπορεί να αποδείξει, αλλά και να δράσει υπέρ «ενός άλλου κόσμου που είναι εφικτός». Το Φόρουμ ήταν το αντίπαλο δέος στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ που διεξαγόταν στο Νταβός. Δύο χρόνια αργότερα, το 2003 ο Λουίζ Ιγνάθιο Λούλα από το Κόμμα Εργατών (PT) εξελέγη πρόεδρος, στο ρεύμα της «ροζ παλίρροιας» που σάρωσε τη Λατινική Αμερική και έγινε αγκάθι στην πλευρά του καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς. Σήμερα, ο Λούλα βρίσκεται στη φυλακή και η Βραζιλία κυβερνάται από τον Ζαΐρ Μπολσονάρο, ακροδεξιό, πολυεκατομμυριούχο, τιμητή της στρατιωτικής δικτατορίας, που καταπατά αδίστακτα τα κοινωνικά και ανθρώπινα δικαιώματα. Ήρθε στην εξουσία καταγγέλλοντας τους αριστερούς ακτιβιστές και τα κοινωνικά κινήματα ως τρομοκράτες. Ρατσιστής, μισογύνης, ομοφοβικός και φασίστας κάνει τον Τραμπ να φαίνεται μετροπαθής.

Νόμος και τάξη, είναι το δόγμα Μπολσονάρο, ο οποίος αλλάζει τον ποινικό κώδικα και δίνει υπερεξουσίες στις αστυνομικές δυνάμεις για να περιορίσει, λέει, τις εγκληματικές πράξεις. Σε πρόσφατες μάλιστα δηλώσεις του είπε ότι «ελπίζει να δει τους εγκληματίες να πεθαίνουν στους δρόμους σαν τις κατσαρίδες». Οι ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα υποστηρίζουν ότι η εριστική και απάνθρωπη ρητορική του Μπολσονάρο έχει ήδη συμβάλλει αρνητικά στους φόνους που διαπράττονται στο Ρίο ντε Τζανέιρο κυρίως εναντίον φτωχών ανθρώπων, νέων και μαύρων, ενώ φοβούνται ότι η σχεδιαζόμενη νομοθεσία θα κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Κατά τους πρώτους έξι μήνες του τρέχοντος έτους, η αστυνομία του Ρίο σκότωσε 881 άτομα, αλλιώς ένα άτομο κάθε πέντε ώρες.

«Η Βραζιλία διοικείται από μια ομάδα τρελών», λέει ο φυλακισμένος πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας Λουίζ Ιγνάθιο Λούλα Ντα Σίλβα. Η Βραζιλία, όμως, δεν είναι η μόνη. Ο σημερινός πρόεδρος των Φιλιππίνων, ο ακροδεξιός, εθνικιστής, ρατσιστής, Ροντρίγκο Ντουτέρτε, είναι υπεύθυνος για τη δολοφονία 20.000 χρηστών ναρκωτικών, θυμάτων του φαύλου πολέμου κατά των ναρκωτικών, που αποτελεί κεντρικό θέμα της προεδρίας του, ενώ ενθάρρυνε τις «ομάδες θανάτου» να συμμετάσχουν στις δολοφονίες, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν μόνο τους χρήστες ναρκωτικών αλλά και τα παιδιά του δρόμου και τους περιθωριοποιημένους φτωχούς εν γένει. Γνωστός για τα εξωφρενικά παραληρήματά του, υποστηρίζει ότι το «40% των κομμουνιστών ανταρτών είναι γκέι» και απειλεί ότι θα κλείσει στη φυλακή όποιον τολμήσει να τον κατηγορήσει πως παραβιάζει το Σύνταγμα. Ακόμη και ο Ύπατος Αρμοστής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στον ΟΗΕ εκτίμησε ότι ο πρόεδρος των Φιλιππίνων Ροντρίγκο Ντουτέρτε, ο οποίος εξαπέλυσε βαρύτατους χαρακτηρισμούς εναντίον των ειδικών Εισηγητών των Ηνωμένων Εθνών, χρειάζεται να υποβληθεί σε «ψυχιατρική εξέταση».

Υπάρχει και η Ινδία, η οποία κυβερνάται από τον Ναρέντρα Μόντι, έναν ινδουιστή εθνικιστή, του οποίου η θητεία έχει σημειώσει μαζική ανάκαμψη εγκλημάτων μίσους, δολοφονιών, δημόσιων ξυλοδαρμών, βιασμών, συμμοριών, ειδικά απευθυνόμενων σε μουσουλμάνους και χαμηλές κοινωνικά κάστες, με έναν πρωτοφανές αυταρχισμό και με απόλυτη υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών.

Οι ιδέες αυτές εξαπλώθηκαν και στην Ευρώπη του Διαφωτισμού, όπου οι εθνικιστές ακροδεξιοί μετέχουν στην ιταλική κυβέρνηση, κυβερνούν στην Ουγγαρία, ενώ ακόμη και στη Βρετανία, μια δημοσκόπηση έδειξε ότι το 54% των πολιτών συμφώνησε με τη δήλωση ότι «η Βρετανία χρειάζεται έναν ισχυρό κυβερνήτη πρόθυμο να σπάσει τους κανόνες». Μόνο το 23% διαφώνησε.

image

Η ουσία του Τραμπισμού, η ησυχία του καπιταλισμού

Όλες αυτές οι περιπτώσεις χαρακτηρίζονται από τη φύση του «ισχυρού» ηγέτη, έχουν μεγάλη δόση ατομικής εκκεντρικότητας, που μερικές φορές συνορεύει με την ψυχική ασθένεια. Αλλά υπάρχουν κάποια κοινά, που είναι ικανά πολιτικά διδάγματα και συμπεράσματα.

Όπως αναλύει και το άρθρο του Red Pepper, οι ηγέτες αλά Τραμπ πάντα αναδύονται, δαιμονοποιώντας ευάλωτες κοινωνικά ομάδες, όπως οι μετανάστες, οι περιθωριοποιημένοι που μετατρέπονται συλλήβδην και αδιάκριτα σε «εγκληματίες», οι μουσουλμάνοι, οι φτωχοί, οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι. Αυτή η δαιμονοποίηση αποδείχθηκε ζωτικός χώρος και τρόπος για να οικοδομηθεί η δημοτικότητα που απολαμβάνουν αυτοί οι ηγέτες. Η βάση για τους Τραμπιστές είναι αρσενική και τροφοδοτεί αντιλήψεις μίσους, όπως ότι οι λευκοί, ή οι χριστιανοί, ή οι άντρες έχουν χάσει χώρο από πιο περιθωριοποιημένες ομάδες, και δεν μπορούν πλέον να πούν τι αισθάνονται χωρίς να αμφισβητούνται. Ιστορικά αποδεδειγμένο, ο φασισμός πάντα απευθύνεται σε όσους πιστεύουν ότι έχουν κάποια δύναμη να χάσουν – όσο μικρή κι αν είναι αυτή.

Μετά την υποταγή και την ήττα των εργατικών συνδικάτων, που έχασαν την επαφή με την εργαζόμενη πλειοψηφία, τη συνθηκολόγηση των σοσιαλδημοκρατών στις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς, την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την υποχώρηση των σοσιαλιστών, αυτοί οι ακροδεξιοί πολιτικοί της οικονομικής ελίτ έχουν εμφανιστεί με επιτυχία, ως η φωνή της ξεχασμένης πλειοψηφίας, εκμεταλλευόμενοι την οργή της κοινωνικής πλειοψηφίας που τα τελευταία 40 χρόνια, ζει πλουτίζοντας τους λίγους. Γι αυτό η πιο τρομακτική πτυχή αυτών των «ισχυρών» είναι η δημοτικότητά τους. Κανένας τους δεν ήρθε στην εξουσία με πραξικόπημα. Εκλέγονται δημοκρατικά κι έχουν πολύ σημαντική υποστήριξη από τις λεγόμενες μεσαίες τάξεις.

Όπως και οι παραδοσιακοί φασίστες, οι Τραμπιστές είναι αποφασισμένοι να πολεμήσουν κάθε μορφή πλουραλισμού ή δημοκρατίας που μπορεί να ανατρέψει τη δύναμή τους ή να επιτρέψει την αντίσταση. Προσπαθούν να αναμορφώσουν την πολιτική στο σύνολό της, κατά τρόπο που σημαίνει ότι η εξουσία τους, τα προγράμματά τους, θα απολαμβάνουν μια μακροζωία πολύ πέρα ​​από τις δικές τους θητείες.

Τι σημαίνει αυτό; Επί της ουσίας ότι η πολιτική τους αφήνει τον καπιταλισμό στην ησυχία του. Πολλοί από αυτούς τους ηγέτες, δε, είναι οι αρνητές της κλιματικής αλλαγής. Ο Τραμπ έχει αποσυρθεί από την διεθνή συνθήκη για το κλίμα, ο Μπολσονάρο τον ακολουθεί. Ο Τραμπ ανοίγει όλα τα υπεράκτια ύδατα στην εξερεύνηση πετρελαίου και φυσικού αερίου, ο Μπολσονάρο αφαιρεί την προστασία από τον Αμαζόνιο για απεριόριστη εξόρυξη. Ο Μόντι είναι έτοιμος να εκδιώξει πάνω από ένα εκατομμύριο αυτόχθονες λαούς από εδάφη που οι επιχειρήσεις εξόρυξης δυσκολεύονται να εκμεταλλευτούν. Αποδεικνύεται ότι οι αυτόχθονες, σε παγκόσμιο επίπεδο, αποτελούν μείζονα στόχο για τους ισχυρούς, διότι, τα κομμάτια γης πάνω στα οποία κατοικούν, ο καπιταλισμός είναι τόσο απελπισμένος που τα χρειάζεται τώρα κι αυτά ως επιπλέον πόρους. Και οι αυτόχθονες είναι «στο δρόμο» τους.

Παράλληλα, οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα παραμένουν στον πυρήνα του μοντέλου. Ο Τραμπ πέρασε ένα από τα μεγαλύτερα φορολογικά δώρα στην εταιρική Αμερική, ο Μπολσονάρο έχει ορίσει έναν ακραίο φιλελεύθερο υπουργό Οικονομικών, ο οποίος ακολουθεί τις πολιτικές του Πινοσέτ, και τα δίνει όλα στην ελεύθερη αγορά. Τόσο ο Μόντι όσο και ο Ντουτέρτε στρώνουν το δρόμο στις ανεξέλεγκτες επενδύσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις.

Έτσι, η πρόφαση για τη σημασία του έθνους-κράτους και το δόγμα «νόμος και τάξη» για τον καπιταλισμό, σημαίνει ότι το κράτος είναι απαραίτητο για να αντιμετωπίσει τον αυξημένο θυμό των «από κάτω» που θα προκύψει από αυτές τις πολιτικές. Είναι σαφές ότι αυτές οι πολιτικές, για παράδειγμα, θα πυροδοτήσουν τη μετανάστευση σε όλο τον κόσμο. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η οικοδόμηση ψηλότερων τειχών, που επιβάλλει αυστηρότερους κανόνες για τη μετανάστευση, αποτελεί μέρος του προγράμματος.

Καθεστώτα φασιστικά όπως του Χίτλερ και του Μουσολίνι, δεν είναι πλέον αυτά που οι ιδιώτες καπιταλιστές θα επιθυμούσαν ιδανικά να ζήσουν. Το δόγμα νόμος και τάξη εκσυγχρονίστηκε. Η Silicon Valley το χρειάζεται, αλλά αλλιώς, αλά Τραμπ. Η επανάσταση στην τεχνολογία και τις επικοινωνίες απειλεί με αυτοματοποίηση, η οποία θα μπορούσε να εξαλείψει εκατομμύρια θέσεις εργασίας, να αποδεκατίσει τις μικρές επιχειρήσεις, να επιτρέψει την ολοκλήρωση της εταιρικής εξαγοράς της γεωργίας και να αυξήσει μαζικά την επιτήρηση που αντιμετωπίζουμε καθημερινά. Κάποιοι πρέπει να «μαζέψουν» τις αντιδράσεις.

Υπάρχουν δημοκρατικές λύσεις, όπως η ευρεία κοινωνικοποίηση των τεχνολογιών. Αλλά αυτό σημαίνει ότι ο Τζεφ Μπέζος και ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ χάνουν τον έλεγχο των αυτοκρατοριών τους. Χρειάζονται λοιπόν αυταρχικό καπιταλισμό, είτε αρέσει ή όχι.

Ο Τραμπισμός είναι το «plan b» του καπιταλισμού. Θα μεταδώσουν το μίσος σε ολόκληρο τον κόσμο. Θα χρησιμοποιήσουν νέες τεχνολογίες για να χειραγωγήσουν τον κόσμο. Η επανεμφάνιση του διεθνισμού είναι ο τρόμος τους. Και η ιστορία διδάσκει. Αντιμετωπίζοντας την κλιματική αλλαγή, τη διακρατική εταιρική εξουσία και μια καλά παγκοσμίως δικτυωμένη ακροδεξιά, ο κόσμος πρέπει να αποφασίσει προς τα που θα πάει και να επανεξετάσει την ιστορία και την «πρόοδο».