Η κλιμάκωση της έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο εξαιτίας της προκλητικής και επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας, παρά την «πυροσβεστική» διαμεσολάβηση του Βερολίνου και της Ουάσιγκτον και τις άνευρες εκκλήσεις τους για αποκλιμάκωση και έναρξη διαλόγου, αυξάνει τον κίνδυνο «ατυχήματος», «θερμού επεισοδίου», ακόμη και πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ δύο γειτονικών χωρών, που είναι και σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα δημιουργείται μια αβεβαιότητα για το μέλλον των σχέσεων της Τουρκίας, όχι μόνο με την Ελλάδα, αλλά και με την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ και το Δυτικό μπλοκ γενικώς. 

Ads

Ο επικίνδυνος δρόμος του νεο-οθωμανισμού

Το διακύβευμα δεν είναι μόνον οι ενεργειακοί πόροι της Ανατολικής Μεσογείου και τα έσοδα από την μελλοντική εκμετάλλευσή τους. Είναι επίσης θέμα γοήτρου και προπαντός γεωπολιτικής ισχύος. Ειδικά για την ερντογανική Τουρκία που επέλεξε το δρόμο του νεο-οθωμανισμού και της ισλαμο-εθνικιστικής σύνθεσης

Αφήνοντας πίσω της τη στρατηγική των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» (Αχμέτ Νταβούτογλου) κι εγκαινιάζοντας μια νέα επεκτατική πολιτική που απειλεί να αποσταθεροποιήσει μια ολόκληρη περιοχή, απειλώντας το ίδιο το μεταπολεμικό σύστημα ασφάλειας, η Τουρκία του «σουλτάνου» Ερντογάν χαρακτηρίζεται ανεξέλεγκτη, απρόβλεπτη, κι ως εκ τούτου, επικίνδυνη. Ως ένας νταής στην Ανατολική Μεσόγειο, που απειλεί να καταστεί «τρελό φορτηγό» με σπασμένα φρένα στην κατηφόρα, ή «κανόνι ελεύθερο στο κατάστρωμα».

Ads

Ένας περιφερειακός ταραξίας

Ως γνωστόν η Τουρκία διατηρεί κακές σχέσεις με τους γείτονές της ή εμπλέκεται σε συγκρούσεις σε όλη σχεδόν στην περιφέρεια της. Έχει εισβάλει στην Κύπρο (1974), στο Ιράκ και στη Συρία, όπου διατηρεί στρατεύματα κατοχής. Συμμετέχει ενεργά στον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη. Διατηρεί μια «εμπόλεμη κατάσταση» με την Αρμενία. Έχει ψυχρές έως κακές σχέσεις με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Με την Ελλάδα βρίσκεται σ’ έναν διαρκή ψυχρό πόλεμο, με ενδιάμεσα θερμά επεισόδια, αμφισβητώντας την ελληνική κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα από τον Έβρο ως την Ανατολική Μεσόγειο. Τα τελευταία χρόνια η Τουρκία έχει εξελιχθεί σ’ έναν περιφερειακό ταραξία και σ’ έναν «τοξικό γεωπολιτικό παίκτη» στον κρισιμότερο κόμβο της Ευρασίας. 

H Τουρκία θεωρεί την Ελλάδα παραδοσιακό «κληρονομικό αντίπαλο», καθώς και οι δύο χώρες προέκυψαν από την «καρδιά» της Βυζαντινής (Ανατολικορωμαϊκής) και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κι έχουν εξίσου δικαιώματα στην κληρονομιά της. Μια νεο-οθωμανική Τουρκία θα ήθελε να μονοπωλήσει αυτή την κληρονομιά και να βγάλει «νοκ άουτ» την Ελλάδα, τόσο εδαφικά, όσο και οικονομικά και πολιτισμικά (εξού και η επιμονή να μετατραπεί η Αγία Σοφία σε τζαμί). Να την καταστήσει «κράτος περιορισμένης κυριαρχίας» και στην ουσία «φόρου υποτελής» στον εκάστοτε «σουλτάνο» ή, στην καλύτερη περίπτωση, «δορυφορικό κράτος» της που θα λειτουργεί ως νεο-οθωμανικός Δούρειος Ίππος της μέσα σε μια εξασθενημένη Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Αυτό τουλάχιστον οραματίζονται οι ιδεολόγοι του νεοοθωμανισμού στην Άγκυρα, που λόγω  φανατισμού και φαντασιώσεων φαίνονται να έχουν πάρει διαζύγιο από τη λογική και την πραγματικότητα. Την ίδια περίοδο η οικονομική κρίση απειλεί να πλήξει τις προοπτικές της Τουρκίας, να την οδηγήσει σε χρεοκοπία και να τη στείλει στην αγκαλιά του ΔΝΤ. Όλα να καταρρεύσουν στη δίνη μιας οικονομικής καταστροφής τύπου Αργεντινής. Αυτό το ενδεχόμενο όμως φαίνεται πως αποτελεί «ψιλά γράμματα» για τον Ερντογάν που, βλέποντας την δημοτικότητα του να πέφτει, αναζητεί εναγωνίως εξωτερικές «επιτυχίες» για να τονώσει το εθνικό συναίσθημα των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων του. Ρισκάρει ωστόσο να «ανοίξει την πόρτα του φρενοκομείου».

Είναι η Τουρκία διεθνής παίκτης;

Η Τουρκία φαντασιώνεται τον εαυτό της, όχι μόνο ως περιφερειακή δύναμη, αλλά και ως έναν ανεξάρτητο και δραστήριο γεωπολιτικό παίκτη με χώρο δράσης την ενδιάμεση περιοχή μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Έχει ήδη εγκαταστήσει στρατιωτικές βάσεις στην Αλβανία, στο Κατάρ, στην Ερυθραία, στο Σουδάν, στον Νίγηρα και στη Λιβύη. Σχεδιάζει να αποκτήσει στόλο «ανοικτής θαλάσσης» με μόνιμη παρουσία, εκτός από τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, στην Ερυθρά θάλασσα, στον Περσικό Κόλπο, και στον Ινδικό Ωκεανό, όπως είχε στην εποχή της ακμής της και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το ότι ανήκει στις 20 μεγαλύτερες οικονομίες παγκοσμίως, έχει 84 εκατομμύρια πληθυσμό, τον δεύτερο σε μέγεθος στρατό στο ΝΑΤΟ, αλλά και μια αξιόλογη βιομηχανική βάση και αμυντική βιομηχανία, ενισχύουν την πεποίθηση της ότι πρόκειται για γεωπολιτικό παίκτη διεθνούς εμβέλειας. Για μια ανερχόμενη δύναμη σε μια εποχή ρευστότητας, την οποία οφείλουν να σέβονται οι (λίγοι) φίλοι και να φοβούνται οι (πολλοί) εχθροί.

Τουρκία: από γεωστρατηγικός άξονας έγινε γεωπολιτικός παίκτης

O Ζίμπγκνιου Μπρεζίνσκι (1928-2017), Αμερικανός γεωπολιτικός και πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, στο βιβλίο του Η Μεγάλη Σκακιέρα, είχε χωρίσει τα σημαντικότερα κράτη του πλανήτη μας σε δύο κατηγορίες: τους Γεωπολιτικούς Παίκτες και τους Γεωπολιτικούς Άξονες. Δραστήριοι γεωπολιτικοί παίκτες θεωρούνται τα κράτη που έχουν την ικανότητα και την εθνική θέληση να ασκήσουν δύναμη ή επιρροή πέρα από τα σύνορα τους, μεταβάλλοντας την υπάρχουσα γεωπολιτική τάξη πραγμάτων. Από την άλλη, γεωπολιτικοί άξονες θεωρούνται τα κράτη που η σημασία τους δεν προέρχεται από τη δύναμή ή τα κίνητρα τους, αλλά από την ευαίσθητη γεωγραφική τους θέση και από τις συνέπειες που έχει η δυνητικά ευάλωτη κατάσταση τους στη συμπεριφορά των γεωπολιτικών παικτών. 

Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα η Τουρκία αποτελούσε έναν κρίσιμο γεωπολιτικό άξονα. Από το 2000 και μετά, αργά αλλά σταθερά, λόγω του δημογραφικού όγκου, της οικονομικής ανάπτυξης, της στρατιωτικής ισχύος και, κυρίως, λόγω της εθνικής θέλησης και αποφασιστικότητα, η Τουρκία μετατράπηκε σ’ έναν δραστήριο γεωπολιτικό παίκτη στην περιφέρεια της, προβάλλοντας την ισχύ και την επιρροή της και προκαλώντας αποσταθεροποιητικούς κραδασμούς στο περιφερειακό της γεωσύστημα. Αντίθετα η Ελλάδα, κατά την ίδια περίοδο, ήταν και παραμένει ένας κρίσιμος γεωστρατηγικός άξονας στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, ευάλωτη στις ξένες επιρροές και χώρος ελέγχου και προβολής ισχύος από τους παγκόσμιους γεωπολιτικούς παίκτες. 

Περιφερειακή δύναμη ή “γίγαντας με πήλινα πόδια”;

«Δεν έχουμε χρόνο να χάσουμε» δήλωσε πρόσφατα ο Ερντογάν, τονίζοντας πως «σήμερα μπορούμε να ασκήσουμε επιρροή με την πολιτική μας στο Αιγαίο, στην ανατολική Μεσόγειο, στα Βαλκάνια, στον Καύκασο, στην Αφρική λόγω του επιπέδου που έχουμε φτάσει πολιτικά, οικονομικά και τεχνολογικά». Ταυτόχρονα προανήγγειλε πως έξι υποβρύχια, γερμανικής τεχνολογίας. θα ενταχθούν στον τούρκικο στόλο μέχρι το 2023. Κι όλα αυτά ενώ η τουρκική λίρα διολισθαίνει συνεχώς, η τουρκική οικονομία υποβαθμίζεται και υπάρχει συνεχής μείωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων και των διεθνών επενδύσεων. Η περίπτωση της Τουρκίας δεν απέχει και πολύ από εκείνη του «γίγαντα με πήλινα πόδια» ή του πλεονέκτη που «έχει απλώσει πολύ τον τραχανά του» και στο τέλος δεν θα μπορέσει να τον μαζέψει… 

Το δέλεαρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ατροφήσει

Από τη στιγμή που το δέλεαρ της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ισχύει πλέον, καθώς ούτε είναι η βασική επιδίωξη της τουρκικής πολιτικής ελίτ, ακόμη και της αντιπολίτευσης, αλλά ούτε και συγκινεί την πλειονότητα του τουρκικού λαού, οι Βρυξέλλες δεν μπορούν να δράσουν αποτελεσματικά με την τακτική του «καρότου και του μαστίγιου», όπως και στο παρελθόν. Αλλά και η Ουάσιγκτον της διακυβέρνησης Τραμπ φαίνεται κάπως αποστασιοποιημένη από τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο. Τόσο λόγω των προσωπικών σχέσεων Τραμπ-Ερντογάν, τον οποίο και ο πρώτος αποκάλεσε «γεωπολιτικό παίκτη παγκοσμίου κλάσεως», όσο κι επειδή ο ίδιος θα ήθελε να συντηρείται μια εστία αναταραχής στο «μαλακό υπογάστριο» της Ευρώπης -πράγμα διόλου δύσκολο. Άλλωστε ο Τραμπ έχει δηλώσει ανοικτά πως θα προτιμούσε να μην υπήρχε η Ε.Ε. ή να διαλυόταν. 

Το άγχος του Ερντογάν

Από την πλευρά του ο Ερντογάν θα επιθυμούσε να επιτύχει τετελεσμένα «εδώ και τώρα», το πολύ τους επόμενους 2-3 μήνες. Σίγουρα πριν από τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου, τις οποίες υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να τις χάσει ο «καλός φίλος» του Τραμπ και να τις κερδίσει ο Μπάιντεν, ο οποίος ζήτησε την διεθνή απομόνωση του επικίνδυνου και αυταρχικού Ερντογάν. Ωστόσο η Δύση δεν θα διακινδυνεύσει να χάσει την Τουρκία, να τη στείλει στην αγκαλιά της Ρωσίας ή της Κίνας, είτε να την αποσταθεροποιήσει. Αν μη τι άλλο μια αποσταθεροποιημένη Τουρκία θα εξαπέλυε περισσότερη βία στα Βαλκάνια, στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στον Καύκασο.

Από την άλλη η ερντογανική Τουρκία δεν είναι πλέον αντίδοτο στον ισλαμικό φονταμενταλισμό, όπως στο παρελθόν όταν κυριαρχούσαν οι Κεμαλιστές. Αντίθετα τον ενισχύει κιόλας και δεν χρειαζόταν η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί για να φανεί αυτό. Το λεγόμενο «τουρκικό μοντέλο», δηλαδή ο κεμαλικός συνδυασμός κοσμικού κράτος και μουσουλμανικής κοινωνίας, δεν υφίσταται πλέον και η Τουρκία δεν είναι πια δελεαστική ως πρότυπο για τις κοινωνίες και χώρες της Μέσης Ανατολής. 

Να αποφύγουμε μια «μεσογειακή Συμφωνία του Μονάχου»

Η Ευρώπη από την πλευρά της, ακόμη κι αν τελικά αποφασίσει να θεωρήσει τον εαυτό της ως ένα αποκλειστικά «χριστιανικό κλαμπ», δεν μπορεί να αποφύγει την εμπλοκή και τη γεωπολιτική της δέσμευσή έναντι της Τουρκίας. Λόγοι ασφάλειας, οικονομίας και γεωγραφικής εγγύτητας, αλλά και ευρύτεροι λόγοι ιστορικοί και πολιτισμικοί δεν της επιτρέπουν μια τέτοια πολυτέλεια. Η Τουρκία αφορά άμεσα όλη την Ευρώπη, πολύ περισσότερο από ότι η Ουκρανία, το Ισραήλ και οι βορειοαφρικανικές χώρες. Γι’ αυτό και οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις είναι εκ φύσεως και ευρω-τουρκικές σχέσεις, και μάλιστα ζωτικής σημασίας.

Η Ε.Ε. πιέζει και παρακινούν λοιπόν την Ελλάδα και την Τουρκία για αποκλιμάκωση της έντασης, διάλογο και διαπραγματεύσεις για επίλυση των διαφορών, αν και στην ουσία πρόκειται για μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις που καταστρατηγούν το διεθνές δίκαιο.

Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε πάντως είναι μια «μεσογειακή Συμφωνία του Μονάχου», όπως έκανε το 1938 ο Τσάμπερλεν για να κατευνάσει τον Χίτλερ παραδίδοντας του την Τσεχοσλοβακία, που θα ικανοποιεί και θα κατευνάζει την Τουρκία. Μια διαπραγμάτευση που θα οδηγήσει στον υποβιβασμό της Ελλάδας και της Κύπρου σε «κράτη περιορισμένης κυριαρχίας», καταστρατηγώντας το διεθνές δίκαιο, το δίκαιο της θάλασσας και τις υπάρχουσες διεθνείς συνθήκες (π.χ. Συνθήκη της Λωζάνης). Κάτι τέτοιο όχι μόνο δε θα λειτουργούσε αποτρεπτικά, απλά θα «κλωτσούσε το τενεκεδάκι» λίγο πιο μπροστά. Στην ουσία θα άνοιγε την όρεξη της Τουρκίας για περαιτέρω επέκταση και επιθετική πολιτική, εφόσον για το καθεστώς Ερντογάν ο νεο-οθωμανισμός, μέσω μια ισλαμο-εθνικιστικής σύνθεσης, αποτελεί πλέον την κυρίαρχη ιδεολογία με την οποία πιστεύει πως θα κερδίσει και τις επόμενες εκλογές. Αλλά ως τότε πολλά μπορούν να συμβούν…