Τελειωμένη υπόθεση” και “εθνικό δικαίωμα της Τουρκίας” χαρακτήρισε ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν την παραλαβή του υπερσύγχρονου αντιαεροπορικού συστήματος S-400, κατά τη διάρκεια της τελευταίας επίσκεψής του στη Μόσχα, τη Δευτέρα 8 Απριλίου 2019. Κατά την, τρίτη μέσα στο 2019, συνάντησή του με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν επιβεβαίωσε τη στρατηγική συνεργασία Άγκυρας-Μόσχας, η οποία ενοχλεί αφάνταστα την Ουάσιγκτον.

Ads

Κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου Κορυφής μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας ο πρόεδρος Πούτιν δήλωσε πως η ολοκλήρωση της συμφωνίας για την παράδοση στην Τουρκία των αντιαεροπορικών συστημάτων S-400 είναι υψηλή προτεραιότητα για τη Μόσχα και την Άγκυρα. Ταυτόχρονα και οι δύο τους δήλωσαν πως η συμφωνία για τους S-400 δεν είναι παρά μόνον η αρχή μιας στενής σχέσης σε πολλούς σημαντικούς τομείς. Μια στενή συνεργασία ανάμεσα σε δύο χώρες, οι οποίες σχεδόν βρέθηκαν στα πρόθυρα της σύγκρουσης το φθινόπωρο του 2015, μετά την κατάρριψη από τουρκικά πυρά ενός ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους στη βορειοδυτική Συρία.

S-400 ή NATO; Αντιδράσεις και εκβιασμοί των ΗΠΑ

Αρχικά οι ΗΠΑ αντέδρασαν βάζοντας στην Τουρκία το εκβιαστικό δίλημμα S-400 ή F35; Διαλέξτε!” Ταυτόχρονα πρότειναν στην Άγκυρα την αγορά των δικών τους αντιαεροπορικών συστημάτων Patriot στη θέση των ρωσικών S-400 και μάλιστα σε πολύ δελεαστικές τιμές. Η Άγκυρα απάντησε πως θα ήθελε τους Patriot αλλά και τους S-400. Η Ουάσιγκτον πίεζε τον Ερντογάν να ακυρώσει την αγορά των ρωσικών πυραύλων, απειλώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση δεν θα παραδοθούν στην Τουρκία τα 100 μαχητικά αεροσκάφη πέμπτης γενιάς F-35 που έχει παραγγείλει και αποτελούν παραγγελία-μαμούθ για την αμερικανική αμυντική βιομηχανία, τα συμφέροντα της οποίας πρωτίστως υπερασπίζει ο Τραμπ. Η Άγκυρα δεν ενέδωσε στην αμερικανική τακτική του “καρότου και του μαστιγίου”.

Ads

Στη συνέχεια η αμερικανική κυβέρνηση, δια μέσω του Αμερικανού αντιπροέδρου Μάικ Πενς, σκλήρυνε ακόμη περισσότερο τη στάση της απέναντι στην Άγκυρα, απειλώντας την, εμμέσως πλην σαφώς, με αποπομπή της από το ΝΑΤΟ σε περίπτωση παραλαβής ενός ρωσικού συστήματος που “δεν είναι συμβατό με τα συστήματα της Συμμαχίας”. Μάλιστα η Ουάσιγκτον διαμηνύει προς κάθε κατεύθυνση πως “δεν μπλοφάρει” με αυτές τις πολύ αυστηρές προειδοποιήσεις της προς την Άγκυρα. Ωστόσο ο Ερντογάν, αντανακλώντας και μια εμμονή της Τουρκίας για την απόκτηση σύγχρονων ρωσικών συστημάτων η οποία ανάγεται και στην απωθημένη αντίδρασή της στην απόκτηση των ρωσικών S-300 από την Κυπριακή Δημοκρατία το 1998 (τα οποία τελικά “αποθηκεύτηκαν” στην Κρήτη), επέμεινε πως η συμφωνία για τους S-400 αποτελεί “τελειωμένη υπόθεση” και ότι οι ρωσικοί πύραυλοι θα παραδοθούν νωρίτερα από ό,τι σχεδιαζόταν, τον ερχόμενο Ιούλιο, δημιουργώντας έτσι επιπλέον εκνευρισμό στους Αμερικανούς.

Είναι αναντικατάστατος ο ρόλος της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ;

Θα μπορούσε άραγε η Τουρκία του Ερντογάν να εκδιωχθεί ή να εξαναγκαστεί να φύγει από το ΝΑΤΟ; Αυτό είναι κάτι πολύ δύσκολο, αλλά όχι απίθανο. Εμπεριέχει ωστόσο τεράστιο γεωπολιτικό ρίσκο, τόσο για την Ατλαντική Συμμαχία, όσο και για τη σταθερότητα μιας μεγάλης και ευαίσθητης περιοχής, τμήμα της οποίας αποτελούν η Ελλάδα και η Κύπρος. Και φυσικά για την ίδια την Τουρκία, η οποία θα μπορούσε ξαφνικά να γίνει “κανόνι ελεύθερο στο κατάστρωμα” και να στραφεί ενάντια στους πρώην συμμάχους της, και να υποστεί έτσι τις συνέπειες.

Η Τουρκία, ειδικά κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, απολάμβανε επί μεγάλο χρονικό διάστημα μια γεωπολιτική υπεραξία, και τις ανάλογες προσόδους, ως “χωροφύλακας του ΝΑΤΟ” στην περιοχή. Στα μάτια των στρατηγιστών του ΝΑΤΟ η Τουρκία, ακόμη και μετά την διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, διαδραμάτιζε έναν πολύ σημαντικό ρόλο στα πλαίσια της Ατλαντικής Συμμαχίας. Καταρχάς σταθεροποιούσε τη Μαύρη Θάλασσα ελέγχοντας την πρόσβαση της Ρωσίας στη Μεσόγειο, ενώ αντιστάθμιζε την επιρροή της Μόσχας στον Καύκασο. Αποτελούσε, μέχρι την φιλο-ισλαμιστική στροφή του Ερντογάν, ένα αντίδοτο στον μουσουλμανικό φονταμενταλισμό και πρότυπο κοσμικού κράτους στην περιοχή. Και φυσικά χρησίμευε ως μια σημαντική στρατιωτική βάση και αγκυροβόλιο του ΝΑΤΟ σε μια αποσταθεροποιημένη και κρίσιμη περιοχή.

Μια ανεξέλεγκτη Τουρκία, με διερρηγμένες τις σχέσεις με το ΝΑΤΟ και τη Δύση γενικότερα θα εξαπέλυε πιθανόν περισσότερη βία στα Βαλκάνια, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, και θα διευκόλυνε την επανεπιβολή του ρωσικού ελέγχου στη Μαύρη Θάλασσα και στον Καύκασο. Σ’ αυτή την περίπτωση θα αναβαθμίζονταν σημαντικά στα πλαίσια του ΝΑΤΟ ο ρόλος του Αιγαίου, που είναι ο “φελός” στο μπουκάλι της Μαύρης Θάλασσας, αυξάνοντας ωστόσο και την ρωσο-τουρκική πίεση προς την Ελλάδα, που θα χρειαζόταν ισχυρή Δυτική υποστήριξη για να αντεπεξέλθει. Σε αυτό το σενάριο η Ελλάδα θα μετατρεπόταν σε “προμαχώνα” της Δύσης στην περιοχή και η Κύπρος σε “προκεχωρημένο” φυλάκιο της, αλλά δεν θα υπήρχε καθόλου ηρεμία και σταθερότητα στην περιοχή μας και συνεπώς πολύ λιγότερη οικονομική ανάπτυξη.

Προς ένα νέο “σημείο ισορροπίας” Δύσης-Τουρκίας;

Συνεπώς το σενάριο απομάκρυνσης της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ, ακόμη και ρήξης μαζί του, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί, θεωρείται λιγότερο πιθανόν να συμβεί λόγω του μεγάλου κόστους που θα έχει προς όλες τις πλευρές. Το πιο πιθανόν είναι να εισέλθουμε σε μια μακρά “περίοδο αναταράξεων” των σχέσεων Δύσης-Τουρκίας ωσότου να βρεθεί ένα καινούργιο “σημείο ισορροπίας”.

Η Τουρκία του Ερντογάν, πιεζόμενη γεωπολιτικά και κυρίως οικονομικά λόγω της κρίσης, και βλέποντας την προοπτική της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση να απομακρύνεται, φαίνεται πως επιλέγει να αναπτύξει πολυεπίπεδες σχέσεις με τη Ρωσία, επιχειρώντας να βρει ένα νέο “σημείο ισορροπίας” μεταξύ Δύσης και Ανατολής, και να το εξαργυρώσει γεωπολιτικά και γεωοικονομικά. Όσο μάλιστα βλέπει την προοπτική της Ευρω-ενσωμάτωσης να απομακρύνεται, η Τουρκία θα αισθάνεται την ανάγκη να προσεγγίζει ακόμη περισσότερο τη Ρωσία (έναν, κατά τα άλλα, παραδοσιακό αντίπαλό της στην περιοχή, απέναντι στον οποίο έχει ηττηθεί σε μια σειρά από πολέμους), καθώς και οι δύο χώρες μοιράζονται την ίδια σχέση περιθωριοποίησης απέναντι στη Δύση, την οποία και θα προσπαθήσουν να αναπληρώσουν με την ενίσχυση των μεταξύ τους σχέσεων. Το γεγονός ωστόσο πως η Τουρκία είναι η μοναδική μη μέλος της Ε.Ε. χώρα του ΝΑΤΟ στα νοτιοανατολικά σύνορα της Ευρώπης, και με κοινά θαλάσσια σύνορα με τη Ρωσία, την καθιστά πεδίο αλληλεπίδρασης των σχέσεων Ε.Ε. και ΗΠΑ με τη Ρωσία.

Τουρκία και Ρωσία: τους ενώνει ο αντιδυτικισμός και ο αυταρχισμός

Παρά τις διαφορές τους αυτές οι δύο χώρες, που βρίσκονται στις παρυφές του Δυτικού κόσμου, μοιράζονται και αρκετά κοινά. Τόσο η Ρωσία, όσο και η Τουρκία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν “μετα-αυτοκρατορικά κράτη” σε αναζήτηση νέου ρόλου και ταυτότητας. Και η Ρωσία, η οποία απώλεσε τη Σοβιετική της Αυτοκρατορία (γεωπολιτική συνέχεια της Τσαρικής), και η Τουρκία, η οποία έχει συμπληρώσει 100 χρόνια από το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελούν σημαντικές ευρασιατικές δυνάμεις με ευρύτερες φιλοδοξίες. Η Ρωσία φιλοδοξεί πάντα και έχει αντίστοιχα προσόντα να διαδραματίσει ρόλο παγκόσμιας δύναμης, όπως ήταν και στο πρόσφατο παρελθόν. Η Τουρκία από την πλευρά της αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως περιφερειακή δύναμη και γεωπολιτικό παίκτη σε μια περιοχή, που περιλαμβάνει τα Βαλκάνια, την Αν. Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τον Καύκασο, τη Μέση Ανατολή, ακόμη και την Κεντρική Ασία.

Και οι δύο χώρες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως “αυταρχικές δημοκρατίες” με ηγέτες που χαρακτηρίζονται ως “βελούδινοι δικτάτορες” από την αντιπολίτευσή τους. Πούτιν και Ερντογάν χρησιμοποιούν μια παρόμοια “τεχνολογία διακυβέρνησης” -ένα μείγμα εθνικισμού, αυταρχισμού και μεσσιανισμού- που δεν συνάδει με τις δημοκρατικές αξίες της Δύσης και ειδικά με την Ευρώπη, με την οποία γειτνιάζουν. Άλλωστε η Ευρώπη δεν είναι απλά μια οικονομική και πολιτική ένωση, αλλά και μια κοινότητα κοινών αξιών, ανθρωπιστικών, δημοκρατικών και, εν μέρει, πολιτισμικών, από την οποία απομακρύνονται συνεχώς τόσο η Ρωσία του Πούτιν, όσο και η Τουρκία του Ερντογάν. Αν και η μεταξύ τους συνεργασία και “φιλία” θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως συγκυριακή “λυκοφιλία”, εντούτοις και οι δύο ηγέτες φαίνεται πως συνδέονται από την εμμονή τους να θεωρούν ως “κοινό εχθρό” τους τη Δύση, παρά τις όποιες διαφορές τους.

Οι S-400 είναι μόνον η αρχή…

Για την ώρα η Ρωσία και η Τουρκία διανύουν μια παρατεταμένη άνοιξη στις μεταξύ τους σχέσεις, που ενισχύονται από την επιθυμία να αντιπαρατεθούν με την “παρηκμασμένη” Δύση και, ειδικά στην περίπτωση του Ερντογάν, να επιβεβαιώσει το ρόλο του ως ανεξάρτητου γεωπολιτικού παίκτη, που δεν υποκύπτει σε ξένες πιέσεις, και προστάτη των εθνικών συμφερόντων της Τουρκίας, άσχετα αν η χώρα του κινδυνεύει εξαιτίας του με οικονομική κατάρρευση, τη στιγμή που αυξάνονται και τα γεωπολιτικά ρίσκα στην περιφέρειά της.

Ο Ρώσος πρόεδρος τρίβει τα χέρια του λέγοντας πως στον τομέα της στρατιωτικής και τεχνολογικής συνεργασίας, για την Ρωσική Ομοσπονδία και την Τουρκία υπάρχουν και άλλες προοπτικές. Επίσης στην παρούσα περίοδο προωθείται και η ολοκλήρωση του αγωγού Turkstream που θα ενώσει ενεργειακά τις δύο χώρες, καθώς και η προγραμματισμένη κατασκευή ενός εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και άλλων κοινών επιχειρήσεων.

Οι Business τους φέρνουν πιο κοντά

Ένας άλλος πονοκέφαλος της Ουάσιγκτον είναι ότι δεν μπορεί να αποτρέψει την εμπλοκή της Ρωσίας στο πυρηνικό πρόγραμμα της Τουρκίας. Ως γνωστόν το 2023 (στην επέτειο των 100 χρόνων από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας) θα λειτουργήσει στο Ακουγιού στη Μερσίνα το πρώτο πυρηνικό εργοστάσιο της Τουρκίας, βασισμένο σε ρωσική πυρηνική τεχνολογία και κατασκευασμένο από τις ρωσικές εταιρείες Rosatom και Atomstroyexport. Θα φιλοξενεί τέσσερις πυρηνικούς αντιδραστήρες με κόστος 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, τα 2/3 των οποίων θα καταλήξουν στα ταμεία των ρωσικών εταιρειών πυρηνικής τεχνολογίας, ενώ το 35% του έργου θα το αναλάβουν τουρκικές εταιρείες.

Άλλωστε η Ρωσία είναι πολύ σημαντικότερος οικονομικός εταίρος της Τουρκίας σε σχέση με τις ΗΠΑ. Η Τουρκία καλύπτει ένα σημαντικό τμήμα των αναγκών της από το φυσικό αέριο που προμηθεύεται από τη Ρωσία μέσω του Bluestream, αλλά και του υπό κατασκευή Turkstream, που θα την καταστήσει “ενεργειακό κλειδοκράτορα” της περιοχής σε σχέση με το ρωσικό αέριο. Εκτός από αέριο και πετρέλαιο, η Τουρκία προμηθεύεται πολλές πρώτες ύλες από τη Ρωσία, στην αγορά της οποίας εξάγει πολλά τουρκικά προϊόντα. Το 12% των εισαγωγών της Τουρκίας γίνονται από τη Ρωσία, ενώ μόνον το 6% από τις ΗΠΑ. Επίσης το 11% των τουριστών που επισκέπτονται την Τουρκία είναι Ρώσοι, συνεισφέροντας τουριστικό συνάλλαγμα ύψους 4-5 δισ. δολαρίων το χρόνο.

Πρέπει να σημειωθεί πως οι δύο χώρες θα πραγματοποιούν κοινές περιπολίες στην περιοχή Ιντλίμπ στη βορειοδυτική Συρία, ενώ φαίνεται πως υπάρχει και συνεννόηση μεταξύ τους σχετικά με το μέλλον της περιοχής της Συρίας ανατολικά του Ευφράτη, η οποία ελέγχεται από τις κουρδικές δυνάμεις του YPG που υποστηρίζονται από τη Δύση και τις ΗΠΑ. Η Τουρκία αδημονεί να πλήξει τους Κούρδους της Συρίας ωστόσο οι Αμερικανοί την έχουν προειδοποιήσει πως θα υποστεί “καταστροφικές επιπτώσεις” εάν επιχειρήσει κάτι τέτοιο.

Κι αν η τουρκική οικονομία καταρρεύσει;

Η σημερινή Τουρκία είναι η 13η οικονομία του κόσμου με βάση τις μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPP) και 17η με βάση το ΑΕΠ κι ως εκ τούτου συμμετέχει στη λέσχη των 20 οικονομικά πιο ισχυρών χωρών (G-20) του πλανήτη. Αυτή η φαινομενική ισχύ της είναι σε μεγάλο βαθμό επίπλαστη καθώς η τουρκική οικονομία, που έχει εισέλθει πλέον σε περίοδο οικονομικής ύφεσης, επικάθεται πάνω σ’ ένα βουνό 460 δισ. δολαρίων χρέους, εκ των οποίων τα 226 δισ. ανήκουν σε διεθνείς τράπεζες (κυρίως ισπανικές και γαλλικές), οι οποίες θα βρεθούν σε δυσχερή θέση σε περίπτωση τουρκικής χρεοκοπίας. Πόσο μάλιστα αν οι εμπορικοί πόλεμοι του Τραμπ συνεχιστούν. Αν η οικονομική κρίση στην Τουρκία επιμείνει -κάτι που, όπως φαίνεται, είναι αναπόφευκτο λόγω και της τρέχουσας οικονομικής ύφεσης- τότε, για την αποφυγή χρεοκοπίας, θα χρειαστεί είτε τεράστια διμερή δάνεια (π.χ. εκ μέρους της Ρωσίας, της Κίνας ή του Κατάρ) είτε -το πιθανότερο σενάριο- ένα νέο δάνειο-μαμούθ από το ΔΝΤ, το οποίο δεν θα μπορέσει να λάβει χωρίς την έγκριση των ΗΠΑ.

Επομένως η Τουρκία χρειάζεται επιτακτικά τις ΗΠΑ και αυτό ίσως είναι ένας ακόμη παράγοντας που θα κρίνει προς ποια κατεύθυνση θα κινηθεί κατά το προσεχές διάστημα το “τουρκικό εκκρεμές” στο εκρηκτικό τρίγωνο ΗΠΑ-Ρωσία-Τουρκία. Η οικονομική κρίση της Τουρκίας ίσως εξαναγκάσει τον Ερντογάν να το ξανασκεφτεί και να επαναδιαοπραγματευτεί με την Ουάσιγκτον και την Ευρώπη προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα, όπως μια επικείμενη χρεοκοπία
Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα θα πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις, να επαγρυπνεί, να αποφύγει μοιραία λάθη ή σπασμωδικές κινήσεις και με ψυχραιμία να ενισχύει τη γεωπολιτική της θέση και την αποτρεπτική της ισχύ.

* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.