Τις τελευταίες εβδομάδες, οι δηλώσεις του Αλί Ακμπάρ Σαλεχί, πρώην επικεφαλής του Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας του Ιράν, τράβηξαν την προσοχή διεθνών αναλυτών σε ένα από τα πιο ευαίσθητα θέματα της εσωτερικής πολιτικής της Ισλαμικής Δημοκρατίας: το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και το πόσο ανεξάρτητο είναι στην πραγματικότητα.

Ads

Ο Σαλεχί, που έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην εξωτερική πολιτική και τις πυρηνικές διαπραγματεύσεις σε διάφορες κυβερνήσεις του καθεστώτος, αποκάλυψε για πρώτη φορά σε επίσημη τηλεοπτική συνέντευξη ότι η Ρωσία, ο κύριος πυρηνικός εταίρος του Ιράν, δεν επέτρεψε τη χρήση εγχώριου παραγόμενου καυσίμου στον πυρηνικό σταθμό του Μπουσέρ. Οι δηλώσεις του, μαζί με ενδείξεις απόσυρσης της Κίνας από στρατηγικές συνεργασίες στον ίδιο τομέα, έχουν επαναφέρει τη συζήτηση για τη δομική εξάρτηση του Ιράν από εξωτερικές δυνάμεις στο θέμα της πυρηνικής ενέργειας.

Διαβάστε: Ιράν / Αναστέλλει τον εμπλουτισμό ουρανίου – Τι δηλώνει ο Τραμπ

Η εμπλοκή Ρωσίας και Κίνας

Σε τηλεοπτική συνέντευξη που μεταδόθηκε το βράδυ της Τετάρτης από το κρατικό κανάλι “Khabar”, ο πρώην επικεφαλής του Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας του Ιράν, αποκάλυψε ορισμένες κρυφές πτυχές της συνεργασίας της Ισλαμικής Δημοκρατίας με τη Ρωσία και την Κίνα.

Ads

Το σημαντικότερο σημείο της συνέντευξης αφορούσε τον πυρηνικό σταθμό του Μπουσέρ, τον μοναδικό σε λειτουργία πυρηνικό σταθμό της χώρας. Ο Σαλεχί δήλωσε, ότι το Ιράν είχε ένα εγχώρια παραγόμενο πυρηνικό καύσιμο, αλλά «η ρωσική πλευρά επέμεινε ότι μόνο το ρωσικό καύσιμο πρέπει να χρησιμοποιείται στον αντιδραστήρα του Μπουσέρ». Σύμφωνα με τον ίδιο, ακόμα και μετά τη συμφωνία του Κοινού Ολοκληρωμένου Σχεδίου Δράσης (JCPOA), οι προσπάθειες του Ιράν να αλλάξει αυτήν την πολιτική απέτυχαν. Η Ρωσία δέχθηκε να διεξάγει διαπραγματεύσεις, μόνο για «το ενδεχόμενο χρήσης του εγχώριου καυσίμου στο μέλλον».

Ο Σαλεχί αναφέρθηκε επίσης σε μια παρόμοια εμπειρία με την Κίνα. Όπως εξήγησε, το Ιράν είχε ξεκινήσει με τη βοήθεια της Κίνας ένα πρόγραμμα εξόρυξης ουρανίου, αλλά οι Κινέζοι αποχώρησαν στα μισά της διαδρομής. Αυτή η αποχώρηση, είπε, έγινε υπό άμεση πίεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες και εντάχθηκε σε ένα ευρύτερο πακέτο συμφωνιών που επέτρεπαν στην Κίνα να αποκτήσει άδεια χρήσης δυτικών τεχνολογιών, όπως οι πυρηνικοί αντιδραστήρες των 1000 μεγαβάτ της αμερικανικής εταιρείας Westinghouse. Σύμφωνα με τον Σαλεχί, όταν το Ιράν ρώτησε τι θα γίνει με την αξιοπιστία των διεθνών συμφωνιών, η κινεζική πλευρά απάντησε ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα.

Παρά τις αποκαλύψεις αυτές, ο Σαλεχί ισχυρίστηκε ότι το Ιράν στη συνέχεια ακολούθησε τον δρόμο της «αυτοδυναμίας» και έχει πλέον αποκτήσει πρόσβαση σε λογισμικό και νέας γενιάς φυγοκεντρητές, που — όπως είπε — είναι 50 φορές πιο ισχυροί από τα προηγούμενα μοντέλα. Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός φαίνεται να μην είναι αξιόπιστος, δεδομένης της σημερινής κατάστασης στον ενεργειακό τομέα και της συνεχιζόμενης εξάρτησης από το ρωσικό καύσιμο.

Ο Πυρηνικός Σταθμός του Μπουσέρ και η Ενεργειακή Κρίση στο Ιράν

Ο πυρηνικός σταθμός του Μπουσέρ, που συχνά παρουσιάζεται ως σύμβολο της τεχνολογικής προόδου του Ιράν στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, έχει τεθεί εκτός λειτουργίας. Οι κρατικοί αξιωματούχοι υποστήριξαν ότι η διακοπή ήταν «προγραμματισμένη» και πραγματοποιήθηκε για εργασίες συντήρησης ενόψει της καλοκαιρινής περιόδου που αυξάνεται η κατανάλωση ενέργειας. Ωστόσο, η έλλειψη συγκεκριμένων λεπτομερειών σχετικά με τα αίτια της διακοπής και τον χρόνο επαναλειτουργίας, έχει προκαλέσει ερωτήματα τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Ο σταθμός, έχει παραγωγική ικανότητα περίπου 1000 μεγαβάτ. Παρ’ όλα αυτά, καλύπτει μόλις το 1,5% της καθημερινής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας του Ιράν, η οποία εκτιμάται κατά μέσο όρο σε περίπου στα 70.000 μεγαβάτ.

Τις τελευταίες εβδομάδες, εκτεταμένες διακοπές ρεύματος στο Ιράν έχουν προκαλέσει σοβαρά προβλήματα σε βιομηχανικές μονάδες, νοσοκομεία και βασικές δημόσιες υπηρεσίες. Οι επαναλαμβανόμενες διακοπές σε αστικές και αγροτικές περιοχές έχουν εντείνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια και, σε ορισμένες πόλεις, οδήγησαν ακόμη και σε τοπικές διαμαρτυρίες. Παρά τους ισχυρισμούς των αρχών περί επίτευξης υψηλής τεχνολογίας στον πυρηνικό τομέα, η αδυναμία διασφάλισης σταθερού καυσίμου για τον σταθμό του Μπουσέρ αποκαλύπτει το χάσμα μεταξύ των κυβερνητικών ισχυρισμών και της πραγματικότητας.

Τα Αποθέματα Ουρανίου του Ιράν: Η επίσημη θέση και η αλήθεια

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας, το Ιράν έχει μέχρι στιγμής αποθηκεύσει περίπου 9.248 κιλά εμπλουτισμένου ουρανίου — ποσότητα που πολλοί διεθνείς παρατηρητές θεωρούν ανησυχητική. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάλυση δείχνει ότι, αν και το απόθεμα αυτό έχει στο πεδίο της πολιτικής σημασία, δεν επαρκεί για τη σταθερή κάλυψη των αναγκών ενός πυρηνικού σταθμού σε βιομηχανική κλίμακα.

Από το σύνολο των αποθεμάτων, μόνο 409 κιλά έχουν εμπλουτιστεί έως το επίπεδο του 60%, ποσοστό που, αν συνεχιστεί η διαδικασία εμπλουτισμού, θα μπορούσε να οδηγήσει στην παραγωγή σχάσιμου υλικού για πυρηνικά όπλα. Ωστόσο, ο σταθμός του Μπουσέρ, που λειτουργεί με καύσιμο εμπλουτισμένο περίπου από 3,67% έως 5%, χρειάζεται ετησίως περίπου 30 τόνους εμπλουτισμένου ουρανίου. Με βάση αυτό, το σύνολο των σημερινών αποθεμάτων του Ιράν καλύπτει μόλις το ένα τρίτο της ετήσιας απαίτησης του σταθμού.

Στην πράξη, ο ημερήσιος ρυθμός παραγωγής εμπλουτισμένου ουρανίου στο Ιράν — περίπου 9 κιλά — δείχνει ότι η επίτευξη σταθερής ροής για την τροφοδοσία πυρηνικών μονάδων όπως αυτή του Μπουσέρ εξακολουθεί να μην επιτυγχάνεται παρά τις περί του αντιθέτου ανακοινώσεις.

Αυτό το χάσμα μεταξύ πραγματικότητας και επίσημου αφηγήματος παίζει κρίσιμο ρόλο όχι μόνο στην εσωτερική πολιτική του Ιράν, αλλά και στις διεθνείς αξιολογήσεις, σχετικά με τη σοβαρότητα και την ικανότητα της Τεχεράνης να προωθήσει ένα ανεξάρτητο και ασφαλές πυρηνικό πρόγραμμα.

Οι νέες διαπραγματεύσεις και ο ρόλος των ΗΠΑ

Καθώς το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής, έχουν ξεκινήσει νέες προσπάθειες για την επαναφορά στη διπλωματική οδό. Το Ομάν, που έχει στο παρελθόν διαδραματίσει ρόλο μεσολαβητή μεταξύ Τεχεράνης και Ουάσινγκτον, μετέφερε πρόσφατα ένα νέο αμερικανικό σχέδιο στο Ιράν. Η πρόταση αυτή επικεντρώνεται στην άμεση παύση του εμπλουτισμού ουρανίου και την αποστολή των αποθεμάτων υψηλού εμπλουτισμού στο εξωτερικό — όρο που οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί, τους θεωρούν απαραίτητο για την αποκλιμάκωση.

Ωστόσο, η επίσημη αντίδραση της Τεχεράνης έδειξε για άλλη μια φορά το βάθος του πολιτικού χάσματος. Ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, Αλί Χαμενεΐ, δήλωσε την Τετάρτη ότι η πλήρης κατάργηση του εμπλουτισμένου ουρανίου είναι «100% ενάντια στο εθνικό συμφέρον». Τόνισε ότι η αποδοχή ενός τέτοιου όρου έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της αυτάρκειας και το απέδωσε στις πολιτικές πιέσεις της Δύσης.

Παράλληλα, ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, σε τηλεφωνική συνομιλία με τον Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε ότι η χώρα του είναι έτοιμη να συνεισφέρει στη διευκόλυνση των διαπραγματεύσεων. Ο Τραμπ, μετά την κλήση, υπογράμμισε ότι «ο χρόνος τελειώνει για το Ιράν» και ότι δεν πρέπει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, θέση την οποία, όπως είπε, συμμερίζεται και ο Πούτιν.

Εκτός από τις μεγάλες δυνάμεις, αυξάνεται και η εμπλοκή περιφερειακών κρατών, που προσπαθούν να επηρεάσουν την πορεία των εξελίξεων και ταυτόχρονα να αποτρέψουν το πυρηνικό ζήτημα από το να εξελιχθεί σε νέα πηγή αποσταθεροποίησης.

Η Σαουδική Αραβία, η οποία μέχρι πρόσφατα βρισκόταν σε έντονο ανταγωνισμό με το Ιράν, έχει υιοθετήσει διαφορετική προσέγγιση. Μετά την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων με την Τεχεράνη το 2023 μέσω της μεσολάβησης της Κίνας, το Ριάντ επιδιώκει πλέον πιο εποικοδομητικό ρόλο σε περιφερειακά ζητήματα. Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, οι Σαουδάραβες αξιωματούχοι επιθυμούν να παίξουν συμπληρωματικό ρόλο στις προσπάθειες του Ομάν για την εξεύρεση λύσης στο ιρανικό ζήτημα.

Για το Ριάντ, ο ειρηνικός έλεγχος του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν αποτελεί όχι μόνο στόχο ασφαλείας, αλλά και μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για τη σταθεροποίηση της οικονομικής και διπλωματικής του θέσης στην περιοχή και διεθνώς. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κατάρ και η Τουρκία επίσης εκφράζουν ανησυχία ότι ένα στρατιωτικό επεισόδιο ή η αποτυχία των διαπραγματεύσεων θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν νέο κύμα αστάθειας, κυρώσεων και θρησκευτικών εντάσεων στην περιοχή — ένα σενάριο που θα έθετε σε κίνδυνο τα οικονομικά και γεωπολιτικά τους συμφέροντα.

Το Μέλλον

Οι πρόσφατες δηλώσεις του Αλί Ακμπάρ Σαλεχί, ενός από τα πιο καλά πληροφορημένα πρόσωπα στον πυρηνικό τομέα του ιρανικού καθεστώτος, ανέδειξαν ξανά μια αλήθεια που για χρόνια παρέμενε θαμμένη πίσω από πολιτικά συνθήματα: το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αν και παρουσιάζεται ως σύμβολο «εθνικής ανεξαρτησίας», στην πράξη παραμένει εξαρτημένο από τη συνεργασία και τη συγκατάθεση ξένων παικτών, κυρίως της Ρωσίας και της Κίνας.

Ταυτόχρονα, η αδυναμία του Ιράν να αξιοποιήσει πλήρως τον μοναδικό του πυρηνικό σταθμό, η βαθιά διαρθρωτική κρίση στον ενεργειακό τομέα της χώρας και το σημαντικό χάσμα μεταξύ τεχνικών δυνατοτήτων και πραγματικών οικονομικών αναγκών επιβεβαιώνουν αυτή την εξάρτηση. Το κενό αυτό είναι ορατό τόσο στο εσωτερικό της χώρας —μέσα από τις διακοπές ρεύματος και την αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια— όσο και στη διεθνή σκηνή, όπου το Ιράν συνεχίζει να αντιμετωπίζει κυρώσεις και διπλωματική πίεση.

Στο εσωτερικό του Ιράν, οι διαμαρτυρίες συνεχίζονται σε διάφορους κοινωνικούς και επαγγελματικούς τομείς: από τη βαριά και ελαφριά βιομηχανία, τους οδηγούς στον τομέα των μεταφορών και τους εργαζόμενους στην υγεία, μέχρι τους εργαζόμενους στην πετρελαϊκή βιομηχανία και τους συνταξιούχους. Η κατάσταση επιβαρύνεται περαιτέρω από τη διαφθορά και την αδυναμία διακυβέρνησης.

Ταυτόχρονα, η κοινωνική κρίση βαθαίνει: η καταπάτηση των δικαιωμάτων των γυναικών, η αύξηση των γυναικοκτονιών και η μείωση της ηλικίας έναρξης εξάρτησης από ουσίες έχουν καταστήσει την ιρανική κοινωνία εξαιρετικά ευάλωτη. Παρ’ όλα αυτά, οι ιρανικές αρχές εξακολουθούν να δρουν σαν οι κοινωνικές αυτές πληγές να μην αξίζουν την ίδια προσοχή με την προβολή της δήθεν “αυτάρκειας” του πυρηνικού προγράμματος.

*Ο Siyâvash Shahabi είναι Ιρανός δημοσιογράφος και ακτιβιστής που ζει στην Ελλάδα