Οι αμερικανικές εκλογές της 3ης Νοέμβρη, αποτελούν μια από τις πιο πολυσυζητημένες εκλογικές αναμετρήσεις παγκοσμίως, από το 2000. Τόσο το διακύβευμα των εκλογών, όσο και η σημερινή κατάσταση στην Αμερική και στον Κόσμο γενικότερα, συμβάλλουν σ’αυτό. Επίσης, ιδιαίτερη σημασία ενδέχεται να έχει το εκλογικό αποτέλεσμα και για τα ελληνοτουρκικά ζητήματα.

Ads

Ποια είναι η κατάσταση στην Αμερική σήμερα;

«Οι Αμερικάνοι είχαν ένα περίεργο καλοκαίρι»γράφει η Dahlia Lithwick στο βρετανικό περιοδικό Prospect. Και συνεχίζει: «Ο Τραμπ συνέχισε να κάνει ασυνεπείς δηλώσεις σχετικά με την κρίση του COVID-19, οι διαδηλώσεις σχετικά με τις φυλετικές προκαταλήψεις, που προκλήθηκαν από τον θάνατο του George Floyd, αντιμετωπίστηκαν με παράνομες συλλήψεις διαδηλωτών στο Πόρτλαντ και το Όρεγκον, ενώ πολλοί Αμερικάνοι γονείς είναι αγχωμένοι σχετικά με το αν θα στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, την ώρα που οι ρυθμοί εξάπλωσης του κορονοϊού είναι ανησυχητικοί σε αρκετές περιοχές της χώρας».

Στην πραγματικότητα, τα όσα αναφέρει η Lithwick δε χαρακτηρίζουν μόνο το περασμένο καλοκαίρι των Αμερικανών , αλλά και τα όσα συμβαίνουν έως σήμερα, με τον Τραμπ  να αδυνατεί να περιορίσει την αβεβαιότητα που παρατηρείται στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα από τα debate με τον Μπάιντεν, τα οποία είχαν ενδεχομένως ως αποτέλεσμα την περαιτέρω ενίσχυση του Μπάιντεν στις δημοσκοπήσεις.

Ads

Η συγκεκριμένη αβεβαιότητα, χαρακτηρίζει όμως και τις ερχόμενες εκλογές στις 3 Νοέμβρη, με περισσότερους από 80 εκατομμύρια Αμερικανούς να έχουν ήδη ψηφίσει με επιστολική ψήφο και τον Ντόναλντ Τραμπ να καραδοκεί, ώστε σε περίπτωση ήττας του, να κάνει ο,τι μπορεί ώστε να αμφισβητήσει την αξιοπιστία των επιστολικών ψήφων και να δώσει την ευκαιρία στο (ευνοϊκό προς εκείνον) Ανώτατο Δικαστήριο να καθορίσει το αποτέλεσμα των εκλογών.

Ποιος θα κρίνει το αποτέλεσμα;

Πέρα όμως από τα ζητήματα της ψηφοφορίας καθαυτής, ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στα χαρακτηριστικά και το πλήθος των ψηφοφόρων που θα στηρίξουν έναν εκ των δύο υποψηφίων.

«Ο Τραμπ έχει απώλειες στους ηλικιωμένους, που απειλούνται δυσανάλογα από την πανδημία. Έχει απώλειες στις λευκές γυναίκες στα προάστια, έχει επίσης απώλειες στους στρατιωτικούς, που θεωρούν ότι η βεβιασμένη για εκλογικούς λόγους απόσυρση των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή και η εγκατάλειψη των Κούρδων της Συρίας στο έλεος της Τουρκίας ακύρωσαν τους αγώνες και τις θυσίες των αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή», υποστηρίζει σε ανάλυση του Ινστιτούτου «Ένα», ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Χαράλαμπος Παπασωτηρίου.

Οι παρατηρήσεις του καθηγητή, σε συνδυασμό με το κατά πόσο το δίδυμο Μπάιντεν – Χάρις, θα καταφέρουν να πείσουν τους μαύρους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους να τους ψηφίσουν, θα καθορίσουν σε σημαντικότατο βαθμό το αποτέλεσμα.

Βέβαια, όπως δηλώνει στην ίδια ανάλυση του ινστιτούτου, ο Πέτρος Βαμβακάς, αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σπουδών του Emmanuel College της Βοστώνης, σημαντικό ρόλο στην έκβαση του αποτελέσματος θα παίξουν τα «τα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα τα οποία πιέζονται από τις ανακατατάξεις της παγκόσμιας οικονομίας και τον ανελέητο ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς».

Επρόκειτο για τα ίδια στρώματα που «παλεύουν να βγάλουν πέρα τον μήνα του και να πληρώσουν μηνιαίες υποχρεώσεις που περιλαμβάνουν λογαριασμούς, φόρους, δόσεις για στεγαστικά, αυτοκίνητα ή φοιτητικά δάνεια, τα οποία συχνά εξοφλούνται μετά από δεκαετίες», όπως έγραφε ο Γιώργος Στάμκος στο tvxs.

Και τα συγκεκριμένα στρώματα, δεν είδαν κάποια σημαντική διαφοροποίηση τόσο επί προεδρίας Ομπάμα, όσο και από το 2017, με την «ψαλίδα της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας» να ανοίγει, σύμφωνα με τον κ. Βαμβακά.

Τι πραγματικά διακυβεύεται στις εκλογές;

Στο σημείο αυτό λοιπόν, τίθεται το εύλογο ερώτημα: Τι πραγματικά διακυβεύεται στις εκλογές;

Θα υπάρξει κάποια σημαντική διαφορά στη ζωή των Αμερικάνων;

Από τη μια, «είναι προφανές στην πλειοψηφία των Αμερικανών ότι ο Τραμπ δημιούργησε πολιτικό χάος και τροφοδότησε φυλετικές διαιρέσεις υποστηρίζοντας τους λευκούς εξτρεμιστές και τους ριζοσπαστικούς Δεξιούς που παρελαύνουν δημοσίως με αυτόματα όπλα», όπως ανέφερε στο ίδιο άρθρο, ο Γιώργος Στάμκος.

Από την άλλη όμως, η εκλογή του Μπάιντεν, πέρα από κάποιες σημαντικές αλλαγές, όπως για παράδειγμα η μεγαλύτερη μέριμνα για το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, η αύξηση της φορολογίας στις επιχειρήσεις και η δέσμευση του για μικρότερα ποσοστά φυλάκισης στις ΗΠΑ (οι οποίες κατέχουν το ¼ των φυλακισμένων παγκοσμίως), δεν είναι σαφές εάν θα ελαττώσει την πολιτική πόλωση που παρατηρείται στις ΗΠΑ.

Επίσης, σαφές είναι πως η εκλογή του, δεν πρόκειται να αλλάξει το σημερινό status quo των ΗΠΑ, που αποτελεί γέννημα-θρέμμα του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού συστήματος, ούτε και την «παρακμή των Ηνωμένων Πολιτειών», που εντοπίζεται στον «αποκλεισμό εκλογέων», το «εκλεκτορικό σύστημα που έχει σχέση με το θεσμικό ρατσιστικό καθεστώς της Αμερικής» και τις ενέργειες του Τραμπ ώστε να κερδίσει την εύνοια του Ανώτατου Δικαστηρίου, όπως αναφέρει στο tvxs ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, Κώστα Δουζίνας.

Άλλωστε, σύμφωνα με όσα τονίζει και ο καθηγητής Βαμβακάς: «Θα είναι πολύ δύσκολο να επανέλθουμε στο θεσμικό πλαίσιο που πολλοί οραματίζονται με την επάνοδο του Μπάιντεν. Δεν νομίζω ότι το πρόβλημα είναι ο Τραμπ, αλλά η δυναμική στην οικονομία και στην κοινωνία που έφερε -για διαφορετικούς λόγους και σε διαφορετικές συγκυρίες- τόσο τον Μπαράκ Ομπάμα όσο και Ντόναλντ Τραμπ στο προσκήνιο».

Και τα ελληνοτουρκικά;

Βέβαια, ιδιαίτερη σημασία έχει και το διακύβευμα των εκλογών σχετικά με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Το συγκεκριμένο διακύβευμα όμως, δεν είναι μεταξύ Τράμπ και Μπάιντεν αλλά «μεταξύ δύο διαφορετικών τρόπων διαχείρισης της παρακμής των Ηνωμένων Πολιτειών», δηλώνει ο καθηγητής Δουζίνας. Και συνεχίζει αναφέροντας πως «το πρώτο σχέδιο της διαχείρισης της παρακμής είναι το σχέδιο του Τράμπ που εμφανίζεται, τουλάχιστον επιφανειακά, ως ένας προστατευτισμός, στα θέματα οικονομίας και εμπορίου, και ένας απομονωτισμός στις διεθνείς σχέσεις. Μια αποχώρηση από τις διεθνείς υποχρεώσεις, στρατιωτικές, οικονομικές και διπλωματικές των ΗΠΑ. Το δεύτερο σχέδιο, είναι το σχέδιο «business as usual», αυτό που έκανε σε μεγάλο βαθμό ο Ομπάμα, αυτό που υποσχέθηκε η Χίλαρι και αυτό που χονδρικά υπόσχεται ο Μπάιντεν. Μια επαναφορά στη θέση των Ηνωμένων Πολιτείων ως μιας ηγεμονικής υπερδύναμης. Μια μεγαλύτερη ανάμιξη με το ΝΑΤΟ και μια επιστροφή, σε περιορισμένο βαθμό, του διεθνούς σερίφη»

Το ερώτημα όμως που προκύπτει στο σημείο αυτό είναι: Και ποια θα είναι η επίπτωση των δύο αυτών σχεδίων στα ελληνοτουρκικά;

Ο κ. Δουζίνας μας απαντά πως,«ενώ η αποχώρηση Τραμπ από τον Λευκό Οίκο είναι θετική για την Ελλάδα και αρνητική για την Τουρκία, η εκλογή του Μπάιντεν δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι στον ίδιο βαθμό θετική για τη χώρα». Επεξηγώντας την τοποθέτηση του, αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Ο Τραμπ, κατά την περίοδο των τελευταίων τεσσάρων χρόνων, φαίνεται ότι είχε δημιουργήσει μια εξαιρετικά θερμή προσωπική σχέση με τον Ερντογάν και μάλιστα σε μια πρόσφατη συνέντευξη που είχε δώσει , ο Τραμπ, δήλωσε πως τα πηγαίνει καλά μαζί του», ενώ παράλληλα αξίζει να αναφερθεί πως ο Τραμπ απέσυρε τα αμερικανικά στρατεύματα από τη Συρία και επέτρεψε στην Άγκυρα να επιτεθεί στους Κούρδους.

Επίσης, σύμφωνα πάντα με τον καθηγητή  «σε μια σειρά ζητημάτων όπως το θέμα της τράπεζας Halkbank  αλλά και το ζήτημα των πυραύλων S-400, φάνηκε πως μέσα από την προσωπική σχέση του Τραμπ με τον Ερντογάν, ο Τραμπ υποστήριξε τουρκικές πολιτικές».

Αντίθετα, ο Μπάιντεν, «είναι εξαιρετικά κριτικός απέναντι στον Ερντογάν. Όπως όλα δείχνουν, ο Μπαίντεν έχει πρόβλημα με τον Ερντογάν, ενώ έχει εκφραστεί φιλικά απέναντι στην Ελλάδα. Έχει χαρακτηρίσει τον Ερντογάν ως «αυτοκράτορα»και έχει δηλώσει πως θα ήταν καλό να ανατραπεί δημοκρατικά . Μόνο η εκστρατεία του Μπάιντεν έχει βγάλει ανακοίνωση για τα ελληνοτουρκικά, ενώ ο Τραμπ δεν έχει πει τίποτα. Η συγκεκριμένη ανακοίνωση αφορά κυρίως την απόσυρση των πυραύλων S-400 και ότι ο Μπαίντεν αντιτίθεται στις επιθέσεις της Τουρκίας στη Συρία».

Η συγκεκριμένη στάση όμως του Μπάιντεν, δεν αποτελεί «λόγο πανηγυρισμών», όπως αναφέρει ο κ. Δουζίνας. Ο λόγος έγκειται στην επιθυμία του Μπάιντεν, «να φέρει την Αμερική στο ρόλο ενός παγκόσμιου ηγεμόνα και να φτιάξει τις σχέσεις με το ΝΑΤΟ. Προφανώς όμως στο ΝΑΤΟ, η Τουρκία είναι μεγάλος παίκτης, άρα δύσκολα θα πάρει ουσιαστικά μέτρα απέναντι στον Ερντογάν. Ένας Μπάιντεν λοιπόν που εγκαταλείπει τον απομονωτισμό, είναι προβληματικό στοιχείο καθώς ενδεχομένως θα έχουμε αναμείξεις των ΗΠΑ στην περιοχή μας», σύμφωνα με τον καθηγητή.