Είναι πιθανόν, ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση Ερντογάν έχει διαχειριστεί το ζήτημα της αντιμετώπισης του κορονοϊού σε συνδυασμό με τον αντίκτυπο της πανδημίας στην οικονομία της χώρας, να επηρεάσουν τη δυναμική του Ερντογάν σε εσωτερική και εξωτερική πολιτική;
 
Η κυβέρνηση Ερντογάν έχει δεχθεί εσωτερική και εξωτερική κριτική για τον τρόπο διαχείρισης της πανδημίας. Μια σειρά θεμάτων, από την αρχική αδιάφορη στάση, την αποφυλάκιση του 1/3 των φυλακισμένων της χώρας, αλλά με δημοσιογράφους και πολιτικούς αντιπάλους του Ερντογάν να παραμένουν στις φυλακές, λόγω του φόβου διασποράς του κορονοϊού, η αύξηση της στρατιωτικής θητείας κατά έναν μήνα, για όσους υπηρετούσαν το διάστημα Νοέμβριος 2019-Απρίλης 2020, οι καταγγελίες για ακόμα περισσότερη λογοκρισία αλλά και οι ανησυχίες του τουρκικού ιατρικού προσωπικού για σοβαρές ελλείψεις της χώρας σε ιατρικό υλικό, την ώρα που ο Ερντογάν παρέχει τέτοιου είδους εξοπλισμό σε άλλες χώρες για διπλωματικούς λόγους.
 
Μπορεί όμως η κρίση του κορονοϊού να επιφέρει αλλαγές στο εσωτερικό status quo;
 
Το εσωτερικό status quo
 
Η κρίση της τουρκικής λίρας το 2018, συνδυαζόμενη με την ήττα του κόμματος του Ερντογάν, ΑΚP , σε πόλεις-κλειδιά των δημοτικών εκλογών του 2019, όπως η Άγκυρα και η Κωνσταντινούπολη, έχουν επίσης δημιουργήσει την εντύπωση πως η κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή στην Τουρκία βιώνει μια αποσταθεροποίηση. Παρ’ όλα αυτά, όπως μας δηλώνει ο αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο King’s College London και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Εμμανουήλ Καραγιάννης: “Ο Ταγίπ Ερντογάν και το ΑΚΡ παραμένουν κυρίαρχοι στο πολιτικό σύστημα, αλλά υπάρχουν ενδείξεις που καταδεικνύουν τη σταδιακή αλλαγή των συσχετισμών ισχύος στο εσωτερικό της Τουρκίας. Καταρχάς, υπάρχει μια αντιπαλότητα στο εσωτερικό της τουρκικής κυβέρνησης ανάμεσα σε επίδοξους δελφίνους που ευελπιστούν να διαδεχθούν τον Ερντογάν. Ο γαμπρός του, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, που είναι και υπουργός Οικονομικών, εμφανίζεται ως ο επικρατέστερος διάδοχος, αν και δεν έχει το επικοινωνιακό χάρισμα του Ερντογάν. Από εκεί και πέρα, υπάρχει και το «ΑΚΡ εκτός ΑΚΡ», δηλαδή δημοφιλείς πολιτικοί όπως ο Αμπλουλάχ Γκιούλ και ο Αχμέτ Νταβούντογλου που περιμένουν την ευκαιρία να επανέλθουν στην πολιτική σκηνή. Η οικονομική κρίση μπορεί να επιταχύνει τις πολιτικές εξελίξεις, ειδικά αν υπάρχουν μαζικές διαδηλώσεις και επεισόδια. Αν όμως ο Τούρκος πρόεδρος κατορθώσει να διαχειριστεί τα οικονομικά προβλήματα, τότε το πιθανότερο είναι να μείνει στην εξουσία για αρκετά ακόμα χρόνια”.
 
Η εξωτερική πολιτική
 
Σύμφωνα λοιπόν με τον κύριο Καραγιάννη, η κατάσταση της οικονομίας της χώρας μετά το τέλος της κρίσης του κορονοϊού θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο για τη δυναμική του καθεστώτος Ερντογάν στο εσωτερικό. Όσον αφορά όμως την εξωτερική πολιτική, ο καθηγητής μας δηλώνει ότι: “Η τουρκική εξωτερική πολιτική παραμένει αναθεωρητική και οπορτουνιστική, δηλαδή δεν έχει αλλάξει κάτι με την κρίση του κορονοϊού. Η γειτονική χώρα αυτοπροσδιορίζεται ως μια περιφερειακή δύναμη, που μπορεί να κάνει προβολή ισχύος σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα. Παρά τις επιμέρους διαφωνίες, σχεδόν το σύνολο του πολιτικού κόσμου έχει συναινέσει προς αυτή την κατεύθυνση. Το λέω αυτό, διότι έχουμε επικεντρωθεί υπερβολικά στην προσωπικότητα του Ερντογάν. Ο Τούρκος πρόεδρος ηγείται ενός μεγάλου συνασπισμού ισλαμιστικών και εθνικιστικών δυνάμεων που ενστερνίζονται το ίδιο όραμα. Δεν είναι τυχαίο, ότι ακόμα και το μικρό μαοϊκό Πατριωτικό Κόμμα (Vatan Partisi), που ασκεί επιρροή ακόμα και σε στρατιωτικούς κύκλους, υποστηρίζει την εξωτερική πολιτική του Ερντογάν στο όνομα του αντιαμερικανισμού. Η Ερντογανική Τουρκία θέλει να παίξει τον ρόλο που έπαιζε η Οθωμανική Αυτοκρατία για πολλούς αιώνες: ένας αυτόνομος πόλος στο διεθνές σύστημα που θα κάνει συγκυριακές συμμαχίες”.
 
Και η Ελλάδα;
 
Ασφαλώς όμως, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας του Ερντογάν αφορά άμεσα ή έμμεσα και την Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τον κύριο Καραγιάννη: “ Στα ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα και την Κύπρο, υπάρχει διακομματική συναίνεση. Είτε είναι στην εξουσία ο Ερντογάν είτε είναι ο δήμαρχος Κωνσταντινούπολης Ιμάμογλου, η τουρκική πολιτική έναντι ημών θα είναι η ίδια. Αυτό δείχνει η μελέτη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από το 1974 και μετά. Υπάρχουν συστημικοί παράγοντες που επιτρέπουν στην τουρκική κυβέρνηση να συμπεριφέρεται με επιθετικό τρόπο. Η Άγκυρα θα αλλάξει την πολιτική της μόνο αν εκλείψουν οι συστημικοί παράγοντες ή αν πληρώσει μεγάλο κόστος για τις επιλογές της”. Ο καθηγητής βέβαια επισημαίνει επιπροσθέτως πως “ ο Ερντογάν και η κυβέρνηση του μπορούν να συσπειρώσουν την κοινή γνώμη με την εθνικιστική ρητορική του και τις υποτιθέμενες επιτυχίες των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Συρία και τη Λιβύη. Δεν χρειάζεται μια «επιτυχία» εναντίον της Ελλάδας, που εξάλλου δεν είναι καθόλου δεδομένη. Η αποτυχημένη προσπάθεια της Άγκυρας να εργαλειοποιήσει τους μετανάστες στον Έβρο καταγράφεται ως μια τακτική νίκη για την ελληνική πλευρά. Η επίδειξη ισχύος εκ μέρους της Τουρκίας στο Ανατολικό Αιγαίο και στην κυπριακή ΑΟΖ θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αλλά δεν αφορά τις εσωτερικές εξελίξεις στη γειτονική χώρα”.
 
Σε κάθε περίπτωση, όπως γίνεται αντιληπτό από όσα μας δήλωσε ο κύριος Καραγιάννης, υπάρχουν συγκεκριμένοι παράγοντες που δύνανται να επηρεάσουν τα τεκταινόμενα στην εσωτερική πολιτική της Τουρκίας, ενώ παράλληλα οι κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, δεν έχουν διαφοροποιηθεί λόγω της κρίσης του COVID-19. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί πως, σύμφωνα και με τον Economist, “οι πρόσφυγες θα είναι οι πρώτοι που θα πληγούν” από την προαναφερθείσα κρίση, στη γειτονική χώρα.