Όταν στις 8 Μαΐου του 2018 οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι αποχωρούν μονομερώς από τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν που συνάφθηκε το 2015 και ότι επαναφέρουν τις κυρώσεις που είχε άρει ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, μετά την υπογραφή της συμφωνίας, ο πλανήτης «πάγωσε».

Ads

Οι υπόλοιπες εγγυήτριες δυνάμεις της Συμφωνίας, η Ρωσία, η Κίνα, η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία αντέδρασαν αρνητικά, όπως και η ΕΕ συνολικά, αλλά και ο ΟΗΕ. Η μόνη που εμφανίστηκε να πανηγυρίζει ήταν η Σαουδική Αραβία, ο στενότερος σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή, η οποία διεξάγει μια αιματηρότατη επέμβαση στην Υεμένη εναντίον των υποστηριζόμενων από το Ιράν ανταρτών Χούθι, αν και προς το παρόν, η πείνα και ο θάνατος από τους βομβαρδισμούς θερίζει γυναικόπαιδα και γενικότερα αμάχους.

Όλοι κατάλαβαν – άσχετα αν δεν το δήλωσαν ευθαρσώς – ότι η κίνηση αυτή, μακράν δεν αποτελούσε την ένδειξη κάποιας «ανησυχίας» της Ουάσιγκτον για την «ασφάλεια» και την «ειρήνη» – άλλωστε αυτό θα επιβεβαιωνόταν λίγους μήνες αργότερα όταν ο Τραμπ ανακοίνωσε και την μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη ΙΝF για τα πυρηνικά όπλα που υπεγράφη μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης το 1987 – αλλά μια επικίνδυνη κλιμάκωση στον πόλεμο για τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και διαδρομών, σε συνδυασμό με την έμμεση πίεση προς την Ρωσία, στενού συμμάχου του Ιράν. Με την οποία οι ΗΠΑ έχουν ανοιχτά μέτωπα στην Ουκρανία, στην Ανατολική Ευρώπη συνολικά λόγω επέκτασης του ΝΑΤΟ, στην Συρία και την Ανατολική Μεσόγειο. Στα δύο τελευταία μέτωπα μάλιστα, ενεργός «παίκτης» είναι και το Ιράν, είτε άμεσα (Συρία), είτε με τους «δορυφόρους» του (Υεμένη).

Το «κουμπί» που δεν πατήθηκε

Όσοι περίμεναν τότε τα χειρότερα, λίγο έλειψε να επιβεβαιωθούν φέτος: Αν πιστέψουμε τον Τραμπ, στις 20 του περασμένου Ιουνίου, κατά πάσα πιθανότητα, ίσως να γλιτώσαμε την έναρξη του Γ’ Παγκόσμιου Πολέμου. ‘Ηταν η μέρα κατά την οποία, όπως ανέφερε δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδα New York Times, την επομένη, και επιβεβαίωσε λίγο αργότερα μέσω – τι άλλο; –  Twitter, ο Αμερικανός πρόεδρος, ακύρωσε τη διαταγή στρατιωτικής επίθεσης αντιποίνων στο Ιράν 10 λεπτά πριν αυτή πραγματοποιηθεί.

Ads

Θα ήταν η απάντηση των ΗΠΑ στην κατάρριψη, από το Ιράν, ενός αμερικανικού drone στις 20 Ιουνίου, το οποίο η Τεχεράνη υποστηρίζει ότι πετούσε εντός του εναέριου χώρου της, ενώ η Ουάσιγκτον ισχυρίζεται ότι πετούσε σε διεθνή εναέριο χώρο.

Μάλιστα, κατά την προσφιλή του μέθοδο, ο Τραμπ παρουσίασε την ακύρωση της επίθεσης με τρόπο που θα ζήλευαν και οι σεναριογράφοι στο Χόλιγουντ: «Τη Δευτέρα κατέρριψαν ένα μη επανδρωμένο σκάφος που πετούσε σε διεθνή ύδατα (sic). Ήμασταν έτοιμοι να ανταποδώσουμε χτυπώντας 3 στόχους, όταν ρώτησα πόσοι άνθρωποι θα πεθάνουν. 150 κύριε, ήταν η απάντηση ενός Στρατηγού. Δέκα λεπτά πριν το χτύπημα το ακύρωσα», έγραψε με αξιοσημείωτη δραματικότητα.

Είχε προηγηθεί, στις 13 Ιουνίου, η επίθεση εναντίον δύο τάνκερ στο Στενό του Ορμούζ, την οποία οι ΗΠΑ έσπευσαν να χρεώσουν στο Ιράν, με την Μόσχα να καλεί την Ουάσιγκτον να «μην βιάζεται» να βγάζει γρήγορα συμπεράσματα και με την Τεχεράνη να δείχνουν τις ΗΠΑ ως υπεύθυνες για την επίθεση.

Ο πόλεμος των τάνκερ

Ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, η αλήθεια πολύ λίγο ενδιαφέρει την γεωπολιτική. Για τις ΗΠΑ υπεύθυνο για τις επιθέσεις στα τάκνερ, για την κατάρριψη του drone σε «διεθνή» εναέριο χώρο, για τη «μη» τήρηση της Συμφωνίας του 2015 – ίσως και για την κλιματική αλλαγή αν την πίστευε ο Τραμπ – είναι το Ιράν.

Όχι μόνο για τις ΗΠΑ. Αλλά και για τον πιστό «δορυφόρο» της, τη Βρετανία. Στις 4 Ιουλίου, η Βρετανία κατέλαβε ένα υπό παναμαϊκή σημαία ιρανικό δεξαμενόπλοιο στο Γιβραλτάρ. Σύμφωνα με το ισπανικό υπουργείο Εξωτερικών, η αναχαίτιση του «Grace 1» και η σύλληψη μελών του πληρώματος έγινε διότι φέρεται να μετέφερε πετρέλαιο με προορισμό τη Συρία, παραβιάζοντας τις κυρώσεις που έχει επιβάλει η Ε.Ε. εις βάρος της Δαμασκού, ενώ πραγματοποιήθηκε έπειτα από αίτημα των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η Τεχεράνη απάντησε πως πρόκειται για «πειρατεία» και πως, σύμφωνα με την ανακοίνωση του ιρανικού υπουργείου Εξωτερικών, «η Μεγάλη Βρετανία δεν είχε κανένα δικαίωμα να επιβάλει πέραν της επικράτειάς της τις δικές της μονομερείς κυρώσεις ούτε αυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε βάρος άλλων χωρών».

Τελεσίγραφο… με ανοιχτή ημερομηνία

Παράλληλα, το Ιράν δομούσε τη δική του απάντηση στην αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία. Με πολύ προσεκτικά βήματα έφτασε στις 8 Μαΐου του 2019 – ακριβώς δηλαδή ένα χρόνο από την αποχώρηση των ΗΠΑ – ανακοινώνοντας ότι θα σταματήσει την εφαρμογή κάποιων δεσμεύσεων που προβλέπονται στη συμφωνία για τα πυρηνικά του 2015, ως αντίδραση στην αμερικανική αποχώρηση από τη συμφωνία και την αποτυχία άλλων συμμετεχόντων σε αυτήν να παρέχουν οικονομικά κίνητρα στο Ιράν.

Ο πρόεδρος του Ιράν Χασάν Ρουχανί σημείωσε σε τηλεοπτικό διάγγελμα που μεταδόθηκε ζωντανά ότι η κυβέρνησή του πρόκειται να λάβει μέτρα, τα οποία περιγράφονται σε μηχανισμό επίλυσης διαφορών που περιλαμβάνεται στη συμφωνία για τα πυρηνικά.

O Ρουχανί δεν διαμήνυσε το ολοκληρωτικό τέλος της συμφωνίας, αλλά έδωσε στην Ευρώπη τελεσίγραφο: Θα έχει 60 μέρες είτε για να ακολουθήσει την κυβέρνηση Τραμπ ή να ξεκινήσει ξανά τις εισαγωγές πετρελαίου για να σώσει τη συμφωνία, παραβιάζοντας τις αμερικανικές κυρώσεις κατά της Τεχεράνης.

Ξεκινώντας από εκείνη τη μέρα, το Ιράν κράτησε εμπλουτισμένο ουράνιο αντί να το πουλήσει, το οποίο κάνει σύμφωνα με τις διατάξεις της πυρηνικής συμφωνίας του 2015. Αυτό βοήθησε στο να δημιουργήσει απόθεμα από ουράνιο χαμηλού εμπλουτισμού και βαρύ ύδωρ, το οποίο χρησιμοποιείται σε πυρηνικούς αντιδραστήρες.

Εάν η Ευρώπη δεν εντείνει τις προσπάθειες για να σώσει τη συμφωνία και να προστατεύσει τους τομείς πετρελαίου και τραπεζών του Ιράν από τις κυρώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Ρουχανί τόνισε ότι θα ξεκινήσει ξανά την κατασκευή του πυρηνικού αντιδραστήρα Arak, ο οποίος είχε κλείσει ως μέρος της συμφωνίας του 2015.

Στο μεταξύ, ο πόλεμος της προπαγάνδας και τα «παιχνίδια» πολέμου επί του πεδίου, συνεχίζονται. Για παράδειγμα, στις 10 Ιουλίου, η Βρετανία υποστήριξε ότι τρία ιρανικά σκάφη πλησίασαν βρετανικό τάνκερ της BP που έπλεε μεταφέροντας πετρέλαιο από τον Κόλπο και απαίτησαν να αλλάξει πορεία και να σταματήσει στα ιρανικά χωρικά ύδατα, κοντά στο Στενό του Χορμούζ. Τα ιρανικά σκάφη αποσύρθηκαν όταν επενέβη φρεγάτα του βρετανικού βασιλικού πολεμικού ναυτικού.

Η Τεχεράνη αρνήθηκε οποιαδήποτε αντιπαράθεση με ξένα πλοία.

Η Ρωσία κατηγορεί τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι επιδιώκουν σκόπιμα να οξύνουν τις εντάσεις στην περιοχή του Κόλπου και εξέφρασε φόβους για μια «άμεση σύγκρουση» στο βαθμό που τα επεισόδια πολλαπλασιάζονται ανάμεσα στο Ιράν και τους Δυτικούς.

Αντίποινα και εκκλήσεις

Στις 8 Ιουλίου το Ιράν ανακοίνωσε ότι έφτασε στο 4,5% τον εμπλουτισμό ουρανίου, ενώ, νωρίτερα, είχε ανακοινώσει ξεπέρασε το όριο του 3,67% στον εμπλουτισμό ουρανίου που είχε οριστεί από τη συμφωνία του 2015 και ότι μπορεί να εμπλουτίζει ουράνιο σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο. Την ίδια ώρα η Τεχεράνη προειδοποιεί τους Ευρωπαίους να μην κλιμακώσουν τις αντιδράσεις τους έναντι των μέτρων του Ιράν σε σχέσεις με τις δεσμεύσεις του για το το πυρηνικό του πρόγραμμα απέναντι στη διεθνή κοινότητα.

Παράλληλα, εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών δήλωσε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στην Τεχεράνη ότι, «αν ορισμένα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας (για το ιρανικό πρόγραμμα του 2015) συμπεριφερθούν κατά περίεργο και μη αναμενόμενο τρόπο, τότε κι εμείς θα καταργήσουμε όλα τα επόμενα στάδια (του σχεδίου μείωσης των δεσμεύσεων, που ανακοινώθηκε τον Μάιο) και θα εφαρμόσουμε το τελευταίο».

Οι ηγέτες της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας απηύθυναν την περασμένη Κυριακή έκκληση για διάλογο προκειμένου να διασωθεί η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ανήμερα της επετείου της υπογραφής της συμφωνίας πριν από τέσσερα χρόνια.

Η πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέι, ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν και η καγκελάριος της Γερμανίας Άγγελα Μέρκελ εξέφρασαν την ανησυχία τους καθώς η συμφωνία του 2015 «καταρρέει περαιτέρω υπό την πίεση των κυρώσεων που επέβαλαν οι ΗΠΑ και μετά την απόφαση του Ιράν να μην εφαρμόζει πλέον βασικές διατάξεις της συμφωνίας».

«Πιστεύουμε ότι έφθασε η στιγμή να ενεργήσουμε με υπευθυνότητα και να αναζητήσουμε ένα μονοπάτι για να σταματήσουμε την κλιμάκωση των εντάσεων και να επαναληφθεί ο διάλογος» τονίζουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες, προσθέτοντας ότι «ενδείξεις καλής θέλησης… απαιτούνται επειγόντως από όλες τις πλευρές».

Η επιβίωση της συμφωνίας «εξαρτάται από την πλήρη συμμόρφωση του Ιράν και καλούμε με σθένος το Ιράν να αναιρέσει τις πρόσφατες αποφάσεις του προς αυτήν την πλευρά» τονίζουν οι τρεις ηγέτες.

Πρόκειται για μια δήλωση μάλλον αμήχανη και προφανέστατα, φαίνεται πως έχει ξεχάσει τον «ελέφαντα στο σαλόνι»: Ότι αυτό που δυναμίτισε τη συμφωνία ήταν οι ΗΠΑ και όχι το Ιράν. Και ότι οι κινήσεις του σε ό,τι αφορά στην παραβίαση της συμφωνίας εκ μέρους του γίνονται και ως απάντηση, όπως παραδέχεται και το Foreign Policy, στo ότι η ΕΕ δεν πρόσφερε στην Τεχεράνη ένα οικονομικό αντιστάθμισμα στις αμερικανικές κυρώσεις. Έτσι, τα αυξανόμενα επίπεδα εμπλουτισμού ουρανίου θα συμπληρώθηκαν με την απόφαση της Τεχεράνης να παραβιάζει μέρος των δεσμεύσεών της, κάθε 60 ημέρες.

Και τώρα, τι γίνεται;

Για το Foreign Policy «όλα τα μάτια είναι στραμμένα τώρα στην Ευρώπη». Για την Ευρώπη είναι μονόδρομος να δουλέψει εντατικά για την αποτροπή της κατάρρευσης της συμφωνίας. Απέναντί της έχει τρεις κύριες επιλογές:

Πρώτη: Τα ευρωπαϊκά μέρη της συμφωνίας του 2015 θα μπορούσαν να μπουν σε μια φάση διπλωματίας διαμεσολάβησης πριν από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο. Στόχος θα είναι η αναζήτηση «δημιουργικών λύσεων» για να πείσουν την Τεχεράνη να επανέλθει σε κατάσταση συμμόρφωσης με τις δεσμεύσεις της.

Το πρόβλημα με αυτή την κίνηση είναι ότι η Τεχεράνη είναι σαφές τι εννοεί με τον όρο «δημιουργικές λύσεις»: Οικονομική εξισορρόπηση των αμερικανικών κυρώσεων. Ωστόσο, οποιαδήποτε τέτοια μέτρα θα οδηγούσαν σε αντιπαράθεση των συμβαλλόμενων μερών με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέχρι στιγμής, εκτιμά το Foreign Policy, οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν επιθυμούν να αναλάβουν αυτό το ρίσκο, δεδομένων των στρατηγικών συμφερόντων που διακυβεύονται για μια ήδη κλυδωνιζόμενη ατλαντική συμμαχία. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν, μέχρι στιγμής, να βρουν έναν τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις τους θα μπορούσαν να διατηρήσουν εμπορικές σχέσεις με το Ιράν χωρίς φόβο για κυρώσεις ή χωρίς το ρίσκο να «φάνε» «πόρτα» στην αμερικανική αγορά.

Αυτό σημαίνει πως εάν δεν υπάρξουν ουσιαστικά κίνητρα από την Ευρώπη, την Κίνα και τη Ρωσία προς το Ιράν, ώστε να αποκτήσει έναν απτό χώρο οικονομικής ανάσας, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας ότι το Ιράν από μόνο του ή από την «πειθώ» των λόγων, θα αλλάξει τακτική. Ως εκ τούτου, αυτή η πρώτη επιλογή μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να «αγοράσει» στην Ευρώπη μόνο μια σύντομη περίοδο αναμονής.

Μια δεύτερη επιλογή είναι η Γαλλία, η Βρετανία και η Γερμανία να ενεργοποιήσουν μονομερώς ή συλλογικά τη διαδικασία επίλυσης διαφορών της συμφωνίας ως απάντηση στην ιρανική μη συμμόρφωση. Αυτό πιθανότατα θα εξεταζόταν εάν το Ιράν συνέχισε να αρνείται τις δεσμεύσεις του στο τέλος της τρέχουσας προθεσμίας των 60 ημερών. Κανένα συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία δεν το επιχείρησε, αλλά η διαδικασία αναμένεται να διαρκέσει μερικούς μήνες. Μόλις οι τρεις ευρωπαϊκές χώρες ξεκινήσουν την επίσημη πορεία επίλυσης διαφορών, το τελικό αποτέλεσμα είναι πιθανότατα η επανεισαγωγή των κυρώσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην ΕΕ, οι οποίες πιθανότατα θα οδηγήσουν στην πλήρη κατάρρευση της συμφωνίας.

Δεδομένου του σημερινού αντίκτυπου των κυρώσεων των ΗΠΑ, το οικονομικό χτύπημα για το Ιράν από πρόσθετες κυρώσεις εκ μέρους του ΟΗΕ της ΕΕ θα ήταν περιορισμένο και επομένως απίθανο να πείσει τη χώρα να επαναφέρει σε ισχύ τη συμφωνία. Ανησυχητικότερο είναι το γεγονός ότι οι Ιρανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι αν επιστρέψουν αυτές οι κυρώσεις, η Τεχεράνη θα αποσυρθεί από τη Συνθήκη περί μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων.

Είναι προφανές ότι αυτό το σενάριο φέρνει περισσότερους κινδύνους και λίγες ευκαιρίες για την Ευρώπη. Η κατάρρευση της συμφωνίας θα αυξήσει σημαντικά τον κίνδυνο άμεσων ισραηλινών ή αμερικανικών στρατιωτικών επιθέσεων εναντίον των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν. Αυτό θα μπορούσε να κλιμακωθεί με στόχο το στρατιωτικό προσωπικό ή τις υποστηριζόμενες από το Ιράν δυνάμεις που δρουν στην περιοχή. Η απάντηση του Ιράν θα ήταν η ενεργοποίηση του εκτεταμένου δικτύου βαλλιστικών πυραύλων του, η παρεμπόδιση της ναυσιπλοΐας στον Περσικό Κόλπο και η ενεργοποίηση του δικτύου των δυνάμεων που έχει εν υπνώσει σε όλη την περιοχή εναντίον στόχων συμφερόντων των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Όλα αυτά θα λάμβαναν χώρα μπροστά στην πόρτα της Ευρώπης, δημιουργώντας πραγματικούς κινδύνους για την ασφάλειά της.

Η τρίτη επιλογή είναι να συνεργαστεί η Ευρώπη με την Κίνα και τη Ρωσία για να επισημοποιήσει μια προσωρινή συμφωνία πριν  την κατάρρευση της τρέχουσας. Και πάλι, στον πυρήνα αυτής της εκδοχής βρίσκεται το αντάλλαγμα των οικονομικών κινήτρων στην Τεχεράνη.

Μια ενδιάμεση συμφωνία θα διατηρούσε τους ακρογωνιαίους λίθους της αρχικής συμφωνίας, όπως τα ανώτατα όρια εμπλουτισμού ουρανίου, τον αριθμό των συσκευών φυγοκέντρησης του Ιράν και, κυρίως, τον ενισχυμένο μηχανισμό επιθεωρήσεων.

Το γεγονός ότι ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας ήταν σε θέση να επαληθεύσει μέσα σε λίγες ώρες ότι το Ιράν είχε υπερβεί τα όρια της συμφωνίας για τα επίπεδα εμπλουτισμού του και τα αποθέματα δείχνουν το πόσο αποτελεσματική είναι η συμφωνία. Σε συνδυασμό, τα μέτρα αυτά περιορίζουν την ικανότητα του Ιράν να επεκτείνει το πυρηνικό του πρόγραμμα. Θα καταστήσει επίσης πολιτικά ελκυστικό για μια μελλοντική κυβέρνηση των ΗΠΑ, ίσως μετά το 2020, να επανέλθει στη διπλωματία με το Ιράν εάν οι κύριοι πυλώνες της συμφωνίας έχουν επιζήσει, αντί να χρειάζεται να ξεκινήσουν από την αρχή με την Τεχεράνη.

Αυτή η λύση θα ήταν θετική και για την κυβέρνηση του Χάσαν Ρουχανί, ο οποίος θα μπορούσε να διαχειριστεί καλύτερα την εσωτερική αντιπολίτευση που τον εγκαλεί για «αφέλεια» ως προς την εμπιστοσύνη που επέδειξε προς τους Ευρωπαίους τον τελευταίο χρόνο.

Θα ήταν συμφέρουσα λύση και για την  Μόσχα και το Πεκίνο. Μπορεί τώρα να φαίνεται ότι Ρωσία και Κίνα κερδίζουν γεωπολιτικά από την κρίση της Δύσης με το Ιράν – και εν πολλοίς είναι αλήθεια αυτό – ωστόσο, δεν είναι απίθανο να χαιρέτιζαν αυτή την λύση για να συνεργαστούν στενότερα με τους Ευρωπαίους, προς έναν κοινό στόχο που θα ήταν η επιστροφή της ασφάλειας στην περιοχή. Αυτές οι διπλωματικές προσπάθειες θα προσφέρουν επίσης στην Κίνα και τη Ρωσία την ευκαιρία να επιτύχουν πρόοδο με την Ευρώπη σε άλλους τομείς των διμερών σχέσεων.

Φυσικά, όλα τα παραπάνω εξαρτώνται από τη στάση των ΗΠΑ. Προς το παρόν, η Ουάσιγκτον φαίνεται να έχει επιστρέψει στη στρατηγική των ψυχροπολεμικών «γερακιών», προεξέχοντος του συμβούλου εθνικής ασφάλειας του Τραμπ, Τζον Μπολτον, ο οποίος θεωρείται ότι βρίσκεται πίσω από την κλιμάκωση με τη Βενεζουέλα και από την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη για τα πυρηνικά όπλα, ενώ έχει χαρακτηριστεί ως «εμμονικός» με το Ιράν.

Η ΕΕ λοιπόν πρέπει να βρει επειγόντως μια λύση για τη διάσωση του πυρήνα της συμφωνίας. Αλλιώς, το πλήγμα στην αξιοπιστία της, θα είναι το λιγότερο που μπορεί να συμβεί…