Η ημέρα που ανέλαβαν οι Ταλιμπάν, ξεκίνησε με ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο μου στη Γερμανία. Μου είπε να πάω στο αεροδρόμιο γιατί πιθανότατα θα έφευγε μια πτήση εκκένωσης της γερμανικής πρεσβείας εκείνη την ημέρα. Έβαλε το όνομά μου στη λίστα, επειδή είχα εργαστεί σε γερμανικά ΜΜΕ και είχα κάνει αίτηση για βίζα τον τελευταίο χρόνο.
 
Δεν πρόλαβα να σκεφτώ. Ηταν σαν σωσίβιο για μένα, έναν προοδευτικό και ειλικρινή δημοσιογράφο με τατουάζ – βασικά το αντίθετο όσων αντιπροσωπεύουν οι Ταλιμπάν. Πήρα το φορητό υπολογιστή και το τηλέφωνό μου και τίποτα άλλο. Ένιωσα φόβο τη στιγμή που έφυγα από το σπίτι μου. Δεν είχα νιώσει ποτέ τόση πίεση.
 
Όταν έφτασα στο αεροδρόμιο, το αρχικό σημείο ελέγχου ήταν άδειο. Η αστυνομία είχε φύγει και ο στρατός είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Υπήρχε μόνο έλεγχος αποσκευών από ιδιωτική σεκιούριτι. Δεν είχα βίζα, οπότε φοβόμουν μην με απομακρύνουν – αλλά δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω.
 
Όταν έφτασα στον διεθνή τερματικό σταθμό, σοκαρίστηκα με αυτό που είδα και  αισθάνθηκα απελπισία. Υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι, γυναίκες και άνδρες με τα μωρά τους που έκλαιγαν, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Φοβόντουσαν ότι έρχονταν οι Ταλιμπάν. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των αλλοδαπών, πήγαν στο αεροδρόμιο χωρίς να γνωρίζουν τι θα συμβεί.

image
 
Οι άνθρωποι γύρω μου πανικοβλήθηκαν καθώς συνειδητοποίησαν ότι μπορεί να μην υπάρχει αεροπλάνο για αυτούς. Ακόμα κι αν είχαν εισιτήρια, υπήρχε αβεβαιότητα για το αν η πτήση τους θα απογειωνόταν. Τρόμαξαν. Έτσι οι άνθρωποι άρχισαν να καταστρέφουν το αεροδρόμιο – παράθυρα και περίπτερα εισιτηρίων. Και από εκεί και πέρα, η κατάσταση συνέχισε να χειροτερεύει. Κρύφτηκα σε μια γωνιά, αν και με είχε πιάσει πανικός.
 
Κοιτώντας έξω από το παράθυρο, παρακολούθησα μια ολόκληρη σκηνή να εκτυλίσσεται γύρω από ένα αεροσκάφος που προσπαθούσε να φύγει για την Τουρκία. Ο κόσμος έμπαινε στο αεροπλάνο και κρεμόταν ακόμη και από τις σκάλες. Το αεροσκάφος είχε ξεπεράσει τη χωρητικότητά του και οι άνθρωποι σπρώχνονταν από τις σκάλες για να μπορέσει το αεροπλάνο να απογειωθεί. Ούρλιαζαν τόσο δυνατά που τους ακούγαμε από το εσωτερικό του αεροδρομίου. «Θέλουμε να φύγουμε, αλλιώς θα πεθάνουμε», φώναζαν κάποιοι. Απλώς παρακολουθούσα με τρόμο καθώς περίμενα, αναλογιζόμενος τη δική μου μοίρα.
 
Γύρω στις 8.30 ή στις 9 το βράδυ κάποιος φώναξε ότι οι Ταλιμπάν ήταν μέσα στο αεροδρόμιο. Οι άνθρωποι άρχισαν να ουρλιάζουν και να τρέχουν έξω στο διάδρομο. Στο αεροδρόμιο επικρατούσε χάος χωρίς κανείς να ελέγχει την κατάσταση. Άκουσα πυροβολισμούς έξω από την πόρτα του αεροδρομίου. Σκεφτόμουν συνέχεια ότι είχαν φτάσει οι Ταλιμπάν.
 
Όλοι γύρω μου φοβήθηκαν και προσευχήθηκαν. Κανείς δεν ήξερε τι να κάνει. Τηλεφώνησα ξανά στον φίλο μου στη Γερμανία και είπε ότι οι Γερμανοί δεν θα ξεκινήσουν εκκενώσεις μέχρι την επόμενη μέρα. Αυτό ήταν τρομερό νέο και  έπρεπε να βρω τι θα κάνω στη συνέχεια.
 
Είδα αμερικανικά στρατεύματα να οδηγούν μια μικρή ομάδα ανθρώπων στο στρατιωτικό τμήμα του διαδρόμου. Ένας από τους στρατιώτες είπε σε μια ομάδα ξένων: «Αυτό είναι αμερικανικό έδαφος και οι Ταλιμπάν δεν θα έρθουν εδώ». Άρχισα να τρέχω πίσω τους μαζί με πολλούς άλλους. Συνεχίζαμε να ακούμε πυροβολισμούς, ήταν τρομακτικά κοντά.
 
Τις επόμενες στιγμές, ένιωσα ότι ο χρόνος είχε σταματήσει. Το μόνο που άκουσα ήταν οι Αμερικανοί να λένε: «Πάμε!»
 
Είδα ένα ρεύμα ανθρώπων να ανεβαίνει σε ένα αεροπλάνο και ακολούθησα. Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω εκείνη τη στιγμή. Μπήκα βιαστικά στο αεροπλάνο, στο οποίο επέβαιναν εκατοντάδες άνθρωποι. Δεν υπήρχε χώρος για να καθίσουμε, όλοι στέκονταν όρθιοι. Οι άνθρωποι ήταν αγκαλιασμένοι μεταξύ τους και με τα παιδιά τους. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω.
 
Οι Αμερικανοί πιλότοι ούρλιαζαν ότι το αεροπλάνο δεν μπορούσε να πάει πουθενά, επειδή υπήρχαν πάρα πολλοί άνθρωποι στο σκάφος. Ένας από αυτούς φώναξε: «Παρακαλώ βγείτε έξω, παρακαλώ βγείτε». Στη συνέχεια, ήρθαν στρατιώτες και άρχισαν να τραβούν ανθρώπους τόσο από την μπροστινή όσο και από την πίσω πόρτα. Εγώ ήμουν στη μέση.
 
Ήταν χαοτικό, παράξενο και αγχωτικό. Ο κόσμος πίεζε και δεν υπήρχε αέρας. Όλη η σκηνή ήταν τόσο απελπιστική, θλιβερή και τρομακτική. Κοίταξα τις μητέρες με νεογέννητα γύρω από εμένα και ένιωσα τόσο ένοχος.. Αποφάσισα να κατέβω για να απογειωθεί το αεροπλάνο.
 
Όμως, καθώς πήγαινα προς την πόρτα για να κατέβω, είδα αμερικανικά στρατεύματα να κυκλώνουν το αεροπλάνο με θωρακισμένα οχήματα. Ένας από τους στρατιώτες μου είπε να μείνω ακίνητος γιατί υπήρχε κίνδυνος. Πέρασαν άλλα 20 λεπτά.
 
Τότε ξαφνικά, οι Αμερικανοί είπαν σε όσους από εμάς στεκόμασταν στην πόρτα, να μπούμε στο αεροπλάνο. Αυτή ήταν μοναδική ευκαιρία. Μπήκαμε ορμητικά στο αεροπλάνο και έκλεισαν τις πόρτες.