Πολλοί – οικονομολόγοι, επενδυτές και αναλυτές – προσπαθούν να κατανοήσουν τις κινήσεις του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και πώς οδήγησε τη χώρα στο σημερινό οικονομικό αδιέξοδο, που μοιάζει με οικονομική αυτοχειρία. Πώς γίνεται ο ηγέτης μιας οικονομίας 850 δισεκατομμυρίων δολαρίων να ακολουθεί μια τόσο απερίσκεπτη οικονομική στρατηγική και ταυτόχρονα να αρνείται, μέχρι σήμερα, οποιαδήποτε «διορθωτική κίνηση» σε οικονομικό αλλά και διπλωματικό επίπεδο, ώστε να αμβλύνει τις αντιδράσεις και να περιορίσει την ελεύθερη πτώση της λίρας. Σύμφωνα μάλιστα με τις εκτιμήσεις οι πιέσεις προς την Τουρκική οικονομία θα ενταθούν το επόμενο διάστημα.

Ads

Αξίζει να σημειωθεί πως η οικονομική κρίση στην Τουρκία δεν γεννήθηκε ξαφνικά, δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία», αντίθετα τα μηνύματα ήταν πολλά εδώ και αρκετό καιρό και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε χρόνο για να αντιστρέψει την κατάσταση. Ωστόσο δεν το επέλεξε. Όπως επισημαίνει το Stratfor σε ανάλυσή του, για να κατανοήσει κανείς της συμπεριφορά του Τούρκου προέδρου θα πρέπει να πάει πίσω στο χρόνο. Και για την ακρίβεια 15 χρόνια πριν.

Ήταν το 2003 όταν η Τουρκία κατάφερνε να βγει από τη μεγάλη οικονομική κρίση που είχε τσακίσει τις τράπεζες και είχε οδηγήσει τη χώρα στο ΔΝΤ. Στο πολιτικό σκηνικό το σημείο καμπής είχε έρθει ένα χρόνο νωρίτερα, το 2002. Το νέο τότε ισλαμιστικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), που σήμερα διαφεντεύει, είχε πετύχει μια σημαντική νίκη με μεγάλη πλειοψηφία, εκτοπίζοντας τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις της Τουρκίας. Αυτή η επιτυχία δικαιολογημένα αποδόθηκε σε μεγάλο βαθμό στο χάρισμα ενός σκληρού πολιτικού, που ξεπήδησε από τη συνοικία Κασίμπασα της Κωνσταντινούπολης.

Τόσο ως δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, όσο και ως υποψήφιος πρωθυπουργός ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατάφερε να γοητεύσει τις απογοητευμένες μάζες με την υπόσχεση μιας ριζικής οικονομικής μεταρρύθμισης, αλλά και τη δέσμευση μιας μάχης κατά της διαφθοράς. Παράλληλα διαχώρισε τον εαυτό του από την αυστηρή ισλαμιστική και αντιδυτική γραμμή του μέντορά του και πρώην πρωθυπουργού της χώρας Νετσμεττίν Ερμπακάν. Το κόμμα που ιδρύθηκε με επικεφαλής τον Ερντογάν προήλθε από τη διάσπαση του χώρου του πολιτικού Ισλάμ, αλλά εκείνη την περίοδο είχε πιο κοσμικό και φιλοδυτικό προσανατολισμό.

Ads

Οι Τούρκοι βρίσκονταν αντιμέτωποι με ένα υψηλό πληθωρισμό και μια τραγική οικονομική κακοδιαχείριση από το παλιό πολιτικό σύστημα που τους οδήγησε στην κρίση. Ήταν λοιπόν πρόθυμοι για μια αλλαγή. Αυτή τη συγκυρία εκμεταλλεύτηκε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και δεν τους απογοήτευσε. Παρά τα όποια προβλήματα και λάθη, τα πρώτα πέντε χρόνια της διακυβέρνησης Ερντογάν το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν αυξήθηκε κατά μέσο όρο 7%, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σχεδόν τετραπλασιάστηκε, δημιουργώντας μια νέα και άκρως αισιόδοξη μεσαία τάξη.

Εν τω μεταξύ, ο Δυτικός κόσμος έστρεψε με μεγάλη προσοχή το βλέμμα του στην αναδυόμενη αγορά. Η Τουρκία κατέγραφε ραγδαία οικονομική άνοδο και προσέφερε μια στρατηγικής σημασίας γέφυρα για τις αγορές μεταξύ ανατολής και δύσης. Επιπλέον το σοκ της οικονομικής κατάρρευσης του 2001 είχε οδηγήσει σε βαθιές τομές και η Τουρκία εμφανιζόταν δεσμευμένη στη μεταρρυθμιστική της πορεία. Αυτή η δέσμευση ενισχυόταν και από την πολιτική απόφαση της Άγκυρας να ξεκινήσει επίσημα διαπραγματεύσεις για ένταξή της στην ΕΕ το 2005.

Αυτό όμως που δεν αντιλήφθηκε γρήγορα η Δύση ήταν πως η Τουρκία βρισκόταν στη δική της φάση αφύπνισης της μεταψυχροπολεμικής περιόδου και πως παρά την εκσυγχρονιστική στροφή, που ευαγγελιζόταν ο Ερντογάν, διατηρούσε τον Ισλαμικό προσανατολισμό της και αναπόφευκτα θα επηρεαζόταν από το χάος που προκάλεσαν οι ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή με τον πόλεμο στο Ιράκ. Η εκτίμηση της Δύσης πως θα μπορούσε να έχει έναν κοσμικό και σταθερό σύμμαχο του ΝΑΤΟ στη μπαρουταποθήκη της Μέσης Ανατολής αποδείχθηκε λανθασμένη.

Για τη σημερινή οικονομική πραγματικότητα και την κατηγορηματική άρνηση του Ερντογάν να συνδέσει την νομισματική και δημοσιονομική πολιτική για να αντιμετωπίσει την κρίση, αρκεί κανείς να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο ο Ερντογάν αναδείχθηκε σε απόλυτο ηγέτη της Τουρκίας. Η πολιτική δυναστεία του δημιουργήθηκε σε μια εποχή έντονης ανάπτυξης. Αυτό τον μετέτρεψε σε κυρίαρχο και για αυτό παραμένει απόλυτα απρόθυμος σε οποιοδήποτε σχέδιο λιτότητας και οικονομικής προσαρμογής που θα του άλλαζε το μοντέλο, το οποίο του έφερε τέτοια επιτυχία.

Ένα οικονομικό περιβάλλον με χαμηλά επιτόκια, αυξανόμενη κατανάλωση και τεράστια κατασκευαστικά έργα, με κρατική υποστήριξη, ήταν αυτό που του επέτρεψε να οικοδομήσει ένα δίκτυο προστασίας. Στη συνέχεια, και αφού εξασφάλισε την πολιτική του βάση και οικοδόμησε στενές σχέσεις με τους πιστούς, προχώρησε σε αντικατάσταση της κοσμικής ελίτ από τους βασικούς θεσμούς με υποστηρικτές του. Τέλος, μετά και το αποτυχημένο πραξικόπημα, εξουδετέρωσε κάθε πολιτική επιρροή του στρατού και προχώρησε σε μαζική εκκαθάριση των πρώην ισλαμιστών συμμάχων του του κινήματος Γκιουλέν, που κατείχαν σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, τη Δικαιοσύνη, την Εκπαίδευση και τα Σώματα Ασφαλείας.

Η δέσμευση για πάταξη της διαφθοράς που έδωσε για να ανέλθει στην εξουσία σταδιακά αντικαταστάθηκε από καταφανείς κινήσεις νεποτισμού και τη δημιουργία ενός μοναρχικού κράτους. Η ανάδειξή του σε «Σουλτάνο» συνοδεύτηκε με το αφήγημα πως οι πολιτικές προκλήσεις και η αμφισβήτηση θα προκαλούσαν μόνο καταστροφή, ενώ αντίθετα η ένθερμη υποστήριξη θα έφερνε κι άλλο πλούτο στους πολίτες και τη χώρα. Και καθώς ο Ερντογάν αποφάσισε το τέλος της πορείας προς την ΕΕ, μπορούσε πλέον ανενόχλητος, απαλλαγμένος από την ευρωπαϊκή επιτήρηση, να πατάξει κάθε αντίδραση που ξεσπούσε εις βάρος του.

Για να ενισχύσει την εξουσία, και θέλοντας να προλάβει το ξέσπασμα της διαφαινόμενης οικονομικής κρίσης, ο Ερντογάν επιτάχυνε τις εκλογικές διαδικασίες που σφράγισαν την απόλυτη κυριαρχία του. Ήταν γνωστό πως αν και οι φωνές εναντίον του είχαν κι έχουν πληθύνει, οι υποστηρικτές του παρέμεναν ακόμη πλειοψηφική τάση στην τουρκική κοινωνία. Έτσι κατάφερε και πάλι να συγκεντρώσει ποσοστά πάνω από το 50%. Όμως για να κερδίσει όλες τις εκλογικές μάχες και να κρατήσει τους πιστούς οπαδούς του, ο Ερντογάν έπρεπε να συνεχίσει τις παροχές και αυτός είναι και ο λόγος που παρέμεινε προσκολλημένος στο παρωχημένο οικονομικό μοντέλο που τον έφερε στην εξουσία. Δεν προκαλεί λοιπόν καμία έκπληξη πως για να υπηρετήσει αυτό το μοντέλο «έδιωξε» τους τεχνοκράτες από κρίσιμες θέσεις και τοποθέτησε πρόσωπα του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος. Έτσι ο γαμπρός του βρέθηκε επικεφαλής στο υπουργείο Οικονομικών. Μπορεί να είναι αδέξιος αλλά παραμένει πιστός στον «Σουλτάνο» και ακολουθεί κατά γράμμα τις οδηγίες του, ακόμη κι αν αυτές είναι λάθος. Εξάλλου ο Ερντογάν έχει κάνει σαφές πως θα παραμείνει σε αυτήν την πορεία και δεν τον ενδιαφέρει οποιαδήποτε αλλαγή στην προσέγγισή του.

Καθόλου τυχαίες δεν είναι και οι αναφορές του σε «οικονομικό πόλεμο» από «ξένες δυνάμεις που στόχο έχουν να καταστρέψουν την Τουρκία». Πρόκειται για μια προσπάθεια να ενεργοποιήσει συγκεκριμένα αντανακλαστικά της Τουρκικής κοινωνίας και μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη που σχετίζεται με τη συνθήκη των Σεβρών και τη διαίρεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς όφελος των Δυνάμεων της Αντάντ στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως υπογραμμίζει το Stratfor, το «Σύνδρομο των Σεβρών» χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες και μέχρι σήμερα ώστε να ενισχύσει, κατά περιόδους, το αίσθημα της απειλής και της έχθρας κατά ξένων που συνωμοτούν για να χτυπήσουν και πάλι την Τουρκία. Μάλιστα με τη βοήθεια της προπαγάνδας αυτό το αφήγημα φαίνεται να έχει απήχηση και στην παρούσα φάση. Σε αυτό συμβάλει και η επιθετική ρητορική του Ντόναλντ Τραμπ.

Το εν λόγω αφήγημα προσφέρει χρόνο στον Ερντογάν αλλά ταυτόχρονα τον ενισχύει και πολιτικά. Ο Τούρκος Πρόεδρος, χρησιμοποιώντας το σενάριο του εξωτερικού κινδύνου και της εθνικής απειλής, έχει ήδη καταφέρει να ξεπεράσει πολλά εμπόδια στις εκλογικές μάχες μέχρι σήμερα. Μπροστά του έχει τώρα τις αυτοδιοικητικές εκλογές, οι οποίες είναι προγραμματισμένες για τον επόμενο χρόνο και σύμφωνα με το Stratfor, οι πληροφορίες θέλουν τον Ερντογάν να σκέφτεται την επίσπευση τους κατά έξι μήνες, εξετάζοντας το ενδεχόμενο διεξαγωγής τους στις αρχές Νοεμβρίου του τρέχοντος έτους.

Το σκεπτικό είναι πως αναμένονται και άλλα χτυπήματα στην τουρκική οικονομία, που θα μπορούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα. Αντίθετα στην παρούσα φάση ο Ερντογάν θα μπορούσε να επωφεληθεί από το αφήγημα μιας εθνικής μάχης κατά των ξένων εχθρών και κερδοσκόπων. Υπενθυμίζεται πως και οι τελευταίες εκλογές στην Τουρκία διεξήχθησαν νωρίτερα από τον προγραμματισμένο χρόνο, λόγω της οικονομικής κρίσης. Αν αυτά τα σενάρια επιβεβαιωθούν τότε θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο πως οποιαδήποτε διαρθρωτική μεταρρύθμιση αναβάλλεται για μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές.

Εν τω μεταξύ οι γεωπολιτικές εντάσεις γύρω από την Τουρκία και η εξωτερική πολιτική του Ερντογάν, που τον οδήγησαν σε διεθνή απομόνωση, συμβάλλουν στην επιδείνωση της οικονομικής κρίσης. Και αναμένεται η κατάσταση να επιδεινωθεί το επόμενο διάστημα. Η διπλωματική ένταση με τις ΗΠΑ με αφορμή την υπόθεση του πάστορα Άντριου Μπράνσον αποτελεί απλώς ένα ακόμη σημείο στο ναρκοπέδιο των σχέσεων ΗΠΑ – Τουρκίας. «Η τουρκική κυβέρνηση έκανε ένα μεγάλο λάθος, μη απελευθερώνοντας τον πάστορα Μπράνσον. Κάθε ημέρα που περνά το λάθος συνεχίζεται. Η κρίση αυτή θα μπορούσε πάραυτα να λήξει αν έκαναν το σωστό ως σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ και ως τμήμα της Δύσης, αφήνοντάς τον ελεύθερο, άνευ όρων», δήλωσε ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Ντόναλντ Τραμπ, Τζον Μπόλτον. Ωστόσο κάτι τέτοιο φαντάζει επί της παρούσης «σενάριο φαντασίας». Ο Ερντογάν δεν δείχνει πως θα μπορούσε να κινηθεί «άνευ όρων», αντίθετα θα το αντάλλαγμα για την απελευθέρωσή του θα πρέπει να είναι ψηλό. Είναι ενδεικτικό πως ο «Σουλτάνος» έχει ήδη εξισώσει αβάσιμα την υπόθεση του Μπράνσον με αυτήν του Γκιουλέν, προτείνοντας ανταλλαγή. Υπενθυμίζεται πως ο αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ λαοφιλής ιμάμης Φετούλαχ Γκιουλέν κατηγορείται από τον Ερντογάν ως ο ενορχυστρωτής του αποτυχημένου πραξικοπήματος.

Όμως δεν θα πρέπει κανείς να πιστέψει πως η υπόθεση Μπράνσον είναι το μοναδικό πεδίο σύγκρουσης ΗΠΑ και Τουρκίας. Μεταξύ άλλων η Άγκυρα ζητάει την αποχώρηση των αμερικανών από τη Μέση Ανατολή, με δεδομένη την υποστήριξη που προσφέρουν στους Κούρδους μαχητές στη Συρία. Η Τουρκία αναμένεται επίσης να είναι ένας από τους βασικούς υποστηρικτές του Ιράν στην αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, καθώς η ενεργειακή της εξάρτηση από τις ξένες δυνάμεις είναι πολύ μεγάλη και το Ιράν είναι ένας από τους σημαντικότερους προμηθευτές της για πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Αυτή η σύγκρουση είναι δεδομένο πως προσθέτει ένα ακόμη πρόβλημα στην οικονομία της.

Για αυτό και ο Ερντογάν μιλά για αναζήτηση νέων συμμαχιών και αναπόφευκτα στρέφεται προς την Κίνα και τη Ρωσία, που από την πλευρά τους επιχειρούν να αυξήσουν τις σφαίρες επιρροής τους στην παγκόσμια σκακιέρα. Όσοι αμφισβητούν τις ΗΠΑ αποτελούν αυτόματα πιθανούς συμμάχους για τις δύο ανερχόμενες υπερδυνάμεις. Αυτή τη στιγμή φαντάζει αδύνατο η Τουρκία να απαγκιστρωθεί οριστικά από τη Δύση και να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ, ωστόσο μπορεί να επιχειρήσει να εξισορροπήσει τους δύο πόλους, ανατολικό και δυτικό, προς το συμφέρον της. Μπορεί λοιπόν να επικεντρωθεί στην οικοδόμηση νέων στρατηγικών δεσμών με την Κίνα και ταυτόχρονα να διαπραγματευτεί μια νέα σχέση με την μέχρι πρόσφατα εχθρό της, τη Ρωσία. Εξάλλου ήδη οι ενεργειακές σχέσεις των δύο χωρών έχουν αναθερμανθεί. 

Σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, τα κράτη που υπόκεινται σε αμερικανικές κυρώσεις, όπως είναι η Ρωσία και το Ιράν, προφανώς και δεν μπορούν να αποτελέσουν ένα δίχτυ προστασίας για την Τουρκία. Όπως επίσης και η επιστροφή του ΔΝΤ θα αποτελούσε μια πολιτική καταστροφή για τον Ερντογάν. Ωστόσο η Κίνα φαίνεται να έχει την οικονομική δυνατότητα και την πρόθεση, βάσει σχεδίου, για χορήγηση δανείων σε χώρες που έχουν στρατηγική αξία. Είναι ενδεικτική η κινεζική προσέγγιση για δανειοδότηση τόσο της Βενεζουέλας όσο και του Πακιστάν. Η Τουρκία θα μπορούσε να αποτελέσει ένα κρίσιμο κομμάτι στο παζλ του σχεδίου «One Belt, One Road», του νέου «δρόμου του μεταξιού» όπως πολλοί το αποκαλούν. Επιπλέον η Τουρκία θα μπορούσε να στραφεί και σε ορισμένες χώρες του Κόλπου, όπως το Κατάρ και το Κουβέιτ, που ήδη έχουν εκδηλώσει την πρόθεση να την υποστηρίξουν για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση. 

Όπως υπογραμμίζει το Stratfor, η αλλοπρόσαλλη πολιτική του Ερντογάν έναντι των προκλήσεων δεν θα πάψει ποτέ να «σοκάρει» τους οικονομολόγους και να προκαλεί φόβο στους επενδυτές. Όμως η οικονομία της Τουρκίας δεν μπορεί να γίνει κατανοητή βάσει του «οικονομικού τους εγχειριδίου». Ο Ερντογάν δεν είναι παρά ο σημερνός «παίκτης» σε μια γεωπολιτική σκακιέρα ενός αιώνα και η υπεράσπιση της πολιτικής δυναστείας του στη σύγκρουση εξουσίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης απαιτεί ένα τελείως διαφορετικό εγχειρίδιο.