Πολύ δύσκολα μπορεί να θυμηθεί ακόμη και ένας γνώστης της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας των ΗΠΑ, μια πολιτική εσωκομματική καμπάνια τόσο πολωμένη όσο αυτή που λαμβάνει χώρα σήμερα στους Δημοκρατικούς. Στο φόντο των αποτελεσμάτων της κρίσιμης ψηφοφορίας της Σούπερ Τρίτης που ανέδειξε τον Τζο Μπάιντεν και τον Μπέρνι Σάντερς ως τους επικρατέστερους για το χρίσμα των Δημοκρατικών και εν συνεχεία την Προεδρία κόντρα στον Ντοναλν Τραμπ, τα αμερικανικά ΜΜΕ, ανεξαρτήτως κομματικών προτιμήσεων, συμφωνούν ότι ο Μπέρνι Σάντερς είναι μακράν ο πιο φιλεργατικός πιθανός διεκδικητής στην ιστορία του κόμματος. Σε αντίθεση με τον πρώην αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως… ό,τι πλησιέστερο στους Ρεπουμπλικάνους εντός των Δημοκρατικών.

Ads

Αν και κάποια πανεθνικά συνδικάτα είτε υποστήριξαν τους εσωκομματικούς αντιπάλους του, είτε αρνήθηκαν να υποστηρίξουν φανερά κάποιον από τους υποψηφίους, ωστόσο ο Σάντερς βρήκε ισχυρή συνδικαλιστική υποστήριξη από την βάση.

Είναι χαρακτηριστικό αυτής της τάσης ότι στη Νεβάδα, η ηγεσία του σημαντικού, για τις εκλογές του χρίσματος, συνδικάτου επισιτισμού τάχθηκε κατά του Σάντερς – βασισμένη σε ένα fake news ότι το σύστημα υγείας για όλους του Σάντερς… «απέκλειε» τους εργάτες στον επισιτισμό – με την βάση όμως να αψηφά τη γραμμή και να βοηθά καταλυτικά στον θρίαμβό του στις εκλογές της Πολιτείας.

Διότι το ακροατήριο του Σάντερς ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει Υγειονομική Φροντίδα για Όλους (Medicare for All) και γιατί ο υποψήφιος του χρίσματος την υποστηρίζει. Ξέρουν τι είναι το «νέο πράσινο συμβόλαιο» και γιατί έχει σημασία.

Ads

Αντίθετα, ο Μπάιντεν πλασάρει το προφίλ του υποψηφίου που μπορεί να εγγυηθεί την «ασφάλεια» της μεσαίας τάξης, «σμιλεμένου» με μια συνειδητά θολή πολιτική ρητορική, η οποία, όμως, έχει έναν εξαιρετικά ξεκάθαρο στόχο: Τον Μπέρνι Σάντερς. Πρόκειται για μια «προσωποποιημένη» τακτική, η οποία προσπαθεί να κρύψει τον βαθύ συντηρητισμό του πρώην αντιπροέδρου. Ο Μπάιντεν δεν προσποιείται καν ότι προσφέρει μια ουσιαστική εναλλακτική λύση στην «πολιτική επανάσταση» που προτείνει ο Μπέρνι Σάντερς.

Μιλώντας σε διαφορετικά ακροατήρια

Ανεξάρτητα όμως από το τι θεωρούν ότι είναι ο Σάντερς οι εσωκομματικοί αντίπαλοί του και οι Ρεπουμπλικανοί –  ή ακόμη και η ευρωπαϊκή Αριστερά – το «παιχνίδι» της εκλογής θα «παιχτεί» στο τι νομίζουν οι Αμερικανοί ψηφοφόροι ότι είναι ο Σάντερς. Από αυτήν την άποψη, λίγη σημασία έχει ακόμη και ο αυτοπροσδιορισμός του ως «δημοκρατικού Σοσιαλιστή» – που για τα αμερικανικά δεδομένα μπορεί ο όρος να είναι δεξιότερα και από την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία – ενώ, αντίθετα, έχει κρίσιμη σημασία αν η ατζέντα του θα προσελκύσει το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται: Στην αμερικανική εργατική τάξη και τη φτωχή σπουδάζουσα νεολαία. Στους οποίους προτείνει, μεταξύ άλλων, θεσμοθέτηση κατώτερου μισθού, απαλλαγή από τα φοιτητικά χρέη, δωρεάν πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης, μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων, καθολική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Σε συνδυασμό με την υπόσχεσή του για τέλος των «παντοτινών πολέμων» στους οποίους έχουν εμπλακεί – και πολλούς έχουν ξεκινήσει – οι ΗΠΑ και οι οποίοι έχουν εξοντώσει οικονομικά και ηθικά τον Αμερικανικό λαό, ο Σάντερς βρίσκεται σαφώς απέναντι από την πολιτική του Μπάιντεν.

Διότι, το πολιτικό προφίλ του 76χρονου πρώην αντιπροέδρου, όπως αυτό διαμορφώθηκε τόσο πριν όσο ακόμη και κατά τη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα, σκιαγραφείται, όπως το συνόψισε εξαιρετικά επιτυχημένα το Jacobin, ως ό,τι πλησιέστερο στους Ρεπουμπλικάνους εντός του Δημοκρατικού Κόμματος. Είναι χαρακτηριστική παλαιότερη αποστροφή του ίδιου του Μπάιντεν ότι επιθυμούσε να είναι «ο εκπρόσωπος της συντηρητικής πτέρυγας ανάμεσα στου Δημοκρατικούς».

Ενδεικτική των συγκλίσεών του με στρατηγικές αντιλήψεις των Ρεπουμπλικάνων ήταν μια  δημόσια «αντιπαράθεσή» του με τον υπερσυντηρητικό γερουσιαστή, Μιτς Μακ Κόνελ, το 2011. Στις επιθετικές επισημάνσεις του Ρεπουμπλικάνου Γερουσιαστή σε σχετικά με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες Ομπάμα υπέρ των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, ο Μπάιντεν εμφανίστηκε συγκαταβατικός, δηλώνοντας μάλιστα διατεθειμένος να «ανταλλάξει» την επέκταση του προγράμματος ασφάλισης για ανέργους με τη συνέχιση των φοροαπαλλαγών για τους πλούσιους Αμερικάνους.

Λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε υπέρμαχος ενός συμβιβασμού με τους Ρεπουμπλικάνους, όταν εκείνοι είχαν μπλοκάρει στη Γερουσία βασικές νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, δίνοντας ως αντάλλαγμα την απόσυρση της κατάργησης φοροαπαλλαγών για μεγάλες εταιρίες. Στις δε οργισμένες αντιδράσεις ακόμη και του ίδιου του Ομπάμα, δεν είχε διστάσει να υποστηρίξει πως «η ενότητα του αμερικάνικου έθνους ήταν πάνω απ’ όλα», ακόμη κι αν αυτό σήμαινε πως έπρεπε να συνεργαστεί με ακραίους νεοφιλελεύθερους, όπως τα Μπλε Κολάρα, ή ακροδεξιά στοιχεία, όπως το Tea Party.

Όσο κι αν ο Μπάιντεν δηλώνει σήμερα «υπέρμαχος των δικαιωμάτων των εθνικών μειονοτήτων, των γυναικών και των ομοφυλόφιλων» το πολιτικό του παρελθόν, από τη μακρά θητεία του (εκλεγόταν διαρκώς από το 1972 ως το 2008) ως Γερουσιαστής, μόνο σε τέτοιο προφίλ δεν παραπέμπει. Δεν είναι μόνο η στενή φιλία του κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 με επιφανείς ρατσιστές πολιτικούς, ο Τζέσε Χελμς και ο Στρομ Θάρμοντ, αλλά κυρίως το γεγονός ότι υιοθέτησε βασικές θέσεις τους. Όπως για παράδειγμα ότι είχε αντιταχθεί ενεργά στην εξάλειψη των διακρίσεων κατά των μαύρων παιδιών στα σχολικά λεωφορεία πριν από πέντε δεκαετίες. Ή ότι ήταν από τους κύριους υποστηρικτές του «πολέμου»  κατά της εγκληματικότητας, που αποτέλεσε το πρόσχημα για μαζικές διώξεις κατά μαύρων, ισπανόφωνων κι άλλων μειονοτήτων.

Τη δεκαετία του ΄90 υπήρξε από τους βασικούς υπέρμαχους της επιβολής ειδικής απαγόρευσης εισόδου μεταναστών στη χώρα, εφόσον αυτοί είχαν βρεθεί θετικοί στον ιό του Aids. Παράλληλα, είχε υποστηρίξει την νομοθέτηση της διευκόλυνσης της απέλασης ακόμη και νόμιμων μεταναστών, που είχαν οικογένειες, ενώ ήταν από εκείνους που είχαν φροντίσει να περιοριστεί η πρόσβασή τους στις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας.

Ο Μπάιντεν υπήρξε επίσης από τους πλέον θερμούς υποστηρικτές του δραστικού περιορισμού των κοινωνικών ελευθεριών. Μάλιστα φέρεται να είναι από τους βασικούς εμπνευστές του λεγόμενου Patriot Act του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου.

Ήταν από τους κύριους υπέρμαχους της στρατιωτικής επέμβασης στην Γιουγκοσλαβία αλλά και το ότι είχε υποστηρίξει σθεναρά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ.

Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Ομπάμα ήταν αυτός που αντιτάχθηκε και τελικά απέτρεψε την απόσυρση των αμερικάνικων στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, ανατρέποντας έτσι μια από τις βασικές προεκλογικές δεσμεύσεις του Αμερικάνου προέδρου.

Υπέρμαχος και του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, είχε συμβάλει στην επιβολή της NAFTA, ενώ υπήρξε από τους εισηγητές της αμφιλεγόμενης μεταρρύθμισης του κοινωνικής πρόνοιας στις ΗΠΑ από την κυβέρνηση Κλίντον. Παράλληλα, φρόντισε να αρθεί η απαγόρευση εμπλοκής των τραπεζών σε μαζικές «επικίνδυνες» συναλλαγές τίτλων, ανοίγοντας ουσιαστικά την πόρτα για το ξέσπασμα της κρίσης του 2008.

Το θέμα είναι πως ο Μπάιντεν δε φαίνεται να έχει αλλάξει καθόλου τις αντιλήψεις του. Δεν νιώθει την ανάγκη να υιοθετήσει προοδευτική ατζέντα, δε θεωρεί πρόβλημα τις τεράστιες οικονομικές ανισότητες μεταξύ των πιο πλούσιων και των κατώτερων στρωμάτων, εξακολουθεί να είναι υπέρμαχος των στρατιωτικών επεμβάσεων απανταχού της γης, ενώ θέλει να περικόψει τις παροχές του αμερικάνικου συστήματος υγεία αλλά κι εκείνου της κοινωνικής πρόνοιας.

Φοβική αντι-Σάντερς καμπάνια

Ο 78χρονος «γερόλυκος» της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών, δεν φοβίζει μόνο το δεξιό εσωκομματικό ακροατήριο των Δημοκρατικών, αλλά έχει πανικοβάλλει κυριολεκτικά ακόμη και το αντι-τραμπικό μέτωπο των Ρεπουμπλικανών. Στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου το The Atlantic προεξοφλούσε ότι «ο Μπέρνι δεν μπορεί να νικήσει», ενώ, η Washington Post παρομοίαζε τον Σάντερς με τον Τραμπ, γράφοντας ότι η «τραμπική» καμπάνια του «είναι καταστροφική για τους Δημοκρατικούς» και ότι η ατζέντα του «τον καθιστά ως τον ορισμό του αδύνατου».

Η «δεξαμενή σκέψης» «Τρίτος Δρόμος» που χρηματοδοτείται από την Wall Street έπαιξε ακόμη πιο βρόμικα εναντίον του Σάντερς, «προειδοποιώντας» τους Δημοκρατικούς ότι «δεν έχουν διακρίνει» το «τοξικό υπόβαθρο των ιδεών» του. Μάλιστα, παρουσίασε και έναν κατάλογο των «αδύνατων σημείων» του Σάντερς στα οποία θα μπορούσε να επιτεθεί ο Τραμπ, αν και τα περισσότερα από αυτά ήταν σημεία που η ίδια η «δεξαμενή σκέψης» χρησιμοποιεί για να επιτεθεί στον Σάντερς, όπως, για παράδειγμα, η αυθαίρετη και εκ του πνηρού «διαπίστωση», ότι το «Medicare for All »… «δεν είναι δημοφιλές» στον κόσμο.

Υπάρχει και η πιο «ύπουλη» ζύμωση. Για παράδειγμα, οι New York Times, σμιλεύουν ένα πιο «διαλλακτικό» προφίλ του Σάντερς έναντι των εσωτερικών αντιπάλων. Σύμφωνα λοιπόν με την εφημερίδα, ο Σάντερς συναντήθηκε πολλές φορές πέρυσι με πιο «μετριοπαθείς Δημοκρατικούς» στην Ουάσινγκτον, εμφανίζοντας τον εαυτό του ως τον υποψήφιο που θα «ανέμεναν». Το δημοσίευμα ισχυρίζεται ότι ένα ηγετικό κομμάτι των Δημοκρατικών «ελπίζει» ότι η «επέλαση» του Σάντερς θα επιβραδυνθεί και μάλιστα ζητούν ακόμη και από τον Ομπάμα να παρέμβει προς αυτήν την κατεύθυνση.

Η ανάλυση εκτιμά όμως ότι ο Ομπάμα δεν έχει καμία διάθεση να το πράξει, θεωρώντας ότι πρέπει να μείνει στο παρασκήνιο ώστε να διατηρήσει την ικανότητά του να βοηθήσει στην ενοποίηση του κόμματος, μετά το τέλος μιας «βρόμικης» εκλογικής διαδικασίας για το χρίσμα.

Ωστόσο, το στρατόπεδο του Μπάιντεν θεωρεί το επιχείρημα αυτό εξαιρετικά αδύναμο και φέρεται να έχει διαμηνύσει στον Ομπάμα ότι ο ρόλος του «ρυθμιστή» και «ειρηνοποιού» που θέλει να παίξει στο κόμμα «θα εξατμιστεί» μόλις ο Σάντερς συγκεντρώσει εκατομμύρια ψήφους.

Η παραπάνω στάση εξηγείται, σύμφωνα με τον διευθυντή της Monde Diplomatique Σερζ Σαλίμι, από το ότι οι κεντρώοι Δημοκρατικοί βρίσκονται σαφώς κοντά στον Τζο Μπάιντεν αντί του Σάντερς. Πρόκειται για μια επιλογή που αναδεικνύει ακριβώς τη διάθεση να αντικατασταθεί ο Τραμπ, να ξαναπάρουν την εξουσία οι Δημοκρατικοί, χωρίς όμως να αντιμετωπιστούν οι συνθήκες που εξαρχής επέτρεψαν τη νίκη του Τραμπ.

Μάλιστα, σύμφωνα πάντα με αυτή την ανάλυση, η προσέγγιση που ακολουθεί ο Μπάιντεν κινδυνεύει να δημιουργήσει μια φιγούρα αντίστοιχη του Τραμπ και ίσως ακόμη πιο επικίνδυνη, εφόσον ανεβαίνοντας στην εξουσία αποδειχτεί πιο επιδέξιος και ικανός, σε σχέση με τον σημερινό ένοικο του Λευκού Οίκου, να βρει τόσο εσωτερικούς, όσο και εξωτερικούς συμμάχους. Ουσιαστικά, θα πρόκειται για έναν περισσότερο… «έξυπνο Τραμπ»…