‘Οταν, τον περασμένο Ιανουάριο, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών έγραφαν σε μια αναφορά τους, ότι το μεγάλο ρωσικό τηλεοπτικό δίκτυο «Russia Today», το οποίο μεταδίδεται καλωδιακά στις ΗΠΑ, είναι «η προπαγανδιστική μηχανή του ρωσικού κράτους», η οποία «συνέβαλε» στην «εκστρατεία παρέμβασης» του Κρεμλίνου στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, άνοιξε το «κουτί της Πανδώρας» στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών… για πολλοστή φορά.

Ads

Το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, μετά την παραπάνω αναφορά, απαίτησε, στα μέσα Νοεμβρίου, από το «RT America» – την θυγατρική του δίκτυου στις ΗΠΑ – να «συμμορφωθεί» με τις απαιτήσεις της αμερικανικής νομοθεσίας περί «καταχώρησης ξένων πρακτόρων» (Foreign Agent Registration Act – FARA) η οποία υποχρεώνει τον «ξένο πράκτορα», εν προκειμένω το RT, να αποκαλύψει οικονομικές πληροφορίες που το αφορούν, όπως τις πηγές χρηματοδότησής του. Λίγο αργότερα, συμπεριέλαβε και το ρωσικό πρακτορείο Sputnik σε αυτήν την απαίτηση.

Η Μόσχα, η οποία έχει επανειλημμένα αρνηθεί τους αμερικανικούς ισχυρισμούς περί ανάμιξής της στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, θεώρησε τις ενέργειες εναντίον του RT ως εχθρική πράξη. Αυτά σε ρητορικό επίπεδο. Διότι, στην πράξη, η αρχισυντάκτης του δικτύου, Μαργαρίτα Σιμονιάν δήλωσε ότι το δίκτυο θα συμμορφωθεί με την απαίτηση, προκειμένου να αποφύγει περαιτέρω νομικές ενέργειες εκ μέρους της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Φρόντισε, όμως, να συνοδεύσει αυτήν την κίνηση με ένα εξαιρετικά δεικτικό tweet: «Ανάμεσα σε μια ποινική υπόθεση και την καταχώρηση, επιλέξαμε την τελευταία. Συγχαίρουμε την αμερικανική ελευθερία λόγου και όλους εκείνους που εξακολουθούν να πιστεύουν σε αυτήν».

Το Κρεμλίνο, ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, απάντησε με ισοδύναμα μέτρα, επεκτείνοντάς τα, μάλιστα, γεωγραφικά. Ετσι, δυτικά μέσα ενημέρωσης όπως τα CNN, Radio Free Europe και Deutcshe Welle είναι «υποψήφια» να καταχωρηθούν στην Ρωσία με βάση την νέα νομοθεσία για τα ξένα ΜΜΕ ως, «ξένοι πράκτορες». Η Ρωσική Δούμα, μετά την απόφαση του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης, ανακοίνωσε ότι μερικά αμερικανικά μέσα ενημέρωσης που δραστηριοποιούνται στην Ρωσία θα πρέπει να εγγραφούν και αυτά ως «ξένοι πράκτορες» στην Ρωσία. Τον σχετικό νόμο υπέγραψε το Σάββατο ο Βλαντιμίρ Πούτιν και σύμφωνα με τις πληροφορίες οι ραδιοσταθμοί Voice of America και Radio Free Europe/Radio Liberty, που χρηματοδοτούνται από το αμερικανικό Κογκρέσο, είναι τα πρώτα μέσα ενημέρωσης που προειδοποιήθηκαν ότι ενδέχεται προσεχώς να πρέπει να καταχωρηθούν στη λίστα των «ξένων πρακτόρων».

Ads

Βέβαια, ο όρος «πράκτορας» στην προκειμένη περίπτωση, δεν εμπεριέχει την δραματικότητα του όρου «κατάσκοπος». Η σχετική νομοθεσία αντιμετωπίζει τον όρο με την έννοια του «εκπροσώπου» ξένων συμφερόντων, ή του «διαμεσολαβητή» – λομπίστα ξένων συμφερόντων. Αυτό εξήγησε και η ρωσική εφημερίδα «Novaya Gazeta» θυμίζοντας ότι αυτό που εξόργισε τους Ρώσους, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την εφαρμογή του νόμου FARA που ψηφίστηκε το 1938 στην Αμερική, με σκοπό να αποκαλύπτει και να ανακόπτει τις πηγές της ναζιστικής προπαγάνδας. Σήμερα έχει «μεταλλαχθεί» σε νόμο «περί λομπισμού» και αφορά όσους εργάζονται για λογαριασμό άλλου κράτους στην επικράτεια των ΗΠΑ.

Η εφημερίδα αναφέρει ως παράδειγμα, την περίπτωση του Πολ Μάναφορτ, του πρώην επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, και πρώην συμβούλου του επίσης πρώην Ουκρανού προέδρου Γιανουκόβιτς, ο οποίος, υπό την πίεση των αμερικανικών ΜΜΕ, αποδέχθηκε την ιδιότητα του «ξένου πράκτορα» που εργαζόταν για λογαριασμό της Ουκρανίας, από την οποία πήρε 13 εκατομμύρια δολάρια.

Η ρωσική εφημερίδα σημειώνει ότι «στην Αμερική με την ιδιότητα του “ξένου πράκτορα” δραστηριοποιούνται η κινεζική εφημερίδα Daily China, η ιαπωνική NHK Cosmomedia America που είναι επίσης ένα ειδησεογραφικό κανάλι όπως το RT αλλά ιαπωνικό, το KBS Korean Broadcasting System από την Νότια Κορέα», επισημαίνοντας ότι παρότι η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα είναι από τους πιο στενούς συμμάχους της Αμερικής οι τηλεοπτικές τους εταιρείες δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ με την ιδιότητα του «ξένου πράκτορα» χωρίς να διαμαρτύρονται. Μάλιστα η ρωσική αντιπολιτευόμενη εφημερίδα, παραθέτοντας πλήθος και άλλων παραδειγμάτων, διερωτάται για το τι σχέση έχει σ’ αυτήν την περίπτωση η ελευθερία του λόγου, την οποία επικαλείται η Μαργκαρίτα Σιμονιάν.

Ο νόμος της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα

Βέβαια, η προκειμένη περίπτωση… είναι ζήτημα γεωπολιτικού μεγέθους. Όντως, το καθαρά τυπικό μέρος της καταχώρησης ξένων μέσων στον FARA δεν συνιστά, όχι τουλάχιστον αναγκαστικά, εχθρική πράξη των ΗΠΑ εναντίον των χωρών προέλευσης αυτών των μέσων. Αλλά όταν αφορά ρωσικά ΜΜΕ και μάλιστα, όταν ο FARA ενεργοποιείται μετά από αναφορά των μυστικών υπηρεσιών, τότε, η πολιτική βαρύτητα αυτής της πράξης ξεπερνά το τυπικό μέρος. Καθόλου τυχαία ο Βλαντίμιρ Πούτιν  άρπαξε την ευκαιρία να χαρακτηρίσει την κατάσταση που δημιουργήθηκε με το RT στις ΗΠΑ, ως «επίθεση κατά της ελευθερίας του λόγου». Μια δήλωση πολύ προσεκτική έως και «πονηρή», η οποία, ναι μεν αναγνωρίζει τις πραγματικές διαστάσεις της ένταξης στον FARA, τις μετατρέπει όμως ως προπαγανδιστικό επιχείρημα. Από αυτήν την άποψη, τα πράγματα δεν προκύπτουν και τόσο «αθώα» όσο ήθελε να τα παρουσιάσει η «Novaya Gazeta».

Το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης επιβεβαίωσε ότι καταχώρησε την εταιρία «T&R Productions LLC», η οποία αποτελεί το εταιρικό μόρφωμα του RT στις ΗΠΑ και η οποία πληροί τις νομικές προϋποθέσεις λειτουργίας, όπως την πρόσληψη ντόπιου εργατικού δυναμικού και παραγωγή αγγλόφωνου προγράμματος. Όλα αυτά συνοδεύτηκαν με την δήλωση της βοηθού του Γενικού Εισαγγελέα, ότι «οι Αμερικανοί έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν ποιος ενεργεί στις Ηνωμένες Πολιτείες για να επηρεάσει την αμερικανική κυβέρνηση ή το κοινό για λογαριασμό αλλοδαπών αρχών.

Αυτά, σε επίπεδο κυβερνήσεων. Το πραγματικό «πανηγύρι» όμως ξεκίνησε στο διαδίκτυο. Από τον Οκτώβριο ακόμα, πριν δηλαδή τις δημόσιες ανακοινώσεις της δυσκίνητης γραφειοκρατίας της Ουάσιγκτον, το Twitter ανακοίνωσε ότι δεν θα επιτρέπει πλέον διαφημίσεις από το RT ή άλλο υποστηριζόμενο από το Κρεμλίνο μέσο, επικαλούμενο πληροφορίες ότι το εν λόγω δίκτυο συμμετείχε στις ρωσικές προσπάθειες παρέμβασης και επηρεασμού της κοινής γνώμης στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές.

Η Google ακολούθησε το ίδιο «μονοπάτι» αλλά με διαφορετικό τρόπο. Τα τελευταία 24ωρα, ο Eric Schmidt, διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας Alphabet, μητρική της Google, δήλωσε, ότι η δημοφιλής μηχανή αναζήτησης «ετοιμάζεται να αναλάβει δράση» εναντίον κρατικών ρωσικών πρακτορείων ειδήσεων, όπως το RT και το Sputnik, επικαλούμενος και αυτός λόγους κρατικής προπαγάνδας. Σύμφωνα με το ίδιο το RT, η Google σκέφτεται τρόπους να υποβιβάσει τα δύο ρωσικά μέσα στην αναζήτηση του Google News.

«Διαγωνισμός» για το «μεγαλύτερο θύμα φίμωσης»

Το χτύπημα των ρωσικών μέσων από τις δύο αυτές δημοφιλείς διαδικτυακές πλατφόρμες φαίνεται ότι ενόχλησε περισσότερο το Κρεμλίνο από την ένταξη στον FARA, κάτι το οποίο είναι εύλογο, αν σκεφτεί κανείς την οικονομική αντανάκλαση που έχει στα μέσα η σειρά εμφάνισής τους στις μεγάλες μηχανές αναζήτησης, πέρα από το προπαγανδιστικό κομμάτι. ‘Ετσι, η Κρατική Δούμα χαρακτήρισε τις ανακοινώσεις της Google ως συνέχεια των «διώξεων» των ρωσικών μέσων στην Αμερική. Ρώσοι πολιτικοί αναλυτές και δημοσιογράφοι συμφωνούν ότι ένα τέτοιο μέτρο «θα επηρεάσει αρνητικά την ελευθερία του λόγου στις Ηνωμένες Πολιτείες». Ο αναπληρωτής πρόεδρος της επιτροπής της Κρατικής Δούμας για την Πληροφόρηση και τις Ψηφιακές Τεχνολογίες, Αντρέι Σβιντσόφ, δήλωσε, ότι εάν η εταιρεία υλοποιήσει τα σχέδιά της, θα είναι ένα ισχυρό πλήγμα για το RT και το Sputnik, καθώς οι σύνδεσμοι προς αυτά τα μέσα θα εξαφανιστούν κυριολεκτικά από το Google News.

«Πρόκειται για ανοιχτή μορφή πληροφοριακού πολέμου, ο οποίος ξεδιπλώνεται αυτήν την στιγμή. Είναι βομβαρδισμός. ‘Αμεση εκδληλωση επιθετικότητας», συμπλήρωσε με δραματικό τόνο ο Σβιννσόφ, δίνοντας μια ιδέα για το πώς θα κινηθεί η ρωσική αντίδραση σε πολιτικό επίπεδο.

Ο επικεφαλής της Alphabet είπε ότι είναι αντίθετος στην λογοκρισία, υποστήριξε όμως ότι η περσινή χρονιά – εννοώντας την προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ – έδειξε ότι το κοινό δεν μπορεί να αναγνωρίσει τα fake news, «ειδικά όταν ο αντίπαλός σου (σσ. εδώ εννοεί τα ρωσικά δίκτυα) έχει καλή χρηματοδότηση και προσπαθεί ενεργά να διαδώσει αυτές τις πληροφορίες».

Ανεξάρτητα από το τι μπορεί να σκεφτεί κανείς για τον «αυτοπροσδιορισμό» της Google ως «υπερασπιστή» του κοινού από τα fake news, η απάντηση του RT στον Schmidt ήταν αναλόγως δεικτική. Το δίκτυο θύμισε ότι αυτά τα λέει ένας άνθρωπος, ο οποίος, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2012 ήταν σύμβουλος του Μπαράκ Ομπάμα για την ψηφιακή τεχνολογία. Το 2015, πρότεινε στην Χίλαρι Κλίντον, η οποία τον αποκάλεσε προηγουμένως ως «παλιό φίλο», μια παρόμοια συνεργασία. Αυτό, λέει το RT, προκύπτει από τα email του Τζον Ποντέστα, του επικεφαλής του επιτελείου της προεκλογικής καμπάνιας της Κλίντον, που αναρτήθηκαν πέρυσι από τα WikiLeaks. Επίσης, το RT επικαλείται δημοσίευμα του Politico, σύμφωνα με το οποίο, την ημέρα των εκλογών το 2016, ο Schmidt εθεάθη να παρίσταται στο εκλογικό αρχηγείο της Κλίντον, φέροντας στο σακάκι του κονκάρδα με την λέξη «Συνεργάτης».

Ως θύματα απόπειρας φίμωσης του δημοσιογραφικού λόγου δεν εμφανίζονται μόνο τα ρωσικά μέσα στις ΗΠΑ, αλλά και τα αμερικανικά μέσα στην Ρωσική Ομοσπονδία. Η πρόθεση των ρωσικών αρχών να «μαρκάρουν», για αντίποινα, ως «ξένο πράκτορα» μεταξύ άλλων και το δίκτυο«Radio Free Europe/Radio Liberty» (RFE/RL), το οποίο χρηματοδοτείται από την Ουάσιγκτον, αντιμετωπίστηκε με «ψύχραιμη γκρίνια» από την διοίκησή του. Η Joanna Levison, επικεφαλής του τμήματος δημοσίων σχέσεων του μέσου, αρνήθηκε να κάνει εικασίες σχετικά με το πώς η τελευταία κίνηση της Μόσχας θα μπορούσε να το επηρεάσει, ξεκαθαρίζοντας, πάντως, ότι το RFE/RL έχει «κάθε πρόθεση» να συνεχίσει το δημοσιογραφικό του έργο στη Ρωσία. Πρόσθεσε όμως, ότι ενώ το RT «είναι σε θέση να δουλεύει και να διανέμει ελεύθερα το περιεχόμενό του στις ΗΠΑ, το RFE/RL έχει χάσει όλες τις περιφερειακές εκπομπές που το αναμεταδίδουν στην Ρωσία, εξαιτίας διοικητικών πιέσεων, ενώ δεν έχει πρόσβαση στην καλωδιακή τηλεόραση και οι δημοσιογράφοι του παρενοχλούνται».

Το σίγουρο είναι ότι έχει ξεσπάσει ένας μηντιακός «Ψυχρός Πόλεμος» μεταξύ της Ρωσίας και των ΗΠΑ, ο οποίος, όσο θα κλιμακώνεται, τόσο δυσκολότερο θα είναι για όσους τον παρακολουθούν, να ξεχωρίσουν τις απολαυστικές αποκαλύψεις των «άπλυτων» των δύο πλευρών, από τα fake news, εναντίον των οποίων, κατά τα άλλα, «τάσσονται» οι πάντες…