Από τον 18ο αιώνα και μετά τα Βαλκάνια απέκτησαν στρατηγική σημασία για τα μεγαλεπήβολα σχέδια της Ρωσίας. Ουσιαστικά από τότε βρίσκονται, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, υπό τη σκιά και τη γεωπολιτική επιρροή της Μόσχας.

Ads

Υπό το γεωφιλοσοφικό -και όχι μόνον- πρίσμα της Ρωσίας, όπως εκφράζεται στην εποχή μας και από τον Alexander Dugin, “γκουρού” της ρωσικής γεωπολιτικής και συμβούλου του Πούτιν, η Ευρασία χωρίζεται σε τρεις μεγάλες γεωπολιτισμικές ζώνες: στη Δύση, ο πολιτισμός της οποίας κυριαρχεί παγκοσμίως, στην Ανατολή (Κίνα, Ινδίες, Ιαπωνία) και στη λεγόμενη “Ενδιάμεση Περιοχή” (Βαλκάνια, Μέση Ανατολή και Ρωσία), πολιτικό κέντρο της οποίας είναι η Ρωσική Ομοσπονδία (παλαιότερα ήταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, και η διάδοχός της, η Οθωμανική), που ιστορικά επιδιώκει έναν “παγκόσμιο ρόλο”.

Ρωσία και Βαλκάνια

Τα Βαλκάνια υπήρξαν κατά τη σύγχρονη εποχή πάντα μια εποφθαλμιούμενη περιοχή για τη Ρωσία. Η Μόσχα επιθυμούσε σφόδρα να θέσει υπό τον έλεγχό της το λεγόμενο “μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης” πότε παίζοντας το χαρτί του “ομοδόξου” (η κοινή θρησκεία της ορθοδοξίας), πότε του Πανσλαβισμού και πότε της ιδεολογίας (κομμουνισμός κατά τον Ψυχρό Πόλεμο), με διακαή στόχο πάντα την προώθηση προς τις “θερμές θάλασσες” (Μεσόγειος). Ως συνέπεια τα Βαλκάνια, από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα, μετατράπηκαν σε αρένα ανταγωνισμών και σε πεδίο σύγκρουσης των Μεγάλων Δυνάμεων, πότε άμεσα και πότε “δια αντιπροσώπων”.

Ads

Μετά το 1989 πάγια στρατηγική της Δύσης ήταν, και παραμένει, να εντάξει στους κόλπους της ολόκληρη την περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης, αποκλείοντας ταυτόχρονα τη Ρωσία από αυτή. Γι’ αυτό τον λόγο η Ρωσία, που θεωρεί τα Βαλκάνια τμήμα της “Ενδιάμεσης Περιοχής”, άρα ευρύτερο γεωπολιτισμικό χώρο δράσης της, έχει επανεργοποιηθεί έντονα τελευταία στην περιοχή μας, προκειμένου να ανακόψει την “στρατηγική περικύκλωσή” της από τη Δύση, θεωρώντας ταυτόχρονα πως η τελευταία είναι πλέον έντονα διχασμένη ανάμεσα στους δύο πόλους της (Ευρωπαϊκή Ένωση και ΗΠΑ), επομένως σε φάση αδυναμίας.

Η Ρωσία ήταν πάντα μία από τις “προστάτιδες δυνάμεις” της Ελλάδας, αν και οι γεωπολιτικοί στόχοι της Μόσχας (Πανσλαβισμός, πρόσβαση στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο κ.ά), έρχονταν σε αντίθεση με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο, και προσέκρουαν στα στρατηγικά συμφέροντα της Δύσης στην περιοχή. Έχοντας απολέσει το μεγαλύτερο τμήμα της επιρροής προς την “παραδοσιακά φιλοδυτική” Ελλάδα, ήδη από την εποχή ακόμη του Ψυχρού Πολέμου, η Μόσχα είδε, μετά το 1989, “με βαριά καρδιά”, δύο πρώην δορυφόρους της στα ανατολικά Βαλκάνια και πλησίον των εδαφών της, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, να φεύγουν από τον έλεγχό της και να εισέρχονται στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε., δηλαδή στους κόλπους της Δύσης.

Ταυτόχρονα είδε, με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τον ακολουθούμενο κατακερματισμό της (1991-1999), τον έλεγχο της Δύσης να επεκτείνεται στη Σλοβενία, στην Κροατία, στην Αλβανία, στο μεγαλύτερο τμήμα της Βοσνίας και στο Κόσοβο. Τελευταίο κτύπημα υπήρξε η προσχώρηση του “ομοδόξου” και παράκτιου Μαυροβουνίου στο ΝΑΤΟ, το 2016, την οποία και η Μόσχα επιχείρησε να παρεμποδίσει μ’ ένα αποτυχημένο πραξικόπημα. Πλέον, οι μόνες χώρες στα Βαλκάνια που η Ρωσία διατηρεί ακόμη σχετικά ισχυρή επιρροή, παρεμποδίζοντας την ένταξή τους στις Ευρωατλαντικές δομές, είναι η Σερβία, η Σέρβικη Δημοκρατία (Republika Srpska) της Βοσνίας και η π.Γ.Δ.Μακεδονία.

Οι παρεμβάσεις της Ρωσίας στην  π.Γ.Δ.Μακεδονία

Είναι προφανές πως η Μόσχα δεν θα εγκαταλείψει εύκολα το γεωπολιτικό σταυροδρόμι των Βαλκανίων, ούτε και θα μείνει με σταυρωμένα τα χέρια αφήνοντας την επιρροή της να εξαφανιστεί, ειδικά πάνω στις τελευταίες χώρες της περιοχής που είναι ακόμη έντονα παρούσα. Γι’ αυτό, αν και εξωτερικά παριστάνει πως “δεν αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις” χωρών της περιοχής, η ρωσική διπλωματία, και ένας ολόκληρος μηχανισμός “πολέμου προπαγάνδας” και “ήπιας ισχύος”, έχει ενεργοποιηθεί έντονα στην π.Γ.Δ.Μακεδονία με στόχο τη ματαίωση της έγκρισης της Συμφωνίας των Πρεσπών και απώτερο στόχο τη ματαίωση -ή έστω την αναβολή στο διηνεκές- της ένταξης της χώρας στις Ευρωατλαντικές δομές.

Οι παρεμβάσεις πλέον της Μόσχας είναι πλέον απροκάλυπτες και συναγωνίζονται τις αντίστοιχες της Δύσης, η οποία θέλει να εντάξει αυτή τη μικρή βαλκανική χώρα στις δομές της. Δεν αποτέλεσε λοιπόν έκπληξη η ωμή παρέμβαση της Μόσχας κατά της Συμφωνίας της Πρεσπών, μέσω της Ρωσικής πρεσβείας στα Σκόπια, που δήλωσε επίσημα πως “η Ρωσία αναγνώρισε τη Δημοκρατία της Μακεδονίας με το συνταγματικό της όνομα πριν από 26 χρόνια και δεν αλλάζει τη θέση της”. Κοντολογίς δεν συντρέχει λόγος η Ρωσία να αλλάξει τη θέση της για το ονοματολογικό, παρά τη Συμφωνία των Πρεσπών και την αρχική έγκριση των συνταγματικών αλλαγών, γιατί έτσι πριμοδοτεί τους εθνικιστές του VMRO, που επιθυμούν να ανακόψουν την όλη διαδικασία -κάτι που είναι προς το στρατηγικό συμφέρον της Μόσχας.

Στο ίδιο μήκος κύματος το Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών δήλωσε πως η ψηφοφορία στη Βουλή των Σκοπίων, κατά την οποία εξασφαλίστηκε τελικά η πλειοψηφία των 80 βουλευτών (τα 2/3 της Βουλής) δεν ήταν ελεύθερη, αλλά χειραγωγήθηκε και καθοδηγήθηκε από τις ΗΠΑ με σκοπό τη διευκόλυνση της ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ.  “Οι οκτώ ψήφοι, οι οποίοι δεν επαρκούσαν για να υπάρξει η απαιτούμενη πλειοψηφία, διασφαλίσθηκαν μέσω εκβιασμών, απειλών και εξαγοράς βουλευτών της αντιπολίτευσης”, αναφέρεται στην ανακοίνωση του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών και συνεχίζει κατηγορώντας την πρεσβεία των ΗΠΑ για άμεση παρέμβαση στην όλη διαδικασία, ενώ επισημαίνει πως “η άποψη των 2/3 των Μακεδόνων (σ.σ. όπως τους αναγνωρίζει η Μόσχα από το 1993), που αρνήθηκαν να υποστηρίξουν τη Συμφωνία των Πρεσπών, στο αποτυχημένο δημοψήφισμα της 30η Σεπτεμβρίου, αγνοήθηκε ωμά”.

Κοντολογίς η Μόσχα, εκφράζοντας σε πρώτη φάση την έντονη δυσαρέσκειά της, φανέρωσε πως δεν πρόκειται να εγκαταλείψει αμαχητί την πάγια βαλκανική πολιτική της. Εφόσον η διαδικασία έγκριση της Συμφωνίας των Πρεσπών τραβήξει σε βάθος χρόνου, η Μόσχα αναμένεται να αυξήσει και τις παρεμβάσεις της στο εσωτερικό της π.Γ.Δ.Μακεδονίας, αλλά και της Ελλάδας, όταν θα έρθει προς έγκριση και στην ελληνική Βουλή. Ο “ρωσικός χειμώνας” αναμένεται λοιπόν να ενσκήψει ιδιαίτερα δριμύς κατά τους επόμενους μήνες πάνω από την περιοχή μας και θα πρέπει να λάβουμε εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα και κυρίως να οπλιστούμε με υπομονή και ψυχραιμία.

Το “σέρβικο χαρτί” της Ρωσίας

Αν, όπως ήδη διαφαίνεται, και ο μικρός βόρειος γείτονάς μας περάσει κι αυτός στον γεωπολιτικό έλεγχο της Δύσης, είναι σαφές πως η Ρωσία θα ποντάρει όλα τα εναπομείναντα “γεωπολιτικά κεφάλαιά” της στα Βαλκάνια στο ατίθασο “χαρτί” που λέγεται Σερβία, κι έχει ακόμη σοβαρά ανοικτά θέματα με τη Δύση, τόσο στο ζήτημα του Κοσόβου, όσο και σ’ εκείνο της Βοσνίας. Το επόμενο διάστημα η Σερβία αναμένεται να δεχθεί αφόρητες πιέσεις και από τις δύο πλευρές. Από τη μία η Δύση, χρησιμοποιώντας την τακτική του “καρότου και του μαστιγίου”, θα πιέζει ώστε να μη καταστεί η Σερβία “προωθημένο πιόνι της Ρωσίας” και “μαύρη τρύπα” της Ευρώπης.

Από την άλλη η Ρωσία θα τονίζει στη Σερβία την παραδοσιακή φιλία τους, που βασίζεται και στο ομόδοξο (“ορθόδοξη αλληλεγγύη”) και ομόφυλο (πανσλαβιστική ιδέα), θα τη δελεάζει με επενδύσεις, ενεργειακά προγράμματα και αμυντική συνεργασία, ενώ θα της υπενθυμίζει την αντίφαση του να ενταχθεί σε μία συμμαχία (ΝΑΤΟ), η οποία την βομβάρδισε το 1999 και της απέσπασε μια επαρχία της (Κόσοβο), που θεωρείται “λίκνο του σερβο-ορθόδοξου ολιτισμού”. Η Σερβία, η πολιτική ηγεσία της, αλλά και ο λαός της, θα βρεθούν έτσι, για μια ακόμη φορά, υπό τρομερή πίεση και ενώπιον σοβαρών διλημμάτων. Από την τελική απόφαση της Σερβίας προς ποια πλευρά θα μετακινηθεί, διότι λόγω της σημαντικής γεωστρατηγικής της θέσης είναι αδύνατον να παραμείνει ουδέτερη, θα κριθεί τόσο η σταθερότητα των δυτικών Βαλκανίων, όσο και η ασφαλής πρόσδεσή τους στις Ευρωατλανικές δομές. Για την ώρα πάντως όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά.

Οι ελληνο-ρωσικές σχέσεις σε νέα φάση

Τέλος, όσον αφορά τις δοκιμαζόμενες τελευταίως ελληνο-ρωσικές σχέσεις, θα πρέπει να υπογραμμιστεί πως η Ρωσία, ακόμη και μεταμφιεσμένη ως Σοβιετική Ένωση, έπαιζε πάντοτε σημαντικό ρόλο στις εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας. Για πολλούς λόγους οι Έλληνες δυσκολεύονταν να υιοθετήσουν μια καθαρά αντίθετη στάση απέναντι στη Ρωσία, ακόμη και στην εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Προτιμούσαν τις φιλικές, προνομιακές σχέσεις μαζί της ή, έστω, την ουδετερότητα. Υπάρχει ένα σαφές αμοιβαίο αίσθημα φιλίας ανάμεσα στον ελληνικό και στο ρωσικό λαό. Από την άλλη όμως υπάρχουν και τα συμφέροντα, κυρίως τα γεωπολιτικά, που είναι συχνά αντικρουόμενα.

Σύμφωνα με τον Γιώργο Στ. Πρεβελάκη, Έλληνα καθηγητή Γεωπολιτικής του πανεπιστημίου της Σορβόνης: “Η Μόσχα ονειρευόταν πάντοτε να γίνει η ‘Τρίτη Ρώμη’, δηλαδή να στεγάσει το κέντρο της Ορθοδοξίας, που βρίσκεται σήμερα στα χέρια του ελληνικού κλήρου της Κωνσταντινούπολης. Δεν πρόκειται απλά για θρησκευτικό ζήτημα. Είναι γεωπολιτικό θέμα με μεγάλη σημασία. Ενδεχόμενη απομάκρυνση του Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη θα έδινε στη Μόσχα την ευκαιρία να επιτύχει τον σκοπό της. Έτσι η Ρωσία έχει συμφέρον να δει τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισμό να εντείνεται” (Γεωπολιτική της Ελλάδας, σελ. 248, εκδ. Libro).

Αυτό σημαίνει πως το ενδεχόμενο πριμοδότησης από τη Μόσχα της αποσταθεροποιητικής πολιτικής της Άγκυρας στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, καθώς και η αύξηση των πιέσεων προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όχι μόνο δε θα πρέπει να αποκλειστεί, αλλά να ληφθεί σοβαρά υπόψιν τόσο από την Αθήνα, όσο και από τη Δύση (Ε.Ε. και ΗΠΑ), τα γεωπολιτικά συμφέροντα της οποίας ταυτίζονται για την ώρα με εκείνα της Ελλάδας -και είναι αρκετά ισχυρά ώστε να ληφθούν και τα κατάλληλα αντίμετρα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Οι στόχοι της Ρωσίας σχετικά με την Ελλάδα θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως πρόσβαση στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο με το λιγότερο δυνατόν κόστος και τις ελάχιστες δυνατές παραχωρήσεις απέναντι στη χώρα μας, κι ως εργαλειακή χρήση της ομόδοξης Ελλάδας για την υπεράσπιση των ρωσικών συμφερόντων εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης στα πλαίσια και των επερχόμενων “οικονομικών πολέμων”. Ως αντάλλαγμα η Ελλάδα θα συνεχίσει να βλέπει τη Ρωσία ως “πλευρική δύναμη”, που μπορεί πάντα να ασκήσει πίεση από το βορρά στην Τουρκία, ώστε να ανακοπούν οι επεκτατικές διαθέσεις της σε Αιγαίο και Κύπρο. Ακόμη κι αν η Ρωσία απολέσει τελικά και τα τελευταία γεωπολιτικά της ερείσματα στα Βαλκάνια η Ελλάδα θα πρέπει να αναζητήσει τρόπους ώστε να αναπτύξει τη συνεργασία, τις φιλικές σχέσεις, και να λειτουργεί ως προνομιακός εταίρος της Μόσχας, όχι μόνον στην περιοχή μας αλλά και στην Ευρώπη.

Όπως δήλωσε μάλιστα σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Ρώσος αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Μιχαήλ Μπογκντάνοφ “έχουμε μια ειδική, στενή σχέση με την Ελλάδα και δεν σκοπεύουμε να τη θυσιάσουμε. Σεβόμαστε την Ελλάδα. Ο θρησκευτικός παράγοντας παίζει τον ρόλο του, οι δεσμοί μεταξύ των λαών είναι ισχυροί. Αλλά η πολιτική έχει τη δική της λογική. Υπήρξαν πολιτικοί στην Ελλάδα που δέχθηκαν σοβαρές πιέσεις και πήραν αποφάσεις που μας λύπησαν”, φωτογραφίζοντας πιθανότατα τον πρώην Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά, η αποχώρηση του οποίου φαίνεται πως διευκολύνει την ελληνο-ρωσική επαναπροσέγγιση. Προς αυτή την κατεύθυνση εντάσσεται και η προγραμματισμένη για τις 12 Δεκεμβρίου επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού Α. Τσίπρα στο Κρεμλίνο και η συνάντησή του με τον πρόεδρο Πούτιν, ώστε να “κτιστούν γέφυρες” και να γίνει εστίαση στα κοινά συμφέροντα και όχι στις όποιες διαφορές, σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος όπως η οικονομία, η ενέργεια, ο τουρισμός και ο πολιτισμός. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να έχει απέναντί της τη Ρωσία.

* Ο Γιώργος Στάμκος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.