Το τελευταίο που θα ήθελαν οι λαοί της Ευρώπης εν μέσω πανδημίας και οικονομικής κρίσης, είναι η απειλή πολέμου. Ή, καλύτερα, η κλιμάκωση του εμφυλίου πολέμου στην Ουκρανία, ο οποίος ήδη μαίνεται από το την Άνοιξη του 2014, σε περιφερειακή, ίσως ακόμη, υπό προϋποθέσεις, και διεθνή σύγκρουση.

Ads

Την Δευτέρα, οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι θα στείλουν στρατιωτικές ενισχύσεις στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ ως απάντηση στη «ρωσική εισβολή» στην Ουκρανία, ενώ θα προχωρήσουν και στην επιβολή αυστηρών νέων οικονομικών μέτρων, στο φόντο των συνομιλιών, μέσω τηλεδιάσκεψης, μεταξύ του Τζο Μπάιντεν και του Βλαντίμιρ Πούτιν, που πραγματοποιήθηκαν το απόγευμα της Τρίτης.

Βασικό αντικείμενο της συζήτησης, που κράτησε περίπου δύο ώρες, ήταν η ένταση στην Ουκρανία και η μεγάλη συγκέντρωση ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα. Κατά την έναρξη των συνομιλιών ο Αμερικανός πρόεδρος εξέφρασε την ελπίδα για μια συνάντηση δια ζώσης με τον Ρώσο πρόεδρο. Όπως είχε ανακοινωθεί νωρίτερα οι δύο ηγέτες συζήτησαν επίσης την επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, ζητήματα στρατηγικής σταθερότητας, τις διμερείς σχέσεις καθώς και θέματα περιφερειακής ασφάλειας μεταξύ των οποίων και την κατάσταση στο Αφγανιστάν.

Στη σκιά του εμφυλίου

Ο ουκρανικός εμφύλιος ήταν ένα από τα οδυνηρά αποτελέσματα των γεγονότων του Μαϊντάν τον Φεβρουάριο του 2014, όταν ανατράπηκε η «φιλορωσική» κυβέρνηση Γιανουκόβιτς μετά από αιματηρές συγκρούσεις στην Πλατεία Ανεξαρτησίας στο κέντρο του Κιέβου, τις οποίες η Δύση εκλαμβάνει μέχρι σήμερα ως «εξέγερση» και η Μόσχα ως «πραξικόπημα».

Ads

Γεγονός είναι – και σε αυτό συμφωνούν όλες οι μεγάλες διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων διαιωμάτων, της Διεθνούς Αμνηστίας συμπεριλαμβανομένης – ότι τόσο στα γεγονότα του Μαϊντάν, όσο και στον πόλεμο που ακολούθησε, πρωτοστάτησαν και εξακολουθούν να έχουν ενεργό ρόλο ουκρανικές νεοναζιστικές και εθνικιστικές οργανώσεις, οι οποίες εξοπλίστηκαν από το ουκρανικό κράτος και είτε ενταχθηκαν επισήμως στην Εθνοφρουρά, είτε δρουν, ως ανεξάρτητα τάγματα, στο Ντονμπάς (ανατολική Ουκρανία), όπου σχηματίστηκαν οι αυτοαποκαλούμενες Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, από τον σχεδόν αποκλειστικά ρωσόφωνο ουκρανικό πληθυσμό.

image

Μέχρι και πριν μερικές εβδομάδες, αυτός ο εμφύλιος ήταν ο «ελέφαντας στο σαλόνι» που η Ευρώπη και, ειδικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση, κάνει ότι δεν βλέπει. Τουλάχιστον σε επικοινωνιακό επίπεδο. Διότι, στην πραγματικότητα, η ΕΕ έχει εμπλακεί εξαρχής σε αυτόν, αν όχι τυπικά, μέσω όμως της συμμετοχής των πιο δυνατών μελών της, της Γερμανίας και της Γαλλίας, στην λεγόμενη «Νορμανδική Τετράδα» – από την περιοχή στην οποία αποφασίστηκε η συγκρότησή της – τη διπλωματική πλατφόρμα στην οποία συμμετέχουν επίσης η Ρωσία και η Ουκρανία και η οποία συγκροτήθηκε τον Ιούνιο του 2014 με στόχο την προώθηση της ειρηνευτικής διαδικασίας στην ανατολική Ουκρανία.

Το «φάντασμα» της Κριμαίας

Η μη συμμετοχή των ΗΠΑ στο παραπάνω σχήμα μακράν δεν σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον δεν δρα ενεργά στο ουκρανικό ζήτημα.

Διότι, ουσιαστικά, δεν είναι «ουκρανικό», αλλά βαθιά γεωπολιτικό. Η γεωγραφική θέση της Ουκρανίας επιτρέπει στο ΝΑΤΟ να κλείσει την ευρωπαϊκή «περικύκλωση» της Ρωσίας. Μια ματιά στον χάρτη να δει κανείς αρκεί για να διαπιστώσει, ότι όλες οι χώρες στην γεωγραφική «αυλή» της Μόσχας, είναι στην συντριπτική πλειοψηφία τους μέλη του ΝΑΤΟ ή της ΕΕ (ή και των δύο) ή πλήρως ελεγχόμενες από αυτά, όπως η Ουκρανία. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η Λευκορωσία, η οποία είναι θέμα χρόνου να ενταχθεί και αυτή στην Ρωσία ως ομόσπονδο κράτος.

Το ΝΑΤΟ υποστηρίζει ότι η ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίασής του στην Ανατολική Ευρώπη είναι «άμυνα» στην «επιθετικότητα» της Ρωσίας, με επιχείρημα την ένταξη της Κριμαίας, ως ομόσπονδο κράτος, στη Ρωσία, το 2014. Εκείνη η ένταξη, που για τη Δύση είναι «προσάρτηση», ενώ για τη Μόσχα «επιστροφή» της χερσονήσου στην Ρωσία (σσ. είχε περάσει στον διοικητικό έλεγχο της Ουκρανίας το 1954, με απόφαση του ουκρανικής καταγωγής Σοβιετικού ηγέτη, Νικήτα Χρουτσόφ, στο πλαίσιο της ΕΣΣΔ) αποτέλεσε ένα ισχυρό σοκ για την Δύση. Όχι μόνο επειδή έχασε ένα διαχρονικό στρατηγικό σημείο ελέγχου της Μαύρης Θάλασσας, αλλά και επειδή το έχασε χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός, αλλά με δημοψήφισμα, στο οποίο, το 96,77% των κατοίκων της χερσονήσου – επίσης ρωσόφωνοι – τάχθηκαν υπέρ της ένωσης με τη Ρωσία. Το δημοψήφισμα δεν αναγνωρίστηκε από τη Δύση, η οποία έκτοτε επιβάλλει συνεχόμενες κυρώσεις στη Μόσχα, χωρίς αποτέλεσμα για την de facto κυριαρχία της Ρωσίας στη χερσόνησο.

Επιπλέον, το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ, αλλά και η ΕΕ, θεωρούν ότι η Ρωσία έχει ουσιαστικά «εισβάλει» στην Ουκρανία, διά «αντιπροσώπων», δηλαδή εξοπλίζοντας και χρηματοδοτώντας της «Λαϊκές Δημοκρατίες» στο Ντονμπάς. Τυπικά, εγκαλούν την Ρωσία ότι έχει «έτοιμους» 100.000 στρατιώτες «σε κοντινή απόσταση από τα σύνορα» με την Ουκρανία, οι οποίοι περιμένουν μόνο τη διαταγή και για την τυπική «εισβολή».

Έτσι, η κατάσταση στις σχέσεις Δύσης – Ρωσίας έφτασε στο χειρότερο και πιο κρίσιμο σημείο από το 2014, αλλά και από το 2015, όταν το Κίεβο απέτυχε στην στρατιωτική κατάληψη του Ντονμπάς (η Δύση λέει λόγω της Ρωσίας που βοήθησε τους «αυτονομιστές») και «σύρθηκε» στην υπογραφή της ειρηνευτικής συμφωνίας στο Μινσκ – με εγγυητές τη Ρωσία, τη Γερμανία και τη Γαλλία – η οποία μονίμως παραβιάζεται στο μέτωπο.

Τι λένε οι ΗΠΑ

Σύμφωνα με πηγές της Ουάσιγκτον, που επικαλείται ο δυτικός Τύπος, κατά τη συνάντηση με τον Πούτιν, ο Μπάιντεν κατέστησε σαφές στον Ρώσο Πρόεδρο, ότι οι ΗΠΑ δεν θα αποκλείσουν τη μελλοντική ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Οι ίδιες πηγές επεσήμαναν ότι «η πρώτη ρωσική στρατιωτική επέμβαση» στην Ουκρανία οδήγησε στην ανάπτυξη περισσότερων αμερικανικών στρατευμάτων και εξοπλισμού στην Ανατολική Ευρώπη και ότι «θα υπάρξει παρόμοια απάντηση αυτή τη φορά».

Ωστόσο υπογράμμισαν ότι ο Μπάιντεν δεν επιθυμεί μια άμεση στρατιωτική παρέμβαση των ΗΠΑ. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επιδιώκουν να καταλήξουν σε μια κατάσταση, όπου το επίκεντρο στα αντίμετρά μας είναι η άμεση χρήση αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης, σε αντίθεση με έναν συνδυασμό υποστήριξης για τον ουκρανικό στρατό, ισχυρά οικονομικά αντίμετρα και σημαντική αύξηση σε υποστήριξη και ικανότητα στους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ να διασφαλίσουν ότι θα παραμείνουν ασφαλείς», είπε ο ανώτερος αξιωματούχος, προσθέτοντας ότι δεν αποκαλύπτει τη θέση του αμερικανού Προέδρου κατά τη συνάντηση με τον Ρώσο ομόλογό του σχετικά με το ερώτημα «υπό ποιες συνθήκες θα μπορούσε να εμπλακεί ο αμερικανικός στρατός».

Ο αξιωματούχος είπε ότι «ουσιαστικά οικονομικά αντίμετρα» από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη θα μπορούσαν «να επιβάλουν σημαντική και σοβαρή οικονομική βλάβη στη ρωσική οικονομία».

Τη Δευτέρα, ο Μπάιντεν μίλησε με Ευρωπαίους ηγέτες και στη συνέχεια, ο Μπόρις Τζόνσον είπε ότι συμφώνησαν να παρουσιάσουν ένα «ενωμένο μέτωπο» για την Ουκρανία. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν μίλησε επίσης τη Δευτέρα με τον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι και επανέλαβε την «ακλόνητη υποστήριξη» της Ουάσινγκτον απέναντι στη «ρωσική επιθετικότητα», ανέφερε το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών. Ο Ζελένσκι «τουίταρε» ότι αυτός και ο Μπλίνκεν συμφώνησαν να συνεχίσουν την «κοινή και συντονισμένη δράση».

Ο Πούτιν είπε ότι θα αναζητήσει «εγγυήσεις ασφαλείας» για τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ ή της στρατιωτικής υποστήριξης της Ουκρανίας. Ο Λευκός Οίκος κατέστησε σαφές ότι αυτό δεν είναι θέμα προς συζήτηση. «Οι ΗΠΑ έχουν εκφράσει σταθερά την υποστήριξή τους για την αρχή ότι κάθε χώρα έχει το κυρίαρχο δικαίωμα να λαμβάνει τις δικές της αποφάσεις σε σχέση με την ασφάλειά της», δήλωσε ο Αμερικανός αξιωματούχος. «Αυτή παραμένει η πολιτική των ΗΠΑ σήμερα και θα παραμείνει πολιτική των ΗΠΑ στο μέλλον.».

image

Ποιες είναι οι πιθανότητες θερμής σύγκρουσης

Η Ρωσία έχει ουσιαστικά παγώσει τις άμεσες επαφές με την κυβέρνηση της Ουκρανίας και τον Ζελένσκι, τον οποίο κατηγόρησε ότι προετοιμάζει τη δική του επίθεση εναντίον του Ντονμπάς. Η Ουκρανία αρνήθηκε κατηγορηματικά αυτούς τους ισχυρισμούς.

Ο υπουργός Άμυνας της Ουκρανίας, Ολεξέι Ρέζνικοφ, είπε την Παρασκευή στο κοινοβούλιο ότι η Ρωσία έχει περίπου 94.000 στρατιώτες κοντά στα ουκρανικά σύνορα και μπορεί να προετοιμάζει μια επίθεση που θα ξεκινήσει στα τέλη Ιανουαρίου. Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν δώσει παρόμοιες εκτιμήσεις για τον αριθμό των ρωσικών στρατευμάτων και το πιθανό χρονοδιάγραμμα μιας επίθεσης, καθώς ο Πούτιν ενίσχυε τη ρητορική του ότι η Δύση περνούσε τις «κόκκινες γραμμές» της Ρωσίας όσον αφορά την παροχή στρατιωτικής υποστήριξης στην κυβέρνηση του Κιέβου.

Τόσο οι δυτικοί όσο και οι Ρώσοι αναλυτές είπαν ότι η Μόσχα μπορεί αξιόπιστα να εξαπολύσει μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επίθεση, αν και υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις για το πόσο πιθανή είναι μια ρωσική επίθεση και τι μπορεί να την πυροδοτήσει. «Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ρωσική στρατιωτική ανάπτυξη που πιθανώς έχουμε δει, σίγουρα από το 2014», δήλωσε ο Μάικλ Κόφμαν, διευθυντής αναλύσεων για την Ρωσία, στην δεξαμενή σκέψης για την ασφάλεια CNA.

Η ρωσική κυβέρνηση έχει κατηγορήσει την Ουάσιγκτον ότι δημιουργεί «πολεμική υστερία», αλλά ο Πούτιν έδωσε δημόσια εντολή στους κυβερνητικούς αξιωματούχους να διατηρήσουν υψηλά επίπεδα συναγερμού και επιπέδου «έντασης» με τη Δύση, για να βεβαιωθεί ότι δεν αγνοούνται τα ρωσικά συμφέροντα.

Οι Ουκρανοί, από την άλλη, ζητούν συνεχώς περισσότερη στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη από τη Δύση. Ο Φιόντορ Λουκιάνοφ, ένας εξέχων Ρώσος αναλυτής εξωτερικής πολιτικής, είπε, στον Guardian, ότι δεν πιστεύει πως η Ρωσία ετοιμάζεται άμεσα να ξεκινήσει μια επίθεση. Αλλά η Μόσχα είχε δείξει ότι ήταν έτοιμη να χρησιμοποιήσει βία εάν δεν μπορούσε να διαπραγματευτεί μια αλλαγή στη μεταψυχροπολεμική ρύθμιση ασφάλειας στην Ευρώπη, είπε.

«Υπάρχει μια πραγματική κόκκινη γραμμή: Η Ρωσία αντιλαμβάνεται ως απολύτως απαράδεκτη κάθε είδους στρατιωτική ευθυγράμμιση μεταξύ της Ουκρανίας και της Δύσης, όχι απαραίτητα την ένταξη στο ΝΑΤΟ». Προσθέτει ότι ο Πούτιν είχε δείξει προσωπικό ενδιαφέρον για την έκβαση της κρίσης. «Δεν είναι υπό πίεση χρόνου γιατί δεν βλέπω σημάδια ότι πρόκειται να φύγει σύντομα», εκτιμά ο Λουκιάνοφ. «Αλλά βλέπει το καθήκον του ως πρόεδρος να μην αφήσει αυτό το πρόβλημα στην επόμενη ηγεσία».

Πάντως, δεν υπάρχουν μεγάλες  προσδοκίες για το τι μπορούν να επιτύχουν ο Μπάιντεν και ο Πούτιν στη βιντεοκλήση της Τρίτης και πολλά θα εξαρτηθούν από το αν η Ρωσία θα σταματήσει τουλάχιστον τη στρατιωτική «συσσώρευση» στα σύνορα, μετά τις συνομιλίες. «Νομίζω ότι οι ρωσικές δυνάμεις θα παραμείνουν εκεί που είναι μέχρι να υπάρξει επιθυμητή συμφωνία, επειδή (σσ. αυτές οι δυνάμεις) είναι η μόχλευση της Ρωσίας», λέει η Όλγα Όλικερ, διευθύντρια τους προγράμματος του Crisis Group για την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία. «Οι σημαντικές ρωσικές δυνάμεις που παρατάχθηκαν στα σύνορα της Ουκρανίας υπενθύμιζαν ότι το αδιανόητο είναι εκεί».

Η ρωσική προσέγγιση

Παρά το αρνητικό υπόβαθρο από την αμερικανική πλευρά, η Μόσχα επικεντρώνεται στον διάλογο, δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου της ρωσικής προεδρίας, Ντμίτρι Πεσκόφ. «Σε αυτό βασίζεται η διπλωματική κοσμοθεωρία του Προέδρου Πούτιν. Είναι έτοιμος για μια συνομιλία, αλλά η συζήτηση θα πρέπει να είναι αμοιβαία σεβαστή και στη συνομιλία οι εταίροι θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και τις ανησυχίες του άλλου», είπε στους δημοσιογράφους. Ταυτόχρονα, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου σημείωσε ότι ο Ρώσος ηγέτης επικοινωνεί «όχι με βάση τα συναισθήματα, αλλά με βάση τα εθνικά συμφέροντα».

Η Μόσχα δεν αναμένει πολλά από τη συνομιλία, αλλά την αντιμετωπίζει ως «συνάντηση εργασίας» σε «μια δύσκολη περίοδο». «Η κλιμάκωση της έντασης στην Ευρώπη απαιτεί προσωπική συζήτηση στο υψηλότερο επίπεδο», εξήγησε ο εκπρόσωπος. «Προφανώς, εάν δύο πρόεδροι πάνε να μιλήσουν, επικεντρώνονται στη συζήτηση θεμάτων και δεν θα οδηγήσουν την υπόθεση σε αδιέξοδο. Από τη ρωσική πλευρά, ο Πούτιν έχει επανειλημμένα πει ότι αναζητούμε καλές, προβλέψιμες σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες» είπε ο Πεσκόφ.