Σε έναν εφιάλτη από τον οποίο η αμερικανική κοινωνία αδυνατεί, μέχρι στιγμής και επί δεκαετίες, να ξυπνήσει, παραπέμπουν οι αλλεπαλληλες, μαζικές δολοφονίες σε δημόσιους χώρους, επί το πλείστον σχολεία.

Ads

Ειδικά σε ό,τι αφορά στα τελευταία, το ποιοτικό επιπλέον τραγικό στοιχείο είναι ότι, τις περισσότερες φορές, θύτες και θύματα είναι περίπου συνομίληκοι.

Το πρόσφατο μακελειό σε δημοτικό σχολείο του Τέξας, όπου ένας 18χρονος σκότωσε 19 παιδιά και δύο εκπαιδευτικούς, πριν πέσει και ο ίδιος νεκρός από τις σφαίρες των αστυνομικών, αναζωπύρωσε την συζήτηση στις ΗΠΑ για την οπλοκατοχή, αλλά με όρους που παραπέμπουν περισσότερο στη «μέρα της μαρμότας»: Ο κόσμος, τα προοδευτικά κινήματα και κάποιοι πολιτικοί παράγοντες να δείχνουν το πανίσχυρο λόμπυ της οπλοκατοχής και τις διασυνδέσεις του με το πολιτικό σύστημα ως εκ των βασικών αιτιών για την αδιανόητης κλίμακας αιμορραγία – κυριολεκτικά – της αμερικανικής κοινωνίας, με το κράτος να στέκεται, στην «καλύτερη» περίπτωση, «αμήχανο». Είναι χαρακτηριστική αυτής της αμηχανίας η διαπιστωτική φράση του ίδιου του Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπαϊντεν, ότι «είναι λάθος» να μπορεί ένας 18χρονος να μπαίνει σε ένα μαγαζί και να αγοράζει όπλα.

Η αλήθεια είναι ότι κατ’ εξακολούθηση λάθος δεν υπάρχει. Αυτό που περιέγραψε λοιπόν ο Αμερικανός πρόεδρος είναι κάτι περισσότερο.

Ads

Τι, όμως;

Το ερώτημα αυτό ήταν η «εκκίννηση» του ντοκιμαντέρ της εκπομπής «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα» με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Τα παιδιά που σκοτώνουν», με αφορμή μια ανάλογη τραγωδία με αυτή του Τέξας, που έλαβε χώρα το 1998 στο Τζόνσμπορο, μια μικρή πόλη στον αμερικανικό νότο: Ένας 11χρονος μαθητής μαζί με έναν 13χρονο φίλο του, δολοφόνησαν τέσσερις συμμαθήτριες και την δασκάλα τους, μέσα στο σχολείο.

Εκτός των άλλων, το ενδιαφέρον του ντοκιμαντέρ είναι ότι τεκμηριώνει την διαπίστωση περί αιματηρής «μέρας της μαρμότας», τόσο σε ό,τι αφορά τις αντιδράσεις της κυβέρνησης (τότε ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ ο Κλίντον), όσο και και στην επιχειρηματολογία των δύο πλευρών έναντι της οπλοκατοχής.

Το ντοκιμαντέρ ξεκινάει με τις συγκλονιστικές διηγήσεις δύο μητέρων οι οποίες μαθαίνουν ότι στο σχολείο των παιδιών τους έπεσαν πυροβολισμοί και υπάρχουν νεκροί.

Μέσα από τις διηγήσεις άλλων μαρτύρων παρακολουθούμε την πορεία των δύο δολοφόνων που έχουν στήσει μία κανονική ενέδρα:
Αφού κλέβουν όπλα από το σπίτι του ενός, ενεργοποιούν το συναγερμό για τις πυρκαγιές, οι μαθητές βγαίνουν στο προαύλιο όπου γίνονται εύκολος στόχος για τους δύο συμμαθητές. Μια δασκάλα που επέζησε δείχνει στο φακό της εκπομπής τις πιστωτικές της κάρτες, μισοτρυπημένες από τις σφαίρες που χτύπησαν την τσάντα της.

Η συνέχεια του ντοκιμαντέρ προσπαθεί να απαντήσει στο αρχικό ερώτημα: ποιες είναι οι αιτίες του κακού που έχει στιγματίσει τη μικρή πόλη; Οι θεωρίες της φτώχειας, της εγκληματικότητας των μαύρων και των διαλυμένων οικογενειών, σε αυτή την περίπτωση, δεν έχουν καμία ισχύ.

Ψυχολόγοι και εγκληματολόγοι, γονείς και δάσκαλοι των παιδιών καθώς και ο ιερέας που λειτουργούσε τον Μίτσελ, προσδιορίζουν μια σειρά από άλλες αιτίες.

Το σίγουρο είναι, πως το ντοκιμαντέρ για το Τζόνσμπορο, από τον τίτλο του ακόμα, αφορά σήμερα και το Τέξας, παρά τις δεκαετίες που πέρασαν. Και αυτό είναι σίγουρα κάτι περισσότερο από λάθος: Είναι μια τραγωδία.